Τρίτη 27 Δεκεμβρίου 2011

Τα παιδιά της Θέτιδος






Το πρόσωπό μου είναι ανέκφραστο,
Μια σταγόνα σκάει στη μύτη, διαλύεται.
Νιώθω λίγη δροσιά να ξαπλώνει στο μάγουλο,
Μυρίζω γη φρεσκοποτισμένη από βροχή.
Η καρδιά μου, η καρδιά μου χτυπάει γρήγορα,
Ο παλμός, ο χτύπος ταξιδεύει σε όλο το σώμα
Κι ένας κόμπος στο στομάχι σφίγγεται πιο πολύ.


Πεθαίνω, λέει μια φωνή μέσα μου σιγανή

Γεννιέμαι, λέει μια άλλη πιο απαλή.


Το σκοτάδι στα μάτια μου διαλύεται σιγά σιγά
Χέρια με τραβούν γυμνό έξω από αυτό
Πνίγομαι, Μητέρα πνίγομαι , πεθαίνω
Ένας πόνος μού σφίγγει στο στήθος την καρδιά,
Πεθαίνω , λέει μια φωνή μέσα μου σιγανή
Καθώς οι χτύποι σταματούν, ο παλμός χάνεται.
Σιγή .
Θαμπό φως.
Τα πνευμόνια συρρικνώνονται για ύστατη φορά
Και μετά με έναν βρόντο τινάζεται το σώμα
Το στέρνο ανυψώνεται εκατοστά πιο πάνω
Και το στόμα μου αφήνει μια μεγάλη κραυγή,
Το πρώτο κλάμα, το πρώτο δάκρυ.
Μυρίζω γη φρεσκοποτισμένη από τη βροχή.
Γεννιέσαι , μου λέει μια απαλή φωνή μέσα μου.



Κι όμως, απαντάει μια άλλη….






Πέμπτη 22 Δεκεμβρίου 2011

Γυναίκα









Ο Κρααλ νευρίασε καθώς είδε το ψέμα στα μάτια της και δίνοντάς της μία κλωτσιά την έριξε στη Γη όπου λένε  ότι χάθηκε για πάντα μέσα στα πυκνά μαύρα σύννεφα των ηφαιστείων και του μάγματος , τότε η γη δεν είχε ακόμα πάρει την τωρινή της μορφή .Υπήρχαν κάποιοι σχηματισμοί , κάτι μικρά βουνά και όρη αλλά ήταν όλα ρευστά ακόμα , και μέσα σε αυτά και οι εκρήξεις , οι φωτιές , τα σύννεφα , καμία ζωή.

Φαντάσου λοιπόν πως θα ήταν για μια γυναίκα μόνη της όλο αυτό το σκηνικό , σκέτος εφιάλτης που κράταγε δισεκατομμύρια χρόνια ,μέχρι να εμφανιστούν δειλά δειλά οι πρώτες βροχές και να σχηματίσουν τα πρώτα ρυάκι , τις πρώτες μικρές λασπολίμνες .Σκέψου το πρώτο εύθραυστο κοντό χορταράκι που κάλυψε το μαύρο χώμα εμφανίστηκε μετά από εκατομμύρια νύχτες . Σκέψου το σκοτάδι , το απόλυτο σκοτάδι της νύχτας.

Δεν είναι μόνος ο τρόμος και η μοναξιά που έζησε τα πρώτα χρόνια στη γη ,η γυναίκα αυτή , είναι και το πριν από την πτώση της σκηνικό , ένας άντρας που την εξουσίαζε , ένας θεός δυνάστης που της φέρθηκε τόσο άσχημα. Είναι η γυναικεία οργή που φώλιαζε μέσα της ατέλειωτες μοναχικές νύχτες , είναι πιο σκληρή και φοβερή από όλα τα ηφαίστεια του πρώτου καιρού , αυτά σίγησαν με τον καιρό , όμως η καρδιά της γυναίκας πάντα θυμάται , δεν ξεχνά ποτέ τον δήμιο της .

Ώστε λοιπόν έχεις 2 στοιχεία , έζησε τον Τρόμο πιο από σένα , όταν εδώ δεν υπήρχε τίποτα παρά μόνο τρόμος . Έζησε τον Τρόμο πριν ακόμα τον Τρόμο της Γης στα δεσμά μιας ανελευθερίας στους ουρανούς .

Κι έχεις και ένα τρίτο στοιχείο . Θα ζήσει τον τρόμο και μετά από σένα , από τα παιδιά σου , τα εγγόνια σου , μέχρι ο τελευταίος ανθρώπινος ήχος να σωπάσει , η τελευταία εκπνοή του ανθρώπινου γένους να σβήσει , και μετά να σβήσουν όλες οι κραυγές των ζώων , οι θάλασσες να εξατμιστούν , να λιώσουν όλα , να εμφανιστούν οι γνώριμοι πέτρινοι όγκοι , να της πουν γεια σου γλύκα !, να έρθουν οι ίδιες τρομαχτικές νύχτες , μετά όλα να γίνουν μάγμα ευκίνητο , υγρό …

Πώς φαντάζεσαι την ψυχή μιας τέτοιας γυναίκας ? Λες την είδες σε κείνη τη λίμνη να κάνει μπάνιο γυμνή , λες μοιάζει με την Θεά που έπεσε από κει ψηλά , λες θα πας να της μιλήσεις . Καταλαβαίνεις πόσο μικρή κι ασήμαντη είναι η παρουσία σου δίπλα της ? Καταλαβαίνεις το μέγεθος που πας να προσβάλλεις εσύ που η πορεία σου στη ζωή , στο μυστήριο αυτό , στο σύμπαν , είναι μηδαμινή?

Κοίταξα τον γέρο , καταλάβαινα , μιλούσα σωστά , αλλά στην όλη αυτή την ιστορία , είναι και η δικιά μου ψυχή μέσα . Την λατρεύω ακριβώς για αυτό το λόγο , για την τόσο δα μικροσκοπική παρουσία της σε όλο αυτό το χάος , και για αυτό το λόγο θα της χαρίσω ευχαρίστηση , έρωτα , και μόνο με κείνη τη γυναίκα θα τα έχω αυτά .

Ο γέρος διάβασε την σκέψη μου και κούνησε ψιλοαπελπισμένος το κεφάλι του .Κάτι σκάλισε στο χώμα , κοίταξε προς τη Γη , πράγματι από τη Σελήνη η Γη ήταν μια οπτασία γαλάζιου μέσα στο απόλυτο μαύρο . Εκεί ήταν η γυναίκα που αγαπούσα ,ανέπνεε , ένιωθε , άγγιζε.

Ένας μικρός μετεωρίτης έπεσε κάπου εδώ μακριά , άρχισε να τραντάζεται όλη η επιφάνεια της Σελήνης . Ο γέρος μου είπε άντε καιρός να γυρίσεις στο σώμα σου .

Κούνησα καταφατικά το κεφάλι μου .

Μου λέει η ψυχή σου είναι η ψυχή του Άντρα. Θέλει να αγγίξει έστω και για λίγες στιγμές την αιωνιότητα μέσα από την επαφή με τη Γυναίκα .

Κάνω να φύγω αλλά κοντοστέκομαι , γέρο γιατί θύμωσε ο Κραάλ και την πέταξε τι ψέμα είδε στα μάτια της , δεν σε ρώτησα.

Ο γέρος χαμογελάει , πετάει μια πέτρα προς τη Γη και αυτή χάνεται σταδιακά προς το κενό διάστημα .

Την ρώτησε αν τον αγαπάει κι αυτή του είπε ναι , μου κάνει.

Κατάλαβα , του κάνω θλιμμένος .

Όχι δεν κατάλαβες , μου λέει .Ξέρεις όταν όλα πάλι πεθάνουν , όταν σβήσουν όλα και γίνει αέρας η Γη , αυτή θα επιστρέψει σε αυτόν ξανά . Γιατί εν τέλει πάντοτε εκεί είναι η θέση της .Μέσα στο Χρόνο – Κρααλ .

Έμεινα σκεφτικός στην τελευταία του φράση καθώς ετοιμαζόμουν για το ταξίδι της επιστροφής .




Φεύγω προς τη Γη , η ψυχή μου ταξιδεύει στο μεταξύ διάστημα Σελήνης – Γη, αλλά η σκέψη μου είναι σε εκείνο το γυμνό κορίτσι στις όχθες μιας λίμνης .

Τώρα ξέρω τα πάντα , ξέρω την ιστορία , ξέρω τους παίχτες . Αρκεί μόνο ένα άγγιγμα στην αιωνιότητα για να νιώσεις τη μαγεία . Ένα τόσο δα άγγιγμα …


Δευτέρα 19 Δεκεμβρίου 2011

Κλικ







Η ποιήτρια έβαλε δυο στίχους Ελύτη
Κι από κάτω ένα τραγούδι του Χατζηγιάννη.
Ένας άλλος καταξιωμένος συγγραφεύς
Έβαλε στη σελίδα του έτσι ακέραια αντιγραφή
Τη σφαγή της κοπέλας στην Καστοριά
Έτσι ζουμερή ζουμερή σάλτσα κόκκινη
Σοταρισμένη σε λάδι κίτρινου τύπου.
Ξέρει τι κάνει ο συγγραφεύς , κυνηγάει κλικς
Αυτοαυνανίζεται με τα κλικς ,γαμάει γυναίκες
Που γουστάρουν τύπους με πολλά κλικς.
Φοράει κασκολάκια και φουλάρια,
Στήνεται με ύφος δίπλα σε τζάκια ,
Είναι συγγραφέας , είναι ποιητής , είναι κλικ.
Η άλλη γράφει για παιδάκια Αφρικής
Και ανεβάζει φωτογραφίες με πισίνες κυριλέ
Με κοσμήματα χρυσά στο λαιμό,
Φορέματα κολλητά , κώλους , χείλη , βυζιά
Παρίσια , Νέες Υόρκες , σαλόνια , δείπνα .
Αγόρασε το βιβλίο μου,λέει για αγάπη παλιά
Και ναι πιστεύω στην ανθρωπιά, στη σελήνη
Στα ταξιδιάρικα σε ουτοπίες πουλιά. Κλικ.
Πάω για ύπνο πιτσουνάκια μου. Κλικ.


Όλος αυτός ο συφερτός με εξοργίζει ,
Νομίζει ότι περνάει σαν εκείνον τον βασιλιά,
Νομίζει ότι φοράει εξαίσια λεπτά ρούχα,
Μα ο ηλίθιος είναι γυμνός και τον βλέπω.
Οι κόλακες γύρω μου τον χειροκροτούν
Στην πλατεία της πόλης στήνουν ήδη την πυρά
Το πλήθος ουρλιάζει εκστατικό καθώς
Μια γυναίκα σέρνουν προς τα κει απ’τα μαλλιά
Είναι η Αλήθεια , μου λέει ψιθυριστά
Ένας δαίμονας στο αυτί .


Κλείνω τα μάτια και σκέφτομαι θάλασσες.
Έχει χιόνια στη σελήνη, ρώταγες παλιά.
Άγγελε, τείνω να πάψω να πιστεύω.
Ζούμε στην πιο παρανοϊκή εποχή μετά τους
Tελευταίους παγετώνες στο φεγγάρι .


Ο δαίμονας χαμογελάει στο αυτί μου ειρωνικά
Είσαι και συ γυμνός, το ξέρεις ?, μου λέει .

Κλικ .

Σάββατο 17 Δεκεμβρίου 2011

Μπλε






Άρχισα να γράφω διήγημα για σένα
Μα κατάλαβα πως ένα ποίημα
Πάντα μας ταιριάζει καλύτερα.
Ήσουν αυτό που λέμε πρώτη αγάπη
Και μπόλιαζες μέσα στη καρδιά μου
Από τα παιδικάτα μου,καθώς λένε οι παλιοί.
Ήσουν τυλιγμένη από ακριβό μετάξι,
Βυθισμένη ευλαβικά στα θαμπά νερά
Μιας λίμνης ,κάπου στο κορμί μου μέσα.
Τα χρόνια που πέρναγαν έριχναν λίγο
Στάλα στάλα τη μαγεία στο πέπλο σου,
Καθώς στιγμές μονολογούσα σκεφτικός,
Να εκείνο το κορίτσι χαμογελάει σε μένα,
Σε κείνο το σινεμά Μπλε στην Πάτρα,
Να,χαμογελάει, κοκκινίζω, είμαι ευτυχισμένος. .

 
 
Τα χρόνια πέρασαν, έφυγα προς το Βορρά,
Οι γυναίκες που ήρθαν στη ζωή μου
Έφεγγαν και έκαιγαν μετά τα πάντα,
Εσύ σιωπηλά στη γωνιά της ψυχής
Μονομαχούσες ασυνείδητα με όλες .
Το ποιος κέρδιζε δεν ξέρω , μάλλον όλοι
Χάναμε από κάτι , έτσι ?


Το ίδιο λάθος κάνουμε πάντα.
Κι ας μας το λένε οι άλλοι οι σοφοί,
Το ίδιο λάθος,
Κυνηγάμε την πρώτη αγάπη
Μπας και τη ξαναβρούμε,
Και όταν τη βρούμε, αυτή πεθαίνει .
Σκοτώνουμε το χτες ψάχνοντας το αύριο
Κι αυτό είναι μια πολύ θλιβερή ιστορία.


Τα ξανθά σου μαλλιά είχανε γίνει κόκκινα,
Τα μάτια σου κύκλους μπλε από κάτω
Και ανάσα αλκοόλ τα ρούχα σου .
Δεν σε γνώρισα , Καθώς οι φίλοι
Μάς σύστηναν ξανά σαν παλιούς γνωστούς,
Σε ένα γωνιακό μπαράκι της Αθήνας,
Και μια μελαγχολική Beth Gibbons σκόρπιζε
Ανάμεσα στα ποτήρια,γύρω στον μπλε αέρα
Τη ραγισμένη της φωνή…

Τετάρτη 14 Δεκεμβρίου 2011

Σου ψιθυρίζω «μη φοβάσαι»







Δεν στο είπα χτες,
Είδα πως δάκρυσες.
Οι νύχτες πέφτανε νεκρές
Από σφαίρες παιδιών
Και στα πόδια μας
Γνέφανε οι κολασμένοι
Να πέσουμε στη φωτιά.
Η πόλη έλιωσε σαν κερί
Έξω απ’το παράθυρό μας,
Μωρό μου δεν είναι για μας,
Μου είπες, αυτοί οι καιροί.
Ο κόσμος έλιωσε σαν κερί
Έξω απ’το παράθυρό μας.


Έρχομαι στο κρεβάτι
Κοιμάσαι ,σού ψιθυρίζω
Μη φοβάσαι ,
Μικρός έγραφα στίχους
Σε μια ηλιόλουστη αυλή,
Θυμάμαι το δέντρο,
Οι ρίζες του έσκαβαν τη γη.


Χαμογέλασες στον ύπνο σου,
Οι εφιάλτες κυλούν στον Άδη
Και οι κολασμένοι σωπαίνουν.
Η πόλη παίρνει τη μορφή της πάλι.
Καθώς η αυγή ξημερώνει ,
Ένα δάκρυ σου , μου λέει
Καλημέρα …




Στην Ι.





Τρίτη 13 Δεκεμβρίου 2011

Ανατροπή







Το χτες ήρθε και ρώτησε που είναι το αύριο με ύφος πολύ εκνευρισμένο . Δυσκολεύτηκα να απαντήσω , σάστισα κι εγώ , ένα τσιγάρο δεν υπάρχει εδώ γύρω , μήτε εκείνο το πακέτο που είχα σε περίοπτη θέση στη βιβλιοθήκη σαν αρχαίο μνημείο αλλοτινών μεγαλείων . Κοίταξα τα άδεια μπουκάλια από μπύρες , κυρίως Bud ,  κι αυτά σκονισμένα περασμένα φοιτητικά χρόνια που ξεμένουν στοιχειωμένα σε μπουκάλια άδεια . Η προσπάθεια του ανθρώπου να συγκρατήσει εγωιστικά τον χρόνο , να τον δαμάσει , να τον κάνει το μπολερό του σε μια ανέλπιδη μάχη προς το τέλος.

Το χτες ρώτησε που είναι το αύριο και δεν είχα τι να του απαντήσω , του λέω να ρώτα εκείνον τον ασπρομάλλη δημοσιογράφο στην TV που τα ξέρει όλα , αυτόν με τα γυαλιά και το στόμα ξεχειλωμένο μουνί , το όνομά του θυμίζει υποκρισία σε ξένη γλώσσα. Του λέω να ρώτα εκείνον τον χοντρό πολιτικό που βαφτίζει λαΪκισμό την απλή πραγματικότητα , που γελάει όλη την ώρα και η καλοφαγομένη κοιλιά του σέρνεται σαν γιγάντια αμοιβάδα πάνω στο τραπέζι . Ρώτα την τυχοδιώκτρια πιο δίπλα τους που για αυτή ο θεσμός που ζει είναι η κληρονομούμενη ανοησία , γιατί το μήλο κάτω από την μηλιά θα πέσει και γιατί όλα εν τέλει είναι θέμα εγωισμού και φιλοδοξίας .

Ρώτα εμένα τέλος γιατί ακόμα δεν έχω σηκωθεί από αυτόν τον καναπέ και να φυτέψω μια σφαίρα από κραυγές στο σύστημα , ρώτα τους άλλους γιατί παραμένουν ακόμα σιωπηλοί . Γιατί σιωπούν ακόμα.

Το χτες λέει οι καιροί είναι δύσκολοι , οι δαίμονες γύρισαν και διψούν για αίμα , ίσως το αύριο μού πει κάτι, λέει , μα το αύριο λείπει , κάπου χάθηκε , το ψάχνω παντού .

Ξέρω , λέω , φαντάζομαι ..

Από ιστορίες φαντασμάτων , εκείνων των σκιών που μιλάνε μεταξύ τους ψιθυριστά στο σκοτάδι , από τις ιστορίες τους άκουσα νύχτες μετά για το χτες και την αναζήτησή του . Γέλαγαν κάπως πικρά , σαν εκείνο το γέλιο που είναι κλάμα στην ουσία , στην καρδιά του μέσα είναι δάκρυ , ίσως το πιο βαρύ από όλα , το πιο μαύρο από όλα . Πλησίασα σιγά σιγά , πλησίασα το δωμάτιο το άδειο του σπιτιού μου , δεν άνοιξα το φως μόνο έστησα αυτί να ακούσω τι λένε οι σκιές .

Το χτες  λοιπόν γύρισε τον κόσμο , δεν βρήκε το αύριο , πήγε στο φεγγάρι και στη φωτεινή και στη σκοτεινή πλευρά του , αλλά τίποτα , πήγε στον κόκκινο Άρη αλλά ούτε κει βρήκε το αύριο , καθώς τραβούσε προς το μάτι του Δία  μια λάμψη από τη Γη το έκανε να γυρίσει πίσω . Το χτες προσγειώθηκε με δύναμη σε ένα δάσος κάπου στο βορρά , στην πορεία του τη ξέφρενη πήραν φωτιά τα δέντρα γύρω του , άνοιξε δρόμο από στάχτη , αλλά το χιόνι περιόρισε την καταστροφή .

Εκεί πίσω από ένα μεγάλο βράχο άκουσε το αύριο να του μιλά , γνώριζε τη φωνή του, αδέρφια από καταβολής στιγμών , πλησίασε αργά και πήγε πίσω από το βράχο . Η φωνή του κάνει εδώ μπροστά σου στέκομαι χτες  και το χτες τρομαγμένο ρίγησε και έπεσε στη γη ξέπνοο .

Γιατί τι είδε ?, ρώτησε μια σκιά δίπλα στο κρεβάτι .

Είδε έναν καθρέπτη και μέσα τον εαυτό του , απάντησε μια άλλη.


Κυριακή 11 Δεκεμβρίου 2011

Τετάρτη 7 Δεκεμβρίου 2011

Μου θύμησες μια αρχαία χορεύτρια ...







Στο χέρι σου αποκεφαλίζονται
Οι μέρες, σαν φτωχοί προφήτες
Προδομένες από ένα χορό ξωτικό,
Άγαρμπα τσαλακωμένες στο μυαλό,
Ως να βρεθούν οι σκιές τους στην όχθη
Και τα σώματά τους στο ποτάμι,
Σε αυτό το ποτάμι της Λήθης που λένε,
Γιατί οι σκιές πάντα μένουν πίσω
Να σου φέρνουν κύκλους στα μάτια,
Συννεφιασμένα πρωινά,νεκρές νύχτες.
Λες καρδιά ίσως είναι καιρός πια,
Μα εκείνη σε δίνει συνέχεια κάθε φορά,
Παίζει τον ρουφιάνο της ζωής σου,
Μέχρι με έναν χτύπο να σε καληνυχτίσει .
Να σε καληνυχτίσει .


Δευτέρα 5 Δεκεμβρίου 2011

Το Τρίτο Πνεύμα






Το φάντασμα κάθισε δίπλα μου

Πήρε το κοντρόλ κι άρχισε να αλλάζει

Κανάλια στην τηλεόραση

Έμεινε τελικά να κοιτά ένα με κάτι

Χαλιά , λέγανε περσικά.

<<Πόσο θα ήθελα να ξαπλώσω

Σε ένα από αυτά , να μην σκέφτομαι

Πρέπει να αγοράσεις κι εσύ ένα>>, μού είπε.

<<Φάντασμα άσε τις βλακείες και πες μου

Υπάρχεις στα αλήθεια ή φταίει το ποτό?>>

<<Ποια η διαφορά man ?>>

Γελάω , έξω έρχονται Χριστούγεννα

Στη πόλη μας ,

Στη χώρα μας ,

Στην Γαμημένα Ενωμένη Ευρώπη μας,

Στον ανθρωπισμό του ανθρώπου .

<<Φάντασμα…>>, κάνω να  πω.

<<Πνεύμα είμαι >>, με διορθώνει.

<<Πνεύμα Χριστουγέννων παλιών , τωρινών

Αυριανών ,

Δεν ξέρω τι θες από μένα

Αλλά δεν κρύβω πουθενά λεφτά

Κάτι ψιλά έχω, πάρτα και φύγε.

Μόνο σε παρακαλώ μην μου χαλάς

Το βράδυ.>>

Το Πνεύμα πήγε προς τη βρύση

Έριξε λίγο νερό στο θολό πρόσωπό του

Πέταξε την πετσέτα μακριά

Είπε <<οκ man σε αφήνω

Δεν ξέρω τι με έπιασε , μια στάση έκανα>>.

Ίσως το σκουπιδιάρικο άρχισε να φορτώνει

Τους κάδους έξω,

Ίσως ήταν το αίμα που στροβιλιζόταν

Στα μελίγγια,

Ίσως η πόλη μύριζε πάλι καμένο δέρμα.

Το Πνεύμα τράβηξε στη πόρτα λυπημένο,

Πριν φύγει γυρνάει,

Με ήρεμη μπάσα φωνή μου λέει,

<<Δεν μπορώ να τους ξεχωρίσω πια

Βλέπω τους φτωχούς ok

Αλλά οι άλλοι δεν φαίνονται

Όλοι στο χαμόγελό τους , στα κοστούμια τους

Στις φιλανθρωπίες τους

Τέλειοι για τα υπόλοιπα πνεύματα>>

<<Ο κόσμος αλλάζει πρόσωπα φίλε>> , του κάνω

και μια πρόποση δικιά μου φεύγει στον αέρα.

<<Και του χρόνου >>, του λέω

Πριν χαθεί τελείως μέσα στη πόρτα.

Τα φωτάκια στο απέναντι σπίτι

Αναβοσβήνουν.

Η κοπέλα μέσα μού φωνάζει

Νυσταγμένη πότε θα έρθεις ?

Και στην τηλεόραση ένας δημοσιογράφος

Ρωτάει

<<Τι φοβάστε?>> σε ένα πολιτικό

Γελάω πάλι

Το Τρίτο Πνεύμα , απαντάω σχεδόν φωναχτά..

Η κοπέλα μου μέσα αναστενάζει

Και το σκουπιδιάρικο έχει ώρα που έφυγε…












Τετάρτη 30 Νοεμβρίου 2011

Οι σοκολάτες σου και η νύχτα






Η κοπέλα έχασε το σκύλο της
Φώναζε Φόξ! μες στο σκοτάδι
Με ρώτησε αν τον είδα που πήγε
Ψέματα της κάνω προς τα κει ...
Φέγγανε λαμπάκια στο δρόμο μου
Οι άνθρωποι και οι γιορτές τους.
Σε ένα κοντινό μπαράκι πίνανε,
Νοστάλγησα στιγμές αβίωτες
Και μια ζεστασιά με τύλιξε .
Οι σοκολάτες σου και η νύχτα -
Έτσι μαγικά έρχονταν πάλι



Έτσι απλά έφευγαν τα πρωινά.




Τρίτη 22 Νοεμβρίου 2011

Ανάκλιντρο







''Ο δραματικός διάλογος του 35χρονου μητροκτόνου με την αδελφή του λίγο μετά το φονικό στην Κάστα Κατακόλου και πριν τη σύλληψή του από τους αστυνομικούς, είναι αυτό που υποστηρίζει και στην κατάθεσή του στην Υποδιεύθυνση Ασφάλειας Πύργου. «Ποιος θα πιστέψει ότι ήταν ατύχημα;» έλεγε και ξανάλεγε λίγο μετά το κακό, ο 35χρονος.
Και μιλώντας στους αστυνομικούς ανέφερε πως ότι έγινε ήταν ένα ατύχημα και πως δεν είχε πρόθεση να σκοτώσει τη μητέρα του. Πάνω στην ένταση και το διαπληκτισμό που είχαν, το ότι έβγαλε το κυνηγετικό όπλο από τη θήκη του, ήταν μοιραίο.
Όταν πάτησε τη σκανδάλη, πυροβολώντας σχεδόν εξ επαφής, όλα είχαν τελειώσει...''
Τhe Best News Nοέμβριος 2011



''33χρονος τοξικομανής τραυμάτισε θανάσιμα την 60χρονη μητέρα του, πυροβολώντας την με κυνηγητικό όπλο, κατά την διάρκεια διαμάχης που είχαν, μέσα στο σπίτι τους στην Κάστα Κατακόλου. Ο δράστης συνελήφθη μετά από επιτυχημένη επιχείρηση της Αστυνομίας..''
Πατρίς Νοέμβριος 2011



<<Μην πεθάνεις , για να μην πεθάνουμε !>>, φωνάζουν μέσα σου οι νεκροί ...
Ασκητική , Ν.Καζαντζάκης








Όσο μακριά κι αν φύγεις , κουβαλάς πάντα μέσα σου τη μυρωδιά από την παιδική κλίνη που σε γέννησε , κι οτιδήποτε έχει να κάνει με αυτή , οτιδήποτε έστω την υπονοεί , σε κάνει να σκύβεις πάνω της με ιδιαίτερη συγκίνηση .

Ίσως γι’αυτό όταν έμαθα για το θάνατο της Βούλας , πριν από λίγα βράδια στη Θεσσαλονίκη , ίσως γι’αυτό δάκρυσα και ας πούμε ταράχτηκα πιο πολύ από όσο η απόσταση και ο χρόνος θα δικαιολογούσαν .Ίσως πάλι επειδή κάποιους ανθρώπους , έστω κι αν τους ξέρεις λίγο , μαθαίνεις να τους εκτιμάς για ζωές ολόκληρες  , ίσως γιατί οι μορφές τους όσο μεγαλώνεις και ωριμάζεις , γίνονται πιο κατανοητές στο μυαλό σου , στη καρδιά σου , γίνονται πιο ιερές , έννοιες όπως πατέρας , μητέρα , δάσκαλος , απλοί άνθρωποι όπως η Βούλα , εμφανίζονται τόσο τρωτοί αλλά και τόσο αγαπημένοι .

Ίσως εν τέλει να φοβήθηκα ότι με την δολοφονία της Βούλας , αφαιρούσαν βίαια άλλο ένα κομμάτι της παιδικής μου ηλικίας , αμαύρωναν μια πορεία αναμνήσεων που δεν είχαν δικαίωμα , η κυρία Βούλα με το χαμογελαστό πρόσωπο που πέρναγε από το κρεοπωλείο του πατέρα μου κάθε μεσημέρι γεμάτη ψώνια , έχοντας τελειώσει από το ράψιμό της , περιμένοντας να την πάμε στο σπίτι της καθώς ήταν στο δρόμο μας , η κυρία Βούλα αυτή έγινε η Βούλα που τη σκότωσε ο γιός της με μια καραμπίνα εξ επαφής . Έγινε μια άτυχη μάνα , σύμφωνα με τα ΜΜΕ , που τη σκότωσε ο εξαρτημένος από τα ναρκωτικά γιος της , σε ένα σπίτι λίγο έξω από τον Πύργο . Ψυχρά , με λαιμαργία παροδικής δημοσιότητας , πέσανε πάνω στο μικρό αυτό σπίτι που ζούσε η χήρα Βούλα με το γιο της , πίσω από ένα παρατημένο πρώην εργοστάσιο πιάτων 20 χρόνια περίπου. Τα ΜΜΕ κάναν αυτό που κάνουν πάντα , ήρθαν , έγλειψαν το χώμα , άφησαν μια πράσινη γλίτσα κι έφυγαν .
Η ιστορία αυτή γυροφέρνει στο μυαλό μου , ίσως στη ψυχή μου καλύτερα , μέρες τώρα , από τότε σχεδόν που έμαθα την είδηση , ένας φίλος μού έστειλε μια διεύθυνση στο ίντερνετ , μπήκα μέσα , διάβασα , είδα και άκουσα βίντεο , και ευθύς κατάλαβα . Κατάλαβα χωρίς καν να ρωτήσω τους δικούς μου ποια πέθανε , κατάλαβα γιατί μού ήταν γνωστό ποιος ήταν ναρκομανής , έστω κι αν λείπω 6 χρόνια από τον Πύργο , ξέραμε όλοι σχεδόν για τον γιο της Βούλας και το πρόβλημά του . Μόνο που το πρόβλημά του ήταν δικό του , τον είχαμε περιχαρακώσει μέσα σε αυτό με τοίχους από άγνοια , αδιαφορία  και κοινωνική υποκρισία . Και ζούσαμε εμείς καλά κι εκείνοι ας πνιγούν , διότι η κοινωνία αντανακλά τα σημερινά χάλια στην πολιτική σκηνή , η κοινωνία αντανακλά στον εκφυλισμό της πρόνοιας στη σημερινή εποχή , η κοινωνία έφτιαξε το τέρας που σήμερα την τρώει , και δυστυχώς η νοοτροπία αυτή δεν αλλάζει , διότι οι άνθρωποι πέρα από τα μελίγγια τους δεν μπορούν να δουν , πέρα από εκεί που φτάνει το χέρι τους δεν υπάρχει τίποτα , μόνο να ουρλιάζουν για αλλαγές και επαναστάσεις ξέρουν χωρίς καν να έχουν κάνει την επανάσταση μέσα τους.
Να κάπως έτσι ο Θοδωρής , ο γιος της Βούλας , γύρναγε στον Πύργο και ζητιάνευε λεφτά για να βαρέσει , ζητιάνευε μέσο για να πάει σπίτι του , γύρναγε γύρω γύρω χωρίς να κάνει τίποτα εν τέλει . Και η όλη προσπάθεια της κοινωνίας , ο όλος πολιτισμός της αναλωνόταν σε ένα απλό λυπημένο κούνημα του κεφαλιού των πολιτών της .
Βάζω την ευθύνη πρώτα στην κοινωνία , αυτή μετράει τον νεκρό της , δικός της ο νεκρός , δική της η οικογένεια που διαλύθηκε , η Βούλα που πέθανε νέα , ο Θοδωρής που κάηκε για πάντα  σε φυλακές και τύψεις , η αδερφή του που ζει με εφιάλτες και τόσοι άλλοι που ζουν με ένα γιατί .
Μετά ίσως κοιτάξω λοξά σε πολιτικούς φορείς , εκκλησιαστικούς φορείς , και όλα τα παρακλάδια τους , που περίτρανα μού αποδεικνύουν από τότε που έπηξε το μυαλό μου , περίτρανα μου διαλαλούν σε κάθε ευκαιρία πόσο ανύπαρκτοι είναι , μάλλον πόσο ανύπαρκτοι είναι όταν σβήνουν τα φώτα . Είναι σαν τις σκιές , ζουν όταν υπάρχει φως , όταν σβήνει το φως , παύουν να υπάρχουν .
Το παιδί αυτό θα μπορούσε να είχε σωθεί , η χήρα μοδίστρα που δούλευε από τις έξι το πρωί κάθε μέρα για να τα βγάζει πέρα με το γιο της , με την ηλικιωμένη θεία της , και που ας πούμε ο χοντρός βουλευτής με την κοπριά στην κοιλιά του , εντάσσει στο σύνολο ΄΄μαζί τα φάγαμε ΄΄, η Βούλα ναι θα μπορούσε να είχε σωθεί , η κόρη της θα μπορούσε να είχε σωθεί . η ίδια η κοινωνία θα έπαυε να βουλιάζει συνεχώς και θα είχε κάπως σωθεί .
Αυτό το κείμενο δεν είναι ένα κατηγορώ σε κανέναν , είναι απλά μια περιγραφή ενός πίνακα , τα χρώματα του οποίου τώρα τελευταία πονάνε όλο και πιο πολύ το πετσί μου .Είναι μια απλή αναπαράσταση της πραγματικότητας , και Θεέ μου βρίσκω τις λέξεις τόσο εύκολα για να την περιγράψω που τρομάζω . Σκέφτομαι , ο Θεός είναι εκστατικός , ο Θεός βρίσκεται παντού , είναι εκστατικός και είναι τόσο δύσκολο να βρεις λέξεις για να τον περιγράψεις, έλεγε ο Καζαντζάκης – σκέφτομαι αυτό και τρομάζω γιατί ξέρω ότι ίσως λείπει από δω .
Ίσως να έλεγα φταίει και η κυρία Βούλα , γιατί ήξερε πως ήταν η κατάσταση του γιού της , παρόλα αυτά δεν έκανε κινήσεις για να τον βοηθήσει , δεν απευθύνθηκε σε φορείς , δεν πήρε την καραμπίνα του νεκρού άντρα της από το σπίτι , δεν , δεν , δεν…
Ίσως όμως αν σκεφτείς πως η μάνα βλέπει με τελείως διαφορετικά μάτια τον γιό της , κάθε μάνα όταν κοιτάζει τον γιο της βλέπει έναν βασιλιά , η μητρική αγάπη , ο πιο ισχυρός δεσμός στο Σύμπαν , πολλές φορές καθηλώνει , τυφλώνει αλλά είναι και η ύστατη παρηγοριά σε έναν χαμένο άνθρωπο . Για αυτό το λόγο , όσοι αρχίσουν να το παίζουν έξυπνοι και να λένε διάφορα , ας πάψουν , ας σκεφτούν τις λερωμένες πάνες τους και ποιος τους ξεσκάτιζε για χρόνια κι έλεγε μάλιστα τι ωραία μοσκοβολά το μωρό μου .
Γι’αυτό κύριοι υπάρχουν οι ανύπαρκτοι φορείς , για αυτό κύριοι μαζί με τη ψυχή μας ξεπουλήσαμε και τα παιδιά μας , για αυτό είμαστε θνητοί διότι σε μας πέθανε ολόκληρη γενιά , και οι γενιές πριν από μας , και οι γενιές μετά από μας . Αλλά είναι στη μόδα της εποχής οι εκπτώσεις .
Οργή. Μόλις η θλίψη κόπασε , έγινε οργή , ήδη από το βράδυ εκείνο που έμαθα το νέο μέσα από τα νέα της Ηλείας  , μέσα από 2 με 3 ερασιτεχνικά βιντεάκια που παρουσίαζαν μέσα στο σκοτάδι το σπίτι που έγινε το φονικό και την κόρη του θύματος να μιλάει φωναχτά με τον αδερφό της . Τα βιντεάκια αυτά παρουσιάστηκαν σε όλα τα μέσα , λες κι ο καταναλωτής θεατής για να χωνέψει και να πειστεί για την αλήθεια του θέματος , έπρεπε να του πλασάρεις και άρτο – θέαμα την τραγική αδερφή να μιλάει με τον αδερφό της . Είναι τόσο προβλέψιμο το πόσο συχνά πια με αηδιάζουν τα ΜΜΕ με τις ταχτικές τους . Εκεί που χρειάζεται ας πούμε μια απόδειξη για την εγκυρότητα μιας είδησης , εκεί σε γράφουν κανονικά και σκόπιμα . ενώ όταν υπάρχει αίμα και κλάμα το τσοντάρουν αμέσως μπας και ανέβουν τα νούμερα . Φαντάζομαι ο θεατής θα δακρύσει , θα συνεχίσει να τρώει την πίτσα του , ίσως κλάσει λίγο πιο μετά , ίσως πάλι καυλώσει . Ποτέ δεν ξέρεις .
Δίπλα από τα βιντεάκια πούλαγαν σε άλλες στήλες κάτι σαμπουάν για ανταύγειες , πιο κάτω ένας τύπος αναλάμβανε να σου μάθει τα μυστικά του πόκερ , πιο κάτω μπορούσες να αδυνατίσεις σε χρόνο ρεκόρ .
Είναι επίσης τρομαχτικό αλλά όχι ασυνήθιστο το ότι τα βιντεάκια πολύ πιθανόν να τραβήχτηκαν από τους αστυνομικούς που είχαν μαζευτεί εκεί πριν μπουν μέσα στο σπίτι για να αφοπλίσουν τον Θοδωρή . Φανταστείτε λίγο , μπαίνεις μέσα στο σπίτι που μένει η μάνα σου , στο σπίτι που είναι δίπλα από σένα , που πριν λίγο είχατε μιλήσει και είχατε πει να βρεθείτε πιο μετά για καφεδάκι σε σένα , μπαίνεις με τον άντρα σου , αντικρίζεις τη μάνα σου νεκρή με παραμορφωμένο πρόσωπο και από πάνω της ο αδερφός σου με την καραμπίνα στα χέρια να ουρλιάζει τρελαμένος από την στέρησή του .
Εσύ δεν μπορείς να αρθρώσεις λέξη , τρέμεις ολόκληρη , χάνεται η γη , ο άντρας σου έχει την ψυχραιμία να πει κάτι , να καθησυχάσει τον τρελαμένο δράστη , να σε πάρει από το χέρι κα τρέχοντας να βγείτε έξω , να πάτε στο σπίτι σας , όπου καλείς την αστυνομία.
Η αστυνομία φτάνει , δεν κάνει ακόμα κάτι , κι εσύ μιλάς με τον αδερφό σου προσπαθώντας να τον πείσεις να παραδοθεί χωρίς άλλες σκηνές , τσακώνεσαι μαζί του , και οι αστυνομικοί τι κάνουν , βγάζουν ερασιτεχνικά βιντεάκια για να τα πουλήσουν μετά στα μέσα , βλέπεις το φωτάκι από το κινητό που αναβοσβήνει , απορείς στιγμιαία τι κάνουν , στην παράνοια της στιγμής όμως το ξεχνάς , γυρνάς στο δράμα . Κι όμως μέρες μετά που βλέπεις τα βίντεο αυτά να κάνουν γύρες τα μέσα σαν λαχταριστό χοτντογκ προς μαζική κατανάλωση , ρέψιμο και κλάσιμο μετά , καταλαβαίνεις .
Κι όλα αυτά δεν είναι δημιούργημα της φαντασίας μου φίλε μου , ας πούμε η αδερφή μίλαγε , κι εγώ από μια μεριά άκουγα σκεφτικός , και δεν εκπλήσσομαι αν οι αστυνομικοί όντως φέρθηκαν έτσι , δεν εκπλήσσομαι που το κάνουν και σε άλλες περιπτώσεις αυτό , εκμεταλλευόμενοι τραγωδίες να γίνονται τα πρώτα τσιράκια των ΜΜΕ , γιατί δεν εκπλήσσομαι όπως κι όταν βαράνε ανθρώπους χωρίς προφανή  λόγο σε πορείες , όταν βάζουν κουκούλες και το παίζουν ταραξίες , γιατί δεν εκπλήσσομαι όταν μονίμως κυκλοφορούν χαμογελαστοί και λουστράρουν σε δωρεάν εισόδους σε μπαρ κι άλλα τέτοια το σήμα τους , όπως δεν εκπλήσσομαι για την αυταρχική και νταβατζιλίδικη συμπεριφορά τους ορισμένες φορές , διότι όποιος κουβαλάει όπλο πιστεύεται ότι κουβαλάει και αρχίδια .
Διότι δεν εκπλήσσομαι που στην αχρηστίλα τους και στην ανικανότητά τους – σκόπιμη και μη – οι κύριοι υπεύθυνοι , οι έμποροι και οι μεγαλέμποροι των ναρκωτικών , μένουν ασύλληπτοι και θερίζουν . Διότι δεν εκπλήσσομαι που εν τέλει το μόνο που μπορούν να κάνουν σωστά είναι να ζουμάρουν και να τραβήξουν βιντεάκια για το τέρας της ενημέρωσης .
Εκείνο το βράδυ η οργή ανακατεύτηκε με τη θλίψη , έπειτα αραιώθηκαν και τα δύο με λίγο ουίσκι , ίσα ίσα για να έρθει η νύστα και ο ύπνος . Αλλά τα δύο αυτά πρώτα στοιχεία , δεν έφευγαν εύκολα ούτε τις επόμενες μέρες , ώσπου βάλθηκα να τους υποσχεθώ ότι θα τα βάλω σε χαρτί . Αλλά έπρεπε να κατέβω Πύργο για να γίνει αυτό. Nα βρω την παλιά κλίνη που έγινε με τα χρόνια ένα έκφυλο ανάκλιντρο .
Έπρεπε να πλησιάσω την παιδική κλίνη από κοντά , έστω και τρομαγμένος , έπρεπε να πλησιάσω όσο πιο κοντά γινόταν και με δακρυσμένα μάτια να κοιτάξω προς τα μέσα.


Στη Βούλα που θα μας λείψει



Τετάρτη 16 Νοεμβρίου 2011

Έρημος από τίποτα







Δεν είσαι αυτό που σε πλάσανε να είσαι ,
γενιές τώρα το κύμα χτυπά τα βράχια ,
σκοτάδια τώρα το κύμα χτυπούσε τα βράχια ,
Και τα δειλινά που δεν θα υπάρχεις ,
αυτό θα συνεχίζει να χτυπάει τα βράχια ,
μέχρι να σβήσει ο απόηχός του
στο κρύο μαύρο του σύμπαντος ,
λίγο πριν το τίποτα.
Τρομάζω ,
σα να ζω σε ένα ζεστό σπίτι
κι όταν ανοίξω επιτέλους την πόρτα ,
αντικρύσω μια παγωμένη έρημος
που θα με ταπεινώσει , θα με τσακίσει
με την κενότητά της σε όλο το μεγαλείο .
Αν υπήρχε ένα τέρας να με καρτερά ,
ο φόβος θα μοιραζόταν λιγάκι
και θα γινόταν προσμονή
της επίθεσης του κτήνους πάνω μου ,
θα γινόταν εγρήγορση ,
ίσως και μια γλυκιά χαρά ότι υπάρχει
ένα νόημα σε όλο αυτό , ένας σκοπός :
Nα μην σε φάει το τέρας.
Αλλά δεν υπάρχει τίποτα
κι ο φόβος είναι ακέραιος ,
υπέροχος και τρομαχτικός στην ολότητά του.
Μιλάω για τη ζωή και το θάνατο
και το φόβο του μετά.
Μιλάω χωρίς όμορφα ηλιοβασιλέματα
και μελιστάλαχτες σονάτες .
Η κατάρα μου είναι η σκέψη και ο χρόνος .
Το ένα σε τρώει πιο ύπουλα από το άλλο
και σε φέρνουν βήμα πιο κοντά .
Μιλάω για  μια παγωμένη έρημος
Χωρίς φεγγάρια και αστέρια
Μονάχα τίποτα .




Κυριακή 6 Νοεμβρίου 2011

Οι μέρες κυλούν σε υπονόμους και καταβόθρες παλιές









Οι
μέρες κυλούν
με τα νερά
της ίδιας βροχής
Σε υπονόμους
και καταβόθρες
κάπως παλιές…

Κάναμε στάση
πάντα
για βραστό
λουκάνικο,
Φτηνό φαγητό
τυλιγμένο με ψωμάκι
φτηνό,

Καθώς
από συνήθεια
τζογάραμε
σε ανατροπή

Και χάναμε
το στοίχημα
την τελευταία
στιγμή.

Οι άγγελοι
στις μέρες μας
διδάξαν
απιστία

Κι ο Πάρις έλεγε
μην ποντάρεις σε θεούς –

Η καλλονή
δίπλα μας
έπινε ουίσκι
γελαστή,

Μέθαγε
με τους θεούς της νύχτας,
έλεγε αστεία –

Βλέπεις μια τέτοια κίνηση έχω στη καρδιά,
Κουβαλώ την κόλαση σαν λαμπάδα με φωτιά.


Τώρα
οι περαστικοί
βάζουν
τις φάτσες τους

Κοιτάνε περίεργα
μέσα
από το θολό
τζάμι ,

Ο μπάρμαν
φωνάζει
προς μια κόκκινη
μεριά,

Μια γκόμενα
ουρλιάζει
και κλαίει
γοερά,

Ένας άγγελος
μεθυσμένος
σάμπως να λέει

Κάποιος ας τον σβήσει γρήγορα ρε παιδιά…

Οι μέρες
κυλούν
με τα νερά
της ίδιας βροχής

Σε υπόνομους
και καταβόθρες
κάπως παλιές….








Δευτέρα 31 Οκτωβρίου 2011

Ελλειπτική πορεία









<<η ΕΛΛΕΙΨΗ είναι ένα σύνολο σημείων τα οποία το ΑΘΡΟΙΣΜΑ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΑΣΕΩΝ από δύο γεωμετρικά σημεία (εστίες, E1 και E2) είναι σταθερό…>>



Ο γιός μου , ο καρπός της γυναίκας μου κι εμένα ,ο γιος μου περπατά πάνω στα πλακάκια , κάνει τα πρώτα του βήματα , ασταθή , λες και θα πέσει σε κάθε κίνηση , αλλά συνεχίζει να περπατά , μέχρι η αγκαλιά της μάνας του να τον καλωσορίσει στη ζωή.





Σύρθηκε μέχρι το βάθος της στοάς , ίσως γιατί εκεί ένιωθε να βρίσκεται μια παραπάνω ζεστασιά από ότι στο δρόμο που τον μαχαιρώσανε . Οι δρόμοι τέτοια ώρα ήταν ερημικοί , εδώ σε αυτή την ξέμπαρκη γωνιά της πόλης , όπου μόνο οι περίεργες σκιές παίζανε παιχνίδι με τα λιγοστά φώτα των φαναριών , των ξεχασμένων φωτιστικών σε κάτι άδεια σπίτια , σε κάτι κατώγεια που ζούσαν οικογένειες , σε κάτι τρύπες που μεγαλώνανε παιδιά και όνειρα.
Σύρθηκε και σκέφτηκε αυτό το είχα δει μόνο σε ταινίες , όπου κάποιο θύμα σέρνεται και αφήνει μια μπογιά από αίμα πίσω του , μέχρι να τα παρατήσει , να αφήσει αυτή την ανούσια κόκκινη διαδρομή και να πεθάνει. Τώρα κι αυτός έκανε το ίδιο όπως κι τόσοι άλλοι φανταζόταν πιο πριν από αυτόν , έλεγε μέσα του να βρω μια ζεστή γωνιά να καθίσω , να περιμένω , μα μέσα του ήλπιζε πως θα σωνόταν εν τέλει . πως κάποιος θα τον έβρισκε , θα καλούσε ασθενοφόρο και θα τον έπαιρναν . Πως θα ήταν όλα μια κακιά ανάμνηση στο τέλος .
Ο καθένας νιώθει άτρωτος κι ίσως στις τελευταίες στιγμές μόνο να συνειδητοποιείς πόσο αφελής πραγματικά ήσουν του λόγου σου .
Η πόλη κοιμόταν σε ένα φθινοπωρινό βράδυ και οι άνθρωποί της πια ούτε στις κραυγές άλλων ανθρώπων τόλμαγαν να ξεμυτίσουν .Μπορεί δίπλα σου  ο άλλος να πέθαινε αλλά εσύ εκεί τυλιγόσουν πιο πολύ στην κουβέρτα κι έκλεινες τα μάτια ή άνοιγες πιο δυνατά την ένταση της τηλεόρασης .
Η κραυγή του για βοήθεια δεν ακούστηκε ή μάλλον δεν ανταποκρίθηκε κανείς κι αυτό δεν είναι μια θλιβερή ιστορία ή μια κακοτυχία , είναι μια καθημερινότητα κι ας λες ό,τι θες . Πεθαίνεις συνήθως μόνος σου στις πόλεις κι αυτός το ήξερε , πώς να μην το ήξερε , γιατρός ήταν , αλλά ήξερε ακόμα ότι έχανε αίμα κι όσο κι αν το πίεζε με το κασκόλ του , όλο κι πιο πολύ έβγαινε , έβαφε τα πάντα κόκκινα . Το αίμα μου σκέφτηκε , τι περίεργο χρώμα , το αίμα μου.
Σύρθηκε ως το βάθος , σε μια γωνία της αδιέξοδης στοάς . Δίπλα του κάτι σωροί από σκουπίδια και χαρτόκουτα , πάνω του κάτι τείχη από τσιμέντο και σίδερα . Κανένα φως πέρα από ένα μικρό μισοσπασμένο φανάρι πιο κει. Εδώ δεν ζουν άνθρωποι ? , σκέφτηκε κι φώναξε βοήθεια όσο πιο δυνατά μπορούσε , για να νιώσει τον πόνο στη μέση να μεγαλώνει αφόρητα και τη φωνή του να χάνεται ανάμεσα στις σκιές της νύχτας μόνη της , απελπιστικά μόνη της .
Το κινητό του το είχαν κλέψει μαζί με το πορτοφόλι του και ένιωσε πάλι την οργή του να φουντώνει για τους ληστές που τον στείλανε αδιάβαστο μέχρι το κατώφλι του θανάτου , για τα γαμημένα 100 ευρώ που έχανε έτσι τη ζωή του , για την μαλακία της κοινωνίας που την ανάγκαζε να κρύβεται στις τρύπες της και να μην νοιάζεται αν ο άλλος ψυχορραγεί δίπλα της , για την ώρα που ήταν περασμένη και κανένα αμάξι δεν πέρναγε τον και καλά κεντρικό δρόμο της περιοχής. Ο πόνος φουντώνει και το κρύο γίνεται εντονότερο . Έτρεμε , ανάσαινε γρήγορα . Σαν να κύλησε ένα δάκρυ στο μάγουλό του .
Ο γέρος βγήκε από ένα χαρτοκούτι λίγα μέτρα πιο μακριά του . Στην αρχή τον κοίταζε τρομαγμένος αλλά μετά κατάλαβε πάνω κάτω τι παίζει και τον πλησίασε διστακτικά . Φορούσε παλιά βρώμικα κουρελο-ρούχα κι ένα σκουφάκι στο κεφάλι που κάποτε ήταν άσπρο και τώρα σκούρο καφέ. Έτρωγε φιστίκια κι όταν κάθισε δίπλα του τού πρόσφερε μερικά από τη χούφτα του . Ο άλλος χαμογέλασε και κούνησε αρνητικά το κεφάλι του .
Πρέπει να με βοηθήσεις , ακούς? Πρέπει να πας να φέρεις βοήθεια , είπε κι ένας σπασμός τον τάραξε από κάτω μέχρι το κεφάλι . Δεν έχω ώρα , καταλαβαίνεις ?
Ο γέρος τον κοίταξε με σχεδόν ανέκφραστα μάτια κι έπειτα κούνησε καταφατικά το κεφάλι του σκάζοντας ένα θλιμμένο χαμόγελο . Αντί να φύγει όμως , πήγε προς το κουτί του κι έφερε μια κουβέρτα . Την τύλιξε πάνω στον τραυματία κι σηκώθηκε όρθιος .
Πήγαινε ! Πήγαινε γρήγορα !, είπε αυτός καθώς σφίχτηκε πιο πολύ πάνω στην κουβέρτα χωρίς όμως το κρύο να φεύγει . Ένιωθε αντίθετα το μυαλό του να φεύγει , τις εικόνες γύρω του να φεύγουν , ο πόνος έφευγε γινόταν σαν γλυκό χάδι σε όλο του το σώμα , οι ανάσες φεύγανε και λιγόστευαν . Ξαφνικά σε μια από τις τελευταίες του αναλαμπές , το μυαλό του έδωσε μια φωναχτή εντολή στον γέρο ζητιάνο
Όχι μείνε! Κάνε μου παρέα , δεν έχει νόημα να φύγεις πια .
Ο γέρος σαν να περίμενε από πιο πριν αυτές τις λέξεις , κάθισε πάλι δίπλα του κι άρχισε να τον κοιτάει αυτή τη φορά με πιο μαλακωμένο βλέμμα , με κατανόηση και με συμπόνια .
Σε κοίταγα , σε λυπόμουν , δεν σε βοήθαγα σχεδόν ποτέ , σε όλους τους δρόμους που σε είχα συναντήσει εσένα και τους όμοιούς σου . Και τώρα να πεθαίνω στα χέρια σου , και με κοιτάς εσύ με συμπόνια και με βοηθάς στις τελευταίες μου στιγμές , είπε κι γέλασε κάπως ειρωνικά καθώς έπιανε από το μπράτσο τον γέρο κάνοντας να ανασηκωθεί .
Δεν μιλάς φίλε μου ε? Μάλλον δεν καταλαβαίνεις τη γλώσσα μου ή απλά δεν έχει νόημα να μιλήσεις .Σάμπως θα τα θυμάμαι μετά αυτά ?? χαχα , γέλασε κι ο βήχας κάλυψε τις λέξεις του , λίγο αίμα φάνηκε στ χείλη του , το ένιωσε κι δάκρυσε πάλι .
Τα καλοκαίρια πηγαίναμε όλη η οικογένεια στο χωριό δίπλα στη θάλασσα , παίζαμε κρυφτό με τα παιδιά , παίζαμε κλέφτες αστυνόμους , κυνηγητό , τότε σε μια κόντρα είχα σκίσει πρώτη φορά το χείλος μου , είχα νιώσει το αίμα και τη μεταλλική του γεύση στο στόμα μου . Θα περάσει είχαν πει . Αγαπούσα εκείνα τα καλοκαίρια .
Ένα αμάξι πέρασε με μεγάλη ταχύτητα στον έξω δρόμο , άκουσε τα νερά που πέταγε στο πέρασμά του.Ο γέρος έστριβε τσιγάρο , του πρόσφερε ένα .
Όχι ευχαριστώ , θα με σκοτώσει . χα! Στην ιατρική βλέπεις όλο τον πόνο , τον πόνο των άλλων , νιώθεις κάπως ευάλωτος αλλά ταυτόχρονα και πολύ ισχυρός ή τυχερός . όπως το δει κανείς . Πάντα όμως πίστευα θα πέθαινα κάποια ωραία βραδιά με τους αγαπημένους μου δίπλα . Σε μαξιλάρια πάνω θα άφηνα την τελευταία μου πνοή φίλε .
Αλλά η πραγματικότητα μάς προδίδει όλους έχουν πει .
Ο γέρος συμφώνησε κουνώντας προς τα κάτω το κεφάλι του και μια γάτα νιαούρισε κάπου μέσα στο σκοτάδι .
Η γλυκιά νύστα τον συνέπαιρνε σιγά σιγά και προσπαθούσε να κρατάει ανοιχτά τα μάτια του όσο μπορούσε .
Έπρεπε να είχα πάρει το αμάξι …έπρεπε …τίποτα δεν θα είχε συμβεί, παραμιλούσε ο πληγωμένος τύπος.
Η γυναίκα μου …. Πες της την αγαπώ όσο τίποτε άλλο , πες της το ..ο γιός μου περπάτησε πριν λίγο καιρό , πες του...πάντα μαζί του …να προσέχει..
Έβηξε κι έβγαλε κι άλλο αίμα , αυτή τη φορά πιο πολύ από την προηγούμενη .
Κοίταξε τον βουβό σύντροφό του όσο πιο καλά μπορούσε.
Γέρο φίλε μου ξέρεις αυτή η ελιά που έχεις στη μύτη , να την προσέξεις , ξέρεις πήγαινε στον …. Πες του από μένα , θα σε δει …
Ο γέρος του έσφιξε πιο πολύ το χέρι καθώς καταλάβαινε ότι δεν θα αργούσε να έρθει η στιγμή που το κερί του τύπου θα έσβηνε δια παντός .
Άρχισε να κλαίει ήρεμα , πέθαινε και το ήξερε πια .
Φοβάμαι φίλε , φοβάμαι το Μετά . Φοβάμαι …Πού είναι ο Θεός , δεν βλέπω δα κανένα φως , κανένα τούνελ , πεθαίνω φίλε και είμαι στο τίποτα.
Ο γέρος τον κοίταξε και του χάιδεψε τα μαλλιά . Και τότε για πρώτη φορά μίλησε , ίσως και για τελευταία εκείνο το βράδυ
Οι γνωστοί μου με φωνάζουν Αμίλητο Χάρη και αυτό επειδή δεν μιλάω ποτέ σχεδόν. Αλλά απόψε νομίζω οφείλω να μιλήσω σε έναν ετοιμοθάνατο καθώς όπως είπες δεν παίζει να καρφώσεις την φλυαρία μου σε κανέναν μετά.
Πεθαίνεις και φοβάσαι , όπως εγώ φοβάμαι κάθε φορά που έρχεται η νύχτα και δεν με χωρίζει τίποτα από αυτόν τον κόσμο παρά μόνο ένα χαρτόνι .Οι άνθρωποι με κατουρούν και με βαράνε αλλά μου δίνουν και φαγητό . Το άγνωστο όλους μας τρομάζει και το γεγονός ότι δεν έχουμε και επιλογές πάνω σε αυτό,το κάνει πολύ πιο τρομαχτικό .
Ο γέρος σταμάτησε να μιλάει και κοίταξε τον άλλον κατάματα .
Είχε σταματήσει να τρέμει , κοίταγε σχεδόν έκπληκτος τον γέρο .Ξαφνικά έβαλε την τελευταία του δύναμη κι έβγαλε μια χρυσή αλυσίδα με έναν μικρό σταυρό από το λαιμό του . Την έτεινε προς το γέρο .
Εγώ δεν σε κατούρησα , ούτε σε βάρεσα , αλλά ακόμα χειρότερα δεν σε πρόσεξα ποτέ . Να πάρε θα σου δώσει λίγο φαί , είπε προς τον άστεγο .
Εκείνος γέλασε και το γέλιο του σκέπασε τα κλάματα των γατών και το ροχαλητό του πρώτου ορόφου . Μια γριά φώναξε να σκάσουν.
Τελικά πήρε την αλυσίδα και την έβαλε στην τσέπη του .
Φεύγω ..., έκανε αναπνέοντας όλο και πιο βαθιά ο τραυματισμένος τύπος .
Οι πράξεις είναι σταγόνες σε ωκεανό .Τα κύματα που αφήνουν φτάνουν στην αιωνιότητα.., είπε ο γέρος λίγο πριν αφήσει ο άλλος την τελευταία του πνοή , λίγο πριν λάμψει στιγμιαία μια μικρή φωτιά στα μάτια του καθώς κοίταζε τον ζητιάνο .
Η γάτα κάπου σε κάποια στέγη χωμένη , φώναζε τον ερωτικό της σύντροφο και οι πρώτες στάλες μιας ακόμα φθινοπωρινής βροχής έπεφτε από ψηλά.



Ο αστυνόμος Γ. κοίταζε το βίντεο που είχε τραβήξει ο μικρός από το παράθυρο του σπιτιού του στον δεύτερο όροφο της πολυκατοικίας στο στενό που ο γιατρός είχε βρεθεί τα ξημερώματα νεκρός , πιθανόν από ληστεία , από τα συνεργεία καθαρισμού.
Γαμημένη πόλη ,έβρισε από μέσα του ο αστυνόμος καθώς σκέφτηκε την αλληλουχία γεγονότων που οδήγησε στο πεθάνει κάποιος πάλι χωρίς κανέναν να φωνάξει για βοήθεια.
Το παιδί είδε τον τραυματία , φώναξε τους γονείς του αλλά λιώμα και οι δύο , δεν του δώσανε σημασία , πήρε τηλέφωνο με το κινητό της μάνας του  την θεία του αλλά εκείνη του είπε να πάει να κοιμηθεί και να μην λέει βλακείες βραδιάτικα κι ότι θα το πει στην αδερφή της το πρωί και θα δει και τέτοια. Το παιδί έβγαλε το βίντεο όση ώρα ο τύπος ξεψυχούσε , σαν απόδειξη ότι να υπήρχε ένας πληγωμένος και να δεν είμαι τρελός που σας ζάλιζα χτες .
Γαμημένη πόλη ,είπε τώρα φωναχτά και η συνεργάτης του τον άκουσε.
Όλα καλά αστυνόμε ?
Ναι οκ , λέει εκείνος κι έπειτα συνεχίζει να κοιτάει το βίντεο στο κινητό . Ο άνθρωπος πέθανε εκεί μόνος του σε ένα άδειο σοκάκι . Λίγο πριν πεθάνει σηκώνει το χέρι και αφήνει μια αλυσίδα στον αέρα  θαρρείς κι αυτή πέφτει κάτω.
Πες μου βρήκατε την αλυσίδα δίπλα του ε? , ρωτάει την βοηθό του.
Ναι αστυνόμε .
Καλά πως και δεν τον άκουσε ή δεν τον είδε άλλος πέρα από τον μικρό ?, αναρωτήθηκε πιο πολύ φωναχτά , παρά ρώτησε κάποιον.
Τι να πω αστυνόμε , οι άνθρωποι φοβούνται … είπε η υπαστυνόμος και συνέχισε
Ήταν και άτυχος γιατί σε κείνο το στενό δεν μένουν και άστεγοι ..Τούς μετέφερε ο δήμος πριν κανά μήνα σε έναν ξενώνα . Πάντως ο μικρός είπε τον άκουσε να μιλάει σε κάποιον αλλά δεν έβλεπε κανέναν.
Ο αστυνόμος δεν μίλησε παρά έγνεψε στην κοπέλα να αποχωρήσει από το γραφείο του .
Κοίταζε πάλι το τέλος του βίντεο με τις τελευταίες κινήσεις του άντρα, κουνούσε τα χείλη του σε όλο σχεδόν το βίντεο λες και μιλούσε σε έναν αόρατο σύντροφο δίπλα του .  Ο αστυνόμος ξαφνικά ένιωσε μια έντονη και διαπεραστική ανατριχίλα σε όλο του το σώμα . Εκεί στις τελευταίες κινήσεις του θύματος , εκεί στη στιγμή που άφηνε στον αέρα την αλυσίδα , αυτή δεν πήρε την φυσιολογική της άμεση και πτωτική πορεία στο έδαφος , αλλά αντίθετα σαν να επιβραδύνθηκε η πτώση της , σαν η πορεία της να μην ήταν κάθετη αλλά ομαλή κι ελλειπτική σε ένα σημείο εκατοστά πάνω από το τσιμέντο . Το βίντεο σταματούσε εκεί και ο αστυνόμος έκανε να πιάσει με τρεμάμενα χέρια τα τσιγάρα του , καθώς έξω η φθινοπωρινή βροχή που είχε ξεκινήσει το βράδυ , συνέχιζε ακάθεκτη προς τη γη , όχι σε κάθετη πορεία αλλά ελλειπτική , περνώντας πάνω από τις στέγες των σπιτιών και τις πλάτες των ανθρώπων …




Στην Ι.Γ

Πέμπτη 27 Οκτωβρίου 2011

Πριν το δάσος γίνει αλκοόλ στο αίμα






Το δάσος ξεκίναγε από τα βουνά
Κι έπιανε όλη την πάνω πλαγιά
Κατέβαινε μέχρι τη θάλασσα
Πέρναγε μέσα από το σπίτι μου
Και χανόταν πέρα στην ανατολή.



Κοιμάμαι σε κορμούς δέντρων
Τα βράδια που οι ήχοι του δάσους
Ζωντανεύουν στο σαλόνι μου
Και νιώθω την ανάσα του λύκου
Που γυρνάει χωρίς να πειράζει



Κερνάω ουίσκι τις γέρικες ρίζες
Και ποιήματα τους λύκους μου
Καθώς τα αστέρια στέλνουν φως
Ξεπλένοντας αλήθεια τους στίχους
Που μιλάνε για νύχτες στην πόλη.



Και πάντα,πριν έρθουν οι άνθρωποι
Πριν σηκωθούν οι πέτρινοι τοίχοι
Και σχηματίσουν ένα διαμέρισμα ,
Πριν τα δέντρα γίνουν αλκοόλ στο αίμα
Και οι λύκοι σειρές από βιβλία



Μια φωνή μου λέει:


Η αυγή χτυπάει πάντα σαν κύμα
Και χαμογελάω καθώς το δάσος φεύγει
Τραβάει για άλλες νύχτες,άλλες πόλεις
Και μένουν λίγα φύλα πεσμένα
Λίγες μικρές πατημασιές στο χαλί


Υπόσχεση ότι τα βράδια
Πάντα είναι αλλιώς….








Τρίτη 25 Οκτωβρίου 2011

Οι θάλασσες σού δίνονται το χειμώνα






Ο διάβολος πέταγε σκεφτικός πέτρες
Πλατιές στη θάλασσα
Και ο ψαράς μέσα στο σκούρο μωβ
Έκανε πως δεν τον είδε.
Είναι ωραία η δύση εδώ έξω λέγανε
Με γυάλινα μάτια τα ψάρια
Και το δίχτυ τα αγκάλιαζε σαν
Κουβέρτες ζεστές.
Ένα παιδί πιο πέρα πετάει μια μπάλα
Κι αυτή μένει ακίνητη,
Καρφωμένη σαν χάντρα στον αέρα.

Οι θάλασσες σού δίνονται το χειμώνα
Μου έμαθε πιο μετά η ζωή,
Καθώς η πόλη αυτή βγάζει κραυγή,
Καθώς καρφώνω στον τοίχο μωβ εικόνα
Με ένα παιδί στον αέρα
Σε μια μπάλα να ακροβατεί.

Πέμπτη 20 Οκτωβρίου 2011

Μπαλαρίνα








Η αναπνοή μου γίνεται μια ομίχλη μικρή στο τζάμι

Καθώς απόψε η βροχή κυλά βωβή ανάμεσα στο πλήθος

Και η ομοιοκαταληξία κι ο ρυθμός στο ποίημα δε βγαίνει.

Η ζωή θυμίζει πάντα την ασυμμετρία στους μοναχικούς

Και ο θάνατος την μοναδική συνέπεια στους κυνικούς .



Δες! Σου ζωγράφισα μια μπαλαρίνα,είχες πει χαμογελαστή

Κι είχες φυσήξει διπλά στο υγρό γυαλί η εικόνα μη χαθεί.

Τώρα το σπίτι αυτό μοιάζει με μια μεγάλη άδεια σκηνή

Και το σώμα ένας σκύλος δειλός που φαντάζεται χορούς

Με μπαλαρίνες χλωμές , με μπαλαρίνες γυμνές …



Η αναπνοή μου γίνεται μια ομίχλη μικρή στο τζάμι

Καθώς το δωμάτιο πλημμυρίζει από γυναίκες μικρές

Που σαν μέδουσες χορεύουν και χάνονται στο ταβάνι .

Δες! Σου ζωγράφισα μια μπαλαρίνα ,είχες πει …




Δευτέρα 17 Οκτωβρίου 2011

Ο τελευταίος αυτοκράτορας της Γης









Η συνειδητοποίηση αυτή είναι τόσο ξαφνική όσο να σου τραβάνε βίαια κι απότομα την ζεστή σου κουβέρτα ένα χειμωνιάτικο πρωινό και να σου λένε σήκω .

Φαντάζομαι ανάμεσα στο διάλειμμα της φωτιάς και της σιωπής, ξεφύτρωσαν οι ζωές μας , σαν φτέρνισμα , πως είχες πει ένα ποίημα μου μικρό κάποτε , φτέρνισμα ή βήχας.Οι θεοί γλυκάθηκαν από το αστείο αυτό και είπαν ας το προκαλέσουμε πάλι . Ας παίξουμε κι ας τους πούμε ότι όλο αυτό είναι κάτι , έχει κάποιους κανόνες και κάποιο βραβείο εν τέλει , διαφορετικά θα τρελαθούνε και δεν τους αδικώ .

Έξω είχε πέσει κρύο και η νύχτα σήμανε σιωπητήριο στη γειτονιά από τις 7 και κάτι, τα καλοριφέρ βράζανε μέσα νερό και όσο κι αν μου λέγανε οι φίλοι άνοιξέ τα , εμένα αυτός ο ήχος μου άρεσε ,θύμιζε νερό που κυλάει , ποτάμι - και να ήδη άρχισα πάλι να ξεφεύγω , να ονειροπολώ κι όμως δεν ξέρω αν υπάρχει άνθρωπος που όταν ακούει νερό να κυλάει να μην κάνει συνειρμούς . Τι στο διάολο στο κάτω κάτω σκέψου ένα απλό κατούρημα .

Κοίταγα έξω από το παράθυρο και έλεγα να τη η νύχτα που μου αρέσει , να τη , την υποδέχομαι με μια χαρά , όχι γιατί περιμένω να μου φέρει κάτι σπουδαίο , αλλά γιατί μαζί της έρχεται η ηρεμία , η ησυχία  , , επιτέλους έρχονται οι ώρες της ημέρας που μπορείς να νιώθεις λίγο πιο ασφαλείς , πιο χαλαρός , να βάλεις τη μουσικούλα σου , να δεις καμιά ταινία , να διαβάσεις κανένα βιβλία , να πάρεις την κοπέλα δίπλα σου να της κάνεις έρωτα πάνω στον καναπέ , στο χαλί , στο μπάνιο , παντού , να γράψεις κάτι , να σβήσεις κάτι , να μην κάνεις απολύτως τίποτε . Η μέρα με τρελαίνει , έχει έναν συνεχή φόβο μέσα της , οι ώρες της μοιάζουν λάμιες που μονίμως παραμονεύουν κάθε σου βήμα να σε φάνε . Όπως εκείνος – να συνειρμός – όπως ο μαλάκας εκείνος ο Αμερικανός που ήταν τίμιος και σωστός οικογενειάρχης και επειδή δεν γούσταρε τις πουτάνες που κάνανε πιάτσα έξω από το σπίτι του , τις έπαιρνε από πίσω με μια κάμερα και τις τράβαγε βίντεο την στιγμή που δουλεύανε και το έβγαζε – ακόμα το κάνει – στο ίντερνετ . Με αυτά και με αυτά , η λάμια αυτή έγινε γνωστή και η ξεφτιλισμένη σταυροφορία του παίζεται σαν αρετή σε εκπομπές και ο ίδιος δηλώνει ακάθεκτος και σωστός χριστιανός πάνω από όλα . Και δεν καταλαβαίνω εγώ πως ακόμα δεν έχει βρεθεί κάποιος να τον σπάσει στο ξύλο και να του χώσει την κάμερα στον κώλο και σκέφτομαι ίσως είμαστε ανίκανοι να διώξουμε τις λάμιες μας γιατί οι λειψές ώρες , όπως έλεγε ο Μπουκ. , μάς οδηγούν στις λίγες καλές . Και λέω εγώ , οι μαλάκες άνθρωποι μάς κάνουν να εκτιμάμε τους καλούς .

Είμαι σίγουρος ότι ο τύπος τραβάει μαλακία , πιθανόν και με την γυναίκα του μαζί , με τα βίντεο των δυστυχισμένων κοριτσιών που μαζεύει , είμαι επίσης σίγουρος ότι καμία εκκλησία ούτε φορείς είναι ανάμεσα στο πλήθος των πελατών του στο διαδίκτυο . Θα έλεγα ότι μόνο καυλωμένα παπάρια για κώλους και τσιμπούκια κάνουν κλικ στα βίντεό του .

Η αλήθεια είναι ότι ο παραλογισμός είναι ο τελευταίος αυτοκράτορας της γης . Βλέπεις το παράλογο παντού , ακόμα και στην ίδια μου την επιλογή να γουστάρω τη  νύχτα πιο πολύ από τη μέρα . Ίσως είμαι καταθλιπτικός , ίσως επειδή συνήθιζα παλιά να γλεντάω τη νύχτα , ίσως επειδή νιώθω ότι ο φόβος φεύγει τη νύχτα . Αλλά όλα αυτά είναι μπούρδες . Τίποτα δεν συγκρίνεται με το φως και κάπου μέσα μας ελπίζουμε να μην χρειαζόμασταν ποτέ τις νύχτες , που σημαίνει  πολύ απλά πως όταν λες ότι γουστάρεις κάτι αλλά μέσα σου ελπίζεις για τη μέρα , ο φίλε μου είσαι πιο πολύ καψούρης με την αυγή , πιο πολύ και από τα ηλιοβασιλέματά σου που υμνείς τα βράδια στα χαρτιά .

Αυτό το στυλό δεν γράφει πια , δυσκολεύεται να χαράξει γράμματα πάνω στο χαρτί , βλέπω δεν γίνεται να συνεχίσω την ιστορία μου με αυτό το στυλό , χρειάζομαι άλλο.  Αλλά δες το παράλογο σου επιβάλλει να συνεχίσεις με το ίδιο σκάρτο στυλό , όπως συνέχισε αυτή κοινωνία με την ίδια σκάρτη πολιτική τάξη που την έφερε έως τα σκατά . Είναι παράλογο αδερφέ μου , να εμπιστεύεσαι το μέλλον σου στους ίδιους ανθρώπους που στο έκοψαν κομματάκια μικρά και το πούλησαν ζεστό ζεστό όπως την μπουγάτσα στο γωνιακό μαγαζάκι που πας κάθε πρωί . Τώρα κάθε δεύτερο πρωί .

Η ηλιθιότητα του παραλογισμού είναι η γυναίκα του αυτοκράτορα .

Το κρύο χαϊδεύει τα πόδια μου και η μύτη μου παγώνει . Στα άκρα πάντα κρυώνεις πιο πολύ και είναι βάσανο να πεθαίνεις στους δρόμους μιας πόλης , νηστικός , ξεπαγιασμένος , χτυπημένος , ξεχασμένος . Η εποχή μου με τρομάζει γιατί το όνειρο κρύβει τρομαχτικά τέρατα που στα παραμύθια ήταν και καλά πρίγκιπες με λευκά ατιά και χρυσές πανοπλίες .  Ακούω , διαβάζω , τόσους όρους , τόσα δικαιώματα , τόσες εξελίξεις , ΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΣ , ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ , ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ , ΙΣΟΤΗΤΑ , ΙΣΟΝΟΜΙΑ , ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ , και μπορώ να σου πω κι άλλες τέτοιες μπούρδες φίλε και τώρα θα πεταχτούν και θα με πούνε λαϊκιστή και θα τους γράψω στα αρχίδια μου όπως αυτοί γράφουν στα αρχίδια τους εμάς και εμείς γράφουμε στα αρχίδια μας αυτούς που πεθαίνουν και βιάζονται καθημερινά στην σύγχρονη κοινωνία των μεγαλείων. Οι δημοσιογράφοι που φτύνουν σάλιο μπροστά στην οθόνη θα πουν έναν επικήδειο για κάποιον , θα βάλουν λίγο μελό , θα κάνουν ότι νοιάζονται , και όταν σβήσουν τα φώτα θα πουν στα αρχίδια μας . Οι πολιτικοί δεν νοιάστηκαν ποτέ πέρα από την κοιλιά τους . Οι λίγοι πλούσιοι που κινούν τις μαριονέτες στο παιχνίδι , στο εμπόριο των εθνών , θα χαρούν γιατί θα βάλουν κι άλλο ένα μηδενικό στα λεφτά τους , άσχετα αν στάζουν αίμα , άσχετα αν εν τέλει κι αυτοί το ίδιο σκατένια κοπριά με όλους θα γίνουν . Κι εμείς θα συνεχίζουμε να κρυβόμαστε στις νύχτες μας και να λέμε δεν γαμιέται θα αδράξω τη μέρα αύριο .

Ο τελευταίος αυτοκράτορας προστάζει να κοιμηθώ, όσο η μέρα ξημερώνει και η οργή υποχωρεί αφήνοντας τη θέση της σε μια γλυκιά κούραση . Μια μάνα νανουρίζει το μωρό της από πάνω και ο ύστατος συνειρμός πριν κλείσω τα μάτια έρχεται να με καληνυχτίσει βουβά .

Καθώς οι γονείς διαβάζουν παραμύθια στα παιδιά τους για έναν καλύτερο κόσμο και ο χαμηλός φωτισμός κρύβει το δάκρυ τους στο ψέμα του παραμυθιού
΄΄κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα ΄΄….