Το αντικείμενο ενασχόλησης αυτού του blog ειναι ο κόσμος της λογοτεχνίας.Τα κείμενα που δημοσιεύονται μπορεί να αφορούν είτε το χώρο της ποίησης είτε του πεζογραφήματος. Το όνομα του blog ειναι παρμένο από το γνωστό ποίημα του Charles Bukowski "κλαμπ κόλαση"...
Κυριακή 29 Νοεμβρίου 2009
Ο δράκος
Δεν έχω ούτε μια δραχμή πάνω μου ή καλύτερα ούτε ένα λεπτό.Και το χειρότερο είναι ότι μου τελείωσαν και τα τσιγάρα από το πρωί κιόλας.Πάλι καλά που έχω κάτι φαγητά στην κατάψυξη.
Η Τίνα σηκώθηκε και έφυγε ξαφνικά κατά το μεσημέρι και από τότε ούτε τηλέφωνο ούτε τίποτα.Και κυρίως ούτε εκείνα τα δέκα ευρώ που της είχα πει να μου αφήσει δανεικά πάνω στο κομοδίνο.
Είναι στιγμές που νιώθω ξεχασμένος από όλους και όλα.Τελείως μόνος μου.Αναρωτίεμαι αν όντως έκανα κάτι που να το αξίζω αυτό.Μα όταν το σκέφτομαι καλά καλά,βλέπω ότι απλώς εγώ ήμουν λίγο πιο ειλικρινής από τους άλλους.Αυτό με τρελαίνει,με εξοργίζει,με κάνει να θέλω να τα σπάσω όλα.Άλλες πάλι φορές παραιτούμαι από την αγανάκτηση και μένω να κοιτάζω με κενό βλέμμα κάπου ανάμεσα στο ‘’Κοράκι’’ του Πόε και τον ΄΄Ζωγράφο των μαχών’’ του Ρεβέρτε.Και εκείνες τις αφόρητες στιγμές θέλω απλά να σηκωθώ και να φύγω από τον κόσμο τους.
Σιγά σιγά όμως η οργή με την αγανάκτηση μέσα μου γαληνεύουν..Γίνονται σιωπηλό μαύρο ποτάμι που ψάχνει να εκβάλλει σε μια φουρτουνιασμένη θάλασσα.Και τότε πιάνω το στυλό και αρχίζω να γράφω…
* * *
Κάποιος σκότωσε τον δράκο με τα χρυσά φτερά που αιώνες τώρα φύλαγε την πόλη μας.Βρέθηκε με ένα βέλος ποτισμένο στο δηλητήριο στην περιοχή της καρδιάς.Όταν οι πρώτες ακτίνες της αυγής φώτισαν το φρικτό αυτό θέαμα,ένα μουρμουρητό απλώθηκε από την μια άκρη της μικρής μας πόλης έως την άλλη.Μέσα σε λίγα λεπτά το νέο έφτασε μέχρι και το λιμάνι.Από κει υψώθηκαν τα πρώτα μαύρα πανιά και από κει άρχισε ο υπόκωφος αυτός θρήνος που γύρισε πίσω στην πόλη.Ήμασταν χαμένοι.
Ο δράκος ποτέ δεν πείραξε κανέναν μας παρά μόνο τους εχθρούς μας που κατά περιόδους εφορμούσαν κατά της πόλης μας.Τότε η τεράστια φωτιά που έβγαινε από το στόμα του έκανε μια χαρά την δουλειά της.Μέχρι που πια σταμάτησαν να μας επιτίθενται άλλο και μας άφησαν ήρεμους στην ειρηνική ζωή μας.Τα όπλα σκουριάσανε πάνω στις επάλξεις και χορτάρι φύτρωσε στην τάφρο.Η λέξη ΄΄πόλεμος’’ ακουγόταν μόνο στα παραμύθια και στα βιβλία της ιστορίας.Οι τελευταίοι στρατιώτες πέθαναν γέροι στα καφενεία μαζί με εκείνον τον τρελό προφήτη που φώναζε πάντα να επαγρυπνούμε γιατί ο εχθρός είναι παντού.
Έμοιαζε λες και ο ήλιος είχε ανατείλει μόνιμα πάνω από την πόλη μας και κανένα σύννεφο δεν μπορούσε να τον επισκιάσει.Και όλα αυτά εξαιτίας του δράκου με τα χρυσά φτερά.Χαρούμενος και αυτός τώρα,κοιμόταν ήσυχα έξω από τα τείχη της πόλης μας.
Μα οι άνθρωποι ξεχνούν και όπως ξεχνούν τα άσχημα έτσι ξεχνούν και τα καλά.Θα έλεγε κανείς ότι πιο πολλοί ξεχνούν αυτόν που τους βοήθησε,τον ευεργέτη τους.Αλλά για να έρθει αυτή η σκάρτη λήθη,θα πρέπει πρώτα να έχουν ξεχάσει τον εαυτό τους.Και αυτό έγινε και με τους συμπολίτες μου…και με μένα τον ίδιο.Ξεχάσαμε ποιοι ήμασταν σιγά σιγά και αφήσαμε την ψυχή μας να γλιστρήσει ανάμεσα στις ψεύτικες χαρές και ηδονές.
Κάποιος σκότωσε τον δράκο με βέλος βαθιά μπηγμένο στην καρδιά.Η πρωινή μας ζάλη πέρασε και τα κλάματα σταμάτησαν κατά το απόγευμα.Και όταν όλοι κάτσαμε γύρω από την φωτιά σιωπηλοί,με το φεγγάρι εκεί ψηλά,τότε αρχίσαμε να θυμόμαστε.
Πρώτος θυμήθηκε εκείνος ο έμπορος με τα μπλε κουτιά και μετά η κοπέλα με τα κόκκινα μάτια.Την κραυγή τους ακολούθησαν και άλλες κραυγές ανθρώπων που άρχισαν να θυμόνται.
Και κει γύρω από την κρύα φωτιά καταλάβαμε τρομαγμένοι την πτώση μας.Και ήρθε να αιωρηθεί από πάνω μας η εικόνα του καθένα από μας να μπήγει όλο και πιο βαθιά το βέλος στην καρδιά του δράκουΈμεινε εκεί πάνω από την φωτιά για λίγα λεπτά και μετά έφυγε προς το φεγγάρι,αφήνοντας πίσω της φαντάσματα.
Τρίτη 24 Νοεμβρίου 2009
Προδοσία
Είχε απόλυτη ησυχία.Μόνο ο ήχος των κυμάτων ακουγόταν. Μπορείς να πεις ότι και αυτό ήτανε κάτι.Ότι έδινε λίγη αξία στον κόπο σου.Αλλά καθώς κατηφόριζα την μικρή αυτή παραλία,ολοένα και πιο πολύ διαπίστωνα ότι μάλλον τελικά είχα έρθει σε λάθος μέρος.Η αποβάθρα έλειπε και δεν υπήρχαν πουθενά ίχνη της παρουσίας της και εκείνη η άγκυρα,που ήταν χρόνια καρφωμένη στο χώμα και που κάποια φορά που παίζαμε μπάλα είχα σκίσει το πηγούνι μου,έμοιαζε και αυτή άφαντη.Λες και τίποτε από αυτά δεν υπήρξαν ποτέ.
Κάθισα πάνω σε ένα βραχάκι στην παραλία και άναψα τσιγάρο.Κάποιος είχε έρθει εδώ και είχε εξαφανίσει όλα εκείνα που χάριζαν χρώμα στις παιδικές μου αναμνήσεις.
Κοίταξα προς το μέρος όπου άλλοτε ήταν η ξύλινη αποβάθρα και ένιωσα μια πικρή νοσταλγία για τις μέρες εκείνες που κάτω από τον καλοκαιρινό ουρανό κάναμε μακροβούτια στην θάλασσα.Ο Γιάννης έβγαινε σχεδόν πάντα πρώτος.Δεύτερος εγώ.Θυμάμαι να παίρνω βαθιά αναπνοή και να βουτάω και καθώς έσχιζα το νερό με κλειστά μάτια,άφηνα σιγά σιγά και από μια μικρή αναπνοή.Μέχρι που δεν είχα άλλη μέσα μου και ένιωθα αυτή την ασφυξία που με τραβούσε προς την επιφάνεια.Αλλά πεισματικά συνέχιζα για λίγα μέτρα ακόμα.Όταν όμως,νικημένος από τις δυνάμεις μου,ανέβαινα προς τα πάνω και άνοιγα τα μάτια μου,απογοητευμένος διαπίστωνα ότι και πάλι δεν τα είχα καταφέρει να ξεπεράσω τον φίλο μου.Και έλεγα πάντα την δικαιολογία ότι φταίει που ήταν πιο γυμνασμένος από μένα.
Καμιά δεκαριά χρόνια πέρασαν από τότε που είχα έρθει τελευταία φορά εδώ.Ήταν με εκείνο το κορίτσι με τα μαύρα μάτια που πάντα έκρυβαν κάτι.Ερχόμασταν από την ανηφόρα όταν είδα ότι η αποβάθρα ήταν σπασμένη.Είχα κοντοσταθεί τότε και της είχα σφίξει το χέρι.΄΄Έκανα λάθος.Δεν είναι εδώ’’,της είχα πει και είχα προσπεράσει την κρυφή μου παραλία.
Από την προβλήτα χαζεύαμε τα απογεύματα το ηλιοβασίλεμα απέναντι στην Ζάκυνθο με τα καλαμπόκια στα χέρια μας.Υπήρχε συνήθως και ένας που έδειχνε και προς τα βορειοδυτικά λέγοντας ΄΄Να ο Αίνος,το βουνό της Κεφαλονιάς’’.Και τότε για μια στιγμή σταματάγαμε να μασουλάμε και κοιτάζαμε προς τον μεγαλοπρεπή και επιβλητικό σκοτεινό όγκο.
Είναι φθινόπωρο και μάλλον αυτό φταίει στην θλίψη που μου προκαλεί το τοπίο.Έχει αρχίσει να νυχτώνει και ήδη έπιασε να βάζει εκείνο το κρύο που σε διαπερνά κάνοντάς σε να ριγήσεις.Θέλει δύναμη να γυρίσεις και να επισκεφτείς τα παλιά καθώς ποτέ δεν ξέρεις τι μπορεί να βρεις σ αυτή σου την πορεία.Η απογοήτευση είναι η προδοσία της νοσταλγίας σου.Και αυτό είναι που σε πληγώνει.
Συνάντησα τον Γιάννη ένα φθινοπωρινό βράδυ σαν κι αυτό σ’ένα μπαράκι στην Πάτρα,3 χρόνια πριν.Αρχίσαμε να λέμε τα παλιά και να τα αναπολούμε σαν μικρά παιδιά.Οι αναμνήσεις έρχονταν ζωντανές ανάμεσα στα ποτήρια τεκίλας και κάποια στιγμή του έκανα την ερώτηση που πάντα δίσταζα ΄΄Μα πώς τα κατάφερνες πάντα να με περνάς στα μακροβούτια?’’.Και αυτός με κοίταξε γελώντας και μου απάντησε ΄΄Γιατί είχα τα μάτια μου ανοιχτά και έβλεπα τον βυθό.Και ήταν τόσο ωραίος που κρατιόμουν να μείνω λίγο ακόμα…’’
Πέταξα το τσιγάρο μου δίπλα σε ένα σκουριασμένο κονσερβοκούτι.Θα ήταν μια κρύα νύχτα.Ανέβηκα την ανηφόρα και κίνησα για το σπίτι.
Πέμπτη 19 Νοεμβρίου 2009
Λίγο πριν τη 01:00
Φαίνεται
πως εκείνα τα καλοκαίρια
δίπλα στην αμμουδιά,
τα διαδέχτηκαν
άγριοι χειμώνες.
Οι άνθρωποι
έγιναν αγνώριστοι
μες στα μακριά παλτά τους.
Τα παιδιά τους
τα σκότωσαν στα σαλόνια τους.
Με το αίμα τους
έβαψαν τους τοίχους τους
και με τα όνειρά τους
τα σεντόνια τους.
Παιδί μου
να τους φοβάσαι
γιατί δεν φαίνονται
αυτοί.
Είναι αόρατοι πατέρα?
Όχι γιε μου…είναι ωραίοι.
Γυμνός,
στέκομαι μες στην βροχή.
Δρόμοι άδειοι
από ανθρώπους
και γεμάτοι από σκιές.
Με πότισαν αηδία.
Τα ρούχα μου λερώθηκαν
και πήρανε κάτι από
την ανάσα τους.
Σε κάποια στροφή της ζωής
κλείσαμε τα μάτια
και σωπάσαμε.
Ο θάνατος μάς αγνόησε
και μείναμε μόνοι.
Είναι αόρατοι πατέρα?
Όχι γιε μου…είναι ωραίοι.
Πέμπτη 12 Νοεμβρίου 2009
Το τελευταίο ταξίδι του Ορφέα
Σταυρός
με καμένη άκρη
Ίδιος
με λυγισμένο κλαρί
Που όμως ακόμα αντέχει
Η πίστη σου όλη
μαζεμένη
Σε μαύρες
σφιχτά αγκαλιασμένες
Κλωστές.
Αυτόν τον σταυρό
Σφίγγεις στο χέρι
καθώς ξεκινάς
Εκείνο το ταξίδι σου
στο τέλος.
Μέσα από καπνούς
και
Γεμάτους δρόμους .
Το ξέρεις
Το νιώθεις
Ότι τα βήματα σου οδηγούν
Στην μεγάλη ήττα σου.
Κι όμως συνεχίζεις
Συνεχίζεις.
Οι πολυκατοικίες
γκρεμίζονται
Μπροστά στο μεγάλο λιβάδι
που διασχίζεις.
Ο ήχος των αμαξιών
γίνεται δροσερό αεράκι
Που φέρνει κάτι από την
θάλασσα.
Η διασταύρωση
σού δείχνει το μέρος
Με τις πέτρες
που θα ξαπλώσεις
Και το σταυρουδάκι
σφιχτά
στο χέρι.
Μα λίγο πριν πλησιάσεις
Στέκεσαι.
Γελάς
στο γεμάτο φεγγάρι
Και οι λιγοστοί περαστικοί
Τραβιούνται
στις σκιές τους.
Το
Άδειο
χέρι σου
βγάζει
μια φρικτή
κραυγή πόνου.
Αγάπη μου
ήρθα σε σένα
Να πεθάνω.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)