Πέμπτη 23 Δεκεμβρίου 2010

Έξω άρχισε να φυσάει



Έσταζε την φρίκη του στο ποτήρι
Οι μύγες χόρευαν ταγκό γύρω από καπνούς
Κι οι υπόλοιποι νυσταλέα κοίταγαν την Τόνια.
Μια τηλεόραση έπαιζε κάπου στο βάθος
Ένα εμβατήριο για μια μακρινή πατρίδα
Και ο γέρο μπάρμαν δάκρυζε κρυφά
Σκουπίζοντας την ξύλινη μπάρα.

Στοίχημα ότι έξω θα άρχισε να φυσάει
Εκείνος ο κόντρα άνεμος,ο ζεστός.
Θα κουνιόνται τα φύλλα των δέντρων
Προς τη μεριά της θάλασσας
Κι ο κουτσός Έκτορας
Θα γαβγίζει τρομαγμένος κι αυτός
Τις σκιές της νύχτας.
Οι άνθρωποι θα μαζεύονται στα παλτά τους
Και τα ζευγάρια θα αγκαλιάζονται ερωτικά.
Καθώς τα πεταμένα χαρτιά
Θα υψώνονται πάνω από τους δρόμους
Σαν γκρίζα περιστέρια της χαραυγής.
Ακροβάτες τρελοί μιας κοινωνίας σε παρακμή,
Προάγγελοι
Μιας πτώσης.
Ή μιας αλλαγής.

Έσταζε την φρίκη του στο ποτήρι
Καθώς ο γέρο μπάρμαν δάκρυζε
Για μια πατρίδα μακρινή….


(Στην Ιωάννα Γ.)

Δευτέρα 13 Δεκεμβρίου 2010

Πρωινό


Έχω ακόμα επιλογή να μην πάω
Στη δουλειά.
Να φτιάξω ας πούμε ζεστό καφέ
Και να μείνω δίπλα στο τζάμι.
Να κοιτάζω την πρωινή βροχή
Και την γοητευτική μαυρίλα
Να καλύπτει την αυγή.
Να μην την αφήνουν να ανασάνει
Να καλύπτουν τους θορύβους της
Από τα αμάξια και τους ανθρώπους της.
Να μένει μόνο ο υπέροχος ήχος
Του νερού…
Που πέφτει στις σκεπές,κυλάει
Στα μπαλκόνια και αγκαλιάζει τους δρόμους.
Η ησυχία της πρωινής βροχής
Γαληνεύει το απότομο τράβηγμα της ψυχής
Από τα όνειρα της νύχτας.

Σε βλέπω τώρα να κοιμάσαι
Κουκουλωμένη από πορτοκαλί παπλώματα.
Ο καφές είναι μοναδικός όπως
Και το γυμνό σου πόδι που ξεπροβάλλει ήρεμο,
Επιβλητικό
Καθορίζοντας την αόρατη κυριαρχία του
Σε αυτό τον χώρο…
Ίσως γελάσεις με αυτά πιο μετά.
Με πεις ρομαντικό τεμπέλη.
Αλλά οι στιγμές έτσι μου μίλησαν.
Είχα μια βροχή έξω από τις λίγες,
Μια γυμνή γυναίκα στο κρεβάτι μου
Και κάτι σαν ποίημα που έντυνε
Τα άλλα δυο.
Πώς να πάω στη δουλειά μετά…
Οφείλει ο καθένας σεβασμό
Στις ξεχωριστές του μέρες…

Πέμπτη 9 Δεκεμβρίου 2010

Εσωτερικό


Αυτό το παιδί που άρχισε να κλαίει
Όταν ξαφνικά άδειασε το αρχαίο θέατρο
Και έμειναν μαρμαρωμένες στην θέση τους
Οι καρέκλες των θεατών
Και οι μάσκες των ηθοποιών.
Αυτό το παιδί ας μείνει εκεί για πάντα
Και μόνο το απαλό αεράκι να θυμίζει
Κάτι από μητρική στοργή.
Λειψά αόρατα χειροκροτήματα
Που αναδύονται από την πέτρα,
Μοναδικά σημάδια χρόνου που κυλά.
Δες πως κούρνιασε το μικρό,φοβισμένο
Στη σιωπή
Και πως μοιάζουν τα έργα ξεγυμνωμένα
Από την υποκριτική.
Ο ήλιος υποκλίνεται και χάνεται κι αυτός
Από την καλοφτιαγμένη σκηνή
Πριν περάσουν οι αιώνες σαν στιγμές
Και έρθει εκείνη η βροχή.
Το παιδί τότε ξυπνάει γέρο κομπάρσος
Με τρεμάμενη φωνή,επιθανάτια κραυγή
Της τελευταίας πράξης
Σε μια σκάρτη εποχή.

Χωρίς ανθρώπους


Η πόρτα φεύγει προς τα πίσω απαλά
Αφήνοντας ένα συρτό ήχο για καλησπέρα.
Πάνε χρόνια τώρα που μιλάει στον αέρα
Και στην απατηλή οπτασία μιας γυναίκας
Ξαπλωμένης στη γωνιά του σαλονιού.

Απόψε η βροχή θα χτυπά ζητιάνα
Και το ραγισμένο παράθυρο θα σιωπά.
Καθώς το σκοτάδι θα καλύπτει ό,τι αγαπά
Οι τοίχοι θα αναδύουν εικόνες και φωνές
Ίδιες ασπρόμαυρες κινούμενες προβολές.

Οι γάτες θα ουρλιάζουν στο ξέφωτο πάλι
Και το ραδιόφωνο θα παίζει λυπηρά .
Στην αυγή της νύχτας θα με κοιτάς πονηρά
Μα τα χέρια σου θα ξεχειλίζουν σιωπή
Και στάλες από αλμυρό νερό σε φρέσκια πληγή.

Ας μην μπω μέσα απόψε.
Ας βγω στη βροχή.

Το σπίτι που σε αγάπησα
Είναι πια άδειο.
Χωρίς ανθρώπους.
Χωρίς εσένα.