Δευτέρα 31 Οκτωβρίου 2011

Ελλειπτική πορεία









<<η ΕΛΛΕΙΨΗ είναι ένα σύνολο σημείων τα οποία το ΑΘΡΟΙΣΜΑ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΑΣΕΩΝ από δύο γεωμετρικά σημεία (εστίες, E1 και E2) είναι σταθερό…>>



Ο γιός μου , ο καρπός της γυναίκας μου κι εμένα ,ο γιος μου περπατά πάνω στα πλακάκια , κάνει τα πρώτα του βήματα , ασταθή , λες και θα πέσει σε κάθε κίνηση , αλλά συνεχίζει να περπατά , μέχρι η αγκαλιά της μάνας του να τον καλωσορίσει στη ζωή.





Σύρθηκε μέχρι το βάθος της στοάς , ίσως γιατί εκεί ένιωθε να βρίσκεται μια παραπάνω ζεστασιά από ότι στο δρόμο που τον μαχαιρώσανε . Οι δρόμοι τέτοια ώρα ήταν ερημικοί , εδώ σε αυτή την ξέμπαρκη γωνιά της πόλης , όπου μόνο οι περίεργες σκιές παίζανε παιχνίδι με τα λιγοστά φώτα των φαναριών , των ξεχασμένων φωτιστικών σε κάτι άδεια σπίτια , σε κάτι κατώγεια που ζούσαν οικογένειες , σε κάτι τρύπες που μεγαλώνανε παιδιά και όνειρα.
Σύρθηκε και σκέφτηκε αυτό το είχα δει μόνο σε ταινίες , όπου κάποιο θύμα σέρνεται και αφήνει μια μπογιά από αίμα πίσω του , μέχρι να τα παρατήσει , να αφήσει αυτή την ανούσια κόκκινη διαδρομή και να πεθάνει. Τώρα κι αυτός έκανε το ίδιο όπως κι τόσοι άλλοι φανταζόταν πιο πριν από αυτόν , έλεγε μέσα του να βρω μια ζεστή γωνιά να καθίσω , να περιμένω , μα μέσα του ήλπιζε πως θα σωνόταν εν τέλει . πως κάποιος θα τον έβρισκε , θα καλούσε ασθενοφόρο και θα τον έπαιρναν . Πως θα ήταν όλα μια κακιά ανάμνηση στο τέλος .
Ο καθένας νιώθει άτρωτος κι ίσως στις τελευταίες στιγμές μόνο να συνειδητοποιείς πόσο αφελής πραγματικά ήσουν του λόγου σου .
Η πόλη κοιμόταν σε ένα φθινοπωρινό βράδυ και οι άνθρωποί της πια ούτε στις κραυγές άλλων ανθρώπων τόλμαγαν να ξεμυτίσουν .Μπορεί δίπλα σου  ο άλλος να πέθαινε αλλά εσύ εκεί τυλιγόσουν πιο πολύ στην κουβέρτα κι έκλεινες τα μάτια ή άνοιγες πιο δυνατά την ένταση της τηλεόρασης .
Η κραυγή του για βοήθεια δεν ακούστηκε ή μάλλον δεν ανταποκρίθηκε κανείς κι αυτό δεν είναι μια θλιβερή ιστορία ή μια κακοτυχία , είναι μια καθημερινότητα κι ας λες ό,τι θες . Πεθαίνεις συνήθως μόνος σου στις πόλεις κι αυτός το ήξερε , πώς να μην το ήξερε , γιατρός ήταν , αλλά ήξερε ακόμα ότι έχανε αίμα κι όσο κι αν το πίεζε με το κασκόλ του , όλο κι πιο πολύ έβγαινε , έβαφε τα πάντα κόκκινα . Το αίμα μου σκέφτηκε , τι περίεργο χρώμα , το αίμα μου.
Σύρθηκε ως το βάθος , σε μια γωνία της αδιέξοδης στοάς . Δίπλα του κάτι σωροί από σκουπίδια και χαρτόκουτα , πάνω του κάτι τείχη από τσιμέντο και σίδερα . Κανένα φως πέρα από ένα μικρό μισοσπασμένο φανάρι πιο κει. Εδώ δεν ζουν άνθρωποι ? , σκέφτηκε κι φώναξε βοήθεια όσο πιο δυνατά μπορούσε , για να νιώσει τον πόνο στη μέση να μεγαλώνει αφόρητα και τη φωνή του να χάνεται ανάμεσα στις σκιές της νύχτας μόνη της , απελπιστικά μόνη της .
Το κινητό του το είχαν κλέψει μαζί με το πορτοφόλι του και ένιωσε πάλι την οργή του να φουντώνει για τους ληστές που τον στείλανε αδιάβαστο μέχρι το κατώφλι του θανάτου , για τα γαμημένα 100 ευρώ που έχανε έτσι τη ζωή του , για την μαλακία της κοινωνίας που την ανάγκαζε να κρύβεται στις τρύπες της και να μην νοιάζεται αν ο άλλος ψυχορραγεί δίπλα της , για την ώρα που ήταν περασμένη και κανένα αμάξι δεν πέρναγε τον και καλά κεντρικό δρόμο της περιοχής. Ο πόνος φουντώνει και το κρύο γίνεται εντονότερο . Έτρεμε , ανάσαινε γρήγορα . Σαν να κύλησε ένα δάκρυ στο μάγουλό του .
Ο γέρος βγήκε από ένα χαρτοκούτι λίγα μέτρα πιο μακριά του . Στην αρχή τον κοίταζε τρομαγμένος αλλά μετά κατάλαβε πάνω κάτω τι παίζει και τον πλησίασε διστακτικά . Φορούσε παλιά βρώμικα κουρελο-ρούχα κι ένα σκουφάκι στο κεφάλι που κάποτε ήταν άσπρο και τώρα σκούρο καφέ. Έτρωγε φιστίκια κι όταν κάθισε δίπλα του τού πρόσφερε μερικά από τη χούφτα του . Ο άλλος χαμογέλασε και κούνησε αρνητικά το κεφάλι του .
Πρέπει να με βοηθήσεις , ακούς? Πρέπει να πας να φέρεις βοήθεια , είπε κι ένας σπασμός τον τάραξε από κάτω μέχρι το κεφάλι . Δεν έχω ώρα , καταλαβαίνεις ?
Ο γέρος τον κοίταξε με σχεδόν ανέκφραστα μάτια κι έπειτα κούνησε καταφατικά το κεφάλι του σκάζοντας ένα θλιμμένο χαμόγελο . Αντί να φύγει όμως , πήγε προς το κουτί του κι έφερε μια κουβέρτα . Την τύλιξε πάνω στον τραυματία κι σηκώθηκε όρθιος .
Πήγαινε ! Πήγαινε γρήγορα !, είπε αυτός καθώς σφίχτηκε πιο πολύ πάνω στην κουβέρτα χωρίς όμως το κρύο να φεύγει . Ένιωθε αντίθετα το μυαλό του να φεύγει , τις εικόνες γύρω του να φεύγουν , ο πόνος έφευγε γινόταν σαν γλυκό χάδι σε όλο του το σώμα , οι ανάσες φεύγανε και λιγόστευαν . Ξαφνικά σε μια από τις τελευταίες του αναλαμπές , το μυαλό του έδωσε μια φωναχτή εντολή στον γέρο ζητιάνο
Όχι μείνε! Κάνε μου παρέα , δεν έχει νόημα να φύγεις πια .
Ο γέρος σαν να περίμενε από πιο πριν αυτές τις λέξεις , κάθισε πάλι δίπλα του κι άρχισε να τον κοιτάει αυτή τη φορά με πιο μαλακωμένο βλέμμα , με κατανόηση και με συμπόνια .
Σε κοίταγα , σε λυπόμουν , δεν σε βοήθαγα σχεδόν ποτέ , σε όλους τους δρόμους που σε είχα συναντήσει εσένα και τους όμοιούς σου . Και τώρα να πεθαίνω στα χέρια σου , και με κοιτάς εσύ με συμπόνια και με βοηθάς στις τελευταίες μου στιγμές , είπε κι γέλασε κάπως ειρωνικά καθώς έπιανε από το μπράτσο τον γέρο κάνοντας να ανασηκωθεί .
Δεν μιλάς φίλε μου ε? Μάλλον δεν καταλαβαίνεις τη γλώσσα μου ή απλά δεν έχει νόημα να μιλήσεις .Σάμπως θα τα θυμάμαι μετά αυτά ?? χαχα , γέλασε κι ο βήχας κάλυψε τις λέξεις του , λίγο αίμα φάνηκε στ χείλη του , το ένιωσε κι δάκρυσε πάλι .
Τα καλοκαίρια πηγαίναμε όλη η οικογένεια στο χωριό δίπλα στη θάλασσα , παίζαμε κρυφτό με τα παιδιά , παίζαμε κλέφτες αστυνόμους , κυνηγητό , τότε σε μια κόντρα είχα σκίσει πρώτη φορά το χείλος μου , είχα νιώσει το αίμα και τη μεταλλική του γεύση στο στόμα μου . Θα περάσει είχαν πει . Αγαπούσα εκείνα τα καλοκαίρια .
Ένα αμάξι πέρασε με μεγάλη ταχύτητα στον έξω δρόμο , άκουσε τα νερά που πέταγε στο πέρασμά του.Ο γέρος έστριβε τσιγάρο , του πρόσφερε ένα .
Όχι ευχαριστώ , θα με σκοτώσει . χα! Στην ιατρική βλέπεις όλο τον πόνο , τον πόνο των άλλων , νιώθεις κάπως ευάλωτος αλλά ταυτόχρονα και πολύ ισχυρός ή τυχερός . όπως το δει κανείς . Πάντα όμως πίστευα θα πέθαινα κάποια ωραία βραδιά με τους αγαπημένους μου δίπλα . Σε μαξιλάρια πάνω θα άφηνα την τελευταία μου πνοή φίλε .
Αλλά η πραγματικότητα μάς προδίδει όλους έχουν πει .
Ο γέρος συμφώνησε κουνώντας προς τα κάτω το κεφάλι του και μια γάτα νιαούρισε κάπου μέσα στο σκοτάδι .
Η γλυκιά νύστα τον συνέπαιρνε σιγά σιγά και προσπαθούσε να κρατάει ανοιχτά τα μάτια του όσο μπορούσε .
Έπρεπε να είχα πάρει το αμάξι …έπρεπε …τίποτα δεν θα είχε συμβεί, παραμιλούσε ο πληγωμένος τύπος.
Η γυναίκα μου …. Πες της την αγαπώ όσο τίποτε άλλο , πες της το ..ο γιός μου περπάτησε πριν λίγο καιρό , πες του...πάντα μαζί του …να προσέχει..
Έβηξε κι έβγαλε κι άλλο αίμα , αυτή τη φορά πιο πολύ από την προηγούμενη .
Κοίταξε τον βουβό σύντροφό του όσο πιο καλά μπορούσε.
Γέρο φίλε μου ξέρεις αυτή η ελιά που έχεις στη μύτη , να την προσέξεις , ξέρεις πήγαινε στον …. Πες του από μένα , θα σε δει …
Ο γέρος του έσφιξε πιο πολύ το χέρι καθώς καταλάβαινε ότι δεν θα αργούσε να έρθει η στιγμή που το κερί του τύπου θα έσβηνε δια παντός .
Άρχισε να κλαίει ήρεμα , πέθαινε και το ήξερε πια .
Φοβάμαι φίλε , φοβάμαι το Μετά . Φοβάμαι …Πού είναι ο Θεός , δεν βλέπω δα κανένα φως , κανένα τούνελ , πεθαίνω φίλε και είμαι στο τίποτα.
Ο γέρος τον κοίταξε και του χάιδεψε τα μαλλιά . Και τότε για πρώτη φορά μίλησε , ίσως και για τελευταία εκείνο το βράδυ
Οι γνωστοί μου με φωνάζουν Αμίλητο Χάρη και αυτό επειδή δεν μιλάω ποτέ σχεδόν. Αλλά απόψε νομίζω οφείλω να μιλήσω σε έναν ετοιμοθάνατο καθώς όπως είπες δεν παίζει να καρφώσεις την φλυαρία μου σε κανέναν μετά.
Πεθαίνεις και φοβάσαι , όπως εγώ φοβάμαι κάθε φορά που έρχεται η νύχτα και δεν με χωρίζει τίποτα από αυτόν τον κόσμο παρά μόνο ένα χαρτόνι .Οι άνθρωποι με κατουρούν και με βαράνε αλλά μου δίνουν και φαγητό . Το άγνωστο όλους μας τρομάζει και το γεγονός ότι δεν έχουμε και επιλογές πάνω σε αυτό,το κάνει πολύ πιο τρομαχτικό .
Ο γέρος σταμάτησε να μιλάει και κοίταξε τον άλλον κατάματα .
Είχε σταματήσει να τρέμει , κοίταγε σχεδόν έκπληκτος τον γέρο .Ξαφνικά έβαλε την τελευταία του δύναμη κι έβγαλε μια χρυσή αλυσίδα με έναν μικρό σταυρό από το λαιμό του . Την έτεινε προς το γέρο .
Εγώ δεν σε κατούρησα , ούτε σε βάρεσα , αλλά ακόμα χειρότερα δεν σε πρόσεξα ποτέ . Να πάρε θα σου δώσει λίγο φαί , είπε προς τον άστεγο .
Εκείνος γέλασε και το γέλιο του σκέπασε τα κλάματα των γατών και το ροχαλητό του πρώτου ορόφου . Μια γριά φώναξε να σκάσουν.
Τελικά πήρε την αλυσίδα και την έβαλε στην τσέπη του .
Φεύγω ..., έκανε αναπνέοντας όλο και πιο βαθιά ο τραυματισμένος τύπος .
Οι πράξεις είναι σταγόνες σε ωκεανό .Τα κύματα που αφήνουν φτάνουν στην αιωνιότητα.., είπε ο γέρος λίγο πριν αφήσει ο άλλος την τελευταία του πνοή , λίγο πριν λάμψει στιγμιαία μια μικρή φωτιά στα μάτια του καθώς κοίταζε τον ζητιάνο .
Η γάτα κάπου σε κάποια στέγη χωμένη , φώναζε τον ερωτικό της σύντροφο και οι πρώτες στάλες μιας ακόμα φθινοπωρινής βροχής έπεφτε από ψηλά.



Ο αστυνόμος Γ. κοίταζε το βίντεο που είχε τραβήξει ο μικρός από το παράθυρο του σπιτιού του στον δεύτερο όροφο της πολυκατοικίας στο στενό που ο γιατρός είχε βρεθεί τα ξημερώματα νεκρός , πιθανόν από ληστεία , από τα συνεργεία καθαρισμού.
Γαμημένη πόλη ,έβρισε από μέσα του ο αστυνόμος καθώς σκέφτηκε την αλληλουχία γεγονότων που οδήγησε στο πεθάνει κάποιος πάλι χωρίς κανέναν να φωνάξει για βοήθεια.
Το παιδί είδε τον τραυματία , φώναξε τους γονείς του αλλά λιώμα και οι δύο , δεν του δώσανε σημασία , πήρε τηλέφωνο με το κινητό της μάνας του  την θεία του αλλά εκείνη του είπε να πάει να κοιμηθεί και να μην λέει βλακείες βραδιάτικα κι ότι θα το πει στην αδερφή της το πρωί και θα δει και τέτοια. Το παιδί έβγαλε το βίντεο όση ώρα ο τύπος ξεψυχούσε , σαν απόδειξη ότι να υπήρχε ένας πληγωμένος και να δεν είμαι τρελός που σας ζάλιζα χτες .
Γαμημένη πόλη ,είπε τώρα φωναχτά και η συνεργάτης του τον άκουσε.
Όλα καλά αστυνόμε ?
Ναι οκ , λέει εκείνος κι έπειτα συνεχίζει να κοιτάει το βίντεο στο κινητό . Ο άνθρωπος πέθανε εκεί μόνος του σε ένα άδειο σοκάκι . Λίγο πριν πεθάνει σηκώνει το χέρι και αφήνει μια αλυσίδα στον αέρα  θαρρείς κι αυτή πέφτει κάτω.
Πες μου βρήκατε την αλυσίδα δίπλα του ε? , ρωτάει την βοηθό του.
Ναι αστυνόμε .
Καλά πως και δεν τον άκουσε ή δεν τον είδε άλλος πέρα από τον μικρό ?, αναρωτήθηκε πιο πολύ φωναχτά , παρά ρώτησε κάποιον.
Τι να πω αστυνόμε , οι άνθρωποι φοβούνται … είπε η υπαστυνόμος και συνέχισε
Ήταν και άτυχος γιατί σε κείνο το στενό δεν μένουν και άστεγοι ..Τούς μετέφερε ο δήμος πριν κανά μήνα σε έναν ξενώνα . Πάντως ο μικρός είπε τον άκουσε να μιλάει σε κάποιον αλλά δεν έβλεπε κανέναν.
Ο αστυνόμος δεν μίλησε παρά έγνεψε στην κοπέλα να αποχωρήσει από το γραφείο του .
Κοίταζε πάλι το τέλος του βίντεο με τις τελευταίες κινήσεις του άντρα, κουνούσε τα χείλη του σε όλο σχεδόν το βίντεο λες και μιλούσε σε έναν αόρατο σύντροφο δίπλα του .  Ο αστυνόμος ξαφνικά ένιωσε μια έντονη και διαπεραστική ανατριχίλα σε όλο του το σώμα . Εκεί στις τελευταίες κινήσεις του θύματος , εκεί στη στιγμή που άφηνε στον αέρα την αλυσίδα , αυτή δεν πήρε την φυσιολογική της άμεση και πτωτική πορεία στο έδαφος , αλλά αντίθετα σαν να επιβραδύνθηκε η πτώση της , σαν η πορεία της να μην ήταν κάθετη αλλά ομαλή κι ελλειπτική σε ένα σημείο εκατοστά πάνω από το τσιμέντο . Το βίντεο σταματούσε εκεί και ο αστυνόμος έκανε να πιάσει με τρεμάμενα χέρια τα τσιγάρα του , καθώς έξω η φθινοπωρινή βροχή που είχε ξεκινήσει το βράδυ , συνέχιζε ακάθεκτη προς τη γη , όχι σε κάθετη πορεία αλλά ελλειπτική , περνώντας πάνω από τις στέγες των σπιτιών και τις πλάτες των ανθρώπων …




Στην Ι.Γ

Πέμπτη 27 Οκτωβρίου 2011

Πριν το δάσος γίνει αλκοόλ στο αίμα






Το δάσος ξεκίναγε από τα βουνά
Κι έπιανε όλη την πάνω πλαγιά
Κατέβαινε μέχρι τη θάλασσα
Πέρναγε μέσα από το σπίτι μου
Και χανόταν πέρα στην ανατολή.



Κοιμάμαι σε κορμούς δέντρων
Τα βράδια που οι ήχοι του δάσους
Ζωντανεύουν στο σαλόνι μου
Και νιώθω την ανάσα του λύκου
Που γυρνάει χωρίς να πειράζει



Κερνάω ουίσκι τις γέρικες ρίζες
Και ποιήματα τους λύκους μου
Καθώς τα αστέρια στέλνουν φως
Ξεπλένοντας αλήθεια τους στίχους
Που μιλάνε για νύχτες στην πόλη.



Και πάντα,πριν έρθουν οι άνθρωποι
Πριν σηκωθούν οι πέτρινοι τοίχοι
Και σχηματίσουν ένα διαμέρισμα ,
Πριν τα δέντρα γίνουν αλκοόλ στο αίμα
Και οι λύκοι σειρές από βιβλία



Μια φωνή μου λέει:


Η αυγή χτυπάει πάντα σαν κύμα
Και χαμογελάω καθώς το δάσος φεύγει
Τραβάει για άλλες νύχτες,άλλες πόλεις
Και μένουν λίγα φύλα πεσμένα
Λίγες μικρές πατημασιές στο χαλί


Υπόσχεση ότι τα βράδια
Πάντα είναι αλλιώς….








Τρίτη 25 Οκτωβρίου 2011

Οι θάλασσες σού δίνονται το χειμώνα






Ο διάβολος πέταγε σκεφτικός πέτρες
Πλατιές στη θάλασσα
Και ο ψαράς μέσα στο σκούρο μωβ
Έκανε πως δεν τον είδε.
Είναι ωραία η δύση εδώ έξω λέγανε
Με γυάλινα μάτια τα ψάρια
Και το δίχτυ τα αγκάλιαζε σαν
Κουβέρτες ζεστές.
Ένα παιδί πιο πέρα πετάει μια μπάλα
Κι αυτή μένει ακίνητη,
Καρφωμένη σαν χάντρα στον αέρα.

Οι θάλασσες σού δίνονται το χειμώνα
Μου έμαθε πιο μετά η ζωή,
Καθώς η πόλη αυτή βγάζει κραυγή,
Καθώς καρφώνω στον τοίχο μωβ εικόνα
Με ένα παιδί στον αέρα
Σε μια μπάλα να ακροβατεί.

Πέμπτη 20 Οκτωβρίου 2011

Μπαλαρίνα








Η αναπνοή μου γίνεται μια ομίχλη μικρή στο τζάμι

Καθώς απόψε η βροχή κυλά βωβή ανάμεσα στο πλήθος

Και η ομοιοκαταληξία κι ο ρυθμός στο ποίημα δε βγαίνει.

Η ζωή θυμίζει πάντα την ασυμμετρία στους μοναχικούς

Και ο θάνατος την μοναδική συνέπεια στους κυνικούς .



Δες! Σου ζωγράφισα μια μπαλαρίνα,είχες πει χαμογελαστή

Κι είχες φυσήξει διπλά στο υγρό γυαλί η εικόνα μη χαθεί.

Τώρα το σπίτι αυτό μοιάζει με μια μεγάλη άδεια σκηνή

Και το σώμα ένας σκύλος δειλός που φαντάζεται χορούς

Με μπαλαρίνες χλωμές , με μπαλαρίνες γυμνές …



Η αναπνοή μου γίνεται μια ομίχλη μικρή στο τζάμι

Καθώς το δωμάτιο πλημμυρίζει από γυναίκες μικρές

Που σαν μέδουσες χορεύουν και χάνονται στο ταβάνι .

Δες! Σου ζωγράφισα μια μπαλαρίνα ,είχες πει …




Δευτέρα 17 Οκτωβρίου 2011

Ο τελευταίος αυτοκράτορας της Γης









Η συνειδητοποίηση αυτή είναι τόσο ξαφνική όσο να σου τραβάνε βίαια κι απότομα την ζεστή σου κουβέρτα ένα χειμωνιάτικο πρωινό και να σου λένε σήκω .

Φαντάζομαι ανάμεσα στο διάλειμμα της φωτιάς και της σιωπής, ξεφύτρωσαν οι ζωές μας , σαν φτέρνισμα , πως είχες πει ένα ποίημα μου μικρό κάποτε , φτέρνισμα ή βήχας.Οι θεοί γλυκάθηκαν από το αστείο αυτό και είπαν ας το προκαλέσουμε πάλι . Ας παίξουμε κι ας τους πούμε ότι όλο αυτό είναι κάτι , έχει κάποιους κανόνες και κάποιο βραβείο εν τέλει , διαφορετικά θα τρελαθούνε και δεν τους αδικώ .

Έξω είχε πέσει κρύο και η νύχτα σήμανε σιωπητήριο στη γειτονιά από τις 7 και κάτι, τα καλοριφέρ βράζανε μέσα νερό και όσο κι αν μου λέγανε οι φίλοι άνοιξέ τα , εμένα αυτός ο ήχος μου άρεσε ,θύμιζε νερό που κυλάει , ποτάμι - και να ήδη άρχισα πάλι να ξεφεύγω , να ονειροπολώ κι όμως δεν ξέρω αν υπάρχει άνθρωπος που όταν ακούει νερό να κυλάει να μην κάνει συνειρμούς . Τι στο διάολο στο κάτω κάτω σκέψου ένα απλό κατούρημα .

Κοίταγα έξω από το παράθυρο και έλεγα να τη η νύχτα που μου αρέσει , να τη , την υποδέχομαι με μια χαρά , όχι γιατί περιμένω να μου φέρει κάτι σπουδαίο , αλλά γιατί μαζί της έρχεται η ηρεμία , η ησυχία  , , επιτέλους έρχονται οι ώρες της ημέρας που μπορείς να νιώθεις λίγο πιο ασφαλείς , πιο χαλαρός , να βάλεις τη μουσικούλα σου , να δεις καμιά ταινία , να διαβάσεις κανένα βιβλία , να πάρεις την κοπέλα δίπλα σου να της κάνεις έρωτα πάνω στον καναπέ , στο χαλί , στο μπάνιο , παντού , να γράψεις κάτι , να σβήσεις κάτι , να μην κάνεις απολύτως τίποτε . Η μέρα με τρελαίνει , έχει έναν συνεχή φόβο μέσα της , οι ώρες της μοιάζουν λάμιες που μονίμως παραμονεύουν κάθε σου βήμα να σε φάνε . Όπως εκείνος – να συνειρμός – όπως ο μαλάκας εκείνος ο Αμερικανός που ήταν τίμιος και σωστός οικογενειάρχης και επειδή δεν γούσταρε τις πουτάνες που κάνανε πιάτσα έξω από το σπίτι του , τις έπαιρνε από πίσω με μια κάμερα και τις τράβαγε βίντεο την στιγμή που δουλεύανε και το έβγαζε – ακόμα το κάνει – στο ίντερνετ . Με αυτά και με αυτά , η λάμια αυτή έγινε γνωστή και η ξεφτιλισμένη σταυροφορία του παίζεται σαν αρετή σε εκπομπές και ο ίδιος δηλώνει ακάθεκτος και σωστός χριστιανός πάνω από όλα . Και δεν καταλαβαίνω εγώ πως ακόμα δεν έχει βρεθεί κάποιος να τον σπάσει στο ξύλο και να του χώσει την κάμερα στον κώλο και σκέφτομαι ίσως είμαστε ανίκανοι να διώξουμε τις λάμιες μας γιατί οι λειψές ώρες , όπως έλεγε ο Μπουκ. , μάς οδηγούν στις λίγες καλές . Και λέω εγώ , οι μαλάκες άνθρωποι μάς κάνουν να εκτιμάμε τους καλούς .

Είμαι σίγουρος ότι ο τύπος τραβάει μαλακία , πιθανόν και με την γυναίκα του μαζί , με τα βίντεο των δυστυχισμένων κοριτσιών που μαζεύει , είμαι επίσης σίγουρος ότι καμία εκκλησία ούτε φορείς είναι ανάμεσα στο πλήθος των πελατών του στο διαδίκτυο . Θα έλεγα ότι μόνο καυλωμένα παπάρια για κώλους και τσιμπούκια κάνουν κλικ στα βίντεό του .

Η αλήθεια είναι ότι ο παραλογισμός είναι ο τελευταίος αυτοκράτορας της γης . Βλέπεις το παράλογο παντού , ακόμα και στην ίδια μου την επιλογή να γουστάρω τη  νύχτα πιο πολύ από τη μέρα . Ίσως είμαι καταθλιπτικός , ίσως επειδή συνήθιζα παλιά να γλεντάω τη νύχτα , ίσως επειδή νιώθω ότι ο φόβος φεύγει τη νύχτα . Αλλά όλα αυτά είναι μπούρδες . Τίποτα δεν συγκρίνεται με το φως και κάπου μέσα μας ελπίζουμε να μην χρειαζόμασταν ποτέ τις νύχτες , που σημαίνει  πολύ απλά πως όταν λες ότι γουστάρεις κάτι αλλά μέσα σου ελπίζεις για τη μέρα , ο φίλε μου είσαι πιο πολύ καψούρης με την αυγή , πιο πολύ και από τα ηλιοβασιλέματά σου που υμνείς τα βράδια στα χαρτιά .

Αυτό το στυλό δεν γράφει πια , δυσκολεύεται να χαράξει γράμματα πάνω στο χαρτί , βλέπω δεν γίνεται να συνεχίσω την ιστορία μου με αυτό το στυλό , χρειάζομαι άλλο.  Αλλά δες το παράλογο σου επιβάλλει να συνεχίσεις με το ίδιο σκάρτο στυλό , όπως συνέχισε αυτή κοινωνία με την ίδια σκάρτη πολιτική τάξη που την έφερε έως τα σκατά . Είναι παράλογο αδερφέ μου , να εμπιστεύεσαι το μέλλον σου στους ίδιους ανθρώπους που στο έκοψαν κομματάκια μικρά και το πούλησαν ζεστό ζεστό όπως την μπουγάτσα στο γωνιακό μαγαζάκι που πας κάθε πρωί . Τώρα κάθε δεύτερο πρωί .

Η ηλιθιότητα του παραλογισμού είναι η γυναίκα του αυτοκράτορα .

Το κρύο χαϊδεύει τα πόδια μου και η μύτη μου παγώνει . Στα άκρα πάντα κρυώνεις πιο πολύ και είναι βάσανο να πεθαίνεις στους δρόμους μιας πόλης , νηστικός , ξεπαγιασμένος , χτυπημένος , ξεχασμένος . Η εποχή μου με τρομάζει γιατί το όνειρο κρύβει τρομαχτικά τέρατα που στα παραμύθια ήταν και καλά πρίγκιπες με λευκά ατιά και χρυσές πανοπλίες .  Ακούω , διαβάζω , τόσους όρους , τόσα δικαιώματα , τόσες εξελίξεις , ΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΣ , ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ , ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ , ΙΣΟΤΗΤΑ , ΙΣΟΝΟΜΙΑ , ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ , και μπορώ να σου πω κι άλλες τέτοιες μπούρδες φίλε και τώρα θα πεταχτούν και θα με πούνε λαϊκιστή και θα τους γράψω στα αρχίδια μου όπως αυτοί γράφουν στα αρχίδια τους εμάς και εμείς γράφουμε στα αρχίδια μας αυτούς που πεθαίνουν και βιάζονται καθημερινά στην σύγχρονη κοινωνία των μεγαλείων. Οι δημοσιογράφοι που φτύνουν σάλιο μπροστά στην οθόνη θα πουν έναν επικήδειο για κάποιον , θα βάλουν λίγο μελό , θα κάνουν ότι νοιάζονται , και όταν σβήσουν τα φώτα θα πουν στα αρχίδια μας . Οι πολιτικοί δεν νοιάστηκαν ποτέ πέρα από την κοιλιά τους . Οι λίγοι πλούσιοι που κινούν τις μαριονέτες στο παιχνίδι , στο εμπόριο των εθνών , θα χαρούν γιατί θα βάλουν κι άλλο ένα μηδενικό στα λεφτά τους , άσχετα αν στάζουν αίμα , άσχετα αν εν τέλει κι αυτοί το ίδιο σκατένια κοπριά με όλους θα γίνουν . Κι εμείς θα συνεχίζουμε να κρυβόμαστε στις νύχτες μας και να λέμε δεν γαμιέται θα αδράξω τη μέρα αύριο .

Ο τελευταίος αυτοκράτορας προστάζει να κοιμηθώ, όσο η μέρα ξημερώνει και η οργή υποχωρεί αφήνοντας τη θέση της σε μια γλυκιά κούραση . Μια μάνα νανουρίζει το μωρό της από πάνω και ο ύστατος συνειρμός πριν κλείσω τα μάτια έρχεται να με καληνυχτίσει βουβά .

Καθώς οι γονείς διαβάζουν παραμύθια στα παιδιά τους για έναν καλύτερο κόσμο και ο χαμηλός φωτισμός κρύβει το δάκρυ τους στο ψέμα του παραμυθιού
΄΄κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα ΄΄….

Έναστρη Νύχτα








Αν ήσουν δική μου για μια νύχτα,

-όχι εσύ! η εικόνα που έπλασα-

θα παρατηρούσαμε μαζί τα αστέρια!



Δεν εννοώ αυτά του βραδινού ουρανού..

αυτά είναι για τους ερασιτέχνες

αστρονόμους και ρομαντικούς.



Θα ήταν πιο όμορφα εκείνα τα άστρα

στο ταβάνι του σπιτιού μου πάνω

από το διπλό κρεβάτι του δωματίου μου.



Εκείνα δε γεννιούνται από νεφελώματα

παρά μόνο από νύχτες παθιασμένου σεξ

-σαν σε πορνό, καθόλου ερασιτεχνικό.



Ανατέλλουν μετά από την ολοκλήρωση

μιας μοιραίας ένωσης σε μια αγκαλιά,

στα σπάργανα ενός ποιητικού έρωτα...


Πέτρος Αν.

Πέμπτη 13 Οκτωβρίου 2011

Πριν ο σκύλος κροταλίσει καληνύχτα





Κι έπρεπε να βιαστώ,

Να προλάβω να κλείσω τα φώτα,

Πριν αυτό το πράγμα σαν σκύλος σκελετωμένος,

Περπατώντας γρήγορα στο ταβάνι ,

Διασχίζοντας από τη μια άκρη ως την άλλη,

Κροταλίσει καληνύχτα’’ με τη μουσούδα του

Κολλημένη στο τζάμι να κάνει συννεφάκια.

Πριν χασμουρηθούν οι χοντρές

Στα σαλόνια της κυριλέ ποίησής τους

Και με πουν ατάλαντο παραμυθά .

Πριν ξαπλώσεις εσύ και κοιμηθείς

Και πεις δεν πειράζει κι απόψε …

Παρασκευή 7 Οκτωβρίου 2011

Κύμα










Ο τύπος έλεγε συνέχεια ότι έβλεπε περίεργες φάτσες να τον κοιτάνε, τρομαχτικά πρόσωπα να τον καρφώνουν στα μάτια και να μην τον αφήνουν σε ησυχία . Ο τύπος έπνιγε τον τρόμο του στα γειτονικά μπαράκια αλλά σιγά σιγά ξέκοψε κι από κει όταν οι φοιτητές τα ανακάλυψαν και τα έκαναν στέκι των μεταμοντερνικών ανησυχιών τους και της σύγχρονης ηλιθιότητάς τους. Ένας μαλλιάς με την εικόνα του Τσε τον είχε πλησιάσει ένα βράδυ και τον είχε αγκαλιάσει από τους ώμους με μια φτιαχτή φιλικότητα , λέγοντάς του φωναχτά << Και συ δικός μας είσαι μεγάλε !>> και τον κέρασε βότκα σκέτη . Τα τωρινά παιδιά δεν ξέρουν να πίνουν , σκέφτηκε , κι έφυγε από το μαγαζάκι αυτό . Η αυτό- εξορία του συνεχίστηκε και στα υπόλοιπα καταγώγια που πήγαινε παλιά.

 Ο φόβος επέστρεφε όταν έμπαινε στο σπίτι , όταν έπρεπε να αντικρύσει το σαλόνι του με τα πεταμένα βιβλία εδώ και κει , τις παλιές ασπρόμαυρες φωτογραφίες με γνώριμες αγαπημένες φιγούρες από τη ζωή του , που είχαν πια φύγει είτε με τον έναν είτε με τον άλλον τρόπο , ή είχε φύγει αυτός είτε με τον έναν είτε με τον άλλον τρόπο  από τη ζωή τους . Περίεργο , σκέφτηκε , οι αναμνήσεις του είναι σε άσπρο – μαύρο , το παρόν του σε μια γκρίζα απόχρωση και το μέλλον του σκέτο μαύρο .

Θυμάται μόνο το παλτό της ήταν κόκκινο , ένα κόκκινο παλτό που τύλιγε τα πάντα , το σώμα της , τα στήθη της , την αναπνοή της , τους λυγμούς της , το άρωμά της , την καρδιά της , την καρδιά του , την καρδιά του και κάπου εκεί το παλτό έγινε πέπλο και σκέπασε τον τόπο γεμίζοντάς τον με σκέτο μαύρο .

Κάποιος του είχε πει αν τολμάς θα ζήσεις , αλλά πάει καιρός που κατάλαβε ότι ένας κανόνας ισχύει μόνο παντού , στους τολμηρούς , στους έξυπνους , στους δυνατούς , στους δειλούς , στους ύπουλους , στους εγωιστές , στους ρομαντικούς , στους πεσιμιστές , στους αισιόδοξους , στους κυνικούς , στους ρεαλιστές , στα αποβράσματα , στους αγίους , στους θεοσεβούμενους , στους άθεους , σε αυτόν : O τυχερός θα ζήσει , ο άτυχος θα πεθάνει .

Μάλλον άτυχος ήταν καθώς έβλεπε φάτσες που τον τρόμαζαν , του έκλεβαν τα βράδια , του ρούφαγαν τη ζωή , σαν ένα πλοίο που προσάραξε σε ξέρα και μένει εκεί να σαπίζει με τον καιρό , σαν έναν σκύλο που γυρίζει με τα κόκαλα να σκίζουν το δέρμα σε κάθε ανάσα και οι άνθρωποι είναι τόσο φτωχοί που δεν μένουν αποφάγια για αυτόν , που κάποια στιγμή χωρίς λόγο τον πετάνε μέσα σε ένα βρώμικο λιμάνι να ψοφήσει . Και που η τύχη είναι τόσο καλή στιγμιαία που σώζεται , αλλά μετά αποδεικνύεται ατυχία , γιατί η ζωή του λέει ζήσε πάλι στα σκατά φίλε μου καλέ .

Λέγανε κάτι σοφοί κάποτε για το ότι ο άνθρωπος έχει την μοίρα στα χέρια του  κι αυτός καθορίζει την τύχη του . Ο ένας πέθανε μετά από λίγα χρόνια από ανεύρυσμα .

Έτρωγε την σούπα του , μια ζεστή ωραία σούπα ιδανική για το χειμωνιάτικο δειλινό έξω . η μυρωδιά της τον τρέλανε , τα σάλια του παραλίγο να στάξουν , λάτρευε αυτή τη σούπα , η γυναίκα του έφερε και καθαρά κουτάλια κι εκεί που πήγε να την γευτεί , εκεί την πούτσισε για αλλού, παίρνοντας την μυρωδιά της εξαίσιας σούπας μαζί του στο ταξίδι στο τρομαχτικότερο άγνωστο των αγνώστων , σε καταπράσινα λιβάδια ή σε θερμαινόμενες κολυμπήθρες με καυτό λάδι μέσα ή ακόμα σε κάποιον αστερισμό σαν σκόνη ή σε ένα άλλο σώμα ανθρώπου ή ζώου , ή σε καμιά λίμνη με σκιές γύρω γύρω που μαζεύονται στο φρέσκο αίμα  και τον βαρκάρη που τις μεταφέρει συνέχεια . Ή απλά στο ΤΙΠΟΤΑ.

Είχε την τύχη στα χέρια του και αυτή γλίστρησε σαν ψάρι στο βυθό και χάθηκε για άλλους ωκεανούς και παράλληλους . Ο τύπος σκεφτόταν αυτά κάθε φορά που οι μορφές που τον στοιχειώνανε πλησιάζανε δίπλα του σαν φίλοι καλοί , κάθε φορά που ίδρωνε και έτρεμε φοβισμένος .Έλεγε από μέσα του , αυτό είναι το τέλος , αυτό είναι το ταξίδι , τώρα έρχεται .Την πούτσισα κι εγώ.

Αλλά η αυγή έφερνε πάντα το φως και όλα έφευγαν , διαλύονταν στο άσπρο του πρωινού , και μόνο τότε ηρεμούσε και ξάπλωνε στο κρεβάτι του για ύπνο .Δεν είχε πολλά όνειρα . Άλλωστε είχε εφιάλτες στο ξύπνιο του κι αυτό ήταν αρκετό .Η ατυχία που θα σε χτυπήσει μπορεί να είναι μοναδική , μόνη της , μία αυτούσια ή πολλές μαζί . Δεν θα είναι ποτέ μερική .

Το πεπρωμένο πέταγε γύρω του , κρεμόταν στα κάγκελα του μπαλκονιού και του έλεγε εδώ είμαι , δεν με αποφεύγεις μεγάλε . Έβαζε τα ρούχα του στο πλυντήριο να τα πλύνει , νόμιζε ότι στράγγιζε το πεπρωμένο αλλά αυτό έμενε εκεί , πάνω στα ρούχα του , πάνω στ δέρμα του , πάνω στις τρομαχτικές φάτσες που τον κυνηγούσαν .

Μεγάλος σοφός αυτός που είχε πει αδύνατη τη φυγή από το πεπρωμένο . Και θυμάται στο αμφιθέατρο είχαν ξεσηκωθεί οι πιο πολλοί και τον βρίζανε , τον λέγανε ψώνιο και παλιομοδίτη ,και πως ο άνθρωπος κρατάει τη τύχη στα χέρια του κι αυτός δεν είχε πει τίποτα , γιατί ήξερε ότι οι άνθρωποι γούσταραν την πλάνη , το ψέμα , το παραμύθι , πόσο μάλλον όταν έμοιαζε αληθινό . Γούσταραν την ψευδαίσθηση ότι έχουν παραπάνω δύναμη από όσο τους αναλογεί στον κόσμο , παραπάνω επιρροή στα γεγονότα που γίνονται στη ζωή τους και ακόμα πιο πέρα.

Και σηκώθηκε εκεί στο αμφιθέατρο εκείνο το κόκκινο παλτό με τα καστανά μαλλιά κι όλοι σώπασαν , γιατί ήταν μια ωραία γυναίκα και ήθελε να μιλήσει , γιατί τον κοίταξε με τα μάτια της και αυτός κάθισε στη θέση του μαγεμένος , γιατί στην ροή της ζωής του ήταν εκείνη η στιγμή που το άτομο αυτό έμπαινε μέσα στην πορεία αυτή , γιατί εκείνη η στιγμή είχε διαλεχτεί για να την γνωρίσει μέσα σε μια αλληλουχία από σκοτάδια ,εκρήξεις , διαστολές και συστολές , σεισμούς , φωτιές , κατακρημνίσεις , βροχές , πλημμύρες , παγετώνες , σφαγές ζώων , σφαγές ανθρώπων, μεταναστεύσεις ανθρώπων , αρρώστιες , τεχνολογίες , καταστροφές , σιωπή , εκρήξεις , διαστολές , συστολές , σκοτάδι και πάλι φως .

Τους εξήγησε πόσο υπεροπτικά ηλίθιοι είναι και πως από τη στιγμή που γεννήθηκαν στη δύση , ξαφνικά η μοίρα τους αλλάζει κατά πολύ από ένα παιδί που γεννήθηκε στην Ανατολή ή σε μια καλύβα από λάσπη στην Αφρική .Τους εξήγησε πως από τη στιγμή που γεννήθηκαν σε μια βόρεια χώρα της Ευρώπης , η ζωή τους αλλάζει κατά πολύ από έναν που γεννήθηκε στον νότο . Τους εξήγησε πως από την στιγμή που βαφτίζονται νήπια καθολικοί και λατρεύουν το Βατικανό , η ζωή τους είναι αρκετά διαφορετικοί από έναν που δηλώνει άθεος ή βαφτίζεται ορθόδοξος . Τους εξηγεί πως από τη στιγμή που οι γονείς τους είναι δικηγόροι ή ιατροί κι όχι υδραυλικοί ή χτίστες ή πλανόδιοι έμποροι , αυτόματα η μοίρα τους είναι κάπως διαφορετική . Τους εξηγεί πως από τη στιγμή που ήρθαν στον κόσμο αρτιμελείς κι όχι χωρίς κανά χέρι ή πόδι λειψό ή με κανέναν όγκο στο σώμα , αυτόματα το πεπρωμένο τους είναι διαφορετικό από άλλους . Από τη στιγμή που βλέπουν , που μιλάνε , που ακούνε , που γεύονται όλα είναι κατά πολύ καθορισμένα .Και είπε , θα μπορούσα να συνεχίσω για όλες τις ηλικίες για να δείτε πόσο η μοίρα δεν είναι στα χέρια σας και πως πολύ λίγη επιρροή έχει ο άνθρωπος σε αυτήν και πως ο παράγοντας τύχη είναι αυτός που καθορίζει τα πάντα , αυτός που πλάθει το πεπρωμένο κάθε στιγμή αν δεν είναι πλασμένο αιώνες πριν  και καταχωνιασμένο σε καμιά γέρικη βιβλιοθήκη με δερματόδετα παλιά βιβλία  στο μυαλό κανενός κατεργάρη κλέφτη .

Βαδίζουμε , είπε τελειώνοντας , σε μια ευθεία με πολύ γλιστερά βράχια και γύρω μας από παντού η αφρισμένη θάλασσα μάς χτυπά συνέχεια με κύματα άλλοτε μικρά άλλοτε μεγάλα . Περπατάμε προσεχτικά κάποιοι , άλλοι ανέμελοι , άλλοι γενναία , αλλά όλων μας τα πόδια γλιστράνε στα βράχια , όποιο βήμα κι αν κάνεις γλιστράς , και αν συνεχίζεις να περπατάς και να μην πέφτεις στη θάλασσα είναι γιατί το κατάλληλο κύμα δεν σε βρήκε ακόμα . Είναι γιατί είσαι τυχερός .

Είχανε μείνει όλοι σιωπηλοί , κάποιοι κοιτάγανε κάτω , κάποια κάτι τάχατες σημειώνανε στο χαρτί τους . Αυτός την είχε πλησιάσει και την είχε ρωτήσει αν μπορεί να του χαρίσει την παρέα της για ένα ποτό μέχρι να τον χτυπήσει το επόμενο κύμα . Χαμογέλασε , τυλίχτηκε στο κόκκινο παλτό της και βγήκανε έξω .

Οι φάτσες είναι περίεργες και τον τρομάζουν γιατί μοιάζουν να του λένε κάτι , μοιάζουν να του μιλάνε , αλλά δεν μπορεί να ξεχωρίσει τι του λένε . Τα στόματά τους ανοίγουν και κλείνουν , μα όσο κι αν προσπαθεί δεν μπορεί να τα διαβάσει . Ίσως γιατί φοβάται και αποστρέφει το βλέμμα του από αυτά .

Τα πρόσωπα άρχισαν να εμφανίζονται εδώ και 3 μήνες , μαζί με τον πόνο εκεί κάτω από το διάφραγμα στα δεξιά της κοιλιάς . Άρχισε να καπνίζει πιο πολύ , έλεγε μέσα του βροχή είναι θα περάσει , όλα θα πάνε καλά . Να ήδη τώρα ηρεμεί και τα πρόσωπα απομακρύνονται , να αποκοιμιέται ήσυχος στον καναπέ του .

Η θάλασσα χτυπάει με κύματα τα πόδια του καθώς παλεύει να κρατήσει την ισορροπία του πάνω στα βράχια που γλιστράνε . Δεν μπορεί να ξεχωρίσει αν είναι μέρα ή νύχτα , μάλλον δεν είναι ούτε μέρα ούτε νύχτα , μπροστά του κι άλλοι βαδίζουν πάνω στην πέτρινη ευθεία στη μέση μιας περίεργης θάλασσας . Που οδηγεί δεν ξέρει , δεν ξεχωρίζει . Ένα κύμα χτυπάει τον τύπο που ήταν μπροστά του και τον ρίχνει στη θάλασσα , ένα ρίγος , ένα τρέμουλο τον πιάνει καθώς ο άλλος χάνεται μέσα στο νερό . Κρυώνει. Στρέφει το κεφάλι του προς τα δεξιά , ένα κύμα έρχεται καταπάνω του . Ξυπνάει από το όνειρο .

Καθώς κάνει να ανάψει τσιγάρο , αφήνει την κίνηση μετέωρη στον αέρα . Εκεί στο τζάμι απέναντί του , είναι μια από τις φάτσες που τον κυνηγούν εδώ και λίγους μήνες . Πάλι κάτι μοιάζει να του λέει . Κάνει να αποστρέψει το πρόσωπό του μα δεν το κάνει . Κοιτάζει τη σκιά στα χείλη . Κοιτάζει τη σκιά στα χείλη επίμονα καθώς παλεύει να τα διαβάσει .

 Το πρωινό χαράζει έξω σιγά σιγά , ένα σκουπιδιάρικο αρχίζει να μαζεύει τις βρωμιές από κάτω , κάποια πόρτα δίπλα στον όροφο ξεκλειδώνει , κι ένα ραδιόφωνο αρχίζει να παίζει από πάνω .

Η μέρα έρχεται καθώς ακούει τη φωνή του σιγά σιγά να λέει αυτό που διαβάζει , αυτό που πάλευε καιρό να καταλάβει από τα πρόσωπα που του στοίχειωναν τα βράδια , αυτό που λέει μόλις τώρα με τραχιά φωνή : Κύμα .


Τετάρτη 5 Οκτωβρίου 2011

Για τώρα, για πάντα




Ο άγγελος ξάπλωσε ήρεμα και είπε σκέπασέ με

Και έριχνα τις σκιές μας πάνω της για πάπλωμα

Καθώς τα μαλλιά της διαχέονταν στα μαξιλάρια

Στο σύμπαν που γύρναγε μανιακά γύρω μας .

Όσο και να κρυώνεις εγώ θα είμαι πάντα εκεί

Για σένα , για τα χαμόγελά σου , για τα όνειρά σου

Να σου δείχνω ότι τίποτα δεν τελειώνει ποτέ

Κι ας δείχνει έτσι η αυγή κι ας δείχνει έτσι η δύση

Και ας το λένε τα αναθεματισμένα σώματά μας

Που γερνάνε μέρα με τη μέρα , που πεθαίνουν

Μέρα με τη μέρα , που νοσταλγούν πάντα τα παλιά.

Εσύ είσαι πάντα σε άσπρα σεντόνια πανέμορφη

Από το ανοιχτό μπαλκόνι μπαίνει αεράκι που

Έρχεται κάτω από τη θάλασσα και το ηφαίστειο-

Κι εγώ είμαι εκεί όρθιος στα γύψινα κάγκελα

Να σε κοιτάζω ερωτευμένος για τώρα , για πάντα .


Σάββατο 1 Οκτωβρίου 2011

Ένα παιδί μετράει τα άστρα *




Ο Θεός ,είπαν, ήρθε από τον ουρανό αυτό το βράδυ

Κι έσκασε με το κεφάλι πάνω στην άσφαλτο .

Κάποια αυτοκίνητα πέταξαν το κορμί του πιο πέρα,

Τσάκισαν τα κόκαλά του σαν κλαδιά και τα πλευρά

Μείνανε καρφωμένα σαν βελόνες στα φανάρια .



Αγγελούδια κλαίγανε σπαραχτικά πάνω από το σώμα,

Παρθένες κοκκινομάλλες από το λιμάνι έραιναν σιωπηλά

Τον χώρο με κρασί και λέγαν το αίμα του πιείτε πιστοί ,

Καθώς οι φωτογράφοι τράβαγαν με μανία τις στιγμές τους

Και οι σχολιαστές έσκαγαν θλιμμένη μούρη στο γυαλί



Η βροχή ήρθε να ενώσει τη σιωπή μες στο αυτοκίνητό μου,

Ενώ κύλαγαν σαν ύπουλα φίδια οι σταγόνες της στο τζάμι ,

Είδα θαμπά έξω πλήθος μαζεμένο , κάποιοι μόρφαζαν βοήθεια,

Ένας γέροντας ζητιάνος έκανε το σταυρό του τρομαγμένος

Και κάποιος πίσω άρχισε να κορνάρει από συνήθεια .



Ο γιος μου φτιάχνοντας ένα ανθρωπάκι στο παράθυρο

Ρώτησε,τι τρέχει εκεί πέρα και κλαίνε έτσι  μπαμπά,

Δεν ξέρω μικρέ είναι περίεργα τα βράδια αυτά ,

Ένα αστέρι μου λέει λείπει απόψε από κει ψηλά ,

Δύσκολες απορίες, σκέφτομαι,από κάποιον που δεν ζει πια .



Κάποιοι μόρφαζαν από συνήθεια, κάποιος κόρναρε βοήθεια

Ενώ οι σταγόνες κύλαγαν σαν τρομαγμένη σιωπή στο τζάμι …






* Ας με συγχωρέσει ο Λουντέμης για τον τίτλο που του δανείστηκα από το υπέροχο βιβλίο του - Ηλίας Δεσύλλας