Κυριακή 30 Μαΐου 2010

Κράτα μια προσευχή


Ξέρεις εμφανίστηκες ξένη
Μέσα σε άλλο σώμα.
Κι είπα
Δεν είναι αυτή,όχι δεν είναι
Αυτή που θυμάμαι.
Αυτή που ζει στην σακατεμένη
Σκέψη μου
Και στην αγαπημένη μοναξιά μου.
Είδες πως πεθαίνουν
Οι αγάπες και τα όνειρα
Σε λίγες στιγμές
Και πως τελικά παύεις
Να θυμάσαι.

Κορίτσια όμορφα ντυμένα
Περνάνε μπροστά μου…
Μάθανε κι αυτές από μικρές
Να περιμένουν
Τον λατρευτό πρίγκιπά τους
Πάνω στο άσπρο του άτι
Και μες στην χρυσή πανοπλία του.
Αυτόν που θα σκύψει
Και τρυφερά θα τις φιλήσει.
Μα ξέρεις οι πιο πολλές
Δεν ξύπνησαν ποτέ.
Κι οι άλλες γρήγορα κατάλαβαν
Ότι δεν υπήρχε χρυσός πρίγκιπας
Ούτε άσπρο άτι
Γιατί τον είχα σκοτώσει από πριν
Μες στα μεγάλα θέλω τους
Και όνειρά τους.
Μόνο κάτι σακάτηδες υπάρχουν
Και κυκλοφορούν σε γέρικα
Μουλάρια
Που σέρνονται στα βρώμικα νερά
Της νύχτας και της παρακμής.
Γ αυτούς τους σκοτεινούς ήρωες
Δεν μίλησε ποτέ κανείς.
Τους κάνανε τέρατα στα παραμύθια σας
Και στα λευκώματά σας.
Όμως ξέρεις αυτοί δεν σταματήσανε
Ποτέ
Και μπροστά σε δράκους αμίλητοι
Σταθήκανε και
Ηττηθήκανε…
Την ώρα που οι δικοί σας ιππότες
Το παίζαν ιστορία και πότες
Και βρέχαν τα παντελόνια τους
Στην πρώτη αστραπή.

Ξέρεις,μην φοβάσαι να μετράς
Όλα τα αστέρια του ουρανού,
Κανείς δεν θα σε βλάψει.
Μα μόνο κράτα μια προσευχή
Για κείνον τον τρελό ιππότη
Που την καρδιά του για σένα
Μέσα σε μια θάλασσα
Θα θάψει…

Παρασκευή 28 Μαΐου 2010

Στοιχειωμένα τρένα


Δες το φεγγάρι απόψε
Φέρνει κάτι από την δροσερή σου
Ανάσα…
Χορεύει το φως του στα μάτια μου
Σε έναν υγρό ρυθμό.
Σαν σήμερα γεννήθηκες,
Σαν σήμερα γεννήθηκες…

Η γκόμενα δίπλα μου,λέει,
Σ’αγαπώ
Και νιώθω τα δέντρα έξω
Να ξερνάνε αηδία,
Τα σκυλιά να λυσσάνε
Με μανία.
Η αγάπη,πόρνη,
Που σέρνεται σε κόκκινα χείλη,
Σε φτηνά αρώματα,
Σε γεμάτα τασάκια
Και νοθευμένο αλκοόλ.
Σε αγκαλιές γεμάτες ιδρώτα
Και πνιχτά βογκητά
Μιας σκάρτης ηδονής.

Τουλάχιστον είσαι καλύτερος
Από αυτούς,από αυτούς
Που υποκρίνονται,είχες πει.
Κι όμως αγάπη μου,εσύ
Αυτούς προτίμησες,
Αυτούς ευλαβικά προσκύνησες…

Κάτω στο Βαρδάρη,
Ο Ανδρέας
Γράφει ακόμα στίχους
Για μια Ρένα,
Που ταξίδευε,λέει,
Σε στοιχειωμένα τρένα…


(Στον Ανδρέα που επιμένει να χαμογελά)

Πέμπτη 27 Μαΐου 2010

Ουλαλούμ



Ήταν σα να σε πρόσμενα κυρά
απόψε που δεν έπνεε έξω ανάσα
κι έλεγα θά 'ρθει απόψε απ' τα νερά
κι από τα δάσα

Θα 'ρθει αφού φλετράει μου η ψυχή
αφού σπαρά το μάτι μου σαν ψάρι
και θα μυρίζει φώτα και βροχή
το νιό φεγγάρι

Και να το κάθισμά σου συγυρνώ
στολνώ την κάμαρά σου αγριομέντα
και να μαζί σου κιόλας αρχινώ
χρυσή κουβέντα

Πως να θα μείνει ο κόσμος με το μπα
που μ΄ έλεγε τρελόν, πως είχες γίνει
καπνός και τάχας
σύγνεφα θαμπά προς τη σελήνη

Νύχτωσε και δεν φάνηκες εσύ
κίνησα να σε βρω στο δρόμο ωιμένα
μα εσκούνταφτες όπου εσκούνταφτα χρυσή
κι εσύ με μένα

Τόσο πολύ μ΄αγάπησες κυρά
που άκουα διπλά τα βήματα μου
Πάταγα 'γω στραβός μες στα νερά
κι εσύ κοντά μου

Γιάννης Σκαρίμπας

Στις γυναίκες που αγάπησα


Τι είμαι
Ένας αδιόρθωτος μαλάκας?
Ένας μετανιωμένος προδότης?
Ένας τρελός ψυχάκιας
Που βρίζει τις γυναίκες του?

Όσες αγάπησα και μου είπαν
Ότι με αγάπησαν ,
Τώρα πια κρυφά και φανερά
Με βρίζουν
Με σιχαίνονται
Και λένε πως τις γυναίκες
Απίστευτα μισώ…

Και συμφωνούν δίπλα τους
Οι καλοί τους φίλοι,
Τα χλωμά αγοράκια
Με τα ροζ πουκαμισάκια
Που δεν ξέρουν αν τελικά είναι
Ή όχι
Κοριτσάκια…

Όσες αγάπησα
Τώρα ούτε ένα γεια στον δρόμο
Δεν μου λένε.
Παρά μόνο το κεφάλι αλλού
Γυρνάνε και τρέχουν.
Τρέχουν να κρυφτούν
Στα γύρω στενά.

Μα μόνο η ψυχή μου ξέρει
Πόσα δάκρυα έριξα
Για τις γυναίκες αυτές.
Πόσα ποιήματα μες στα σκοτάδια
Σκυφτός
Έγραψα με χέρι που έτρεμε.
Δεν ξέρουν για τις προσευχές
Που ξόδεψα
Ανακατεμένες με κρασί
Και τσιγάρο.

Οι γυναίκες που με αγάπησαν
Κι ύστερα με μίσησαν
Ποτέ δεν έμαθαν αληθινά
Ποιος ήμουν
Και τι θέλω.
Οι γυναίκες που αγάπησα
Γίναν οι βροχές του καλοκαιριού
Που ποτέ δεν άφησα…

Τετάρτη 26 Μαΐου 2010

Αυτό το ποίημα είναι για σένα


Αυτό το ποίημα είναι για σένα
που τρελαίνεσαι πριν πέσεις στο κρεβάτι
και μουρμουράει η γυναίκα σου για τους απλήρωτους λογαριασμούς
και τρελαίνεται η μάνα σου για τις αδιόρθωτες συμπεριφορές σου
και σου μιλάνε οι φίλοι σου για τις ακάθαρτες σιωπές.
Αυτό το ποίημα είναι για ‘κείνους που μαύρισαν τα χέρια τους
και πίνουν ούζα στου καφενείου την πληρωμή,
που σταυρώνονται στους πάγκους για τρεις κι εξήντα
και τους γαμούν οι τράγοι της πολιτικής,
τα κωλόπαιδα με τις σιδερωμένες γραβάτες.
Αυτό το ποίημα είναι γι’ αυτούς που δεν καταλαβαίνουν
τους γραφιάδες των free press
‘κείνους που λέν’ τι όμορφα είναι τα βράδια της πόλης
γιατί ποτέ δεν άνοιξαν φάκελο με λογαριασμό
γιατί η μάνα ξεσκάτιζε τα βρακιά τους απ’ τα ερασιτεχνικά μεθύσια
και ο πατέρας φρόντιζε τα πλυμένα τους αρχίδια.
Αυτό το ποίημα είναι για τους μαλάκες ποιητές
που νόμιζαν πως τα λόγια είναι δυο ποτάμια.
Που δεν ρόζιασαν ποτέ τους τις παλάμες
και γίνανε το λουρί ενός ατάλαντου.
Για τα Παρίσια τους
και τις αγύμναστες κωλοτρυπίδες τους
για τους μπαμπάδες στρατηγούς τους
και τις γιαγιάδες νταβατζήδες τους
για τα ποτά των 10 ευρώ τους στα μπαρ της γελοιότητας
για το βυζί της μάνας τους που έγινε εικονοστάσι
και τα ημερωμένα μεσημεριάτικα πρωινά τους
που δεν υπήρχε ποτέ το ξυπνητήρι.
Αυτό το ποίημα είναι για
τους πενηντάρηδες οικοδόμους
που πίνουν ότι βρουν μπροστά τους
μονάχα για να σταματήσουν τα χρόνια
και τις γυναίκες τους που μετράν τις δεκάρες στα μπακάλικα της γειτονιάς
μην τυχόν και φάνε ξύλο το βράδυ.
Αυτό το ποίημα είναι για τους χαρτογιακάδες
που έπιασαν τον παπά απ’ τα αρχίδια
και τους παπάδες που έγιναν αρχίδια.
Αυτό το ποίημα είναι για τούτη την πόλη
που δεν κατάλαβε ποτέ από που της ήρθε
και βολεύεται με τα ίδια σκατά
εδώ και κάποιες δεκαετίες
και θα βολεύεται για χρόνια ακόμη.
Καθώς οι σκύλες θα γαβγίζουν τα βράδια
οι μπεκρήδες θα μετράνε ατυχία
και τ’ αποτσίγαρα θα χορεύουν κλακέτες
πάνω στον ίδιο ρυθμό του θανάτου.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΖΕΛΙΑΝΑΙΟΣ

Δευτέρα 24 Μαΐου 2010

Δύσπνοια


<<Δύσπνοια:η τρομαχτική συνειδητοποίηση της αναπνοής…>>,ιατρική ορολογία της δύσπνοιας.


Εντάξει μάλλον πρέπει από κάπου να ξεκινήσω.Άλλωστε γ’αυτό δεν ήρθα σε σας?Για να σας μιλήσω και να βγάλετε το πόρισμα αν είμαι ή όχι τρελός.
Μην λες αυτή την λέξη ΄΄τρελός’’...Ήρθες απλά εδώ για να εντοπίσουμε την αδυναμία σου και να προσπαθήσεις να την ξεπεράσεις.Οκ?
Ναι καταλαβαίνω..Λοιπόν..Από πού να ξεκινήσω…Μμ..φαντάζομαι από κείνο το ίδιο βράδυ που είχαμε μαζευτεί με τα παιδιά στο σπίτι μου.Είχαμε μαζευτεί για καμιά μπυρίτσα και ταινίες.Όπως συνηθίζαμε πολλές φορές να κάνουμε.
Και κείνο το βράδυ τι το ιδιαίτερο έγινε?
Τίποτα…Ο Ανδρέας ήρθε ως συνήθως πρώτος και μετά ήρθαν και οι άλλοι δύο.Ο Νίκος και ο Γιάννης.Ο Ανδρέας έφερε τις μπύρες και οι άλλοι τις πίτσες.Εγώ είχα πάρει κάτι ταινίες.Κωμωδίες όλες…
Και??Συνέχισε…μην σταματάς..Αν θέλω να σε ρωτήσω κάτι,θα σε σταματήσω εγώ..
Αράξαμε στον καναπέ μου,ο Γιάννης κάθισε σε μια καρέκλα δίπλα γιατί δεν χώραγε,αράξαμε και βάλαμε την πρώτη ταινία.Μια χαζομάρα αμερικάνικη.
Οι μπύρες φεύγανε έτσι μαζί με τα διάφορα αστεία για την ταινία.Σε μια φάση ξεμείναμε τελείως από μπύρες και κατέβηκα να αγοράσω κι άλλες από κείνο το μικρό παντοπωλείο που διανυκτέρευε.Στον γυρισμό μου προς το σπίτι με πλησίασε μια γριά ζητιάνα και μου ζήτησε λεφτά.Θυμάμαι μύριζε πολύ άσχημα και γενικά η εμφάνισή της μου προκάλεσε αηδία.Την έσπρωξα πέρα νευριασμένος φωνάζοντάς της μάλιστα ΄΄Χάσου!’’.Οκ αυτό ίσως δεν έπρεπε να το είχα κάνει.Βασικά μετανιώνω συνέχεια για κείνη την στιγμή γιατί μάλλον αυτή ευθύνεται για την τρέλα μου…
Μην ξαναπείς αυτή την λέξη..Αλλά ναι συμφωνώ απόλυτα μαζί σου..Δεν έπρεπε να φερθείς έτσι στην ζητιάνα.Συνέχισε όμως…
Ναι ανέβηκα σπίτι,μοίρασα τις μπύρες στα παιδιά και τις υπόλοιπες τις έβαλα στο ψυγείο.Μετά από λίγο βάλαμε και την δεύτερη ταινία.Και τότε εκεί γύρω στις 3 τα ξημερώματα έγινε ένας δυνατός σεισμός που λίγο έλειψε να ρίξει την μικρή βιβλιοθήκη μου πάνω μας.Σταματήσαμε για λίγο να μιλάμε και να σχολιάζουμε την ταινία και κοιταχτήκαμε μεταξύ μας.Ο Γιάννης μάλιστα πήρε τους δικούς του και τους ξύπνησε ρωτώντας τους αν είναι καλά.Αυτοί του απάντησαν ότι δεν κατάλαβαν γιατί τους ρωτούσε.Δεν είχαν νιώσει τον σεισμό.Αυτή η λεπτομέρεια δεν μου έκανε εντύπωση τότε.Σκέφτηκα ότι ίσως επειδή κοιμόνταν δεν άκουσαν τίποτα.Αλλά τώρα που το σκέφτομαι,η δόνηση ήταν αρκετά δυνατή για να ξυπνήσει κάποιον.Τέλοσπάντων…Πού είχα μείνει??
Στον Γιάννη που πήρε τους δικούς του..
Α ναι!Για λίγα λεπτά μείναμε σιωπηλοί και μετά συνεχίσαμε να βλέπουμε πάλι την ταινία.Για κανά μισάωρο ακόμα γιατί βαρεθήκαμε και την σταμάτησαμε.Αρχίσαμε τότε να μιλάμε για διάφορα,για την σχολή,για γκόμενες,για ομάδες.Μιλάγαμε,καπνίζαμε και πίναμε.Σε μια φάση ο Ανδρέας είπε ξαφνιασμένος κοιτώντας έξω στο μπαλκόνι:
΄΄Δεν το πιστεύω!Βρέχει!’’
Όντως αν και μέχρι πριν λίγο ήταν μια ζεστή και σχεδόν καλοκαιρινή βραδιά,μπορούσες να δεις τα αστέρια καθαρά,τώρα είχε αρχίσει να βρέχει.Στην αρχή η βροχή ήταν ήρεμη και σταθερή,από αυτές που σε αρέσει να τις βλέπεις και να τις ακούς γιατί σε ταξιδεύουν σε μέρη ονειρικά…Μετά όμως έπιασε για τα καλά.Σηκώθηκα και πήγα προς το μπαλκόνι να κλείσω την πόρτα και τότε έγινε κάτι περίεργο…
Συνέχισε μην σταματάς..
Να με έπιασε πάλι εκείνη η δύσπνοια που με πιάνει όταν αγχώνομαι..Δώστε μου λίγο χρόνο να ηρεμήσω..
Έχεις όσο χρόνο θες..

Πέρασαν μερικά λεπτά μέχρι να του φύγει ο ιδρώτας και οι αναπνοές του να γίνουν ξανά κανονικές.
Είμαι εντάξει τώρα…
Σε πιάνει συχνά αυτή η δύσπνοια?
Όταν αγχώνομαι..όταν φοβάμαι…δηλάδη ναι αρκετές φορές…
Γιατί φοβάσαι?
Δεν ξέρω.Τις πιο πολλές φορές είναι ένας ανεξήγητος φόβος.Μια γενικευμένη ανησυχία.Αλλά μετά από λίγα λεπτά μου περνάει.
Έχεις πάει σε κάποιον να το κοιτάξεις?
Ναι..Δεν είχαν βρει τίποτα.Μου είχαν πει ότι είναι ψυχολογικό το πρόβλημα.
Καλά.Θα το κοιτάξουμε μετά αυτό.Λοιπόν??Πήγες να κλείσεις την πόρτα του μπαλκονιού…
Ναι.Και τότε την είδα.Την είδα εκεί κάτω στο πάρκο,ανάμεσα στα δέντρα και την βροχή.Με κοιτούσε,με κάρφωνε με τα απαίσια μάτια της.
Ποια είδες?
Την γριά ζητιάνα.Είχε καρφώσει τα μάτια της πάνω μου και δεν τα έπαιρνε.Με κοίταγε με απίστευτο μίσος.Και τότε άρχισα να ιδρώνω και να φοβάμαι.Άρχισε να με πιάνει πάλι εκείνη η δύσπνοια.Μα το πιο φοβερό είναι άλλο.
Τι??
Όπως την κοίταζα κι εγώ,ξαφνικά την είδα να πετάει και να έρχεται με ορμή προς τα πάνω μου!Έβαλε τα χέρια της γύρω από το λαιμό μου και άρχισε να τον σφίγγει.Τα μάτια της τώρα είχαν γίνει τελείως κόκκινα και ένα τρομαχτικό χαμόγελο φάνηκε στο πρόσωπό της.Πνιγόμουν.Προσπάθησα να την διώξω από πάνω μου αλλά τίποτα.Εκείνη την στιγμή σκέφτηκα μέσα μου,να αυτός κι αν είναι τρελός θάνατος.Αλλά τότε με φώναξε από μέσα ο Ανδρέας και ξαφνικά όλα χαθήκαν!Η γριά,τα κόκκινα μάτια,το αίσθημα πνιγμού.Δεν υπήρχε κανείς μέσα στην βροχή.Ταραγμένος ακόμα,έκλεισε την πόρτα και μπήκα μέσα.
΄΄Καλά τι στο διάολο κοίταγες τόση ώρα σαν αφηρημένος έξω??’’,μου είπε ο Ανδρέας.
΄΄Τίποτα…’’,του απάντησα και με χέρι που έτρεμε λιγάκι,άναψα ένα τσιγάρο.
Τα επόμενα λεπτά που οι άλλοι μίλαγαν εγώ σκεφτόμουν αυτό το όνειρο που παιδί είχα δει στο εξοχικό μας κάτω στην Ζάκυνθο.Ένα όνειρο-εφιάλτη που με είχε κάνει να ξυπνήσω μες στα δάκρυα και τις φωνές,αναστατώνοντας τους δικούς μου.
Τι όνειρο ήταν αυτό?Πες μου…
Ήμουν σε μια μεγάλη παραλία και θυμάμαι σκάλιζα το όνομά μου στην άμμο.Η θάλασσα ήταν άσπρη και ο ήλιος έμοιαζε να έχει ξεφτίσει.Θυμάμαι έμεινα να κοιτάω την θάλασσα και τότε ένιωσα για πρώτη φορά αυτή την δύσπνοια..Δεν μπορούσα να πάρω ανάσα και όταν έπαιρνα το έκανα με μεγάλη δυσκολία.Προσπάθησα να βάλω τις φωνές αλλά δεν μπορούσα ούτε αυτό να το κάνω.Κάτι με έπνιγε…Τελικά με ξύπνησε ταρακουνώντας με η μάνα μου.Τότε διαπίστωσα ότι είχα βάλει τα χέρια μου σφιχτά γύρω από τον λαιμό μου,σαν να προσπαθούσα να με πνίξω…
Ενδιαφέρον…
Εγώ θα έλεγα τρομαχτικό..Τέλοσπάντων,σε μια στιγμή σηκώθηκα και πήγα τουαλέτα.Έριξα λίγο νερό στο πρόσωπό μου να συνέλθω κάπως.Καθώς σκουπιζόμουν είδα ότι η μπλούζα μου είχε ξεχυλωθεί στο ύψος του λαιμού.Κάτι κλωστές κρέμονταν άτακτα από δω κι από κει.Φρίκαρα γιατί κατάλαβα ότι την ιστορία με την ζητιάνα δεν την είχα φανταστεί τελικά.Πήρα το μεγάλο μαύρο ψαλίδι και έκοψα αυτές τις κλωστές.Πήγα προς το σαλόνι έτοιμος να πω στους φίλους μου τι είχε συμβεί.Και τότε με περίμενε κι άλλη έκπληξη.
Δηλαδή??
Είχαν φύγει.Οι φίλοι μου δεν ήταν εκεί!
Τι εννοείς είχαν φύγει??
Εννοώ ότι είχαν φύγει.Δεν υπήρχε κανείς εκεί.Είχαν παρατήσει τις τελευταίες μπύρες τους έτσι πάνω στο τραπεζάκι και είχαν εξαφανιστεί!Τότε κάθισα στον καναπέ και σκέφτηκα,τα κωλόπαιδα μού κάνουν πλάκα..Άρχισα να ψάχνω σε όλο το σπίτι αλλά τίποτα.Δεν βρήκα κανέναν.Μάλλον είχαν φύγει κανονικά για τα σπίτια τους.Αλλά γιατί δεν με χαιρέτησαν??Θύμωσα πολύ μαζί τους.Μου έκαναν ένα πολύ κακόγουστο αστείο…
Μάλλον…και μετά??
Δεν έχει μετά..Αυτά έγιναν εκείνη τη νύχτα.Μετά έμεινα μόνος μου να τελειώσω τις μπίρες μου καπνίζοντας και σκεφτόμενος αυτά που έγιναν.Αλλά δεν βρήκα καμιά λογική εξήγηση…Τελικά πήγα και έκανα ένα κρύο ντους για να ηρεμήσω κανονικά…Λοιπόν τι πιστεύετε??
Λέω να κάνουμε ένα διάλειμμα να ηρεμήσεις κι εσύ και να σκεφτώ καλύτερα κι εγώ αυτά που μου είπες..Τι λες?
Οκ..Θα πάω έξω να πάρω λίγο καφέ.Θέλω πολύ έναν ζεστό γαλλικό τώρα..
Εντάξει…τα λέμε σε λίγο λοιπόν!

*****

Σταμάτησε να μιλάει στον εαυτό του στον καθρέπτη,που μόλις αχνοφαινόταν από τους ατμούς.Με την πετσέτα τυλιγμένη γύρω από την μέση του βγήκε από το μπάνιο.Πήγε προς την κουζίνα και άναψε την καφετέρια με τον γαλλικό να ζεστάνει.Καθώς περίμενε τον καφέ να γίνει,κάθισε στον καναπέ και άναψε τσιγάρο.Τα δύο πτώματα που ήταν εκεί δίπλα του δεν φαίνεται να τον ενοχλούσαν ιδιαίτερα.Μάλλον δεν φαίνεται να υπήρχαν καν γι’αυτόν.Μέσα στο δωμάτιο του σάπιζε και το τρίτο πτώμα…
Πέρασαν έτσι ήρεμα καμιά δεκαριά λεπτά και μετά σηκώθηκε και πήγε πάλι προς την καφετέρια.Γέμισε ολόκληρο ένα φλιτζάνι και έριξε λίγο γάλα μέσα.Στην συνέχεια πήρε ένα κουταλάκι και ανακάτεψε το μείγμα.Όταν τελείωσε το ανακάτεμα το άφησε δίπλα στο γεμάτο αίματα μαύρο ψαλίδι.
Λίγο πριν μπει στο μπάνιο,χτύπησε την πόρτα και είπε σοβαρά:
Oκ??Μπορώ να περάσω τώρα??.....

Παρασκευή 21 Μαΐου 2010

Αυτές οι μέρες μοιάζουν με τα διηγήματά σου


Αυτές οι βροχερές μέρες
Μοιάζουν με τα διηγήματά σου

Μού είχες πει.
Υποδέχονται με δάκρυα
Ένα καλοκαίρι που επιμένει
Να θυμάται.

Η γειτονιά μου αλλάζει πρόσωπο
Κάθε πρωί
Και ο χρόνος ξεριζώνει
Ό,τι μαζί αγαπήσαμε.
Ξένος σε άλλη γη
Με παντοτινή παρέα
Τον πόνο.

Τετάρτη 19 Μαΐου 2010

Άλλο ένα τσιγάρο


Θες να μάθεις πως είναι,
Πως είναι
Να μιλάς τα βράδια
Σε ένα φάντασμα.
Να σε τυλίγει ο πόνος
Και οι τύψεις
Όσες στιγμές διαρκεί
Μια εικόνα…
Θες να μάθεις πως είναι,
Πως είναι
Να λες άλλο ένα τσιγάρο
Και θα την ξεχάσω…


Και το τελευταίο τσιγάρο
Να μην τελειώνει
Ποτέ.

Κυριακή 16 Μαΐου 2010

Η ελπίδα πέθανε κι απόψε


Περίμενα το 7 στην άδεια από αμάξια Εγνατία.Καλοκαρινό βράδυ αν και μέσα Μαΐου.Το ένιωθες στην ζέστη που σε τύλιγε και στο αεράκι που στο ψιθύριζε κάθε τόσο.Ένιωθα τόση κούραση αν και στην ουσία δεν είχα κάνει τίποτα κι εκείνη την μέρα.
Έπιασα το πακέτο με τα τσιγάρα και έβγαλα ένα.Τρεις φορές πάλεψα να το ανάψω αλλά ένα μικρό φύσημα μού έσβηνε την φλόγα από τον μαύρο αναπτήρα μου.Χαμογέλασα και παράτησα την προσπάθεια.Μια σιγανή συρτή φωνή μου μίλησε δίπλα στο αυτί μου.Ένιωσα για τα καλά την ανάσα που συνόδευε τις λέξεις της στο λαιμό μου.
Θα σε σκοτώσει αυτό Άνταμ…,μου είπε η φωνή κάπως περιπαιχτικά.
Πάλι ήρθες να με πειράξεις ε?, απάντησα από μέσα μου χωρίς να χρειαστεί να ανοίξω το στόμα μου.
Έλα δεν θες λίγη παρέα?,συνέχισε ειρωνικά η φωνή δίπλα μου.
Γύρισα προς τα δεξιά μου και τότε τον είδα.Φορούσε αυτό το μαύρο παλτό και από μέσα πουκάμισο με γραβάτα.Πού με είχε ανακαλύψει πάλι?
Θα πρέπει να έχεις σκάσει με αυτά που φοράς…,του είπα.
Ξεχνάς Άνταμ ότι δεν νιώθουμε τίποτα??,,μου αποκρίθηκε γελώντας.
Κοίταξα προ το τέλος του δρόμου.Το 7 πρόβαλλε δειλά δειλά.Δεν θέλω σε καμιά περίπτωση να με ακολουθήσει ,σκέφτηκα από μέσα μου.Αλλά την ίδια στιγμή το μετάνιωσα που έκανα αυτή την σκέψη.Μου χτύπησε φιλικά τον ώμο με το χέρι του.
Έλα μην αγχώνεσαι,για ένα ποτάκι θα έρθω μόνο.Έχεις ακόμα από εκείνο το ρούμι?,με ρώτησε ενώ μικρές φωτιές έπαιζαν στα μάτια του.
Δεν του απάντησα αλλά ανέβηκα στο λεωφορείο.Χτύπησα το εισιτήριο μου και κάθισα σε μια κενή θέση.Το λεωφορείο ήταν ψιλοάδειο.Μάλλον όλοι ήταν στα μπαράκια και διασκέδαζαν τώρα.Αυτός κάθισε δίπλα μου.Κοίταζε μια γυναίκα γύρω στα 40 που μίλαγε στο κινητό της.Στα πόδια της είχε στριμωγμένες τσάντες από ένα παιχνιδάδικο.Φαινόταν τόσο χαρούμενη.
Σε 3 μέρες θα πεθάνει,μού είπε άχρωμα.
Δεν γύρισα το βλέμμα μου προς αυτόν.Κοίταζα από το παράθυρο τα άδεια πεζοδρόμια της πόλης που πέρναγαν τρέχοντας από δίπλα μας.Τόσους αιώνες τον είχα μάθει.Τού άρεσε να επιδεικνύει την εξουσία του.
Εδώ δεν κατεβαίνουμε?,με ρώτησε όταν φτάναμε στην περιοχή που έμενα.
Του έγνεψα καταφατικά.
Μόλις κατεβήκαμε από το αστικό,άναψα τσιγάρο.Αυτή η σιωπή στους δρόμους της πόλης με ηρεμεί απίστευτα.Στρίψαμε στο πρώτο στενό αριστερά και μετά από πέντε λεπτά μπαίναμε στο σπίτι μου.
Βλέπω δεν έχει αλλάξει και πολύ το διαμέρισμά σου…,είπε ο Χάρος βγάζοντας το παλτό του και ακουμπώντας το πάνω σε μια καρέκλα κοντά στο σαλόνι.Μαύρη γραβάτα,μαύρο πουκάμισο.Γέλασα από μέσα μου.
Δεν αλλάζεις ποτέ το γούστο σου στο μαύρο ε?,τον ρώτησα και άνοιξα το ψυγείο βγάζοντας 2 παγωμένες μπίρες.Του πρόσφερα την μία.Τράβηξε μια γερή γουλιά και σκούπισε τα βρεγμένα χείλη του με το μανίκι του.
Υπάρχει μια μικρή διαφορά..Παλιά ήταν οι χιτώνες τώρα τα κοστούμια και τα παλτό..,μου είπε με φανερή διάθεση και βουλιάζοντας στην πολυθρόνα μου.
Πάντα στο πνεύμα του καιρού.,συμπλήρωσα εγώ και κάθισα στον μεγάλο καναπέ απέναντί του.
Λοιπόν,πού είναι η Εύα?Ακόμα να τα βρείτε?,με ρώτησε κοιτώντας τα βιβλία μου στην βιβλιοθήκη.
Φαντάζομαι κάπου θα σέρνεται κι αυτή…,του απάντησα τελείως ψυχρά.Άναψα κι άλλο τσιγάρο και του πρόσφερα κι από αυτό.Δεν δέχτηκε παρά μόνο ήπιε πάλι από την μπίρα του και μετά με κάρφωσε στα μάτια.Ένιωσα να ανατριχιάζω λίγο.Αυτά τα μάτια,σκέφτηκα,οι άνθρωποι τα κοιτάνε μόνο μία φορά στην ζωή τους και η οποία είναι και η τελευταία τους φορά…
Ακόμα την ψάχνεις ε?Δεν σταμάτησες ποτέ να την αναζητάς Άνταμ..Δεν έπαψες ποτέ να την αγαπάς..ε??,μου είπε σοβαρά.
Πήρα την μπίρα και την άδειασα σχεδόν όλη στο ξεραμένο λαιμό μου.Τράβηξα και μια ρουφηξιά από το τσιγάρο πριν το ακουμπήσω στο τασάκι.Και έμεινα να κοιτάζω εκείνο το γυναικείο πορτρέτο που είχα πάνω από την τηλεόρασή μου χωρίς να του απαντήσω.
Στα μάτια μου ήρθαν τότε εικόνες από κείνη την φορά που την είχα συναντήσει στα σοκάκια εκείνης της πόλης,λίγο πριν την αλώσουν οι βάρβαροι.Στεκόταν με το σπαθί της και πολεμούσε 3 αγγέλους.Ήταν γεμάτη στα αίματα.Είχα μείνει να την κοιτάω καθώς πολεμούσε με λύσσα ενάντια σε όλες τις πιθανότητες,με τα λυμένα μαύρα της μαλλιά να κυματίζουν σε κάθε κίνηση του κορμιού της.Για μια στιγμή είχε γυρίσει και με είχε κοιτάξει.Μια μόνο στιγμή.Κι όμως εκείνη την στιγμή είδα στα μάτια της μέσα να φεύγει εκείνο το μίσος και να έρχεται μια γλυκιά αναλαμπή.Μια μόνο στιγμή.Πήγα να την πλησιάσω σπρώχνοντας τους στρατιώτες του Άλλου αλλά εκείνη την στιγμή μια φοβερή κραυγή ακούστηκε από τα τείχη της πόλης.Εάλω η Πόλις!
Οι άγγελοι σταμάτησαν για μια στιγμή ταραγμένοι.Στην συνέχεια πέταξαν προς την Αγιά Σοφιά σηκώνοντας μια τεράστια σκόνη καπνού.Θυμάμαι είχα κλείσει τα μάτια μου και τα άνοιξα όταν ένιωσα ότι ο καπνός είχε διαλυθεί.Είχε φύγει.Είχε χαθεί πάλι έτσι ξαφνικά.Όπως γινόταν αιώνες τώρα.
Μην την σκέφτεσαι…Δεν αξίζει.Ποτέ δεν άξιζε.Ήταν μια ανυπόταχτη.Μια άπιστη.,μου είπε παρηγορικά ο Θάνατος.
Ένιωσα την οργή να με ξεχειλίζει.Έπιασα το μπουκάλι της μπίρας και το πέταξα στην τζαμαρία της βιβλιοθήκης κάνοντάς την να σπάσει σε μικρά κομμάτια.Κάποια από αυτά πήρανε τον Χάρο.Εκείνος δεν μίλησε αλλά τίναξε τα κομμάτια από τους ώμους του.
Δεν ήταν άπιστη.Ήταν απλά μια αυθεντική ψυχή.Μια ελεύθερη!Καταλάβετε το όλοι εσείς!Όλοι εσείς οι πιστοί δούλοι!!,του φώναξα αγριεμένος.
Η Λίλιθ ήταν το μεγαλύτερο λάθος του Θεού.,είπε ο Χάρος ατάραχος.
Αυτό το ΄΄΄λάθος’’ εγώ αγάπησα…,του είπα ξανακάθοντας στον καναπέ.
Δεν μίλησε.Με κοίταγε,με κοίταγε και προσπαθούσε να με καταλάβει.Πώς να καταλάβει κάποιος όταν δεν έχει ψυχή?...
Ξαφνικά ένιωσα να με πονάει όλο μου το κεφάλι.Το χαμήλωσα και το έπιασα με τα δυο μου χέρια.Χωρίς να τον κοιτάξω του είπα ήρεμα κι αργά:
Ήρθε η ώρα μου?...
Γέλασε δυνατά για κάμποσα λεπτά κι ένιωσα πάλι την ψυχή μου να σφίγγεται γιατί μάντεψα την απάντηση.
Σταμάτα να το ρωτάς αυτό συνέχεια όποτε με βλέπεις.,μου απάντησε και συνέχισε:
Και σταμάτα επιτέλους να κόβεις τις φλέβες σου κάθε βράδυ και να ξυπνάς το επόμενο πρωί μέσα στα αίματα.Δεν σε κουράζει αυτό??Κατάλαβέ το,σε προσπερνάω…
Πήγα και πήρα κι άλλη μπίρα από το ψυγείο.Αυτή την φορά έμεινα όρθιος να κοιτάω έξω στο μικρό πάρκο κάτω από το σπίτι μου.
Πώς είναι δυνατόν να αγάπησα ένα λάθος?Η ψυχή ποτέ δεν αγαπά ένα λάθος.Και κάθε μέρα οι τύψεις με σκοτώνουν αλλά χωρίς να με αποτελειώνουν ποτέ οριστικά.Ο Θεός σας ξέρει να τιμωρεί πολύ καλά.,του είπα.
Έλα είμαι έτοιμος για άλλη μια φορά να σε ακούσω.Είμαι ο μοναδικός σου φίλος άλλωστε,κι ας μην το παραδέχεσαι…,μου αποκρίθηκε αυτός.
Έπρεπε να την είχα ακολουθήσει τότε.Με είχε παρακαλέσει να την ακολουθήσω.Αλλά εγώ δίστασα,δείλιασα.Δεν την άκουσα.Και την έχασα.,του είπα κι άδειασα και την δεύτερη μπίρα.
Έκανες το σωστό…,μου είπε.
Πώς είναι δυνατόν να έκανα το σωστό όταν νιώθω συνέχεια ενοχές??Πώς είναι δυνατόν να το λες αυτό όταν βλέπεις σε τι κατάσταση βρίσκονται τώρα τα παιδιά μου??!Δες λίγο τι γίνεται στον κόσμο.Οι άνθρωποι εξαρχής,με πρώτο εμένα,δν ιαλέγουν την αγάπη αλλά την λογική και το συμφέρον.,του αντιμίλησα αγριεμένος πάλι.
Ένα αεράκι μπήκε από το ανοιχτό παράθυρο και χάιδεψε το πρόσωπό μου.Το μυαλό μου πήγε δεκαετίες πριν,σε έναν ματωμένο μάη.Τότε που την είχα βρει ανάμεσα σε ένα πλήθος από εξαγριωμένους φοιτητές σε μια μεγάλη πλατεία.Ήταν ξαπλωμένη πάνω στα άσπρα πλακάκια και αιμορραγούσε από την κλοιλιά.Την είχα σηκώσει στα χέρια μου και περπατούσα γρήγορα μην ξέροντας που πηγαίνω.Κι αυτή με κοιτούσε και μου χαμογελούσε αδύναμα,ένιωθα την ζεστή της ανάσα στο λαιμό μου.Κι εγώ με δάκρυα στα μάτια της φώναζα μείνε ξύπνια μην με αφήνεις τώρα που σε βρήκα!μείνε λίγο ακόμα αγάπη μου!
Η πλατεία άδειασε κάποια στιγμή.Οταν εκείνη άφησε την τελευταία της πνοή που σαν αεράκι τύλιξε το πρόσωπό μου.Μια άδεια πλατεία και δύο εραστές παλιοί στην μέση να αποχωρίζονται άλλη μια φορά…
Είναι ώρα να φύγεις.Θέλω να μείνω μόνος μου.,είπα στον μαυροντυμένο ΄΄φίλο’’ μου.
Την βρήκες πάλι αλλά την έχασες.Έτσι δεν είναι?Την συνάντησες εκεί κάπου στην Ροτόντα.,μου είπε καθώς σηκωνόταν και φόραγε το παλτό του.
Η επόμενη φορά που θα σε δω ελπίζω να είναι και η τελευταία…,του είπα σκυθρωπός και τον συνόδεψα προς την πόρτα.
Πήγα και κάθισα στο καναπέ και έβγαλα άλλο ένα τσιγάρο.Σε λίγο θα πήγαινα πάλι στην μπανιέρα και θα την γέμιζα με ζεστό νερό που σύντομα γινόταν κόκκινο.Και λίγ πριν κλείσω τα μάτια μου θα σκεφτόμουν λυπημένα:
Η ελπίδα πέθανε κι απόψε…


(στην Λ.)

Παρασκευή 14 Μαΐου 2010

Μη φύγεις

Μη φύγεις άμα δε γυρίσεις
ψέμα οι χρησμοί του δράματος
δεν έχει τίποτα να λύσεις
όλα ζωή και θάνατος

Αυτό που νιώθω όταν γελάω
εσύ το νιώθεις όταν κλαις
κι όσα με ζόρια εγώ περνάω
εσύ τα βλέπεις αμμουδιές

Μονάχα αυτό κατάλαβα
απ' όλο το ταξίδι
πως όσο αλλάζουμε ζωή
τόσο μένουμε ίδιοι
δεν έχω κάτι να σου πω
τι να σου εξηγήσω
νύχτα με παίρνουν τα όνειρα
νύχτα με φέρνουν πίσω

Τα καλοκαίρια μόνο ξέρουν
να μας γλυκαίνουν τους καιρούς
κι όσα τα δυο μας μάτια θέλουν
αυτά μας κάνουν κυνηγούς

Τώρα τα βλέπω όλα απλά
σαν αλητάκος σκύλος
όπως γελάνε τα παιδιά
και όπως σκάει ο ήλιος

Οδυσσέας Ιωάννου

Τρίτη 11 Μαΐου 2010

Πρώτα σκοτώνεις την ψυχή σου


Ένιωθα το αίμα ξεραμένο μαζί με λίγη λάσπη στα χείλη μου.Ένιωθα και κάτι τρίχες στο πρόσωπό μου.Σίγουρα δεν ήταν δικές μου.Ένα απίστευτο βάρος με πλάκωνε στο στήθος με αποτέλεσμα να αναπνέω με δυσκολία.Δεν έκανα καμιά κίνηση να απεγκλωβιστώ.Δεν άνοιξα καν τα μάτια μου.Με απογοήτευση σκέφτηκα από μέσα μου,ήμουν ζωντανός πάλι.
Το βράδυ με έσυραν από τον σωρό.Είχαν έρθει εκείνοι οι στρατιώτες να μας ΄΄ξυπνήσουν’’ ξανά και ξανά.Αλλιώς μπορεί να μέναμε εκεί πολλές μέρες.Δεν καταλάβαινα βέβαια γιατί το έκαναν αυτό.Γιατί έρχονταν να μας πάρουν πίσω στο στρατόπεδο.Ίσως αυτή τους η κίνηση να τους έδινε μια αίσθηση τάξης και λογικής στο χάος και την παράνοια που ζούσαμε τα τελευταία χρόνια.Ίσως και μεις εν τέλει να θέλαμε να γυρνάμε πίσω στο στρατόπεδο για να νιώθουμε ότι ανήκουμε κάπου.
Πέντε χρόνια κλείναμε σε λίγες μέρες σε αυτό το καταραμένο μέρος.Και τώρα πια μας φαίνονται σαν αιώνες.Η κάθε μέρα μας φαίνεται σαν αιωνιότητα.Πως μπλέξαμε εμείς σε αυτό το μέρος?Πώς γίναμε έτσι?
Τον πρώτο χρόνο όλα πήγαιναν καλά.Χαμογελάω από μέσα μου.Όσο καλά μπορεί να πηγαίνουν τα πράγματα σε έναν πόλεμο.Εννοώ τον πρώτο χρόνο όλα πήγαιναν φυσιολογικά.Είχαμε τις μάχες μας,είχαμε τους νεκρούς μας,είχαμε τις ελπίδες μας ότι κάποια στιγμή αυτό το σκατόπραγμα θα τελείωνε.Μετά άρχισαν όλα να αλλάζουν.Μέσα σε μια μέρα χάσαμε τα πάντα.Τον πόλεμο,τις ελπίδες μας,την ζωή μας και κυρίως το αύριο.
Οι ΄΄άγγελοι’’ έρχονταν πάντα την ίδια ώρα να μας ξυπνήσουν,να μας σηκώσουν από τον θάνατο.Έναν θάνατο που μας προσπερνούσε συνέχεια.Στην αρχή όταν αντικρίσαμε τους πρώτους νεκρούς μας που είχαν ΄΄ξυπνήσει’’ και είχαν γυρίσει στο στρατόπεδο,ένας πανικός μας έπιασε.Οι στρατιώτες μας άρχισαν να τρέχουνε φοβισμένοι προς όλα τα σημεία.Άλλοι πήγαν προς τα πλοία στην παραλία,άλλοι στο δάσος στα δυτικά του στρατοπέδου και άλλοι απλά έμειναν να κοιτάνε το θέαμα σαστισμένοι.
Θυμάμαι,εκείνη τη νύχτα είχα καταφέρει να μαζέψω κάποιους αρκετά θαρραλέους άντρες από την διμοιρία μου και είχα πάει στον στρατηγό να μου δώσει διαταγές.Αυτός πηγαινοερχόταν τρελαμένος στην σκηνή του βασιλιά.Δεν ήξεραν τι έπρεπε να κάνουν.Μία έλεγε ο βασιλιάς ότι οι νεκροί που γύρισαν ήταν θείο δώρο και θαύμα,μία έλεγε ότι ήταν τέχνασμα του εχθρού ή ακόμα χειρότερα δαίμονες που ήρθαν να μας ταλαιπωρήσουν.Τελικά πήρε την απόφασή του.Ο στρατηγός βγήκε έξω ιδρωμένος και με ξεψυχισμένη φωνή μού είπε <<Σφάξτους>>.
Οι δύστυχοι οι ΄΄νεκροί’’ απλά περιφέρονταν στο στρατόπεδο χωρίς να πειράζουν κανέναν.Οι ίδιοι έδειχναν πιο σαστισμένοι από μας για την κατάστασή τους.Με βαρύ χέρι και με πληγωμένη καρδιά,άρχισα να πετσοκόβω ό,τι έβρισκα μπροστά μου.Κάποια στιγμή δάκρυα μού ήρθαν στα μάτια.Κάποιους τους γνώριζα,είχαμε πολεμήσει χρόνια μαζί..Αλλά το χέρι δεν σταμάτησε να σκορπάει θάνατο και αμέσως έπνιξα τα δάκρυα.Ο καλός στρατιώτης από κάποιο σημείο και μετά μαθαίνει να αδειάζει την ψυχή του από συναισθήματα.Ο πατέρας μου μού είχε πει,δεν την αδειάζει μόνο την ψυχή του,την σκοτώνει κανονικά.Σε μια μάχη πρώτα σκοτώνεις την ψυχή σου…
Μαζέψαμε τα κομμάτια τους και τα ρίξαμε μέσα σε κείνη την άθλια τρύπα που είχαμε σκάψει από παλιά στο χώμα της παραλίας.Και βάλαμε φωτιά.Και σιγά σιγά μαζεύτηκαν όλοι οι στρατιώτες και κοίταζαν,σιωπηλοί και τυλιγμένοι στους μαύρους μανδύες τους,την μεγάλη φωτιά.Κανείς δεν κοιμήθηκε εκείνο το βράδυ.
Άρχισα κιόλας το επόμενο πρωινό να νιώθω την αλλαγή στον αέρα.Στον άνεμο που έκανε τα φύλα να θροΐζουν,στα άσπρα μικρά κύματα της θάλασσας,στους άντρες που κινούσαν για την μάχη.Υπήρχε κάτι που δεν μου άρεσε.Σαν να έγινε πιο αποπνικτικός ο αέρας,σαν η θάλασσα να τραβήχτηκε πιο μέσα.Και σαν η πόλη εκεί πάνω στον λόφο να έγινε πιο απρόσιτη από ποτέ άλλοτε.
Το ίδιο βράδυ οι νεκροί ξαναγύρισαν.Μαζί με αυτούς που είχαμε αποτεφρώσει την προηγούμενη νύχτα.Ο τρόμος μας έγινε ακόμα πιο μεγάλος.Υπήρχε αυτή η φρίκη στα πρόσωπά μας γιατί δεν ξέραμε πια τι μας γινόταν.Ακολούθησε πάλι σφαγή των σαστισμένων νεκρών και πάλι μια μεγάλη φωτιά.Μετά προσευχηθήκαμε όλοι στον Θεό μας να μας γλιτώσει από αυτή την δυσάρεστη κατάσταση.
Τελικά το καταλάβαμε τις επόμενες νύχτες.Το νιώσαμε καλά στο πετσί μας και μας διαπέρασε φτάνοντας μέχρι την καρδιά και κάνοντάς την να σφιχτεί άγρια.Οι νεκροί ζωντάνευαν και γύρναγαν πάλι σε μας.Ό,τι κι αν εμείς κάναμε.Όσες φωτιές κι αν ανάβαμε.Οι νεκροί επέστρεφαν.Και δεν είχαν κανέναν ίχνος των παλιών τραυμάτων τους και πληγών τους.Επέστρεφαν και ήταν ολοζώντανοι με σάρκα και οστά και ζούσαν ανάμεσά μας.Έπρεπε να το αποδεχτούμε αυτό.
Τότε που είχε γίνει αυτή η τρομερή συνειδητοποίηση,είχε βγει ο βασιλιάς και μας είχε μιλήσει.Ήταν χαρούμενος γιατί όπως έλεγε ο στρατός αυτός ήταν αθάνατος,ευνοούμενος του Θεού και με αυτή την εύνοια θα μπορούσε άνετα να πάρει την πόλη.Ο σκοπός μας έλεγε ήταν ιερός και για αυτό μας ευλογούσε έτσι ο Θεός.Αλίμονο στους εχθρούς μας που αντιμετώπιζαν πια έναν αθάνατο εχθρό.Και όλοι,θυμάμαι,είχαμε ζητωκραυγάσει φανερά χαρούμενοι που δεν θα πεθαίναμε ποτέ.
Τα χρόνια περνούσαν κι ο εχθρός δεν λύγιζε με τίποτα.Η πόλη δεν έπεφτε και απλά παρακολουθούσε με αδιάφορο βλέμμα και κάπως υπεροπτικά,να μετατρέπεται η χαρά μας σε γκρίνια,απογοήτευση και μετά λύπη.Δεν πεθαίναμε ποτέ αλλά και η πόλη ήταν απρόσιτη τελείως για μας.Πεθαίναμε πριν καν πατήσουμε πάνω στα τείχη της.Έμοιαζε κι αυτή να έχει ανεξάντλητο στρατό.
Τώρα πια δεν υπάρχει ούτε λύπη.Κοιτάω τον βοηθό μου.Καπνίζει ένα από τα τσιγάρα που έμαθε πριν καιρό να φτιάχνει μόνος του.Ναι,τώρα πια δεν υπάρχει ούτε λύπη.Υπάρχουν μόνο άδεια μάτια,άνθρωποι-φαντάσματα,σκιές του παλιού καλού εαυτού τους.Άνθρωποι υποταγμένοι στην μοίρα τους.Τίποτα δεν έχει νόημα για μας πια.Η κάθε μέρα μοιάζει ίδια με την προηγούμενη και την επόμενη.
Σκέφτομαι την μέρα που ο βασιλιάς,καταστεναχωρημένος-ηττημένος,αποφάσισε να φύγουμε από αυτό το καταραμένο μέρος.Με την πρώτη που ο άνεμος θα μας το επέτρεπε,θα κινούσαμε για την πατρίδα.Η ελπίδα μέσα μας αναπτερώθηκε τότε…
Πόσα χρόνια πέρασαν από τότε που άγγιξα για τελευταία φορά το όμορφο πρόσωπό σου…Αγάπη μου παλεύω συνέχεια μέσα μου να κρατήσω αυτό το πρόσωπο,τα χαρακτηριστικά του..Να θυμηθώ την μυρωδιά σου..Πώς μας προσπέρασε έτσι βίαια ο καιρός…
Παίρνω ένα από τα τσιγάρα του φίλου μου και κάθομαι δίπλα του στην φωτιά.Κάνει κρύο απόψε.Τον κοιτάω πάλι.Ναι ξέρω φίλε μου,πριν λίγες ώρες κάπου εκεί στην χαράδρα δίπλα στο κάστρο ήμασταν μαζί θαμμένοι με άλλα πτώματα.
Ο άνεμος ποτέ δεν ήρθε και τα καράβια θάφτηκαν μέσα στην χρυσή άμμο.Η θάλασσα τραβιόταν ολοένα μακριά μας.Λες και κανείς δεν μας ήθελε.Λες και ήμασταν μιασμένοι με κάτι πολύ άσχημο.
Οι άντρες προσπάθησαν να μπουν στο δάσος για να βρουν διαφυγή από κει.Αλλά τρελαμένοι γύρναγαν πάντα στο σημείο που είχαν ξεκινήσει.Κάποιοι πήγαν προς την πύλη του κάστρου.Αν δεν τους σκότωνε κάποιος από κει ψηλά και κατάφερναν να φτάσουν μέχρι εκεί,τότε χτύπαγαν με μανία την πόρτα και φώναζαν για έλεος.Γελάω λυπημένα μέσα μου.Κανείς δεν τους άκουγε.Και αυτή η καταραμένη πόλη δεν είχε ούτε ένα σημείο από όπου μπορούσες να μπεις.Χτυπάγαν με μανία οι μηχανές μας τα τείχη της αλλά δεν κατάφερναν να κάνουν τίποτα.
Έτσι έγινε συνήθειά μας να πηγαίνουμε να σκοτωνόμαστε εκεί πάνω στα τείχη και μετά να έρχονται οι συγκεκριμένοι στρατιώτες,οι ΄΄άγγελοι’’,να μας ξυπνάνε για να μας μεταφέρουν πίσω στο στρατόπεδο.Υπήρχε αυτή η πειθαρχία σε ένα πρόγραμμα,σε μια ρουτίνα που κάπως μας κράταγε από την παράνοια.
Αρκετοί προσπάθησαν να βάλουν οι ίδιοι τέλος στην ζωή τους μήπως κι έτσι καταφέρουν να αλλάξουν κάτι.Να σπάσουν αυτόν τον φαύλο κύκλο.Χαϊδεύω τις γραμμές στο χέρι μου.Σημάδια που χάραξε το σπαθί μου παλιότερα σε μια προσπάθεια να ξεφύγω από αυτά.Τελικά κατέληξα να ξυπνήσω απογοητευμένος σε μια λίμνη από αίμα που είχε στραγγίξει από τις φλέβες μου.Η ειρωνία είναι ότι τα σημάδια αυτών των πληγών δεν φεύγουν,μένουν.Μένουν για να σου θυμίζουν βασανιστικά ότι και σε αυτό απέτυχες.Ότι είσαι καταδικασμένος σε μια αιώνια φθορά που δεν λέει να σταματήσει με τίποτα.
Τα λόγια του πατέρα μου με χτυπούν κι απόψε σαν βροχή από φωτιά που καίει όλο μου το σώμα…
Πρώτα σκοτώνεις την ψυχή σου…



Σάββατο 1 Μαΐου 2010

Αιώνια μέρα


Η ιστορία έχει ως εξής.Τέσσερα άτομα κάθονται γύρω από μια φωτιά σε ένα άνοιγμα μέσα σε ένα πυκνό δάσος γεμάτο λεύκες.Ο ήλιος έχει μόλις δύσει και το σκοτάδι απλώνεται αργά και σταθερά ανάμεσα από τους κορμούς και τα φύλλα των δέντρων.Φτάνει στην παρέα μας και την προσπερνάει γιατί το φως της φωτιάς επιμένει,επιμένει να φωτίζει τα πρόσωπά τους.Μια μικρή φωτιά που νίκησε το σκοτάδι.
Ο ένας από αυτούς είναι ο Νίκος,νεαρός φοιτητής στην Αθήνα εδώ και 4 χρόνια.Ο άλλος είναι ο Γιώργος,40 άρης πολιτικός μηχανικός στην Πάτρα.Η τρίτη της παρέας είναι η Αγγελική,μια 20 αρα γκόμενα από την Θεσσαλονίκη.Και τέλος,υπάρχει και η Γιώτα,30 χρονών ασφαλίστρια από Αθήνα.Αυτοί είναι άσχετοι και άγνωστοι μεταξύ τους.Απλά έτυχε αυτό το βράδυ να ανταμώσουν γύρω από μια φωτιά.Έτυχε γιατί εγώ το προκάλεσα αυτό.Γιατί εγώ τους έδωσα ζωή μέσα στις γραμμές μου.
Πρώτος μίλησε ο Γιώργος:
΄΄Μπορεί να μου πείτε που είμαστε και ποιοι είστε εσείς?’’,ρώτησε τους άλλους λες και μόλις είχε ξυπνήσει από κάποιον βαθύ ύπνο και δεν θυμόταν τίποτα.
Οι άλλοι,λες και η φωνή του Γιώργου να τους ξύπνησε κι αυτούς,κοίταξαν απορημένοι γύρω τους.
΄΄Ιδέα δεν έχω’’,είπε η Αγγελική,σφίγγοντας ταυτόχρονα την κόκκινη ζακέτα της πάνω της.Είχε αρχίσει να βάζει κρύο και υγρασία στο δάσος.
΄΄Πού στο διάολο είμαστε?Μήπως μας έχουνε απαγάγει?’’,ρώτησε κάπως έντονα η Γιώτα και έψαξε στην μαύρη τσάντα της για τσιγάρο.
΄΄Δεν νομίζω για απαγωγή και να μας έχουν έτσι χύμα μέσα στο δάσος.Κάτι άλλο συμβαίνει,μπορεί κάποιο κακόγουστο αστείο κανενός κοινού φίλου.’’,είπε σκεφτικός ο Γιώργος.
Οι άλλοι φάνηκαν να συμφωνούν μαζί του κι έτσι για την υπόλοιπη μισή ώρα βάλθηκαν να προσπαθούν να εντοπίσουν αυτόν τον κοινό φίλο,αυτή την κοινή σύνδεση μεταξύ τους.Αλλά μάταια.Έτσι κουρασμένοι από αυτή την άκαρπη προσπάθεια,έμειναν να κοιτάζονται μεταξύ τους σιωπηλοί.Η Γιώτα κάπνιζε πάλι νευρική κάπως.Το χέρι της ψιλοέτρεμε.
Τώρα από το δάσος ακούγονταν οι πρώτοι ήχοι της νυχτερινής του ζωής.Άγνωστες προς αυτούς κραυγές ζώων που ετοιμάζονταν ή είχαν ήδη ξεκινήσει το βραδινό τους κάλεσμα για ζωή ή θάνατο.
Εκείνη την στιγμή της αφόρητης σιωπής εμφανίστηκα εγώ και κάθισα δίπλα τους στην φωτιά.Οι άλλοι έμειναν με το στόμα ανοιχτό να κοιτάζουν αυτόν τον άγνωστο που εμφανίστηκε από το πουθενά.
΄΄Τώρα εσύ ποιος είσαι και από πού ήρθες έτσι??’’,ρώτησε οργισμένος ο Γιώργος.
΄΄Ναι!Τι διάολο συμβαίνει εδώ??!’’,φώναξε η Γώτα.Φαίνεται της άρεσε ιδιαίτερα η φράση ΄΄τι διάολο’’ για αυτό και την χρησιμοποιούσε συχνά.
Οι άλλοι δύο δεν μίλαγαν παρά με κοίταγαν το ίδιο έκπληκτοι με τους μεγαλύτερους της παρέας,Αποφάσισα να μιλήσω.
΄΄Γεια σας..Με λένε Ηλία…’’,είπα και τους κοίταξα σταθερά έναν έναν.Η κακομοίρα η Αγγελική είχε ξεπαγιάσει.Αποφάσισα να το σταματήσω αυτό.Ευθύς λοιπόν αμέσως αυτή φάνηκε να ζεσταίνεται κάπως και χαλάρωσε την ζακέτα της.Της χαμογέλασα αλλά αυτή με κοίταξε ψυχρά.
΄΄Συνέχισε μαλάκα!’’,μου φώναξε ο Γιώργος.
Δεν του αποκρίθηκα και γύρισα στην Γιώτα.
΄΄Μου δίνεις ένα από τα τσιγάρα σου?’’,την ρώτησα ευγενικά.
΄΄Δεν νομίζω να σου κάνουν.Είναι slim,γυναικεία.’’,μου είπε αγριεμένη.
΄΄Απλά πιάσε το πακέτο και βγάλε μου ένα…’’,επέμεινα εγώ.
Και αυτή θυμωμένα ψαχούλεψε την τσάντα της και έβγαλε το πακέτο.Όταν είδε ότι ήταν Marlboro έμεινε ακίνητη και σαστισμένη.Της πήρα το πακέτο από το χέρι και έβγαλα ένα τσιγάρο.Πήγα προς την φωτιά και το άναψα.Ξανακάθισα δίπλα στην παρέα.
΄΄Εγώ σας έφερα εδώ…’’,συνέχισα να λέω.Τότε ο Γιώργος πήγε να πεταχτεί από την θέση του και να μου ορμήξει,βγάζοντας συνάμα μια θυμωμένη κραυγή.Άπλωσα το χέρι μου προς το μέρος του και τον σταμάτησα χωρίς να τον αγγίξω καν.
΄΄Τι μαλακίες είναι αυτά εδώ?Τι γίνεται εδώ πέρα?’’,φώναξε προς το μέρος μου έξαλλος.
Τότε εκείνη την στιγμή μίλησε ο Νίκος,από τις ελάχιστες φορές που είχε μιλήσει εκείνο το βράδυ.
΄΄Άστον να μιλήσει επιτέλους παλιομαλάκα!’’,είπε ξεσπώντας στον Γιώργο.
΄΄Ευχαριστώ Νίκο…Λοιπόν έλεγα ότι εγώ σας έφερα εδώ.Βασικά εγώ σας δημιούργησα.Δεν είστε αληθινοί.’’,σταμάτησα και τους ξανακοίταξα.
Η Αγγελική είχε αρχίσει να κλαίει ενώ όλοι οι άλλοι με κοίταγαν απλά σιωπηλοί.Δεν έδειχναν να καταλαβαίνουν και πολλά,μόνο ο Νίκος με παρατηρούσε σκεφτικός.
΄΄Είστε απλά κάποιοι τυχαίοι ήρωες σε κάποιο από τα διηγήματα που γράφω.Ό,τι γίνεται εδώ είναι επειδή εγώ αυτή την στιγμή,καθισμένος στο μοναχικό μου γραφείο,το γράφω στο χαρτί ανάμεσα στις γραμμές.Το δάσος,η φωτιά,οι κραυγές των ζώων,εσείς..Όλα είναι της φαντασίας μου.Καταλάβατε?’’
΄΄Αυτά είναι μαλακίες ενός ψυχάκια σαν κι εσένα!’’,μου φώναξε ο Γιώργος.
΄΄Έχουμε ζωές όμως,δεν γίνεται αυτό που λες.’’,μου είπε η Αγγελική.
Της χαμογέλασα πάλι.
΄΄Για πες μου Αγγελική,τι ζωή έχεις?Τι θυμάσαι από την ζωή σου πριν από δω?’’,την προκάλεσα να μου πει.
Αυτή σκέφτηκε λίγο και μου απάντησε:
΄΄Μμμ..Είμαι η Αγγελική,είμαι 20 χρονών και είμαι από την Θεσσαλονίκη.’’,μου είπε αμήχανα.
΄΄Ωραία.Μόνο αυτά?Οικογένεια δεν έχεις?Δουλειά?Μόνο αυτά ξέρεις?’’
Δεν μου απάντησε και μετά από λίγο έντρομη που μόνο αυτά ήξερε για τον εαυτό της,άρχισε πάλι το κλάμα.
΄΄Ξέρεις μόνο αυτά για σένα,γιατί μόνο αυτά έχω γράψει για σένα.Το ίδιο ισχύει περίπου και για τους άλλους.Και τώρα θέλω όλοι να καταλάβατε ότι ζείτε μέσα στις γραμμές αυτού του διηγήματος και να αποδεχτείτε την αλήθεια αυτή.Έγινε??’’,τους είπα και τους κοίταξα.
Και αυτοί σιγά σιγά αποδέχτηκαν τον ρόλο τους αυτό και κατάλαβαν ότι ήταν κάποιοι απλοί πρωταγωνιστές στο μυαλό ενός μοναχικού ανθρώπου.
΄΄Γιατί μας δημιούργησες?Τι θες από την δικιά μας ιστορία?’’,μίλησε ο Νίκος ο οποίος φαινόταν και ο πιο έξυπνος από τους άλλους.
‘’Νιώθω μοναξιά και κάθομαι και γράφω ιστορίες.Χάνομαι σε αυτές,ταξιδεύω σε άλλα μέρη,δικά μου.Είναι σαν μια ζεστή φωλίτσα εκεί,σαν μια κρυψώνα από την άθλια πραγματικότητα μου.Αλλά πρώτη φορά μιλάω έτσι με τους ηρωές μου..Έχει πλάκα και απασχολεί πιο πολύ το μυαλό μου από άσχημες σκέψεις.’’,του απάντησα καπνίζοντας από το τσιγάρο της Γιώτας.
΄΄Η ζωή σου πρέπει να είναι σκατά!’’,μου είπε ο Γιώργος φτύνοντας μέσα στην φωτιά.
΄΄Αρκετά!...Αλλά η δυστυχία είναι να έχεις επίγνωση αυτής της μιζέριας και τίποτα να μην αλλάζει.’’,του απάντησα θλιμμένος.
΄΄Εσύ αλλάζεις την ζωή σου.Μην περιμένεις άλλοι να το κάνουν αυτό.’’,μου είπε ο Νίκος.
΄΄Ναι το ξέρω.Φέρε το δικό σου φως στο σκοτάδι,είχε πει ο Μπουκόφσκυ.Αυτό παλεύω να κάνω τόσα χρόνια.Τα τελευταία το ψιλοκαταφέρνω μέσα από αυτά που γράφω.Νιώθω να ξεφεύγω από τα πάθη μου,να λυτρώνομαι κατά κάποιο τρόπο.Όπως απόψε δεν μπορούσα να μείνω με τις σκέψεις μου σε ένα άδειο δωμάτιο κι έτσι έφτιαξα εσάς και τρύπωσα σε αυτή την όμορφη γωνιά.Ωραίο δάσος,ήρεμο και επιβλητικό.’’,είπα κοιτώντας τα ψηλά δέντρα
΄΄Γιατί η ζωή σου είναι σκατά?’’,με ρώτησε η Γιώτα και πήρε και αυτή ένα ακόμα τσιγάρο.
΄΄Γιατί έχω πάθη που με καταστρέφουν,καταστρέφουν κάθε όμορφη στιγμή,καταστρέφουν ό,τι αγαπώ.Κι αυτό είναι ό,τι χειρότερο.Να σκοτώνεις ό,τι αγαπάς.’’,της απάντησα.
΄΄Μοιάζεις σαν να έχασες κάτι,μάλλον κάποιον που αγαπούσες.Τι έγινε?’’,μου είπε ο Νίκος.
΄΄Κάπως έτσι έγινε.Και δεν περνάει μέρα που να μην το πληρώνω αυτό,που να μην πονάω.Και είναι ανώφελο να κατηγορώ πια τον εαυτό μου.Όποιος μένει στις κατηγορίες,ξεχνάει την αιτία.Και αυτή πρέπει να πολέμήσω.’’,απάντησα.
΄΄Γιατί δεν φτιάχνεις μια ιστορία που να είσαι με αυτήν που έχασες?Θα νιώσεις καλύτερα μου φαίνεται…’’,συνέχισε ο φοιτητής.
΄΄Έχω φτιάξει αλλά με πληγώνουν κι αυτές.Ξέρεις οι καλές αναμνήσεις πονάνε,όχι τόσο οι άσχημες.Αλλά δεν υπάρχει ποίημα ή ιστορία που να μην την έχω βάλει μέσα,έστω και σαν αεράκι που φέρνει δροσιά ή σαν τσουχτερό κρύο που παγώνει την καρδιά.Υπάρχει και ζει κι αυτή στις γραμμές μου τώρα πια.’’.είπα κι ένα δάκρυ ξέφυγε και κύλησε στο μάγουλό μου.
΄΄Αυτό έιναι αληθινό?’’,με ρώτησε πάλι ο Νίκος.
Του χαμογέλασα θλιμμένα.
΄΄Ναι…’’,του απάντησα.
Κοίταξα την νύχτα.Τα αστέρια φαίνονταν εκεί ψηλά.Αλλά το κρύο είχε δυναμώσει πάλι.Κοίταξα την φωτιά και αυτή φούντωσε ακόμα πιο πολύ αφήνοντας ένα κύμα ζέστης να μπει στις ψυχές μας.Κοίταξα τα αστέρια και τα έκανα βροχή να πέφτουν πάνω μας,σκορπίζοντας μια ασημένια σκόνη στην πορεία τους.
΄΄Τι ωραίο θέαμα!..’’,είπε μαγεμένη η Αγγελική κοιτάζοντας την βροχή των αστεριών.
΄΄Κι όταν αδειάσει ο ουρανός από τα αστέρια,τι θα μείνει εκεί πάνω?Ένα άθλιο σκοτάδι…’’,είπε μελαγχολικά η Γιώτα.
΄΄Υπάρχει πάντα το φεγγάρι κούκλα μου’’,της αποκρίθηκα και ευθύς στον άδειο ουρανό υψώθηκε ένα κατάλευκο φεγγάρι.
Χαμογέλασαν όλοι.
Συνεχίσαμε να μιλάμε,να τους λέω για την ζωή μου κι αυτοί να με ακούνε,να με ρωτάνε γεμάτοι περιέργεια για την ζωή έξω από την φαντασία,έξω από το μέρος αυτός.Δεν φάνηκαν να γοητεύονται και τόσο πολύ.
Σε κάποια φάση ακουστήκαν κάποια ουρλιαχτά μέσα από το δάσος.
΄΄Τι είναι αυτό?Δικά σου είναι,εσύ ξέρεις.’’,με ρώτησε ο Γιώργος.
΄΄Τέρατα και αγρίμια της νύχτας.Οι κακές μου σκέψεις.Τα πάθη μου.’’,του απάντησα.
΄΄Κράτα τα μακριά για απόψε Ηλία’’,μου είπε ο Νίκος κάπως απιτακτικά.
Άρχισα να ιδρώνω και να ανησυχώ.Πώς με βρήκαν εδώ πάλι?Γιατί με ακολουθούν παντού?
Στα όρια του ξέφωτου ακουστήκαν βήματα,κάποια κλαριά κάνανε τον ήχο που σπάνε,τα τέρατα μας πλησιάζανε.Οι καρδιές μας είχανε παγώσει.Σε λίγο διακρίναμε κόκκινα μάτια γεμάτα μίσος και θάνατο να μας κοιτάνε.
΄΄Κάνε κάτι!Εσύ τα προκαλείς αυτά!’’,μου είπε η Γιώτα.
Και τότε ήρθε εκείνο το γνώριμο αεράκι που έφερνε την δροσιά.Ο ιδρώτας σταμάτησε και η ψυχή μου γαλήνεψε μεμιάς.Σηκώθηκα και έκανα βήματα προς την μεριά που ακούγονταν τα βήματα και τα ουρλιαχτά.Και έχτισα έναν φράχτη γεμάτο κόκκινα τριαντάφυλλα γύρω γύρω μας.Και ένας ήλιος υψώθηκε στην μέση του ουρανού.Τα ουρλιαχτά σταμάτησαν και η παρέα ηρέμησε.Γύρισα εξαντλημένος σε αυτούς.
΄΄Πρέπει να φύγω…Κουράστηκα.Πρέπει να γυρίσω πίσω στην δικιά μου νύχτα.Δεν γίνεται να μείνω για πάντα εδώ.’’,τους είπα στεναχωρημένος.
Αυτοί με κοίταξαν σιωπηλοί και θλιμμένοι.
΄΄Εμείς τι θα γίνουμε?Τι κάνεις τους ήρωές σου όταν τελειώνει μια ιστορία?’’,με ρώτησε γεμάτος αγωνία ο Νίκος.
Σκέφτηκα για λίγο πριν απαντήσω.
΄΄Ή τους σκοτώνω ή ζουν για πάντα.Κι αυτά χωρίζονται από μια λεπτή γραμμή.’’,του είπα.
Κανείς δεν μίλησε και μόλις έκανα άλλο ένα τσιγάρο,σηκώθηκα.Τούς φίλησα έναν έναν στο μέτωπο κι έφυγα.
Κι αυτοί μείναν εκεί σε έναν φράχτη με τριαντάφυλλα και μια αιώνια ηλιόλουστη μέρα,δίπλα από τις στάχτες μιας σβησμένης φωτιάς…

(στην Λίνα)