Πέμπτη 23 Δεκεμβρίου 2010

Έξω άρχισε να φυσάει



Έσταζε την φρίκη του στο ποτήρι
Οι μύγες χόρευαν ταγκό γύρω από καπνούς
Κι οι υπόλοιποι νυσταλέα κοίταγαν την Τόνια.
Μια τηλεόραση έπαιζε κάπου στο βάθος
Ένα εμβατήριο για μια μακρινή πατρίδα
Και ο γέρο μπάρμαν δάκρυζε κρυφά
Σκουπίζοντας την ξύλινη μπάρα.

Στοίχημα ότι έξω θα άρχισε να φυσάει
Εκείνος ο κόντρα άνεμος,ο ζεστός.
Θα κουνιόνται τα φύλλα των δέντρων
Προς τη μεριά της θάλασσας
Κι ο κουτσός Έκτορας
Θα γαβγίζει τρομαγμένος κι αυτός
Τις σκιές της νύχτας.
Οι άνθρωποι θα μαζεύονται στα παλτά τους
Και τα ζευγάρια θα αγκαλιάζονται ερωτικά.
Καθώς τα πεταμένα χαρτιά
Θα υψώνονται πάνω από τους δρόμους
Σαν γκρίζα περιστέρια της χαραυγής.
Ακροβάτες τρελοί μιας κοινωνίας σε παρακμή,
Προάγγελοι
Μιας πτώσης.
Ή μιας αλλαγής.

Έσταζε την φρίκη του στο ποτήρι
Καθώς ο γέρο μπάρμαν δάκρυζε
Για μια πατρίδα μακρινή….


(Στην Ιωάννα Γ.)

Δευτέρα 13 Δεκεμβρίου 2010

Πρωινό


Έχω ακόμα επιλογή να μην πάω
Στη δουλειά.
Να φτιάξω ας πούμε ζεστό καφέ
Και να μείνω δίπλα στο τζάμι.
Να κοιτάζω την πρωινή βροχή
Και την γοητευτική μαυρίλα
Να καλύπτει την αυγή.
Να μην την αφήνουν να ανασάνει
Να καλύπτουν τους θορύβους της
Από τα αμάξια και τους ανθρώπους της.
Να μένει μόνο ο υπέροχος ήχος
Του νερού…
Που πέφτει στις σκεπές,κυλάει
Στα μπαλκόνια και αγκαλιάζει τους δρόμους.
Η ησυχία της πρωινής βροχής
Γαληνεύει το απότομο τράβηγμα της ψυχής
Από τα όνειρα της νύχτας.

Σε βλέπω τώρα να κοιμάσαι
Κουκουλωμένη από πορτοκαλί παπλώματα.
Ο καφές είναι μοναδικός όπως
Και το γυμνό σου πόδι που ξεπροβάλλει ήρεμο,
Επιβλητικό
Καθορίζοντας την αόρατη κυριαρχία του
Σε αυτό τον χώρο…
Ίσως γελάσεις με αυτά πιο μετά.
Με πεις ρομαντικό τεμπέλη.
Αλλά οι στιγμές έτσι μου μίλησαν.
Είχα μια βροχή έξω από τις λίγες,
Μια γυμνή γυναίκα στο κρεβάτι μου
Και κάτι σαν ποίημα που έντυνε
Τα άλλα δυο.
Πώς να πάω στη δουλειά μετά…
Οφείλει ο καθένας σεβασμό
Στις ξεχωριστές του μέρες…

Πέμπτη 9 Δεκεμβρίου 2010

Εσωτερικό


Αυτό το παιδί που άρχισε να κλαίει
Όταν ξαφνικά άδειασε το αρχαίο θέατρο
Και έμειναν μαρμαρωμένες στην θέση τους
Οι καρέκλες των θεατών
Και οι μάσκες των ηθοποιών.
Αυτό το παιδί ας μείνει εκεί για πάντα
Και μόνο το απαλό αεράκι να θυμίζει
Κάτι από μητρική στοργή.
Λειψά αόρατα χειροκροτήματα
Που αναδύονται από την πέτρα,
Μοναδικά σημάδια χρόνου που κυλά.
Δες πως κούρνιασε το μικρό,φοβισμένο
Στη σιωπή
Και πως μοιάζουν τα έργα ξεγυμνωμένα
Από την υποκριτική.
Ο ήλιος υποκλίνεται και χάνεται κι αυτός
Από την καλοφτιαγμένη σκηνή
Πριν περάσουν οι αιώνες σαν στιγμές
Και έρθει εκείνη η βροχή.
Το παιδί τότε ξυπνάει γέρο κομπάρσος
Με τρεμάμενη φωνή,επιθανάτια κραυγή
Της τελευταίας πράξης
Σε μια σκάρτη εποχή.

Χωρίς ανθρώπους


Η πόρτα φεύγει προς τα πίσω απαλά
Αφήνοντας ένα συρτό ήχο για καλησπέρα.
Πάνε χρόνια τώρα που μιλάει στον αέρα
Και στην απατηλή οπτασία μιας γυναίκας
Ξαπλωμένης στη γωνιά του σαλονιού.

Απόψε η βροχή θα χτυπά ζητιάνα
Και το ραγισμένο παράθυρο θα σιωπά.
Καθώς το σκοτάδι θα καλύπτει ό,τι αγαπά
Οι τοίχοι θα αναδύουν εικόνες και φωνές
Ίδιες ασπρόμαυρες κινούμενες προβολές.

Οι γάτες θα ουρλιάζουν στο ξέφωτο πάλι
Και το ραδιόφωνο θα παίζει λυπηρά .
Στην αυγή της νύχτας θα με κοιτάς πονηρά
Μα τα χέρια σου θα ξεχειλίζουν σιωπή
Και στάλες από αλμυρό νερό σε φρέσκια πληγή.

Ας μην μπω μέσα απόψε.
Ας βγω στη βροχή.

Το σπίτι που σε αγάπησα
Είναι πια άδειο.
Χωρίς ανθρώπους.
Χωρίς εσένα.

Κυριακή 28 Νοεμβρίου 2010

Μια θλιμμένη μαντόνα στη βροχή


Η νύχτα χαϊδεύει τις άκρες των δρόμων
Προλαβαίνει τις πλάτες των ανθρώπων
Ανηφορίζει προς τα κάστρα και την άνω πόλη
Και κάπου κει στρέφεται δειλά προς τη θάλασσα.

Το χάδι σου θύμιζε νύχτα σαν κι αυτή
Που μεταμόρφωνε μια πόλη σε παραμύθι
Πριν γίνει χάρτινο καραβάκι για τη λήθη.
Τώρα μένουν μόνο τα φανάρια στο μόλο
Και αυτοί οι ξεχασμένοι ψαράδες από το χρόνο.

Ο ζωγράφος της γειτονιάς μεθάει τα βράδια
Φιλάει τις θλιμμένες του μαντόνες στα σκοτάδια
Σμίγει η κραυγή του με τους στίχους μου για χάδια
Και για κείνα τα παλιά στοιχειωμένα ακρογιάλια.

Το χάδι σου θύμιζε νύχτα σαν κι αυτή
Μια θλιμμένη μαντόνα μέσα στη βροχή….

Πέμπτη 25 Νοεμβρίου 2010

Ωδή σε Εκείνους


Διογένη κυνικέ
Κι αν άναψες το λυχνάρι σου
Μες στο μεσημέρι,
Άδικα ψάχνεις.

Ανθρώπους θα βρεις
Όταν όλα τα φώτα σωπάσουν
Όταν η νύχτα ξεγυμνωθεί
Μπροστά σου.

Δίχως αστέρια νύχτα.
Δίχως φεγγάρι.

Και τότε θα είναι
Που οι άνθρωποι σαν ανάσες
Θα εμφανιστούν γύρω σου.
Φαντάσματα ίδια.

Σκιές που όμως
Πάνω τους κρατούν κόσμους
Σέρνουν ελπίδες σε ανηφόρες.
Ήρωες δίχως όνομα
Και θέση σε παραμύθια.

Σβήσε το λυχνάρι
Και πρόσμενε τη νύχτα.
Γιατί το φως
Είναι ένας πανούργος
Ψεύτης .


(Στους Αντώνη Μυκονιάτη,Νίκο Στυλιανού)

Τρίτη 9 Νοεμβρίου 2010

Δεκέμβρης 1903


Κι αν για τον έρωτά μου δεν μπορώ να πω κουβέντα,
Αν δε μιλώ για τα μαλλιά σου, για τα χείλη, για τα μάτια
Όμως το πρόσωπό σου που κρατώ μες στην ψυχή μου,
Ο ήχος της φωνής σου που κρατώ μες στο μυαλό μου,
Οι μέρες του Σεπτέμβρη που ανατέλλουν στα όνειρά μου,
Τες λέξεις και τες φράσεις μου πλάττουν και χρωματίζουν.
Είσαι όποιο θέμα κι αν παίρνω, όποιαν ιδέα κι αν λέγω.


Καβάφης Κωνσταντίνος

Δευτέρα 8 Νοεμβρίου 2010

Χωριό μες στο χιόνι



Σου μίλαγα για κείνη την ιστορία
Για κείνο το χωριό μες στο χιόνι
Που πάντα ήθελα να γράψω.
Αλλά η πορεία προς το χαρτί
Μοιάζει να βαραίνει σταδιακά
Μέρα με την μέρα.

Μες στους καπνούς από το τσιγάρο
Θυμάμαι να σου λέω μονολογώντας
Πόση θλίψη στάζει από την προωρότητα
Των πραγμάτων και των στιγμών.
Πως η ζωή είναι μια καλοστημένη απάτη
Με νικητή την απώλεια και την φθορά.

Τυλίχτηκες πιο σφιχτά στην κουβέρτα σου
Και μαζεύτηκες στην γωνιά του καναπέ.
Ένιωσα το σκοτάδι να μπαίνει στο δωμάτιο,
Να γλείφει το ταβάνι και να κυλά προς τα κάτω.
Σώσε με,θυμάμαι να ψιθύρισα μέσα μου.

Κι εσύ ξέφυγες από την γωνιά σου
Με πλησίασες και μου χαμογέλασες.
Στο πρώτο σου χάδι,το σκοτάδι τραβήχτηκε πίσω
Τρομαγμένο,δειλό,αιώνια ηττημένο.
Κι όταν με έβαλες στην αγκαλιά σου,
Αυτό χάθηκε προς τη θάλασσα,
Έπαιξε λίγο με τα κύμματα.
Ταρακούνησε το εμπορικό που άραζε
Κι έφυγε…

Πες μου για κείνο το χωριό μες στο χιόνι,
Μου είπες…
Το χιόνι έπεφτε σε μικρές νιφάδες στο χωριό
Καλύπτοντας τις στέγες και τα περβάζια των σπιτιών.
Μύριζε στον νυχτερινό αέρα έλατο
Και ξύλο σε φωτιά…

Τετάρτη 3 Νοεμβρίου 2010

Κόλαση



Η κόλαση κοιμάται στην συνήθεια
Καθώς οι σκύλοι λιμοκτονούν
Σε αυτή την πόλη
Και οι γέροι κοντοστέκονται αφηρημένοι
Στους γεμάτους δρόμους.

Όλα κυλούν πιο αργά
Καθώς φτάνουν στο τέλος
Αυτής της ξέφρενης πορείας στο πουθενά
Και στο τίποτα.

Οι φωνές μας,οι κραυγές μας
Βουλιάζουν στον λαιμό ασφυκτικές,
Σκιώδεις υπάρξεις σιωπής
Και φθοράς.
Τραγούδι υποδοχής στη νύχτα
Που απλώνει
Και στο λευκό κρασί σου
Που τελειώνει…

Τετάρτη 20 Οκτωβρίου 2010

Το πρωινό που ξέχασα να σου πω ΄΄σ’αγαπώ’’


Τα πρωινά αρχίζουν με βήχα
Που προσπαθεί να διώξει
Την δύσπνοια,
Αυτό το βάρος που πνίγει.

Η ομίχλη από κάποια όνειρα
Γίνεται σιγά σιγά πάχνη
Που πέφτει στα σεντόνια
Και στα κορμιά.
Σε λίγα λεπτά η θύμησή τους
Φεύγει,
Η μνήμη τα σκοτώνει.
Μένει μονάχα αυτή η δροσιά τους,
Τρυφερά δάκρυα αυγής.

Δεν νιώθω την ζεστή σου ανάσα
Στο λαιμό μου,
Ούτε το χέρι σου αφημένο
Εκεί κοντά στην καρδιά.
Έχει πάλι κρύο σήμερα.
Άσπρη μέρα έξω.
Θυμίζει το χλωμό πρόσωπό σου.


Σηκώνομαι βρίζοντας.

Η αιωνιότητα των πρωινών
Πέταξε ανάμεσα από
Φωνές γεμάτες οργή…
Ανάμεσα από μισοτελειωμένα τσιγάρα
Και ξεχασμένα μπουκάλια
Στο σαλόνι,
Θεατές σε μια βουβή τηλεόραση
Που μονίμως έπαιζε…

Γυμνός στέκομαι στο παράθυρο.
Η αναπνοή μου φτιάχνει σύννεφα
Στο τζάμι…
καθώς ο δρόμος κάτω γεμίζει
Δειλά δειλά από ανθρώπους.
Μια γυναίκα απέναντι μοιάζει
Να στάζει την θλίψη της
Πάνω στον καφέ που πίνει.
Ο άντρας σκάει ένα φιλί στο μέτωπο της
Και φεύγει βιαστικός.
Πόσο πόνο θα τον κέρναγε το φιλί αυτό
Για καιρό μετά
Όταν τα πρωινά του θα ήταν άδεια
Όταν η ψυχή του θα στεκόταν γυμνή
Μπροστά σε παράθυρα
Και αναμνήσεις…

Πέμπτη 14 Οκτωβρίου 2010

Μια καληνύχτα στη νύχτα


Στο τέλμα που έφτασε η τιμή σου
Γυρνάς να δεις κατά που τράβηξε πάλι
Η ψυχή σου.
Λεωφόροι από δρόμους διασταυρώνονται
Σε σένα.
Μοιάζουν να σέρνουν παλιά όνειρα,
Ίδια παιδιά πρόωρα γερασμένα.
Πάντα η ίδια βροχή θα σε συντροφεύει
Τις νύχτες που η καύτρα από το τσιγάρο
Θα θεριεύει.
Παρηγοριά δίναν οι στίχοι σου για κείνη
Μα πάνε μήνες που πέταξαν όλοι μαζί
Προς τη σελήνη.
Οι προσευχές σου ναυάγια σε μια μαύρη
Θάλασσα
Αναδύονται που και που μπροστά σου
Και ψιθυρίζουν ‘’σε άφησα’’…
Και αυτή η σιωπή που τελικά απομένει
Σε μια πόλη γυρνάει ξενιτεμένη.

Δώσε αυτό το δάκρυ στο χώμα.
Μπροστά σου ο δρόμος έχει να κεράσει πόνο
Ακόμα…
Και κάτι στιγμές τυφλές που σε προσμένουν
Γεμάτες ζωή.
Είδες,δύο στίχοι κάνουν την διαφορά.
Δύο στίχοι
Με λίγη ελπίδα μαζί…


Στην Ιωάννα

Τετάρτη 13 Οκτωβρίου 2010

Γυμνές σκιές


Το δάσος φύτρωσε μέσα
στην πόλη
μια νύχτα που ο ουρανός
έφτυνε βροχή
στα πρόσωπά μας.
Το επόμενο πρωί
μεγάλοι κορμοί
φράζαν τις πόρτες των σπιτιών.
Από τα παράθυρα
αχνόμπαινε το φως του ήλιου
παίζοντας στην αρχή
με τα κλαδιά και τα φύλλα.
Και κείνο τα αεράκι,
εκείνος ο αέρας που έβαλε μετά,
έσκιζε τα ρούχα μας,
αφήνoντας σώματα γυμνά.
Φόβος.

Μετά από μέρες
οι πρώτοι κατάφεραν να βγουν έξω.
Οι δρόμοι της πόλης αφανισμένοι
κάτω από ένα μαύρο δάσος.
Μοιάζαν οι άνθρωποι σκιές
των πελώριων δέντρων,
σκιές χαμένες,
σκιές γυμνές.

Πέμπτη 7 Οκτωβρίου 2010

Ο ήχος από ένα βιολί μέσα στη νύχτα


Δεν μπορώ πια να ξεχωρίσω
την μουσική από τους στίχους.
Τις εικόνες από τις αναμνήσεις.
Το αχνό χαμόγελο ενός κοριτσιού
από την ομίχλη στο κρεβάτι μου.

Οι μέρες κάπως έτσι είναι τώρα.

Η χλωμάδα του πρωινού
φέρνει μια ζάλη ξεγνοιασιάς.
Και η ησυχία του δειλινού
τις προσευχές μιας θάλασσας.

Δεν μιλήσαμε ποτέ για ελπίδα
γιατί ποτέ δεν το παλέψαμε.
Η δικιά μας μάχη ήταν εξαρχής
ένας παλμός ξεψυχισμένος.

Αυτό ονομάσαμε συμβιβασμός.

Αφήνω το παράθυρο ανοιχτό.
Ο κρύος αέρας σπάει λίγο
την ακινησία του δωματίου.
Αχνό κίτρινο φως δίνει ρυθμό.
Και η σκιά μου μοιάζει
να μαζεύεται,να αναδιπλώνεται,
να αλλάζει μορφές στον τοίχο.

Κάποιος φίλος είπε
πάντα είναι χειρότερα όταν ξεχνάς.
Σε αυτό επιμένουν αυτοί οι στίχοι
σε αυτό αντιστέκονται
αυτές οι γραμμές.
Καντηλάκι αναμμένο
σε ένα σκοτάδι που συνέχεια ορμά
με μανία.

Κράτα με σφιχτά
Μην κοιμηθείς πριν από μένα Ηλία...

Όχι αγάπη μου


Ο καπνός από το τσιγάρο
ανεβαίνει σιγά σιγά προς το ταβάνι
χορεύοντας.
Εκεί ψηλά κρέμεται ανάποδα κι απόψε
η ψυχή μου.

Δεν ξύπνησες ποτέ αγάπη μου..

Τρίτη 5 Οκτωβρίου 2010

Δευτέρα 27 Σεπτεμβρίου 2010

Brandenburg


Τα ζάρια πρώτα μου είπαν
Ότι η τύχη μου άλλαξε.
Τα ζάρια κι όχι ο βαρύς ουρανός
Που στάλα στάλα έριχνε
Τις πινελιές του στην κακοκεφιά..

Ο χρόνος γεράκος τρελός
Με κυρτή ξύλινη μαγκούρα
Πέρναγε τα πρωινά και μου έλεγε
Καλημέρα
Κι έπειτα χανόταν στην γωνιά
Χορεύοντας έναν παρδαλό χορό.

Κανείς δεν συμμερίζεται το κέφι σου
Τρελέ.

Oι φίλοι μου χάθηκαν στην αλλαγή
Τα σώματά τους κρέμονται καρφωμένα
Στις κεραίες των σπιτιών.
Κάποιοι γλίτωσαν αλλά κρύβονται
Ανάμεσα στο πλήθος ζητιάνοι.
Άλλοι ντύθηκαν βασιλιάδες
Και σταυρώνουν φτωχούς
Πάνω σε έρημους λόφους.

Δεν κλαίω για αυτούς που χάθηκαν
Αλλά για αυτούς που άδικα ξεχνώ.

Θύμισε μου τα πρώτα μας λόγια
Θύμισε μου τι φόραγες εκείνο το βράδυ
Τα μαλλιά σου ήταν πιασμένα πίσω
Σε μια μπλε κορδέλα.
Αυτό θυμάμαι.

Κάνει τόση ζέστη εκεί έξω
Κι όμως έχω αρχίσει πάλι να κρυώνω.
Ζεσταίνω μόνο τις σκέψεις στην καύτρα,
Γύρω από την καύτρα.
Αλλά το σώμα βυθίζεται στο ρίγος
Γιατί το σώμα σπάνια σε ακολουθεί.

Άρχισε πάλι να νυχτώνει .

Στο μπαλκόνι μου τελειώνω το τσιγάρο.
Κάτω στο πάρκο ένα ζευγάρι φιλιέται
Η γυναίκα μοιάζει να γελάει
Ή να κλαίει.

Κάποιοι στίχοι κυλούν μέσα μου
Από ένα παλιό μας ποίημα…

Χιονοστιβάδες από κορδέλες κοριτσιών
Αρχίζουν να πέφτουν στην γειτονιά.
Σε αργή κινηματογραφική κίνηση
Καλύπτουν σιγά σιγά τα πάντα.
Ανοίγω τα χέρια να τις υποδεχτώ
Μα αυτές λιώνουν πάνω μου.
Οι περαστικοί τρέχουν να κρυφτούν
Κάτω από υπόστεγα προστασίας.
Κάποιος κάνει τον σταυρό του.
Η κοπέλα τυλίγεται στην αγκαλιά
Του άντρα.
Και από κάπου άρχιζει πάλι να παίζει
Εκείνο το παλιό τραγούδι των Βeirut.

Κλείνω τα μάτια και χαμογελαστός
Σε καλωσορίζω κι απόψε…

Παρασκευή 24 Σεπτεμβρίου 2010

Το παραμύθι της Σκιάς (σύντομα στο club kolasi)


Παιδί με το αθώο, ασυννέφιαστο πρόσωπό σου και τα ανήσυχα ονειροπόλα μάτια, αν και πέρασαν χρόνια μακριά σου και της ζωής μας χώρισαν τα μονοπάτια, το γλυκό σου χαμόγελο πάντα θα χαιρετάει, το δώρο της αγάπης, το παραμύθι που ξεκινάει…Αλίκη Μέσα Στον Καθρέφτη-L. Carroll

Πέμπτη 23 Σεπτεμβρίου 2010

7


Η κοπέλα βάδιζε γυμνή στη μέση του δρόμου
τα αμάξια βροχή έκαιγαν το πρόσωπό της
και οι περαστικοί ασάλευτα σκιάχτρα
στο πεζοδρόμιο.

Τρέχω πίσω της μα μένω πάντα στο ίδιο
σκοτεινό σημείο
Τα σπίτια γέρνουν και βουλιάζουν
από πάνω μου
Σαν να είναι η σκιά μου αβάσταχτος μαγνήτης
παραμορφωμένων ειδώλων και στιγμών.

Φαίνεται στην κούφια απόπειρα διαφυγής
αυτό που είχα και λεγόταν φωνή
δείλιασε κι αυτή να φανεί στην γωνία.
Έστριψε μαζί με το 7 προς ανατολικά.

Γι'αυτό σε θαύμαζα πάντα,γι'αυτό σε λάτρευα
γιατί μόνη σου βάδιζες γυμνή ενάντια σε όλα.
Γι'αυτό κι έφυγες όταν έγινα συνήθεια
και φθορά.
Και γι'αυτό πάντα θα σε αγαπώ.
Γιατι έφυγες.

Τετάρτη 22 Σεπτεμβρίου 2010

Δευτέρα 20 Σεπτεμβρίου 2010

Σεντόνι από φύκια



Σου μιλάω πάλι.Ακούς?Σου μιλάω πάλι.
Η τσέπη άδειασε πιο γρήγορα κι απ’ότι γέμισε.
Το σπίτι καλωσορίζει με μίσος τη νύχτα
Και η πείνα μαζί με δόση ντροπής
Γεμίζει τα χαρτιά με στίχους.
Με λέξεις λυγμούς προς την απώλεια
Και την λάμια πραγματικότητα
Που σέρνει τις μέρες από τα μαλλιά
Και τυφλώνει τα μάτια και την ψυχή.

Στο χωριό τέτοια εποχή έπεφταν οι πρώτες βροχές
Και η θάλασσα άπλωνε έξω σεντόνι από φύκια
Να υποδεχτεί τους μοναχικούς επισκέπτες.
Τους ξένους μες στον τόπο τους
Που έρχονταν με τα σύννεφα κι έφευγαν
Με το σμίξιμο της γης και του ουρανού.

Στις κραυγές της πόλης ξαναγεννηθήκαμε λειψοί,
Ταξιδευτές σε αυτό που λένε ζωή και χρόνος.
Τα παραμύθια της Χαλιμάς σάπισαν στο μαξιλάρι μας
Και φύτρωσαν στην θέση τους απρόσωποι εφιάλτες.
Οι σκιές στα μάτια σου έφερναν πόνο στην ψυχή μου
Πόνο στην ψυχή μου.
Μοιάζαν με βάρκες πρόωρα ξεβρασμένες σε έρημη αμμουδιά.

Η φωνή που αγάπησες,που λάτρεψες τα βράδια εκείνα
Η φωνή που σου ψιθύριζε γλυκά παραμύθια
Με παλάτια και κρεμαστούς κήπους,
Η φωνή αυτή σε πρόδωσε χλωμό κορίτσι.

Αυτό το ποίημα με σκοτώνει στίχο στίχο
Με φέρνει πίσω στις ερειπωμένες αυλές
Και τις στοιχειωμένες θάλασσες που σε αγάπησα.
Η νύχτα έχει ακόμα τιμωρία να πουλήσει απλόχερα
Στους προδότες και στους δειλούς.
Στους ανθρώπους εκείνους που χτίζουν
Παλάτια για φυλακές.
Και σε κείνους που αγαπάνε αφού ξεχάσουν…

Παρασκευή 17 Σεπτεμβρίου 2010

Η πόλη βυθίστηκε στη σκόνη


Η μέρα έφευγε
Σε στάλες ιδρώτα
Που πότιζαν την ψυχή
Κρυφή νοσταλγία
Και θλίψη.

Οι άνθρωποι τρέχανε
Πασχίζοντας
Να πιάσουν την πνοή τους.
Μα ο αέρας της πόλης
Έμοιαζε ορκισμένος
Εκδικητής τους.

Το τραγούδι μας
Σκιά που σέρνει αίμα.
Σκιά που πασχίζει
Να φυτρώσει λουλούδια
Στο πέρασμά της.

Δες εκεί ψηλά
Άρχισαν να καίγονται
Τα βυζαντινά κάστρα
Και κάτω η θάλασσα
Έπνιξε τα πρώτα σπίτια.

Και κάπου εκεί ενδιάμεσα
Κάπου εκεί
Εσύ κι εγώ
Στον τελευταίο μας σταθμό...

Σάββατο 11 Σεπτεμβρίου 2010

Mathieu Chedid - Rendez Vous

Σ'αγαπώ

Δευτέρα 6 Σεπτεμβρίου 2010

Οι βροχές που πεθαίνουν


Ήρθε πάλι η βροχή
Σαν γλυκιά υπενθύμιση

Ψάχνω να βρω κάτι που
Έχασα
Κάτι που λεγε ότι ήταν
Δικό μου.


Δες οι άνθρωποι
Σέρνουν αλυσίδες στα πόδια τους
Στα βήματά τους.
Δεμένα πίσω τους
Τα παιδιά τους,τα όνειρά τους.

Έβαλε πάλι κρύο.


Κάπου έχασα κάτι δικό μου.
Έχασα τα χαμόγελα,
Έχασα τα δάκρυα.

Αυτά τα δάκρυα δείχνουν
Ότι είμαστε ζωντανοί.
Ναι αυτό έλεγες.

Πώς είναι να μην νιώθεις?
Μια στιγμή γαλήνης
Σε μια φουρτουνιασμένη
Θάλασσα ταραχής.

Πέρασε και χτες που λες
Η βροχή σου,
Να μου πει ένα πικρό ΄΄γεια σου’’,
Να μου πει το τραγούδι της.
Έμεινα να την κοιτάζω
Από το παράθυρο.

Και για πρώτη φορά
Δεν σκέφτηκα τίποτα.
Ούτε δάκρυα ούτε χαμόγελα.
Απλά περίμενα να κάνει
Το κομμάτι της
Και να τελειώσει.
Για πρώτη φορά
Μετά από καιρό..
Γαλήνη σε μια ταραχή.
Αντίο στερνό
Στις βροχές που μας αγάπησαν
Στις βροχές που πεθαίνουν..

Guyamas Sonora


In the hall I heard your faints falling,
your trial and my corrections made.

You have all the prayers of my loose heart.
You have all the prayers of once had gone.

No I was not there on the church stairs.
The wind in my hair fled through night's air.

Beirut

Σάββατο 4 Σεπτεμβρίου 2010

Πέμπτη 2 Σεπτεμβρίου 2010

Minor Swing


Σαν να τελειώνει
Αυτή η μουσική
Σαν να σβήνει ο ήχος της.
Μην δίνεις σημασία.
Όσο και να ουρλιάζουν
Οι καιροί
Και να σε κλωτσάνε
Οι φωνές
Μη δίνεις σημασία.
Τίποτα δεν πέθανε.
Απλά κάποια πράγματα
Τείνουν
Να σιωπούν για λίγο.
Έστω κι αν πάρει μια ζωή
Αυτό
Μαλακίες

Πέμπτη 26 Αυγούστου 2010

Ένας εφιάλτης


Τα όνειρά σου με σκοτώνουν κάθε πρωί.Ξυπνάω νεκρός πάνω στο κρεβάτι για να υποδεχτώ την καινούρια μέρα.Νόμιζα είχαν φύγει οι κόσμοι σου,αλλά το μυαλό με διαψεύδει συνέχεια.Δεν ξέρω τι τροφοδοτεί αυτή την κατάσταση ,οι τύψεις ή τα υπολείμματα μιας μεγάλης αγάπης.Ή μια αρρωστημένη παράνοια .
Στα όνειρα ποτέ δεν καπνίζω ούτε πίνω.Μόνο εδώ βήχω συνέχεια και βγάζω τον μαυρισμένο πνεύμονα από μέσα μου.Βέβαια εδώ δεν υπάρχεις ούτε κατά διάνοια κάτι μήνες τώρα.Μπορώ να σου πω και τις μέρες και τις ώρες και τα λεπτά.Εκεί όμως στα παιχνίδια του μυαλού,στους ονειρικούς κόσμους του υπάρχεις.Όταν θέλεις βέβαια.Γιατί το υποσυνείδητο ξέρει καλά κι αυτό ότι είσαι μια απώλεια,ότι δεν θα ξαναδώ το πρόσωπό σου ούτε θα σου ξαναμιλήσω πια.Κι έτσι προσαρμόζεται κι αυτό στην αρχιτεκτονική της πραγματικότητας.Είναι θλιβερό αγάπη μου,το ξέρω.Στα όνειρα υποτίθεται κάνουμε ό,τι θέλουμε.Αλλά κάποια στιγμή καταντάνε κι αυτά προεκτάσεις της σκληρής αλήθειας.Συμβιβάζονται ας πούμε.
Σε περίμενα κι εχτές το βράδυ στο παιδικό δωμάτιό σου.Ήταν σκοτεινό μέρος αλλά φώτιζαν οι παλιές φωτογραφίες σου σαν παιδί,σαν μικρό κορίτσι, πάνω στο γραφείο.Έκατσα σε μια γωνιά του μικρού κρεβατιού σου και περίμενα.Περίμενα μέχρι που κατάλαβα ότι δεν θα έρθεις.Κι όμως υπήρχε η αίσθηση της παρουσίας σου στον χώρο.Σαν να είχες κρυφτεί κάπου και να με παρακολούθαγες.Αυτή η αίσθηση,αυτή η ψευδαίσθηση μάς γερνάει όλους.Δεν πειράζει,το λιγότερο που αξίζει στους προδότες είναι η νοσταλγία.
Κι ένας εφιάλτης.


Opagase Amoka

Παρασκευή 20 Αυγούστου 2010

Leave this place


Είναι όταν κοιτάς τον χώρο
Και βλέπεις δυο εικόνες
Στην μία χαμογελάς κάπως
Θλιμμένα.
Κάπως...
Στην άλλη απλά κλείνεις τα μάτια.
Απλά...

Μην σου ξεφύγει
Η πνοή
Που φέρνει ζάλη
Και βροχή.
Ακούς?
Μην σου ξεφύγει.

Οι δρόμοι καίγονται
Στην φωτιά
Τα σπίτια γίνονται
Στάχτη
Που χορεύει στον άνεμο.
Οι άνθρωποι.
Οι άνθρωποι κρύβουν
Τα κεφάλια τους στην γη
Και ξεψυχάνε νηστικοί.

Κι εσύ τόσο μακριά.
Κι εγώ τόσο κοντά.
Νόθα παιδιά της Ψυχής
Που σέρνεται αιώνες τώρα
Στις βρώμικες γωνιές
Του κόσμου.
Που σέρνεται ψάχνοντας
Τον Έρωτα.

Τώρα ο χρόνος κοιμάται κοντά σου.
Γ αυτό
Σκέπασε τον
Και ξεχάσου στα όνειρά σου.
Ειρωνεία.

Πέμπτη 19 Αυγούστου 2010

Χιονίζει Στο Δωμάτιό Μου...


Ξυπνώ παγωμένος
Χιόνι καλύπτει τα βλέφαρα, τα χείλη μου
-«Είναι τα "σ' αγαπώ", τα "σε μισώ" που είπαμε
Και έγιναν νιφάδες»
Ψιθυρίζει το κορίτσι μου.


Bγαίνω στον εξώστη
Εκατομμύρια λέξεις στροβιλίζονται στο κενό
Κάτω από τα παγωμένα λόγια μας
Ο κόσμος κείτεται νεκρός
Στις ταράτσες των πολυκατοικιών
'Aνθρωποι αυτοπυρπολούνται
Πώς να μεταπηδήσουν σ' έναν καινούργιο κόσμο, πώς;


-«Δες!» αναφωνεί το κορίτσι μου
Ένα ελάφι στη μέση του δωματίου
Μας κοιτάζει ασάλευτο
Μ' ένα άλμα τρυπά τη νύκτα και βγαίνει στο φως.



Larry Cool

Παρασκευή 13 Αυγούστου 2010

Κάτι μήνες μετά


Η σωτηρία ξαπλώνει πάνω
Σε στιγμές,
Μικρές στιγμές,
Που καθορίζουν τα πάντα.
Η ευτυχία
Είναι η ανάμνηση τέτοιων
Στιγμών.
Και η ελπίδα είναι απλά
Μια προσδοκία τους.


Δες τι μου είπαν ένα βράδυ
Τα δέντρα και η γη.
Βράδυ που βρεχε αστέρια.
Τότε που όλοι πάλευαν
Για την δική τους ευχή.
Μην γελάς μωρό μου.
Εγώ δεν ρίχνω την ευχή μου
Σε κάτι που πεθαίνει.

Στον κήπο ανάβαμε παλιά
Μια μεγάλη φωτιά
Και στεκόμασταν αγάλματα
Γύρω της τα παιδιά.
Τώρα μείναν οι πέτρες εκεί
Σε σκάρτο κύκλο.
Κι όμως η ψυχή μου
Γυμνή
Χορεύει κάθε νύχτα
Γύρω από την άγνωστη φωτιά.
Γιατί
Καθετί που σβήνει
Υπάρχει στις σιωπές.

Ίσως εκεί απέτυχα
Ίσως εκεί σε έχασα
Στις σιωπές
Και σε τούτες τις γραμμές.
Δύο λέξεις
Που φοβόμουν
Και δειλά τις έκρυβα
Σε ποιήματα και παραμύθια.

Δύο λέξεις πολύ απλές.

Τρίτη 10 Αυγούστου 2010

Σικελικός Εσπερινός(memini)


1.
Έμεινα να κοιτάω το πρόσωπο της κοπέλας που απομακρυνόταν προς την έξοδο του μαγαζιού,πίσω από άλλα άμορφα πρόσωπα και καπνούς από τσιγάρα.Λίγο πριν φτάσει στην έξοδο γύρισε και με κοίταξε.Δεν ξαφνιάστηκα.Ήμουν σχεδόν βέβαιος ότι θα το έκανε αυτό.Στράφηκα στην παρέα μου και τους είπα ότι πάω έξω να πάρω λίγο αέρα.Η Ιωάννα θέλησε να έρθει μαζί μου για συντροφιά.
΄΄Όχι μωρό μου..Θα πάω μόνος μου..Ευχαριστώ..΄΄,της είπα και της έσκασα ένα φιλί στο μάγουλο.
Πήρα από το τραπεζάκι τα τσιγάρα μου και τράβηξα προς την πόρτα του μπαρ.Μόλις βγήκα έξω στο δρόμο,ένιωσα τον δροσερό αέρα του νησιού να με γεμίζει.Κοίταξα μεμιάς πέρα από την θάλασσα,στα μεγάλα μαύρα βουνά απέναντι,σε μια ύστατη προσπάθεια να βρω κάτι το λογικό μέσα σε όλα αυτά.Μέσα σε αυτά που είχαν προηγηθεί τις τελευταίες μέρες.Αλλά η νύχτα και το σκοτάδι της κάλυπταν τα πάντα σε αυτό το μικρό νησί του Οδυσσέα.Μόνο το Βαθύ έσπαγε την μονοτονία του μαύρου και το μοναδικό του μπαράκι δίπλα στο λιμάνι,στάθηκε μια όαση για μένα όλες τις μέρες αυτές.
Απόψε όμως κατάλαβα ότι δεν μπορούσα ούτε στο μέρος αυτό να κρυφτώ παρέα με καπνό και την αγαπημένη μου τεκίλα.Η μοίρα με ακολούθησε κι εδώ και η συνάντηση μαζί της έγινε επιτακτική ανάγκη.Δεν μπορείς να ξεφύγεις από το πεπρωμένο,είχαν πει πολύ παλιά.Χαμογέλασα στην σκέψη αυτή και άναψα τσιγάρο.
Απέναντι στα αριστερά καθόταν πάνω σε ένα παγκάκι δίπλα στο μόλο η ξανθιά κοπέλα που είδα στο μπαρ αλλά και αλλού σε αυτό το νησί.Καθόταν εκεί και με κοίταζε.Με περίμενε.Πέταξα το τσιγάρο και άρχισα να βαδίζω προς το μέρος της.Η καρδιά μου χτύπαγε πολύ δυνατά και ένιωθα το αίμα να σφυρίζει στα μελίγγια μου.
Λίγο πριν φτάσω κοντά της,τα πάντα είχαν εξαφανιστεί γύρω μου.Δεν υπήρχε ούτε Βαθύ,ούτε Ιθάκη,ούτε δρόμοι και φωτισμένα σπιτάκια,ούτε τίποτα.Μόνο ένα τείχος ομίχλης γύρω,που μας έκλεινε μέσα του εμάς τους δύο.Και κάπου στο βάθος της σκέψης,κάπου πέρα μακριά στην εσχατιά της συνείδησης,ακουγόταν ο ήχος της θάλασσας…

****
2.
Λίγες μέρες πριν καθόμουν σε μια μικρή παραλία με βότσαλα κάπου στην περιοχή του Σταυρού.Ο ήλιος χτύπαγε με μανία κι όμως ήμουν ο μόνος που καθόταν εκτός της σκιάς της ομπρέλας.Οι υπόλοιποι της παρέας ήταν αρκετά ανοιχτόχρωμοι για να μείνουν εκτεθειμένοι στον ήλιο,ενώ εγώ αντιθέτως ήμουν μαύρος σαν Άραβας όπως χαρακτηριστικά είχε πει η Ιωάννα γελώντας.Η μπλούζα τυλιγμένη με περίτεχνο τρόπο γύρω από το κεφάλι μου,ενίσχυε αυτή την εικόνα.
Κάποια στιγμή σηκώθηκαν όλοι να πάνε για μπάνιο αλλά εγώ δεν είχα όρεξη.Μάταια με τραβούσε η κοπέλα μου.Δεν ξέρω,αλλά δεν ήθελα.Ήταν και αυτό το ανεξήγητο μίσος,αυτή η απέχθεια που ένιωθα από παλιά για τις παραλίες με τα βότσαλα.Έμενα έτσι στην ξαπλώστρα μου να παρατηρώ τους άλλους να χαζοπαίζουν μέσα στην θάλασσα.Κι έτσι σε αυτή την φάση πρέπει να ψιλοαποκοιμήθηκα για λίγο.
Ξύπνησα όταν ένιωσα κάτι κρύο να τρέχει στο πρόσωπό μου.Η Ιωάννα με πείραζε αφήνοντας τα βρεγμένα μαλλιά της να στάζουν πάνω μου.Νευρίασα αλλά κρατήθηκα κι αποφάσισα να μην ξεσπάσω.
΄΄Ροχάλιζες βλάκα!Ροχάλιζες μπροστά σε όλη την παραλία!’’,είπε γελώντας και η φίλη της η Ζωή συμφώνησε κουνώντας καταφατικά το κεφάλι της.
Γύρισα την πλάτη μου σε αυτές κι έμεινα να σκέφτομαι το όνειρο που είχα δει λίγο πριν με ξυπνήσει η άλλη με τα νερά της.Δεν μπορούσα να θυμηθώ κάτι συγκεκριμένο παρά μόνο το αίσθημα λύπης και ταραχής μαζί,που με είχε πιάσει στο όνειρο αυτό.Και μια εικόνα που συνεχώς σκάλωνε στο μυαλό μου.Μια περίεργη εικόνα.
Αίμα πάνω σε άσπρα βότσαλα,σκέφτηκα.
΄΄Τι είπες?’’,με ρώτησε η Ιωάννα που ήταν δίπλα μου και διάβαζε ένα περιοδικό.
΄΄Τι είπα?’’,την ρώτησα κι εγώ,απότομα βγαλμένος από τις σκέψεις μου.
΄΄Είπες κάτι για αίμα..’’,ξαναείπε η Ιωάννα κάπως ανήσυχη.
΄΄Μπα τίποτα σημαντικό..’’,αποκρίθηκα εγώ,καταλαβαίνοντας ότι είχα πει φωναχτά τις σκέψεις μου.Και πριν προλάβει να συνεχίσει τις ερωτήσεις της,σηκώθηκα και τράβηξα προς την θάλασσα.Ναι μισώ τα βότσαλα αλλά αγαπώ το νερό.Και τώρα είχα ανάγκη από μια καλή βουτιά μέσα του.


3.
Eπιπλέω στο νερό και νιώθω το σώμα μου πιο ελαφρύ από ποτέ.Οι ανάσες σταθερές και βαθιές διαδέχονται η μία την άλλη μέχρι που νιώθω σχεδόν άυλος έτσι ξαπλωμένος καθώς είμαι στην επιφάνεια της θάλασσας.Μόνο αυτή η δύναμη υπάρχει που τραβάει ό,τι έχει απομείνει από μένα παράλληλα προς τον ουρανό.Τραβάει το είναι σε μια κατεύθυνση άγνωστη κι όμως δεν υπάρχει καμία αντίσταση από μένα.Είναι αυτή η μαγεία της έλξης που σε αιχμαλωτίζει.Κι όμως από κάτω παραμονεύει σιωπηλός ο σκοτεινός βυθός.Και μαζί του μια άλλη δύναμη,μια ισχυρότερη δύναμη που μπορεί ανά πάσα στιγμή να σε τραβήξει προς τα κάτω.Προς το σκοτάδι.Όσο ανασαίνεις αντιστέκεσαι.Όσο ανασαίνεις επιπλέεις.
Βγήκα έξω και πήγα προς την ομπρέλα μας να σκουπιστώ.Καθώς σκουπιζόμουν με την πετσέτα είδα ένα χαρτάκι που είχε κολλήσει στο πίσω μέρος της δεξιάς μου κνήμης.Το έβγαλα και το κοίταξα από κοντά.Ήταν ένα αεροπορικό εισιτήριο.Μάλλον καλύτερα,τμήμα από ένα αεροπορικό εισιτήριο.Ο τύπος λεγόταν Mr Βathborn και είχε αναχωρήσει από το Γκάτγουικ για Κεφαλονιά λίγες μέρες πριν.Μη καπνιστής.
Γαμημένοι Άγγλοι πετάνε τις μαλακίες τους μέσα στην θάλασσα,σκέφτηκα και πέταξα το εισιτήριο σε ένα κάδο για σκουπίδια λίγο πιο πέρα.
Κοίταξα τον Γιάννη και μετά τις κοπέλες.
΄΄Πάμε?Άρχισα να πεινάω…’’,τους είπα κάπως κακόκεφος.
Ο κολλητός μου γέλασε.Το ίδιο και οι άλλοι…
****
Το ίδιο βράδυ,αφού έκανα έρωτα με την Ιωάννα,σηκώθηκα ιδρωμένος και άνοιξα τα παραθυρόφυλλα που έβλεπαν από το σπίτι κάτω στο λιμάνι και στο Βαθύ.Η ανοιχτή πόρτα του δωματίου σε συνδυασμό με το ανοιχτό μεγάλο παράθυρο δημιούργησε ένα απίστευτο ρεύμα από δροσερό αεράκι.Έμεινα εκεί τελείως γυμνός να παρατηρώ την θέα μπροστά μου.Η Ιωάννα ήρθε σιγά από πίσω μου και με αγκάλιασε.
΄΄Δεν είναι φανταστικά?’’,μου ψιθύρισε στο αυτί.
΄΄Ναι …’’της αποκρίθηκα κάπως αφηρημένος.
Μετά όμως το βλέμμα μου πήγε πέρα από το λιμάνι και την θάλασσα,πέρα από τα μικρά καΐκια και στάθηκε στην απέναντι πλευρά του κόλπου.Εκεί στις βάσεις του πελώριου βουνού που δέσποζε επιβλητικό πάνω από την πρωτεύουσα του νησιού.Κοίταξα πάλι προς το μαύρο περίγραμμα της κορυφής του.
Η Ιωάννα κοίταξε κι αυτή προς τα κει και μου είπε:
΄΄Εκεί είναι η μονή των Καθαρών.Δεν φαίνεται καθαρά από δω.Μόνο το ψηλό καμπαναριό της μπορείς να δεις.Εκεί θα πάμε αύριο μωρό μου.’’,μου είπε κάπως χαρούμενη.
Πριν ακόμα πατήσω στο νησί είχα ακούσει για την μονή αυτή.Εντελώς τυχαία βέβαια.Την είχε αναφέρει ένας τύπος σε μια κοινή παρέα πριν ένα μήνα περίπου.Δεν είχε πει και πολλά πέρα από την θαυματουργή της εικόνα και τον πίνακα που φημολογείται ότι άνηκε στον Θεοτοκόπουλο.Αλλά μόλις ανέφερε την μονή αυτή ένιωσα κάτι περίεργο μέσα μου.Μια αδιόρατη ανησυχία όπως και τώρα με το όνειρο.Η μονή των Καθαρών από τότε καρφώθηκε μες στο μυαλό μου και δεν έλεγε να βγει.Κι όταν ήρθα στην Ιθάκη είχα φαγωθεί να την επισκεφτούμε.Μου ασκούσε μια παράξενη έλξη και ανήμπορος οδηγιόμουν προς τα κει.
΄΄Αυτό το μέρος με τρομάζει.Αυτό το νησί με τρομάζει’’,είπα ξαφνικά στην Ιωάννα που εξακολουθούσε να με έχει αγκαλιά.
΄΄Τι εννοείς?’’,με ρώτησε αυτή και στάθηκε μπρος μου κοιτώντας με στα μάτια.
΄΄Δεν ξέρω.Απλά με τρομάζει..’’,της είπα ψυχρά έχοντας ακόμα τα μάτια μου καρφωμένα απέναντι.
Αυτή ήρθε μπροστά μου και με παρατήρησε λιγάκι.
΄΄Είσαι περίεργος ώρες ώρες…’’,μου είπε σκεφτική και μετά συνέχισε
΄΄Αλλά μου αρέσει πολύ αυτό…’’.
Έπειτα άρχισε να με φιλά στον λαιμό και σιγά σιγά να πηγαίνει με την γλώσσα της προς τα κάτω.Έκλεισα ανακουφισμένος τα μάτια μου κι άρχισα να της χαιδεύω τα μαλλιά την στιγμή που με έπαιρνε μέσα στο στόμα της.Για λίγη ώρα η ανησυχία είχε χαθεί…


4.
Την επόμενη μέρα,λίγο πριν δύσει ο ήλιος,ξεκινήσαμε για την μονή των Καθαρών.Χρειάστηκε να περάσουμε πολλές στροφές προκειμένου να ανεβούμε στην κορυφή του βουνού.Όση ώρα ανεβαίναμε τόσο πιο πολύ με κυρίευε το αίσθημα της ανησυχίας.Σ’αυτό βοήθησε και η ζάλη που με έπιανε κοιτώντας την θέα κάτω από ψηλά.Με είχε πιάσει πάλι υψοφοβία και προσπάθησα να στρέψω το πρόσωπό μου στο βιβλίο που είχα αφήσει ανοιχτό στα πόδια μου.Πάλι καλά που οδηγούσε ο Γιάννης.
H μονή ήταν κτισμένη στην ανατολική πλευρά της κορυφής και το ψηλό καμπαναριό καμιά 30αρια μέτρα πιο δυτικά έξω από τα τείχη της μονής.Από το καμπαναριό φαινόταν από κάτω όλο το Βαθύ και γενικά όλος ο κόλπος και πιο πέρα τα αχνά βουνά της ενδοχώρας.Ανέβηκα όλα τα σκαλιά μέχρι πάνω στο καμπαναριό και κοίταξα την θέα που σαν όμορφος πίνακας ξετυλίχθηκε μπροστά μου.Ο αέρας ήταν δυνατός αλλά δεν με πείραζε.Ούτε και η υψοφοβία με ενοχλούσε πια.Λες και όλα είχαν φύγει μπροστά σε μια ήρεμη καρτερία ενός γεγονότος που ασυνείδητα η ψυχή μου ήταν αποφασισμένη να αντιμετωπίσει.
Αφού βγάλαμε όλες τις φωτογραφίες εκεί στο καμπαναριό,κινήσαμε για το μοναστήρι.Η πύλη ήταν πέτρινη και σαν μικρή καμάρα και οδηγούσε σε έναν κήπο με ελιές και θάμνους.Που και που ήταν φυτρωμένες και τριανταφυλλιές κόκκινες ή άσπρες.Μύριζε πρόσφατα ποτισμένο χώμα και απλωνόταν μια ησυχία μέσα στα τείχη,λες και δεν υπήρχε έξω ο αέρας που έγδερνε την κορυφή.
Σε μια γωνιά του κήπου ήταν ένας μοναχός ο οποίος με ένα μικρό φτυάρι έριχνε χώμα γύρω από μια τριανταφυλλιά.Οι κινήσεις του ήταν αργές και μεθοδικές με μια απίστευτη πραότητα που με εξέπληξε.Γύρισε το κεφάλι του και μας κοίταξε.Μας χαιρέτησε και ευγενικά έδειξε προς μια καρέκλα δίπλα στην πύλη.Έπειτα ατάραχος συνέχισε την προηγούμενη δουλειά του.
Η Ιωάννα πήγε προς τα κει που έδειξε ο μοναχός και γύρισε κρατώντας δύο μακριές μαύρες φούστες.
΄΄Δεν επιτρέπεται να μπούμε στην μονή με σορτσάκια και φούστες.’’,είπε προς την Ζωή και γέλασε ειρωνικά.
΄΄Εγώ πάντως δεν το φοράω αυτό!’’,είπε η Ζωή δείχνοντας την φούστα.
΄΄Καλά πάμε έξω εμείς και σας περιμένουμε οκ?Μην αργήσετε!’’,είπε η Ιωάννα φεύγοντας προς την έξοδο με την Ζωή,φανερά εκνευρισμένες.
Προχωρήσαμε με τον φίλο μου σε κάτι σκαλάκια στο τέλος του κήπου,απέναντι από την είσοδο της μονής.Ανεβήκαμε σε άλλο επίπεδο γης που μετά από λίγα μέτρα οδηγούσε στην κεντρική εκκλησία της μονής.Μπροστά από την πόρτα της εκκλησίας ήταν ένας μεγάλος πλάτανος και από κάτω του ένα ζευγάρι ξένων με 2 μεγάλα παιδιά στην ηλικία μου.Ένα αγόρι κι ένα κορίτσι.Ένας ντόπιος ξεναγός τούς εξηγούσε στα αγγλικά για την ιστορία της μονής.
Ο Γιάννης μπήκε στην εκκλησίτσα αλλά εγώ έμεινα να κοιτάζω το ξανθό κορίτσι που χάζευε ασυνήθιστα μαγεμένο τον πλάτανο.Ένας κρύος ιδρώτας άρχισε να με λούζει καθώς το αίμα άρχιζε να σφυρίζει στον κρόταφό μου.Έκανα να κινηθώ αλλά το σώμα μου δεν υπάκουε σε καμιά εντολή.Το κορίτσι αυτό,τα μάτια του τα γκριζοπράσινα,τα μάτια της,κάτι μου θύμιζαν.
Ο αέρας έγινε βαρύς και κάθε αναπνοή μια επίπονη προσπάθεια να θυμηθείς.Ο χώρος γύρω μου απόκτησε άλλο χρώμα ξαφνικά,άλλη μορφή.Τα πάντα φαίνονταν ίδια κι όμως άλλαζαν διαρκώς.Και υπήρχε αυτή η αίσθηση ότι όλα εδώ μου έμοιαζαν τόσο οικεία,τόσο γνώριμα.Το μοναστήρι,η εκκλησίτσα,ο πλάτανος,το κορίτσι.Το κορίτσι..
Το χέρι του Γιάννη που με ακούμπησε στον ώμο,με έβγαλε από τις σκέψεις μου και από την ασφυξία της στιγμής.
΄΄Είσαι καλά?’’,με ρώτησε ανήσυχος.
Του έγνεψα ναι με το κεφάλι και μπήκα στην εκκλησία.Λίγο πριν μπω πρόσεξα ότι το κορίτσι με κοίταγε το ίδιο παράξενα που την είχα κοιτάξει κι εγώ πριν.
Ο μοναχός που ήταν μέσα στην εκκλησία μάς πληροφόρησε ότι η εικόνα του Θεοτοκόπουλου ήταν στην χώρα σε μια άλλη εκκλησία αλλά μας έδειξε την εικόνα με την κοίμηση της Θεοτόκου με τα αμέτρητα τάματα πάνω της,και βάλθηκε να μας εξηγεί πόσο θαυματουργή ήταν.
΄΄Η μονή πότε κτίστηκε?’’,τον ρώτησε κάπως απότομα σε μια φάση.
΄΄Στα μέσα του 13ου αιώνα’’,μου απάντησε ήρεμα.
Και μετά άρχισε να λέει πόσο δραστήρια και γεμάτη ήταν η ζωή εδώ τα παλιά χρόνια ενώ τώρα το μοναστήρι έχει αδειάσει και έχουν απομείνει μόνο 2 καλόγεροι εκ των οποίων μόνο ένας μένει και τον χειμώνα εδώ πάνω.Βγήκα έξω.
Η οικογένεια των ξένων ήταν ακόμα εκεί και τράβαγε φωτογραφίες.Κάποια στιγμή ο ξεναγός φώναξε προς τον μεσήλικα άντρα δείχνοντάς του ότι πρέπει να φύγουν:
“Mr Bathborn is time to leave!’’
Ναι σάστισα όταν άκουσα το όνομα αυτό.Θυμήθηκα το χαρτάκι στην θάλασσα και κατάλαβα ότι ήταν το ίδιο όνομα.Η σύμπτωση αυτή με τρόμαξε.Καταλάβαινα πια ότι κάποιο παιχνίδι μού έπαιζε η μοίρα και ότι εγώ ακολουθούσα τα καπρίτσια της δίχως να μπορώ να αντιδράσω.Μονάχα μπορούσα να ελπίζω σε ένα καλό τέλος.
Το κορίτσι με τα ξανθά μαλλιά έκανε μια κίνηση ότι ήθελε να ηρεμήσει και να ξεκουραστεί λίγο πριν φύγουνε.Πράγματι δεν φαινόταν να είναι καλά και το πρόσωπό της ήταν κατάχλωμο.Την καθίσανε σε ένα παγκάκι.
Η μητέρα της την ρώταγε συνεχώς τι έχει και τι αισθάνεται και της έριχνε λίγο νερό στο μέτωπο. Αλλά το κορίτσι φαινόταν στον κόσμο του.Σε μια στιγμή έκλεισε τα μάτια της και φάνηκε να λιποθυμά.Η μητέρα της έβγαλε μια τρομαγμένη κραυγή και ο πατέρας της την έπιασε από τους ώμους κι άρχισε να της φωνάζει και να την ταρακουνά.Πήγα γρήγορα προς τα κει και τους φώναξα ότι είμαι γιατρός.Αυτοί έμειναν κάπως σαστισμένοι με την ξαφνική μου παρουσία αλλά έκαναν στην άκρη.Γρήγορα διαπίστωσα ότι η κοπέλα απλά είχε χάσει τις αισθήσεις της καθώς ανέπνεε ακόμα και είχε σφυγμό.Την ξάπλωσα απαλά στο παγκάκι και της σήκωσα ελαφρά τα πόδια για να πάει αίμα στο κεφάλι της.Παράλληλα ο πατέρας της τής έκανε αέρα.Ζήτησα μια πετσέτα μικρή και ο μοναχός που είχε βγει από την εκκλησία έτρεξε και μου έφερε.Έβρεξα την πετσέτα με νερό και της έσταξα κάμποσο στο στόμα και μετά της έβρεξα λίγο το πρόσωπο.Άρχισε να συνέρχεται και η μητέρα της έβγαλε μια φωνή ανακούφισης.Ρώτησα τους γονείς αν είχε χτυπήσει το κεφάλι της κάπου τις προηγούμενες μέρες.Αυτοί με διαβεβαίωσαν πως δεν είχε συμβεί κάτι τέτοιο.Φαίνεται η ζέστη είχε πειράξει την κοπέλα.Στράφηκα πάλι σε αυτήν.
Το κορίτσι άνοιξε τα όμορφα μάτια του και με κοίταξε κατευθείαν μέσα στην ψυχή μου.Ένιωσα πάλι να παραλύω και σίγουρα δεν ήταν επειδή μια όμορφη κοπέλα με κοίταζε έτσι.Όχι,αυτό ήταν κάτι τελείως διαφορετικό.
Πριν προλάβω να της πω κάτι,αυτή είπε με σβηστή φωνή:
“Memini…’’
Kαι αμέσως γύρισε στους γονείς της και είπε στα αγγλικά ότι θέλει να φύγει γιατί ήταν πολύ κουρασμένη.Η οικογένεια έφυγε αμέσως με τους γονείς να με ευχαριστούν άλλη μια φορά.
Ο Γιάννης ήρθε για να με συγχαρεί που ΄΄έσωσα’’ αυτό το ωραίο γκομενάκι,όπως είπε γελώντας.Δεν τον πρόσεξα και απλά κάθισα στο παγκάκι.Τι σήμαινε το memini?
Σίγουρα δεν ήταν αγγλικά.Για λατινικά μου έκανε.
Δεν συνέχισα τον συλλογισμό μου γιατί η καμπάνα άρχισε να χτυπάει.Είχε ήδη αρχίσει να χαμηλώνει το φως του ήλιου.Ο πρώτος μοναχός που είχαμε δει στον κήπο μάς πλησίασε και μας ρώτησε αν θέλουμε να μείνουμε για τον εσπερινό.Καθώς περίμενε την απάντησή μας,ο κόσμος γύρω μου άρχισε να σκοτεινιάζει απότομα γρήγορα και όλες οι μορφές άρχισαν να χάνονται στο μαύρο.Χανόμουν στο κενό και μαζί με την πτώση μου αυτή δεκάδες καμπάνες άρχισαν να ουρλιάζουν με ξέφρενο ρυθμό.Ούρλιαξα αλλά καμία κραυγή δεν βγήκε από το στόμα μου.Το πεπρωμένο και η ανάμνησή του με είχαν επιτέλους συναντήσει…

****

5.

Άνοιξα τα μάτια μου και πετάχτηκα απότομα πάνω από το κρεβάτι μου.Ο ήχος από τις καμπάνες που χτυπάγανε μανιωδώς έξω με είχε ξυπνήσει.Σηκώθηκα κι άρχισα να ντύνομαι γρήγορα.Στην αρχή πήγα να βάλω την στολή μου αλλά κάτι μέσα μου μού είπε πως ήταν πιο φρόνιμο να φορέσω κανονικά ρούχα.Το σπαθί όμως το πήρα μαζί μου.
Βγαίνοντας στον δρόμο κατάλαβα ότι κάτι πολύ άσχημο γινόταν στην πόλη του Παλέρμο.Άκουγα κραυγές οργής και πόνου αλλά έβλεπα και καπνούς από φωτιά να ξεπροβάλλουν πάνω από διάφορες συνοικίες.Στο δρομάκι που ήταν το σπίτι μου οι άνθρωποι έτρεχαν από δω κι από κει τρομαγμένοι.Κάποιοι αιμορραγούσαν καθώς τα ρούχα τους ήταν γεμάτα αίματα.
Μια γριά με πλησίασε κλαίγοντας και μου είπε ότι οι Ιταλοί είχαν επαναστατήσει και ότι σκότωναν όποιον Γάλλο έβρισκαν μπροστά τους.Κατάλαβα τι είχε γίνει και η καρδιά μου σφίχτηκε.Η επανάστασή τους είχε ξεκινήσει αλλά πολύ πιο νωρίς απ’ότι την περιμέναμε.Έσφιξα την λαβή του σπαθιού μου και σκέφτηκα να πάω στο αρχηγείο να βρω τον λόχο μου.Αλλά εκείνη την στιγμή η εικόνα της Ιουλίας ήρθε στο μυαλό μου.Μήπως κινδύνευε κι αυτή?Γρήγορα όμως έδιωξα την σκέψη αυτή αφού γνώριζα ότι το μίσος των ντόπιων ήταν στραμμένο μόνο προς τα εμάς.Και επιπλέον λίγοι πολύ λίγοι ήξεραν για την σχέση μας.
Αποφάσισα λοιπόν να φύγω από την γαλλική συνοικία που έμενα και να πάω προς το αρχηγείο μας για να δω τι θα κάνω.Από κει θα έστελνα γράμμα στην Ιουλία για να κανονίσουμε συνάντηση προκειμένου να δούμε τις επόμενες κινήσεις μας.Υπήρχε πάντα αυτός ο Σικελός καπετάνιος που είχα σώσει κάποτε από κάτι ληστές και ο οποίος μου χρώσταγε χάρη.Και πριν λίγες μέρες μού είχε μηνύσει ότι βρισκόταν πάλι στο λιμάνι.Θα μπορούσαμε να το σκάσουμε με το πλοίο του σε περίπτωση που η κατάσταση γινόταν μη αναστρέψιμη.
Έδιωξα όμως αμέσως την σκέψη αυτή και έτρεξα προς την Γαλλική Φρουρά.
Στην πορεία μου προς τα κει έπρεπε να αποφύγω πολλές φορές ομάδες από εξαγριωμένος ντόπιους από τον φόβο μήπως με αναγνωρίσουν.Επιπλέον η θέα των νεκρών συμπατριωτών μου με έκανε να δακρύζω από πόνο.Μέσα σ αυτά τα πτώματα γνώρισα και αρκετούς άντρες από τον λόχο μου…
Το κτίριο όπου στεγάζονταν το αρχηγείο είχε καεί ενώ στην είσοδό του είχαν στηθεί τρία παλούκια με τα κεφάλια τριών ανώτατων αξιωματικών.Οι καμπάνες συνέχιζαν να χτυπάνε λυσσασμένα σε έναν φρικιαστικό εσπερινό που δεν έλεγε να τελειώσει.Τα πάντα είχαν χαθεί.Μας είχαν νικήσει.
Όμως η αγαπημένη μου Ιουλία πρέπει να ζούσε ακόμα.Την σκέφτηκα να περπατάει μέσα στον μεγάλο κήπο της με τα υπέροχα μακριά ξανθά μαλλιά της να πέφτουν στους άσπρους ώμους της.Να διαβάζει κάποια από τα βιβλία της με κείνα τα μάτια που με είχαν από την αρχή κατακτήσει ολοκληρωτικά.Ένιωσα ήρεμος και ήξερα τι έπρεπε να κάνω.Δεν υπήρχε περίπτωση να επιδιώξω συνάντηση μαζί της γιατί έτσι θα έβαζα σε κίνδυνο την ζωή της.Όχι,θα έφευγα απόψε κιόλας αλλά θα της άφηνα ένα γράμμα ότι είμαι καλά και να μην ανησυχεί.
Έστειλα ένα γράμμα με έναν μικρό αφού πρώτα του έδωσα δύο χρυσά και τον έβαλα να ορκιστεί 3 φορές ότι θα παρέδιδε το γράμμα στην δεσποινίδα Ιουλία στην βίλα των Μικέλε στα προάστεια του Παλέρμο.Φίλησα το γράμμα πριν το αφήσω στα χέρια του και γύρισα αμέσως το κεφάλι αλλού για να κρύψω τα δάκρυά μου.Ο μικρός χάθηκε τρέχοντας στα σοκάκια.Την ίδια ώρα η σφαγή συνεχιζόταν σε όλη την πόλη αλλά και εκτός αυτής.Και ο θάνατος άρχισε να αγκαλιάζει όλο το νησί..
Η κραυγή ΄΄Θάνατος στους Γάλλους!’’ ακουγόταν παντού και ξεκίνησα γρήγορα προς το λιμάνι.Το πλοίο Άγιος Λίνος ήταν αγκυροβολημένο εκεί.Πιο δίπλα 2 καράβια του βασιλιά Καρόλου του Ανζού είχαν ήδη πάρει φωτιά.Σύρθηκα μες στο μαζεμένο πλήθος που φώναζε εκστατικό διάφορα απελευθερωτικά συνθήματα.Σύρθηκα μέχρι το πλοίο του παλιού μου φίλου.
΄΄Φώναξε τον καπετάνιο σου!!Είναι ανάγκη!Τον ζητάει ο Ιωσήφ Ματιέ πες του!’’,είπα φωνάζοντας προς τον ναύτη που φύλαγε σκοπιά στην είσοδο του πλοίου.Εκείνος δεν με άκουσε λόγω της φασαρίας του πλοίου κι έτσι αναγκάστηκα να του πω πάλι τα ίδια.Τελικά κατάλαβε τι ήθελα και πήγε προς το κατάστρωμα.Σε λίγο γύρισε μαζί με τον καπετάνιο του,ο οποίος όταν με αναγνώρισε με άφησε αμέσως να περάσω.Ο παλιόφιλος ο Σαλβατόρε με θυμόταν και κράτησε τον λόγο του.Θα φεύγαμε σε μία ώρα γιατί υπήρχε κίνδυνος οι επαναστάτες να αρχίσουν να ψάχνουν και τα ιταλικά πλοία.
Έμεινα λοιπόν στο κατάστρωμα και με καλυμμένο το κεφάλι μου με μαύρη κουκούλα παρατηρούσα το έξαλλο πλήθος.Δες πως αυτό το Πάσχα βάφτηκε κόκκινο,σκέφτηκα.Δες που τελικά έσφαξαν εμάς σαν αρνιά.Όμως η καρδιά μου ήταν γαλήνια γιατί ένιωθα ότι η αγαπημένη μου ζούσε και βρίσκονταν μακριά από αυτά.Και τι δεν θα έδινα για να την ξαναέβλεπα,έστω και για λίγο,αλλά ήξερα πως μακριά μου ήταν πιο ασφαλής…
Μα η μοίρα είναι σκληρή και παίζει μαζί μας άσχημα παιχνίδια.Και σαν κάποιος παράφωνας θεός να άκουσε την πρώτη φράση της ευχής μου και βάλθηκε να την εκπληρώσει με τον πιο απαίσιο τρόπο.
Γιατί λίγο πριν φύγει το πλοίο για το βασίλειο της Αχαίας που άνηκε στον βασιλιά μου κι όπου θα έβρισκα καταφύγιο προσωρινά, είδα μια γυναικεία μορφή που ήρθε γρήγορα πάνω σε ένα άσπρο άλογο και σταμάτησε μπροστά στο καράβι.Η μορφή αυτή δεν ήταν άλλη από της Ιουλίας που ξεπέζεψε κι άρχισε να φωνάζει κάνοντας νοήματα προς το κατάστρωμα.Έμεινα έκπληκτος που είχε καταφέρει να με βρει και έτρεξα στον Σαλβατόρε φωνάζοντάς του να ρίξει αμέσως την σκάλα.Αυτός όταν κατάλαβε τι είχε γίνει διέταξε να πέσει η σκάλα πάλι στο λιμάνι.
Αμέσως κατέβηκα και πήγα προς την γλυκιά μου Ιουλία παίρνοντάς την στην αγκαλιά μου.Εκείνη ξέσπασε σε κλάματα και μου φώναξε να φύγουμε αμέσως γιατί οι δικοί της την κυνηγούσαν.Πιάνοντάς την σφιχτά από το χέρι και σπρώχνοντας το πλήθος για να ανοίξω δρόμο έφτασα κοντά στο πλοίο.Αλλά τότε,ενώ μέχρι εκείνη την στιγμή ένιωθα το χέρι της ζωντανό και σφιχτό μέσα στο δικό μου,τότε το ένιωσα να χαλαρώνει απότομα.Γύρισα και την είδα να αιμορραγεί πάνω από το δεξί στήθος της.Αυτή με κοίταξε λίγο θλιμμένα πριν χάσει τις αισθήσεις της και πέσει πάνω μου ξεψυχισμένα.
Θυμάμαι την καρδιά μου να σταματάει.Για λίγο έχασα τον κόσμο γύρω μου.Ο ήχος από τις τρελές καμπάνες έπαψε να υπάρχει ενώ το πλήθος,τα πρόσωπα,όλα πάγωσαν σε μια γυάλινη ακινησία.Μόνο τα μάτια μου κινήθηκαν αργά ψάχνοντας την υπογραφή σε αυτό τον άθλιο πίνακα μπροστά μου.Βρήκα την υπογραφή στο πρόσωπου του απαίσιου ξάδερφου της Ιουλίας όπου στεκόταν λίγα μέτρα πιο πίσω της χαμογελώντας μου με κακία και ανώμαλη ικανοποίηση.Και τότε οι χτύποι της καρδιάς μου άρχισαν να ζωντανεύουν και πάλι.Και καθεμία ξεψυχισμένη ανάσα της Ιουλίας στο λαιμό μου τούς πολλαπλασίαζε κι εκείνοι δεν γέμιζαν το σώμα μου με αίμα αλλά με οργή.Κινήθηκα προς τον δολοφόνο.
Οι κινήσεις μου μέχρι να του μπήξω το σπαθί στον λαιμό μού φάνηκαν πολύ αργές,υπερβολικά αργές.Αλλά όπως μου είπε και ο Σαλβατόρε αργότερα ήμουν γρήγορος σαν τον αέρα ενώ ακατανόητα ουρλιαχτά έβγαιναν από το στόμα μου.
Καθώς ένιωθα την χαρά από το αίμα του δολοφόνου που πιτσίλαγε τα ρούχα μου και το πρόσωπό μου,ένιωσα κάποια γερά χέρια να με αρπάζουν και να με τραβούν προς τα πίσω,ενώ η Ιουλία είχε ήδη χαθεί από τα μάτια μου.Λίγο πριν χάσω τις αισθήσεις μου κοίταξα προς το γεμάτο φεγγάρι στον ουρανό.Έμοιαζε τόσο κόκκινο,σκέφτηκα.
Ήταν Μάρτιος του σωτήριου έτους 1282 μετά την Γέννηση Του Χριστού μας..
****


6.
΄΄Χαχα!Φαίνεται πως τώρα έσωσα εγώ εσένα!’’,έλεγε ο Γιάννης καθώς έσκυβε από πάνω μου και μου έριχνε μικρά χαστούκια στο πρόσωπο για να συνέλθω.
Είχα λιποθυμήσει φαίνεται στο σημείο που η κοπέλα πριν είχε κι αυτή χάσει τις αισθήσεις της.
΄΄Τι στο καλό πάθατε όλοι σήμερα και λιποθυμάτε?Τόσο πολύ σας πείραξε ο ήλιος?’’,είπε ο φίλος μου αστειευόμενος.
Σηκώθηκα από το παγκάκι και έπιασα το κεφάλι μου που με πονούσε.Μια ζάλη ακόμα με διακατείχε και δυσκολευόμουν να σηκωθώ.Τελικά τα κατάφερα και αφού αποχαιρέτησα τους μοναχούς,τράβηξα με τον Γιάννη για το αμάξι.
΄΄Οι γκόμενες θα έχουν νευριάσει άγρια με μας έξω.Αργήσαμε..’’,μου είπε ο κολλητός μου και απάντησα με ένα απλό ΄΄ναι’’.
Σκεφτόμουν το περίεργο κι όμως τόσο ζωντανό όνειρο που είχα δει όση ώρα ήμουν αναίσθητος.Σκεφτόμουν επίσης πόσο πολύ έμοιαζε η ξένη κοπέλα που είδα εδώ με αυτή του ονείρου.Η λογική μου απέρριπτε όλα αυτά σαν υπέρμετρη φαντασία του μυαλού και τίποτα άλλο,αλλά βαθιά μέσα μου άρχιζα να καταλαβαίνω τελικά το συσχετισμό όλων των γεγονότων.Υποσυνείδητα αναγνώριζα με φρίκη μια παλιά πραγματικότητα,μια παλιά ζωή,που η μοίρα και οι συγκυρίες με μεγάλη δόση μαύρου χιούμορ είχαν παρουσιάσει μπροστά μου με περίτεχνο τρόπο.Όσο με γοήτευε αυτή η αποκάλυψη άλλο τόσο με τρόμαζε γιατί κουβαλούσε μαζί της τον πόνο και την ένταση άλλης εποχής κάτι που δεν θα ήθελα να ρημάξει το παρόν μου.Αρκετά προβλήματα είχα και τώρα…
Αποφάσισα να μην πω τίποτα στα παιδιά για το ΄΄όνειρο αυτό’’ και παρακάλεσα τον Γιάννη να μην αναφέρει τίποτα και για τις λιποθυμίες μιας και δεν είχα όρεξη να με ζαλίσουν στις ερωτήσεις οι κοπέλες.
Στην πύλη περίμενε η Ιωάννα κάνοντας νευρικά ένα τσιγάρο. Μόλις μας είδε το πέταξε και το έσβησε πατώντας το.
΄΄Καλά τι κάνατε τόση ώρα??Περιμέναμε σαν τους μαλάκες εδώ έξω!’’,είπε κοιτάζοντάς με θυμωμένα.
Ο Γιάννης γύρισε το κεφάλι του προς τα μένα και χαμογέλασε πριν απαντήσει:
΄΄Έλα Ιωάννα !Αφού τον ξέρεις τον Ηλία.Ώρες ώρες τον πιάνουν τα αυτιστικά και δεν λέει να ξεκολλήσει από κάτι.’’
΄΄Δηλαδή τώρα με τι είχε κολλήσει?’’,συνέχισε αυτή δύσπιστη.
΄΄Με την Κοίμηση της Θεοτόκου’’,απάντησα κακόκεφος και μπήκα στο αμάξι.
Η Ιωάννα κατάλαβε ότι αν το συνέχιζε θα ξέσπαγα σε φωνές και έτσι το σταμάτησε.
Σε λίγη ώρα ήμασταν πάλι στο σπίτι στο Βαθύ.


7.
Το ίδιο βράδυ ο Γιάννης ήρθε στην βεράντα και κάθισε δίπλα μου που κάπνιζα.
Γύρισα και κοίταξα τον παλιόφιλο και του γέλασα.
΄΄Ευχαριστώ για σήμερα..’’,του είπα.
΄΄Σιγά ρε συ,τίποτα.’’,μου αποκρίθηκε αυτός.Παρόλα αυτά όμως φαινόταν κάπως σκεφτικός,σαν να τον απασχολούσε κάτι.
Σηκώθηκα και πήγα μέσα για να φέρω λίγο κρασί να πιούμε.
΄΄Οι άλλες έχουν λιώσει στον ύπνο ε?’’,είπα κάπως εύθυμα καθώς μας έβαζα κρασί.
΄΄Ναι..και σε καμιά ώρα θα ξυπνήσουν ορεξάτες και θα θέλουν να πάμε στο μπαράκι..’’,είπε βαριεστημένα ο Γιάννης.
Άναψα πάλι τσιγάρο.Ένα αεράκι έμπαινε από τις πυκνές φυλλωσιές που περιτριγύριζαν το μπαλκόνι και μας έφερνε δροσιά.Τα φύλλα βγάζαν αυτό τον ήχο που μοιάζει λες και σου ψιθυρίζουν λόγια,λες και σου λένε την ιστορία τους κι αυτά.
΄΄Ξέρεις γαλλικά?’’,με ρώτησε απότομα ο Γιάννης.
΄΄Όχι.Γιατί?’’,τον ρώτησα παραξενεμένος αλλά κατά βάθος μάντευα την απάντηση.
΄΄Γιατί κάτι είπες στα γαλλικά μόλις ξύπνησες εκεί στο παγκάκι.’’,μου απάντησε ο φίλος μου.
΄΄Τι είπα?’’,συνέχισα να τον ρωτάω.
΄΄Μου φαίνεται είπες J’ai vis ici.Ή κάτι τέτοιο…’’,μου απάντησε ο Γιάννης.
Και βλέποντας την απορία στο πρόσωπό μου,συνέχισε:
΄΄Που σημαίνει έχω ζήσει εδώ…’’
Ήπια από το κρασί μου και κοίταξα προς το Βαθύ.
΄΄Τι να σου πω?Δεν ξέρω πως μου ήρθε αυτό.Μπορεί να το άκουσα κάπου παλιά.’’,του απάντησα ψυχρά.Δεν ήθελα να συνεχιστεί αυτή η κουβέντα.Μου προκαλούσε μια δυσφορία και μια αμηχανία το όλο ζήτημα.
΄΄Τέσπα,πάω μέσα να ξαπλώσω λίγο.Τράβα κι εσύ για να έχεις δυνάμεις για απόψε’’,μου είπε και σηκώθηκε και μπήκε κουρασμένος στο σπίτι.
Συνέχισα το τσιγάρο μου και το κρασί για αρκετή ώρα ακόμα.Καρφωμένα τα μάτια μου στο βουνό απέναντι,προκαλούσαν την μνήμη και το παρελθόν να έρθουν και να με βρουν πάλι.Μια πόρτα είχε ανοίξει και κλείσει τόσο γρήγορα που δεν πρόλαβα να δω ολόκληρο το μυστικό της.Όλη μου η ψυχή κλώτσαγε την πόρτα αυτή να ανοίξει πάλι.Και στο τέλος τα κατάφερα…


8.
Δεν είχα κανένα σοβαρό τραύμα παρά μόνο κάτι ασήμαντες αμυχές στα χέρια.Όπως έμαθα από τον Σαλβατόρε,η Ιουλία ήταν στην καμπίνα του και την φρόντιζε ο γιατρός του πλοίου.Σηκώθηκα και ζήτησα να πάω να την δω.
Βρισκόταν στο κρεβάτι και ήταν ιδρωμένη καθώς ψηνόταν στον πυρετό.Της είχαν βγάλει τα ρούχα και είχαν δέσει την πληγή.Ήταν σκεπασμένη με ένα λεπτό άσπρο σεντόνι.Πρέπει να είχε ανήσυχο ύπνο γιατί παραμιλούσε που και που και μορφασμοί πόνου έσπαγαν το όμορφο πρόσωπό της.Κοίταξα απελπισμένος τον γιατρό.Εκείνος μου είπε ότι το τραύμα ήταν βαθύ και ότι είχε χάσει ήδη πολύ αίμα.Κάπου εκεί στην γωνία του δωματίου,έπιασε το μάτι μου το λευκό φόρεμά της που τώρα πια ήταν κατακόκκινο.
Δάγκωσα τα χείλη μου από οργή και πρέπει να μάτωσαν γιατί ο Σαλβατόρε έκανε να μου προσφέρει το μαντήλι του.Δεν του έδωσα καμία σημασία και τράβηξα προς την αγαπημένη μου που αγκομαχούσε.Έσκυψα από πάνω της και πήρα το ένα χέρι της στο δικό μου.Της το φίλησα και μετά φίλησα το μέτωπό της.Μείνε εδώ,φαίνεται να της είπα καθώς ένα δάκρυ έσταζε από το μάγουλό μου πάνω στο σεντόνι της.
Ο γιατρός μάς παρακάλεσε να φύγουμε γιατί η Ιουλία χρειαζόταν ησυχία και υπήρχε πάντα ο φόβος να επιμολυνθεί η πληγή,να κακοφορμίσει και έτσι να έχουμε ένα πολύ άσχημο τέλος.Βγήκα με τον Σαλβατόρε στην γέφυρα.
΄΄΄Σε μια βδομάδα θα είμαστε στο βασίλειο του Μοριά,εκεί θα είστε ασφαλείς.Θα την αναλάβει και κάποιος καλός γιατρός.Όλα θα πάνε καλά Ιωσήφ’’,μου είπε χτυπώντας με
φιλικά στην πλάτη ο Σάλβο.
΄΄Μακάρι’’,του είπα εγώ συννεφιασμένος ενώ παρακολουθούσα τα μακρινά πια φώτα της Σικελίας και το αχανές μαύρο πέλαγος που ξεδιπλωνόταν μπροστά μας.


9.
Πρωί πρωί σηκώθηκα και πήρα τα κλειδιά του αμαξιού.Προσπάθησα να μην με καταλάβει κανένας,κάτι που ήταν αρκετά εύκολο καθώς όλοι ήταν λιώμα από το χθεσινό μεθύσι μας στο μπαράκι.
Ξεκίνησα να οδηγάω και μόλις βγήκα από το Βαθύ πάτησα πιο κάτω το γκάζι.Ο ήλιος μόλις είχε βγει και υπήρχε αυτή η νυσταλέα ηρεμία στο περιβάλλον γύρω μου.
Πολύ το γούσταρα αυτό.
Σε δέκα λεπτά ήμουν έξω από το μοναστήρι.Η πύλη ήταν ανοιχτή και μπήκα γρήγορα μέσα χωρίς βέβαια να ελπίζω να βρω κανέναν.Δεν μπορούσα ωστόσο να αντισταθώ σε αυτή την παρόρμηση που με είχε πιάσει εκείνο το πρωινό και που μου έλεγε να πάω επειγόντως να επισκεφτώ το μοναστήρι.Έκανα να ανάψω τσιγάρο όταν διέκρινα τον ηλικιωμένο μοναχό που φρόντιζε τα λουλούδια στην πρώτη μας επίσκεψη εδώ.
Είχε ένα ποτιστήρι και ερχόταν στον κήπο.Ξαφνιάστηκε λίγο που με είδε εκεί τέτοια ώρα.
΄΄Πολύ νωρίς εδώ για έναν νεαρό σαν κι εσένα..’’,μου είπε χαμογελώντας μου καλόκαρδα.
΄΄Γέροντα πρέπει να μάθω κάτι…’’,του είπα σοβαρά και ανυπόμονα,βάζοντας το τσιγάρο πάλι στην τσέπη μου.
΄΄Πες μου γιε μου,τι συμβαίνει?’’,είπε ήρεμα ο μοναχός και κάθισε σε ένα πεζουλάκι δίπλα του.
Δεν ήθελα να εκθέσω όλη την αλήθεια στον γέρο γιατί σίγουρα δεν θα με πίστευε και θα με πέρναγε για τρελό.Έτσι του είπα μια κάπως παραλλαγμένη ιστορία που ωστόσο ταίριαζε στον σκοπό μου.
Του μίλησα για έναν πρόγονό μου από την Γαλλία,έναν πολύ παλιό πρόγονό μου που φημολογείται ότι είχε περάσει από το μοναστήρι αυτό σύμφωνα με κάτι οικογενειακά έγγραφα.Και ότι ήταν σημαντικό να μάθω για αυτόν στοιχεία καθώς ασχολιόμουν με την καταγραφή της βιογραφίας του.
΄΄΄Γέροντα είναι σημαντικό καθώς μόνο αυτό το κομμάτι της ζωής του μου λείπει.Πρέπει να μάθω αν όντως ήρθε εδώ και τι έκανε..’’,του είπα με μάτια που είμαι σίγουρος πέταγαν φωτιές.
Αυτός με κοίταξε καλά καλά με σοβαρό πρόσωπο.Μετά έσκασε ένα χαμόγελο,ανασήκωσε τους ώμους του και είπε:
΄΄Γιατί όχι?Θα βοηθήσω όπως μπορώ.Πώς τον λέγανε τον πρόγονό σου?’’
΄΄Ιωσήφ Ματιέ’’,απάντησα αμέσως και σχεδόν ξέπνοα.
Ο γέροντας φάνηκε να το σκέφτεται λίγο και μετά είπε:
΄΄Ξέρεις μου φαίνεται το έχω συναντήσει αυτό το όνομα σε κάτι αρχαία έγγραφα της μονής.Όταν ήμουν νέος συνήθιζα να τα ψάχνω αυτά και να διαβάζω τις ιστορίες τους.Έλα μαζί μου’’
Κι έτσι με οδήγησε σε ένα σπιτάκι που περνώντας το πρώτο δωμάτιό του έμπαινες σε μια πόρτα που είχε κάτι σκαλιά που σε οδηγούσανε σε ένα υπόγειο σκοτεινό και γεμάτο υγρασία.Μύριζε κλεισούρα και στους τοίχους του ήταν ράφια ξύλινα γεμάτα χαρτιά κιτρινισμένα και παλιά βιβλία.Αφού έψαξε για κάμποσο ανάμεσα στα σκονισμένα έγγραφα,τράβηξε μια στιβάδα από κάτι χαρτιά που έδεναν μεταξύ τους με λεπτό σκοινί.Έλυσε τον κόμπο και ελευθέρωσε τα φύλλα.
Έγραφε κάποιος μοναχός Γρηγόριος και ξεκίναγε από το έτος 1278.Έγραφε στα ελληνικά εκείνης της εποχής,τα οποία ο μοναχός δίπλα μου γνώριζε πολύ καλά με αποτέλεσμα να μου τα διαβάζει αμέσως μεταφρασμένα.Άρχισε λοιπόν να διαβάζει ψιθυριστά κάθε σελίδα μέχρι που έφτασε στο σημείο όπου βρήκε αυτό που έψαχνε.Τότε σταμάτησε και μου έδειξε με το χέρι του να κοιτάξω κάποιες γραμμές σε μια σελίδα.Διέκρινα μόνο το όνομα Άγιος Λίνος και μετά τον κοίταξα ικετευτικά να μου εξηγήσει.Εκείνος έβαλε τα γυαλιά του κι άρχισε με βαριά φωνή να διαβάζει:
<<Το έτος 1282 μετά την Γέννηση Του Σωτήρος,2 μέρες μετά τον εορτασμό της Ανάστασής Του,εμφανίστηκε ένα βράδυ στα ανοιχτά του νησιού το πλοίο που αργότερα θα μαθαίναμε ότι ονομαζόταν Άγιος Λίνος.Πάλευε με τον άνεμο,την βροχή και τα τεράστια κύματα για ώρες.Είχαμε δει τα φώτα του και είχαμε όλοι κατέβει στην παραλία του Σταυρού και προσευχόμασταν για την τύχη του.Τελικά με τα πρώτα φώτα της αυγής,η καταιγίδα σώπασε και το πλοίο μπόρεσε να πλησιάσει προς την ακτή.Δύο βάρκες ρίχτηκαν από αυτό και πλησίασαν στην στεριά στο σημείο που βρισκόμασταν.
Στην μία ήταν 3 άντρες και ο καπετάνιος του πλοίου που έρχονταν για εφόδια και στην άλλη μια γυναίκα που φαίνονταν τραυματισμένη και άλλοι 3 άντρες,ένας εκ των οποίων πρέπει να ήταν ο άντρας της γιατί συνέχεια τής μιλούσε και την φρόντιζε ανήσυχος.
Πήραμε την γυναίκα σε ένα φορείο και την κουβαλήσαμε πάνω στην μονή για να φροντίσουμε την πληγή της η οποία είχε ανοίξει βάφοντας κόκκινα τα βότσαλα της παραλίας.
Όπως μάθαμε από τον καπετάνιο,η γυναίκα ήταν Σικελή και ο άντρας δίπλα της ήταν ο αγαπημένος της ο οποίος ήταν Γάλλος και είχε ως θαύμα γλιτώσει από την σφαγή του Σικελικού Εσπερινού.Πήγαιναν στην Αχαΐα αλλά αναγκάστηκαν να προσαράξουν στο νησί μας λόγω του καιρού και της επιδείνωσης της υγείας της γυναίκας. Εμείς πρώτη φορά ακούγαμε για την επανάσταση αυτή στην Ιταλία αλλά τις επόμενες μέρες μάς ήρθαν κι άλλες μαρτυρίες για τον ματωμένο εσπερινό της Σικελίας.
Ο καπετάνιος ο Σαλβατόρε Μαντζιάνι έμεινε στο νησί μας για αρκετές μέρες καθώς ο αέρας δεν του επέτρεπε να φύγει.Στην διάρκεια εκείνων των ημερών η γυναίκα πέθανε αφού η πληγή της είχε κακοφορμίσει άσχημα.Καμία από τις προσπάθειές μας δεν είχε απτέλεσμα.Εν τω μεταξύ ο Γάλλος αξιωματικός που είχε βαφτιστεί ορθόδοξος λίγο μετά αφού πάτησε στην μονή μας,ζήτησε από τον ηγούμενο της μονής η αγαπημένη του να θαφτεί μέσα στο μοναστήρι.Κι έτσι έγινε.Η δεσποινίδα Ιουλία των Μικέλε θάφτηκε με όλες τις τιμές στο κέντρο του κήπου της μονής,εκεί που αργότερα φύτρωσε εκείνος ο πλάτανος και χτίστηκε η νέα εκκλησία της Θεοτόκου…
Ο Γάλλος αξιωματικός έμεινε στη μονή μας όπου χρήστηκε αργότερα αδερφός μας και μοναχός της μονής.Λεγόταν Ιωσήφ Ματιέ και ήταν ο πρώτος αλλόθρησκος μέχρι τότε που βαφτιζόταν και γινόταν αδερφός μας.Έζησε ήσυχα και σιωπηλά για άλλα δέκα χρόνια μέχρι που ο Κύριος τον κάλεσε στην Βασιλεία του ένα βράδυ στον ύπνο του.Έφυγε ήσυχα όπως είχε ζήσει εδώ.
Τα κόκαλά του μεταφέρθηκαν στο χώμα δίπλα από εκείνο που θάφτηκε η αγαπημένη του.Ο Θεός ας αναπαύσει την ψυχή του…>>

Ο γέροντας τελείωσε την ανάγνωση και με κοίταξε.
΄΄Δεν το ήξερα ότι ο πρόγονός σου ήταν ένας από τους πρώτους μοναχούς εδώ!’’,είπε έκπληκτος.
΄΄Ναι..’’έκανα αφηρημένος καθώς όλη την ώρα που διάβαζε ο μοναχός,οι εικόνες επέστρεφαν μέσα μου ολοζώντανες.
΄΄Πάτερ με συγχωρείς έχω ανάγκη από λίγο αέρα’’,του είπα μετά από λίγο και ανέβηκα έξω στον κήπο.
Μα όταν βγήκα έξω δεν στάθηκα να πάρω αέρα αλλά αμέσως τα βήματά μου με οδήγησαν ανεπαίσθητα προς τα δωμάτια των μοναχών που τώρα πια ήταν άδεια.
Ο μοναχός πίσω μου,είχε μείνει να με κοιτάζει καθώς ανοιγόκλεινα τις πόρτες διάφορων κελιών.Πρέπει να ήμουνα ένα τρελό θέαμα.
Σε ένα κελί η καρδιά μου σταμάτησε.Έκανα πέρα τον ιστό της αράχνης που μου έφραζε τον δρόμο και μπήκα μέσα.Τα μάτια μου σταμάτησαν στην σκοτεινή γωνία που ήταν ένα μικρό κρεβάτι.Πήγα προς τα κει και το έκανα πέρα αποκαλύπτοντας τον τοίχο πίσω του.Έβγαλα τον αναπτήρα μου και φώτισα ένα συγκεκριμένο σημείο στον τοίχο.Εκεί βαθιά χαραγμένα ήταν δύο αρχικά γράμματα : J J
Γύρισα δακρυσμένος στον μοναχό που είχε έρθει πλάι μου και του είπα με συγκίνηση:
“Juliette et Joseph!’’

****
10.
Το παρελθόν με είχε βρει και ζητούσε να μου πει την ιστορία του σε αυτό το μικρό νησί του Οδυσσέα.Κι εγώ,ενώ στην αρχή αρνιόμουν πεισματικά να το ακούσω,τώρα είχα δεχτεί την θέλησή του και είχα κάτσει να το ακούσω.Οι αποκαλύψεις ήταν τρομαχτικές,ήταν τόσο φανταστικές που ούτε σε κάποιον τρίτο τολμούσα να τις πω.Περίμενα στωικά την συνέχεια αυτής της βροχής από αναμνήσεις μιας άλλης ζωής,περίμενα μέχρι επιτέλους να σωπάσει.
Εκείνο το τελευταίο βράδυ στο μπαρ,το τελευταίο βράδυ στο νησί,η ψυχή μου ήξερε ότι την περίμενε και κάτι άλλο ακόμα.Οι λογαριασμοί είχαν μείνει ανοιχτοί και δεν μπορούσα να φύγω έτσι.
Είδα την ξανθιά κοπέλα κάπου στο βάθος του μπαρ,ανάμεσα σε άλλα κεφάλια.Με είδε κι αυτή.Ιουλία,σκέφτηκα από μέσα μου και ένιωσα ένα ρίγος να με διαπερνά.
Έμεινα να κοιτάω το πρόσωπο της κοπέλας που απομακρύνονταν προς της έξοδο του μαγαζιού,πίσω από άλλα άμορφα πρόσωπα και καπνούς από τσιγάρα.Λίγο πριν φτάσει στην έξοδο γύρισε και με κοίταξε.Δεν ξαφνιάστηκα.Ήμουν σχεδόν βέβαιος ότι θα το έκανε αυτό.Στράφηκα στην παρέα μου και τους είπα ότι πάω έξω να πάρω λίγο αέρα…

11.
Δεν θυμάμαι σε ποια γλώσσα μιλήσαμε εκείνο το βράδυ.Μπορεί στα λατινικά,μπορεί πάλι στα γαλλικά ή τα αγγλικά.Πολύ πιθανόν είναι να μην χρησιμοποιήσαμε σχεδόν καθόλου λέξεις και απλά με τα μάτια,τους καθρέπτες της ψυχής,να τα είπαμε όλα.
Έμοιαζε λες και είχαμε βρεθεί ξαφνικά σε μια ονειρική δίνη και μοιραζόμασταν τα πάθη της και τις αγωνίες της.Εκεί για λίγες στιγμές ήμασταν 2 παλιοί εραστές που είχαν χωρίσει άδοξα κάποτε αλλά ξαναβρέθηκαν μετά από χρόνια,μετά από αιώνες στο ίδιο μέρος.Το πεπρωμένο μάς είχε οδηγήσει εκεί και πρόσταζε να το αντιμετωπίσουμε.Και αυτό κάναμε…
Η μνήμη μου διατηρεί αχνά τον διάλογο,εσωτερικό ή εξωτερικό,που έκανα τότε με την παλιά μου αγαπημένη.

****
Ιουλία,αγαπημένη μου δες πως η ευχή μας μάς έφερε πάλι κοντά..,θυμάμαι να είπα καθώς της χάιδευα τα μαλλιά και καθόμουν δίπλα της.Εκείνη μού χαμογέλασε και με φίλησε απαλά στο στόμα.
Ιωσήφ είναι όλα τόσο ίδια κι όμως τόσο μακρινά,μου είπε με δάκρυα στα μάτια.
Νικήσαμε τον χρόνο αγάπη μου,νικήσαμε την φθορά.Οι ψυχές μας είναι αθάνατες,η αγάπη μας είναι αθάνατη.Μην φοβάσαι πια.,της είπα και την έσφιξα πιο πολύ στην αγκαλιά μου.
Μείναμε έτσι για κάμποση ώρα,αγκαλιασμένοι με την Ιουλία να έχει το κεφάλι της ακουμπισμένο στον ώμο μου,καθώς η θάλασσα μάς έλεγε αρχαίες ιστορίες από τα χρόνια μας στην Σικελία,από τα ωραία μας χρόνια εκεί.
Mα το παρόν,το τώρα ,πάντα σε τραβάει από το παρελθόν και την παγίδα του.Κι έτσι αφού οι ψυχές μας οι παλιές χαρήκαν και ηρέμησαν από το αντάμωμά τους,ξύπνησαν σαν από όνειρο οι νέες μας ζωές και το αγκάλιασμα χαλάρωσε μέχρι που έμεινα να κοιτάω αμήχανα την κοπέλα δίπλα μου,όπως άλλωστε κι αυτή το ίδιο.Το παρελθόν είχε κάνει τον κύκλο του,το πεπρωμένο είχε εκπληρωθεί και τώρα δεν υπήρχε παρά παρόν και μέλλον.
Ξανά τα πράγματα γύρω μου άρχισαν να παίρνουν πάλι συγκεκριμένη μορφή.Η ομίχλη χάθηκε και αμέσως εμφανίστηκε το Βαθύ και το λιμάνι του.Το βουνό απέναντι σταμάτησε να μου προκαλεί φόβο και ένιωθα μια ανακούφιση μέσα μου που όμοιά της δεν είχα ξαναδοκιμάσει.Η πόρτα είχε κλείσει κι επιστρέφαμε στις τωρινές μας ζωές.
Άναψα τσιγάρο και τράβηξα μία γερή.Το κορίτσι δίπλα μου μού ζήτησε στα αγγλικά να κάνει μια τζούρα.Χαμογέλασα και της έδωσα.
Μετά από λίγο μου γέλασε ,μου έσκασε ένα φιλί στο μάγουλο και μου είπε :
“Now I must go…See you one day..’’,και σηκώθηκε και τράβηξε σιγά σιγά προς το μπαρ περπατώντας σαν να είχε μόλις βγει από βαθύ ύπνο.
΄΄Ιn an other life again…’’,πρόλαβα να πω πριν χαθεί μες στο μπαρ.
Ένιωθα τεράστια δίψα κι όρεξη για σκόρπισμα με τεκίλα.Τελείωσα το τσιγάρο και κίνησα κι εγώ για το Muppet Bar.Mέσα διέκρινα το όμορφο πρόσωπο της Ιωάννας να μου χαμογελά.Ήταν υπέροχη μέσα στο μαύρο κοντό φορεματάκι της.Έπιασα τον σερβιτόρο και του είπα να μου φέρει μια σκέτη λευκή τεκίλα.
Ο Γιάννης με ρώτησε τι στον διάολο έκανα τόση ώρα έξω και αν είμαι γενικά καλά.
΄΄Ηρέμησε Σάλβο!’’,άκουσα τον εαυτό μου να του λέει.Χαμογέλασα μπροστά στις παραξενεμένες φάτσες όλων τους και άρπαξα το ποτήρι με την τεκίλα που μου έφερνε ο σερβιτόρος.Έχοντας στην αγκαλιά μου την Ιωάννα,σήκωσα το ποτήρι στον αέρα και είπα φωναχτά:
΄΄Στην υγειά μας!!’’.


(Στον Θοδωρή,την Ιωάννα,τον Γιάννη,την Ζωή,την Θωμαή,στον Παναγιώτη και τον Τασούλη)
(Στην Άννα Ζαντ.)

Τετάρτη 4 Αυγούστου 2010

Ένα άσχημο ποίημα



Νιώθεις το σώμα σου να φεύγει
Κατά κει
Που τα κύματα το πάνε.
Σώμα και ψυχή ένα
Και αυτή η αόρατη
Η δυνατή έλξη.
Λες να μοιάζει
Κι ο θάνατος έτσι?

Λες η ζωή να μοιάζει έτσι?
Βαθιές ήρεμες ανάσες
Για να μείνεις στην επιφάνεια
Μέχρι το τέλος.

Δες ο ήλιος πάνω
Με γδέρνει
Ευλαβικά μου θυμίζει
Να κλείσω τα μάτια.

Ιωάννα ο πόνος σου
Είναι ο πόνος όλων μας.
Τίποτα δεν είναι
Προνόμιο μοναδικό
Του καθενός.
Πανανθρώπινη πνοή
Σε ένα σώμα.

Συγχώρα με καρδιά μου
Πάλι δεν σε άκουσα
Κι έπαιξα.Κι έχασα.
Δεν έπρεπε κι εσύ
Να έρθεις
Δίπλα μου απόψε.
Δεν σε περίμενα.
Κι έχασα.

Ναι η αλήθεια ήταν αυτή
Μην ψάχνεις θεωρίες
Σε άστρα
Που πέθαναν καιρό τώρα.
Το φως τους είναι ένα
Ψέμα
Μια απατηλή οπτασία.

Δεν σε περίμενα απόψε.
Η σκιά σου με πληγώνει
Νιώθω να πνίγομαι
Και τις ανάσες να μην βγαίνουν.

Ήθελα να γράψω ένα
Όμορφο παραμυθάκι απόψε.
Αντί για αυτό
Να άλλο ένα ποίημα
Στην σιωπή σου.
Ένα άσχημο
Και κακογραμμένο
Ποίημα

Δευτέρα 26 Ιουλίου 2010

H κόλαση μέσα μου


Eίμαι εκεί πάνω στον βράχο και τα κύματα σκάνε πάνω μου συνέχεια,με ολοένα αυξανόμενη ένταση και δύναμη.
Είμαι όμως ασάλευτος και παλεύω να μείνω έτσι.Κρατάω πεισματικά ανοιχτά τα μάτια μου κι έχω τα χέρια μου απλωμένα
σε μια αόρατη αγκαλιά που προσπαθεί να χωρέσει μέσα της όλη την θάλασσα μπροστά μου.Ο ήλιος έχει μόλις δύσει και
το σκοτάδι απλώνεται σιγά σιγά.Παίζει να έχει γεμάτο φεγγάρι απόψε.Για μια στιγμή κοιτάω προς τα πίσω μου να δω
ποιο μονοπάτι με έφερε προς τα εδώ,προς το χείλος της αβύσσου και της καταστροφής.Προς το σημείο της φθοράς και της
αφθαρσίας.Μα δεν βλέπω κανένα μονοπάτι και το μυαλό μου δεν μπορεί να σκεφτεί πια,δεν μπορεί να θυμηθεί.Μέσα του
υπάρχει μόνο πείσμα και επιμονή.Είμαι ένα με τον βράχο.

Παρασκευή 23 Ιουλίου 2010

Λίγο πριν χτυπήσει το κουδούνι




Έκανα μια βουτιά στα παγωμένα νερά της θάλασσας να νιώσω λίγο.Να ξυπνήσω λίγο.Είναι περίπου 7 το πρωί.Ο πατέρας μου έφυγε πριν από λίγο για το χασάπικο.Τον παρατηρούσα καθώς έπινε αργά τον καφέ του,λίγο πριν φύγει.Γέρασε κι αυτός.Γέρασε και το πάλαι ποτέ πρότυπό μου,αυτό που πάντα νόμιζα ότι είχε δίκαιο σε όλα.Δεν σε κατηγορώ πατέρα,απλά με τον χρόνο όλοι έτσι καταλήγουμε.Και καταλαβαίνουμε ότι κανείς δεν έχει δίκαιο σε όλα και κανείς δεν είναι τελικά το ιδανικό και το απόλυτο είδωλο.
Στα μάτια ενός παιδιού όλα μοιάζουν όμορφα,ιδανικά πλασμένα.Αλλά μεγαλώνοντας οι επιλογές και οι καθημερινότητες,οι συναλλαγές με άλλους,σε αλλάζουν.Σου γκρεμίζουν πρότυπα αλλά και σου δημιουργούν άλλα.Απλά άμα είσαι λίγο μάγκας και λίγο έξυπνος,εν τέλει δεν πιστεύεις στα είδωλα.Διαλέγεις το κομμάτι που σου ταιριάζει καλύτερα από όλο αυτό το πάνθεον και φτιάχνεις την δική σου ιστορία.Και αν είσαι ακόμα πιο έξυπνος δεν πιστεύεις καν την δική σου ιστορία.Γιατί απλά κι αυτή δεν είναι καν δική σου.Δεν πιστεύεις σε τίποτα.Απλά ζεις.Δύσκολο πολύ όμως αυτό.Και όποιος λέει ότι το έχει πετύχει είναι είτε τρελός είτε μεγάλος υποκριτής.Κι από αυτούς έχουμε όλοι πήξει.Οπότε ας πάνε να γαμηθούνε.
Ο πατέρας μου μού έκανε ένα δώρο όταν έγινα 6 χρονών.Ήταν ένα μικρό βιβλίο που λεγόταν ‘’Μια φορά κι έναν καιρό’’.Ήταν το πρώτο μου βιβλίο και για αυτό θυμάμαι είχα γράψει πάνω την ημερομηνία που μου το είχε χαρίσει.Ήταν παραμύθι αλλά ένα περίεργο παραμύθι.Δεν μπορούσα να το καταλάβω,ήταν κάπως σκοτείνο και το τέλος του δεν μου φάνηκε για καλό.Ωστόσο υποσχέθηκα στον εαυτό μου να το διαβάσω όταν μεγάλω να κάπως.Πίστευα τότε πως οι μεγάλοι τα ξέρουν όλα,τα καταλαβαίνουν όλα.Να άλλη μια μαλακία που όταν μεγάλωσα διαπίστωσα ότι δεν ισχύει καθόλου.
Ο γέρος έβγαινε με την ψαρόβαρκά του να μαζέψει τα δίχτυα.Έσκιζε η βάρκα του την ήρεμη θάλασσα και εγώ έμεινα να επιπλέω με κλειστά τα μάτια προσπαθώντας να σκεφτώ αυτή την εικόνα που είδα.Την εικόνα χωρίς λέξεις.Μα να οι λέξεις με πρόδωσαν και μπήκαν στο μυαλό μου κι από κει στο χαρτί.Οι λέξεις πάντα σε προδίδουν γιατί ποτέ δεν είναι αρκετές για να ντύσεις την σκέψη σου,γιατί ποτέ δεν είναι αντάξιες των περιστάσεων και γιατί πάντα επιμένουν όμως να εμφανίζονται.Οι καλύτεροι ποιητές είναι αυτοί που δεν κατάφεραν να γράψουν ούτε έναν στίχο.Οι καλύτεροι παραμυθάδες είναι εκείνοι που δεν τόλμησαν ποτέ να πουν ένα παραμύθι.Τα καλύτερα ποιήματα είναι αυτά που δεν ειπώθηκαν ποτέ.Αυτό το τελευταίο μού φαίνεται το έχουν ξαναπεί.
Αυτές οι μέρες κυλάνε έτσι.Κάπως μονότονα,ήρεμα.Μου αρέσει όμως γιατί είμαι σχετικά μακριά από τον πολύ κόσμο.Από τις παραλίες τους τις μεγάλες,από τα γεμάτα μπαράκια τους,από τα χαζοπάρτι τους.Είμαι εγώ,η θάλασσα και ο ουρανός.Α ναι και αυτός ο ήλιος.Ταξίδεψα μέρες και γύρισα στο καταφύγιό μου πάλι.Κουβεντιάζω πολύ καλά με τον εαυτό μου και ταξιδεύοντας αλλά και εδώ ηρεμώντας.Κι αυτό είναι κάτι καλό αρκεί να μην σε σπρώχνει προς την τρέλα και την αυτοκτονία ώρες ώρες.
Σε αυτό το μέρος την είχα φέρει παλιά.Λάθος μου το ξέρω.Δεν σέρνεις την αγάπη σου στο μέρος όπου είναι η ιαματική πηγή για όλα τα πάθη σου.Είναι σαν να στιλατεύεις κάτι ιερό.Γιατί όταν η αγάπη φύγει μένουν οι αναμνήσεις και είναι σαν περιττώματα σε ένα καταπράσινο δικό σου λιβάδι.Οι αναμνήσεις σε κυνηγάνε ανελέητα παντού,όχι όμως και στο δικό σου προσωπικό καταφύγιο.Απλά μπαίνεις μέσα και κλείνεις την πόρτα πίσω σου.Λοιπόν εγώ έκανα το λάθος να αφήσω την πόρτα ανοιχτη για να μπει η αγάπη μέσα και να τα διαλύσει όλα.Ήταν μεταμφιεσμένη φίλε μου.Ύπουλη όπως πάντα.
Αλλά τελικά η μαγεία και η δύναμη αυτού του μέρους-καταφύγιου είναι ότι καταφέρνει εν τέλει να γιατρέψει και να εξαλείψει και το μίασμα.Τα περιττώματα της αγάπης καλύφτηκαν από χορτάρι και κόκκινες παπαρούνες κι έτσι ανασαίνω πάλι ελεύθερος.Ο τρόμος και ο ιδρώτας που με έπιανε συχνά παλιά,τώρα έχει περιοριστεί κατά πολύ.Περιορίζω την σκέψη και αυτό προάγει τον καλύτερο εσωτερικό διάλογο που οδηγεί σε μια γλυκιά ηρεμία…
Η γυναίκα δίπλα έχει 2 μικρά παιδάκια που είναι όλο χαρά και φασαρία.Επίσης έχει και καρκίνο στο κεφάλι.Η γιαγιά με δάκρυα στα μάτια μού είπε ότι οι μέρες της είναι μετρημένες.Κι όμως η γυναίκα αυτή δεν δείχνει να φοβάται ή να είναι λυπημένη.Δείχνει να έχει μια απολύτως φυσιολογική ζωή.Τώρα βέβαια κανείς δεν ξέρει αν τα βράδια κλαίει στο κρεβάτι της ή κάπου απόμερα.Και κανείς δεν μπορεί να ορίσει τι είναι φυσιολογική ζωή.Θα έλεγα ότι ο καθένας έχει την δική του ΄΄φυσιολογική΄΄ αντίδραση στα διάφορα δεινά που του παρουσιάζονται.Οι ήρωες ξεχωρίζουν επειδή η δική τους φυσιολογική αντίδραση είναι συνήθως τρελή για τους πιο πολλούς.
Οι δικοί μου ήρωες ήταν παλιά ιππότες,βασιλιάδες,στρατηγοί και ..ποδοσφαιριστές.Τώρα είναι άλλοι.Αυτοί οι ξένοι,αυτοί οι απλοί που ποτέ δεν χρειάστηκε να σκοτώσουν κανέναν παρά μόνο τον εαυτό τους όταν έβλεπαν ότι δεν τους άντεχε ο κόσμος και τα πράγματα γύρω τους.Είναι καθημερινοί άνθρωποι που απλά τόλμησαν να που το αυτονόητο με τις αληθινές λέξεις,απογυμνωμένες από διάφορα φορέματα.Το γυμνό πάντα είναι ωραίο και πάντα αθώο.Δεν προκαλεί παρά μόνο τα μάτια των υποκριτών και των δειλών.
Σε αυτούς τους ήρωες τους δικούς μου ανήκει ο γέρο Τσαρλς,ο τραγικός Φερνάντο,ο παλαβιάρης Σκαρίμπας,ο οργισμένος Κέιβ και διάφοροι άλλοι.Σ αυτούς ανήκει,ναι, και ο πατέρας μου και η μάνα μου που ξημεροβραδιάζονται στο χασάπικο για λίγα φράγκα προκειμένου να μορφώσουν τα παιδιά τους,που θυσιάζουν τα καλοκαίρια τους και τα όμορφα βράδια τους πάνω από λογαριασμούς και κουτσουρεμένους μισθούς.Στους ήρωές μου ανήκει εκείνος ο γέρος με τα μακριά μαλλιά και τα άσπρα μούσια που δουλεύει όλη την μέρα στον περιπτερά κάτω από το σπίτι μου,που κουβαλάει όλη μέρα νερά και κουτιά αναψυκτικά με αντάλλαγμα ένα κρύο σάντουιτς και μια μπύρα.Και που ποτέ δεν βλέπω το πρόσωπό του λυπημένο και κουρασμένο.Ένας σύγχρονος Ζορμπάς που ποτέ δεν θα διαβάσουν γι’αυτόν καθωσπρέπει κυρίες και κύριοι δίπλα από μια κυριλέ πισίνα καθώς θα πίνουν το δροσιστικό μοχίτο τους.
Ο δικός μου ήρωας είναι ο λαχειοπώλης ο Νίκος που γυρνάει σε όλους τους δρόμους της πόλης πάντα με το όμορφο χαμόγελό του και δεν πουλάει μόνο λαχεία αλλά και μια αισιοδοξία που μας χρειάζεται αυτούς τους καιρούς.Είναι η Ιζαμπέλα και η Άννα που ήρθαν από μακριά για εδώ,για το όνειρό τους,και που παρόλα τα σκατά που τους κέρασαν,παρόλη την τρύπα που χορεύουν κάθε βράδυ ξεγυμνώνοντας το κορμί τους μπροστά σε σάπια αντρικά βλέμματα,παρόλα αυτά μου μίλαγαν για τα όνειρά τους ένα ήρεμο βράδυ σε μια παραλία της Λευκάδας.
Βλέπεις Φερνάντο,δεν είναι κακό να έχεις όνειρα.Το θέμα είναι να τα κρατάς ακόμα κι όταν οι άλλοι τα φτύνουν και στα σκοτώνουν.Ακόμα κι όταν εσύ ο ίδιος κατουράς πάνω τους.Τα όνειρα ποτέ δεν έβλαψαν κανέναν.Μόνο τους μεγάλους.
Έλεγα με τα παιδιά,έλεγα με την παλιοπαρέα πόσο χαμηλά έχει πέσει αυτή η κοινωνία.Πόσο καταρρέει κάτω από το βάρος της διαφθοράς,της μεγαλομανίας και της ηλιθιότητας.Δεν γουστάρω να γράφω για πολιτική και για οικονομία.Έγραφα πάντοτε παραμύθια για τον εαυτό μου και για τις γυναίκες που κατά καιρούς αγάπησα.Αλλά οι άνθρωποι αλλάζουν.Τους αλλάζουν.Και δεν μπορώ να μην πω αυτό που βλέπω,αυτό που αισθάνομαι συνεχώς αυτές τις μέρες.
Τα πράγματα έχουν αγριέψει.Η κοινωνία έχει αγριέψει.Έχει συσσωρευτεί μια οργή εδώ και χρόνια που φοβάμαι σύντομα θα ξεσπάσει.Που πρέπει να ξεσπάσει.Το θέμα είναι πάνω σε ποιον.
Τα χρέη,τα λεφτά και οι μισθοί που όλο και λιγοστεύουν,οι νέοι που δεν βρίσκουν δουλειά,οι νέοι που εργάζονται όλο και πιο μικροί για ένα φράγκο,οι νέοι που ψάχνουν την επανάστασή τους.Η ξεπουλημένη γενιά του Πολυτεχνείου που κυκλοφορεί με μερσεντές,σακάκια και μαύρους χαρτοφύλακες,που έθρεψε τα παιδιά της με βιντεοπαιχνίδια και τηλεόραση,που τα έκανε μαριονέτες στα χέρια της.Όλα αυτά ψάχνουν τον δρόμο τους προς την σύγκρουση και την κάθαρση.Και ο καιρός φτάνει γιατί ο κόσμος άρχισε να πεινάει.Και ο άνθρωπος σαν ζώο που είναι,όταν πεινάσει αντιδρά βίαια,ξυπνά για να βρει την τροφή του,αυτούς που του την στέρησαν,που του την έκλεψαν.
Η όλη φάση μου θυμίζει παιδάκια του δημοτικού.Ο ταμίας μας και ο πρόεδρος της τάξης είναι δύο καλά βουτηρόπαιδα με γυαλάκια και πόλο μ πλουζάκια που ταυτόχρονα είναι και οι πιο καλοί μαθητές.Τους βγάλαμε γιατί πιστέψαμε ότι εξαιτίας της σωστής μόρφωσής τους από το σπίτι θα ξέρουν κάτι παραπάνω για να κάνουν κάτι για την τάξη.Για να μαζέψουν κανένα λεφτό για τίποτα αφίσες και εκδρομές.Τους βγάλαμε γιατί μας επηρρέασε και η δασκάλα αλλά και γιατί είναι και τα αγαπημένα παιδιά της δασκάλας,οπότε θα μπορέσουν να αποσπάσουν κάποια ευνοικα ναι για μας από αυτήν.
Αλλά οι εκδρομές δεν ήρθαν ποτέ,ούτε οι αφίσες.Τα λεφτά που δίναμε είπαν πως τα έχασαν.Αλλά εγώ για να τα μαζέψω δεν έτρωγα το κουλούρι μου για μέρες,ενώ αυτή συνέχισαν και μετά την απώλεια να τρώνε το burger τους με τον χυμό πορτοκάλι δίπλα τους.Η δασκάλα έκανε τα στραβά μάτια γιατί δεν τολμούσε να κατηγορήσει τα καλά αυτά παιδιά ανοιχτά.Αλλά γιατί ίσως και επειδή το νέο της βραχιόλι να ήταν ένα μικρό δωράκι από αυτά.
Και οκ το χειρότερο δεν είναι αυτό.Το χειρότερο είναι ότι μια μέρα τα παιδιά αυτά έρχονται και μας λένε ότι χρωστάμε κι από πάνω κι ότι για το καλό της τάξης πρέπει να πληρώσουμε κι άλλα λεφτά σε αυτούς.Και προσέξτε,προσέξτε,εδώ συμφωνεί η δασκάλα...
Η οργή ξεχειλίζει από μέσα μου καθώς νιώθω το στομάχι μου να γουργουρίζει σαν γάτα και καθώς σκέφτομαι και τα επόμενα χαμένα κουλουράκια μου.Βγάζω τα κέρματα από την τσέπη μου και τα κοιτώ.Μετά κοιτώ τα ροδαλά μαγουλάκια του προέδρου και του ταμία μας.Μετά σκέτομαι το θυμωμένο πρόσωπο του πατέρα μου καθώς του ζητάω παραπάνω χαρτζιλίκι για το σχολείο.Και αυτός μου δίνει απρόθυμα αφού έχει σκουπήσει τα χέρια του από τα αίματα στην άσπρη ποδιά του χασάπη.
Κοιτάω και τους άλλους συμμαθητές μου και πάνω κάτω βλέπω το ίδιο βλέμμα.
Αλλά ξέρω μέσα μου πως η οργή βράζει.Γιατί πια καταλάβε τι παίζεται.Και ξέρω πολύ καλά πως τα φλωρόπαιδα αυτά θα τα περιμένουμε στο διάλειμμα εκεί έξω.Θα τα περιμένουμε....Και έτσι όλοι απλά περιμένουμε να χτυπήσει το κουδούνι...
Δεν μας νοιάζει η μετά τιμωρία,δεν μας νοιάζει η βία.Μας νοιάζει η κοροιδία και η ατιμωρησία.Και ξέρω ότι αυτά τα παιδάκια μετά από το διάλειμμα αυτό θα φοβούνται να κυκλοφορούν στο προαύλιο χωρίς την δασκάλα μαζί τους.
Απλά το βράδυ πριν ξαπλώσουμε στο κρεβάτι μας και κλείσουμε τα μάτια για την χώρα των ονείρων ή την χώρα του τίποτα,θα σκεφτούμε για λίγο και την δική μας ηλιθιότητα σε αυτό που έγινε.Την δική μας επιλογή να τους βγάλουμε εκπροσώπους μας.Αυτό ίσως να μας αγχώσει κάπως και να καθυστερήσει τον Μορφέα.Να τον αφήσει για κανά δεκάλεπτο να κάνει ένα τσιγάρο στην γωνιά του δωματίου μας...
Ιζαμπέλα σου έταξα ένα διήγημα..Οκ δεν είναι ακριβώς διήγημα αυτό αλλά ελπίζω να σου αρέσει..

(στην Ιζαμπέλα)

Τετάρτη 21 Ιουλίου 2010

Είμαι με μια φίλη


Είναι από κείνες τις μέρες
που τρελαίνεσαι αν δεν γράψεις κάτι
έστω μια μικρή μαλακία στον υπολογιστή.
Έχω ξεχάσει πια το σημείωμα των σκέψεων
στο χαρτί και μόνο αυτός ο ήχος από τα πλήκτρα
με φτιάχνει.
Μες στην ησυχία της νύχτας
και την δροσιά της ερχόμενης αυγής.
Έκανα πως και πως να έχω για λίγο
αυτό το μικρό φορητό υπολογιστή και
να ξεδώσω κάπως πάνω του.
Ο αδερφός μου μού έσπασε τα αρχίδια
λες και πρόκειται κυριολεκτικά να γαμήσω
το λαπτοπ που του εμπιστεύθηκε η γκόμενα του.
Δεν ζηλεύω.
Μου δόθηκε και μένα η ευκαιρία να τα περάσω αυτά
αλλά πάντα μέσα μου κάτι τσίναγε.
Θυμάμαι την σκηνή με τον καλό μου φίλο τότε
τον Πάρη.Η γκόμενα τον είχε πάρει τηλέφωνο ένα
βράδυ που τα πίναμε σπίτι του
και αυτός μου είχε πει να μην μιλήσω όση ώρα της μίλαγε.
Εγώ είχα συνεχίσει να πίνω το κρασί μου
αλλά ένιωθα αηδία για την απώλεια άλλου ένα φίλου μου.
Από τότε ξέκοψα με αυτόν και άφησα το λουράκι του
στα κομψά χέρια της γκόμενάς του.
Τσίναγα.Ναι.
Γ αυτό τις έχασα τις πιο πολλές.Επειδή δν συμβιβαζόμουν.Ήμουν πάντα ειλικρινής.
Τι κάνεις μωρό μου?Παίζω χαρτιά.
Μιλάω για γκόμενες με τον Γιάννη.
Καπνίζω.
Πίνω.
Είμαι με μια φίλη.
Γιατί με πήρες τηλέφωνο?
Γιατ΄βαριέμαι.Γιατί έχω καύλες.
Να ήρθε πάλι να μου σπάσει τα αρχίδια για το λαπτοπ.
Πώς να τον κλείσω και τέτοια.Τι στον πούτσο κανένας καθυστερημένος είμαι και δεν το ξέρω?Ή μοιάζω για τόσο μαλάκας.
Έλα χαλάρωσε αδερφέ,η γκόμενα δν μας βλέπει.
Τραβάω άλλη μια τζούρα από την πίπα μου.
Ένα χρόνο κλείνω μαζί της.Πιστή μου σύντροφος στις ασωτίες μου.
Δεν μιλάει,δεν γκρινιάζει και το άρωμά της ποτέ δεν ξεθωριάζει.
Η καλύτερη φίλη.
Ο καπνός της μόνο που και που μού λέει ιστορίες.Δεν βαριέσαι,
κάθετι που ανασαίνει τρυφερά νοσταλγεί,είχε πει κάποιος...
Χρόνια μου πολλά...