Τετάρτη 13 Σεπτεμβρίου 2017

Βαθύς γλυκός ωκεανός









Δίσταζα μήνες να πλησιάσω το κενό κι όταν το έκανα
Αυτο ξέρασε από κει μεσα χιλιάδες μαύρα περιστέρια,
Φεύγοντας ψηλά προς τον ήλιο και το αύριο.

Μου κρατάς το χέρι σε μια πόλη άδεια από γεμάτους δρόμους,
Πεζοδρόμια, ανθρώπους και φωνές κραυγές.

Τα περιστέρια τα ζωγραφισες μαύρα, μου λες θλιμμένα,
Και γω σου απαντώ, είναι γιατί ετσι νιώθω μωρό μου.
Και γνέφεις θλιμμένα.

Κουβαλώ σε κάθε τόπο που πηγαίνω έναν αλλον εαυτό
Που μοιάζει να μην ζει πια.
Τον κλειδώνω σε περίσσιο δωματιο και πετώ τα κλειδιά
Σε έναν βαθύ γλυκό ωκεανό.

Σε κοιτάζω με το ημίφως του δρόμου που μπαίνει από τα στόρια,
Κοιμάσαι όμορφη ημίγυμνη σε λευκά σεντόνια,
Με ένα μαξιλάρι αγκαλιά,
Και σκέφτομαι πως σε αντίκρυσα τις πρώτες φορές.

Ήσουν σκεπασμένη με φύκια και αλμύρα
Και μια θάλασσα σαν πέπλο απλωμένη στα πόδια σου ακίνητο σεντόνι,
Σε ζωγράφισα με λέξεις μεσα στο μυαλό μου
Κι η καρδιά εγνευσε καταφατικά σιωπηρή
Κι έγινε ένα μικρό ποίημα,μετά από χρόνια...
Μετά από χρόνια άκουσα γέλιο στο άλλο το κλειστό δωματιο.


Τα πρωινά φεύγω για τη δουλειά,
Ο βαθύς γλυκός ωκεανός χάνεται ανάμεσα μας,
Καθώς ετοιμάζω καφέ και βάζω τα πράγματα στη τσάντα μου,
Σου δίνω το τελευταίο φιλί στο μέτωπο
Και γεύομαι αλμύρα.

Και πάντα περνώ από τον άλλο μου εαυτό...

Το βραδυ ξυπνάς και ακροβατείς προς αυτόν
Ψάχνεις το κλειδί σε βυθούς άγνωστους αλλά μάταια -
Και ξέρω τι κανεις αγάπη μου.

Κάθε πρωί ακολουθώ τα νερά από τα βήματα σου,
Φτάνω στη πόρτα και αφουγκράζομαι,
Νιώθω το φιλί σου στο ξύλο της πόρτας,
Ακουμπάω απαλά τα χείλη μου εκει..
Αλμύρα.

Ο κόσμος είναι όλος ένας βαθύς γλυκός ωκεανός
Κι εμείς οι δυο εραστές που ψάχνουν ένα κλειδί
Στους άγνωστους βυθούς του,
Ανάμεσα σε αστικά ναυάγια και κουφάρια ονείρων μιας ζωής.



(Στην Α.)

Πέμπτη 28 Ιανουαρίου 2016

Η Κραυγή






Λογικέψου

ο ήλιος έσταζε την αλμύρα στα βράχια
και από τότε πέρασαν 20 χρόνια και βάλε
από την Κραυγή,
όπως την βρήκανε στα φύκια μπλεγμένη
αίμα και ιώδιο και αλάτι
και άμμος στα μαύρα μαλλιά της,
χρυσές γραμμές θανάτου

και γω διάβαινα πάνω τους ακροβατώντας
μια ζωή και κάτι

ανάμεσα σε πόλεις και μεταθέσεις και δυάρια επιπλωμένα,
σε ποτά και γυναίκες δήθεν χαμογελαστές
σχηματίζοντας το πρόσωπό της σε θαμπά απο την υγρασία παράθυρα,
σε βρώμικα τζάμια αστικών

πρόσωπα κουβάρι φύκια βρεγμένων περαστικών,
μυρίζουν όλοι αλμύρα και ιώδιο
κι όπως ξημερώνει πάλι σε αυτή την πόλη
ο ήλιος σκάει πάνω στα βράχια
τυφλώνει το βλέμμα του μικρού παιδιού
καθώς τρομαγμενο γυρνάει τα μάτια αλλού

20 χρονών και βάλε παιδί

η γραβάτα πνίγει το λαιμό

δρόμοι χρυσές γραμμές θανάτου από το νησί,

στη μέση της Αθήνας

η Κραυγή.

Σάββατο 6 Δεκεμβρίου 2014

Song for Bob






Αλογάριαστα πήγε προς την ξύλινη πόρτα
Ψέλλισε κάτι λέξεις σαν προσευχές στο κτήνος μέσα του
Χτύπησε το τακούνι του στο έδαφος, στην πέτρα κάτω,
Η ηχώ πέρασε μέσα στη ψυχή του και βγήκε σαν φλόγες
Από τα μάτια του.
Είχε στρέψει το βλέμμα του στη θάλασσα
Εκείνη έφταιγε για όλα, το ήξερε,
Εκείνη τους χώρισε
Εκείνη την έσυρε  από τα μαλλιά και την τράβηξε μακριά του
.
Πάτησε  το τσιγάρο αφού το έφτυσε πρώτα και το έλιωσε
Μέσα στην παλάμη του.
Καθώς κατέβαινε προς τα κάτω τον λόφο
Από κάπου κάποιος έπαιζε αδέξια το
"Τραγούδι για τον Bob"
Οι ήχοι γέμιζαν όλο το μέρος, γέμιζαν όλο το σύμπαν
Ήταν λες και έβγαιναν από μέσα του
Μέσα από την ίδια του την ψυχή

Αυτούσιο κλάμα από την πηγή.

Δευτέρα 17 Νοεμβρίου 2014

Δεν είναι εδώ










Ο κόσμος έδωσε μια στροφή
Μέτρησα 30 μέρες από τότε
Και ίσως αυτός ο μήνας είναι ο Χειμώνας
Που ήρθε εμβόλιμα σε κείνο το καλοκαίρι
Λες και φταίγαμε για τα πάντα εμείς.

Από τότε που μπήκε το κρύο στην ζωή μου
Σκοντάφτω πάνω σε πλακόστρωτο από λάθη
Κι ατέλειωτες ασυναρτησίες
Κι ατέλειωτα ''αν''

Σκεπάζομαι το βράδυ από αναμνήσεις
Ψιθυρίζω στους τοίχους το όνομά σου
Κι αυτοί μηχανικά μου απαντάνε
''Δεν είναι εδώ''

Χαϊδεύω την μορφή σου στα όνειρά μου
Για να χαθεί μεμιάς όταν την αγγίζω
Για να ξυπνάω παγωμένος  
Στο σκοτάδι
Να νιώθω στα ακροδάχτυλα το κρύο του τοίχου
Να μένει μετέωρο το χέρι στο αέρα
Και να φεύγει για τα αστέρια εκεί ψηλά

Άλλος είναι αναστεναγμός.



Στην Α.

Δευτέρα 23 Ιουνίου 2014

Νάνος άλτης












Είπε,  έλα εδώ,
Και υπήρχε μια λίμνη ενδιάμεσα
Και υπήρχαν διάφορα τέρατα εκεί μέσα
Και τούφες από σκοτάδι
Στα μεταξένια της ξανθά μαλλιά.

Καθώς χτενιζόταν μπροστά στον καθρέπτη,
Εγώ άγγιζα τους ώμους της,
Λύγιζα τα γόνατα σαν νάνος άλτης
Και έμενα πεισματικά καρφωμένος στην γη,
Κοιτάζοντας εκεί ψηλά
Για ένα αποκούμπι από ουρανό.

Η νύχτα πάντα σκέπαζε τη μέρα, 
Σερνόμουν σαν φίδι στο πλευρό της,
Υπόγειος συρμός χωρίς ήχο, 
Θρόισμα κουρτίνας από νησιώτικο αεράκι
Κάλυπτε όλα τα μεσημέρια που έγιναν νύχτα.

Όλες οι εφηβικές ονειρώξεις που πέθαιναν
Μπροστά της, 
Στέγνωναν στα λευκά μπαλκόνια των σπιτιών,
Γίνονταν σεντόνια, 
Που μας σκέπαζαν τα δειλινά,
Που κάναμε έρωτα τα δειλινά,
Που σηκωνόταν και στεκόταν ατρόμητη
Μπροστά στον ολόσωμο καθρέπτη,
Ιδρωμένη
Όμορφη ξανθιά.

Και έπιανε την φουσκωμένη της κοιλιά
Και με καλούσε κοντά της, 
Να το νιώσω στα χέρια μου,
Με καλούσε για τα πρώτα σκιρτήματα,
Μου έλεγε, έλα εδώ,
Κι εγώ σαν νάνος άλτης στη γη
Πάσχιζα να κάνω εκείνο το μοναδικό άλμα
Για να την φτάσω…



Παρασκευή 9 Μαΐου 2014

Aντικατοπτρισμοί









Ένα σύννεφο μου πήρε την μιλιά
Και μείναμε άφωνοι κυρά Μαρία 
Να κοιτάμε εμάς στην άκρη του δρόμου
Να νομίζουμε ότι βλέπουμε

Α ν τ ι κ α τ ο π τ ρ ι σ μ ο ύ ς

Σε γαλήνια λίμνη.

Να λέμε ποιήματα μέσα μας,
Στις γυναίκες που ανταλλάσαμε βλέμματα
Μέσα από τα λεωφορεία,

Από τις άκρες των μπαρ,

Από τις άκρες των ακροδαχτύλων μας,

Λέγαμε κορυφαία ποιήματα
Με αποκλειστικούς ακροατές εμάς,
Τους εαυτούς μας κυρά Μαρία.

Αλλά το αποδεχτήκαμε κι αυτό
Όπως και τόσα άλλα
Κι έρχεσαι τώρα εσύ, μας ακουμπάς λουλούδια
Στα μάρμαρα πάνω που σκάλισαν
Το όνομά μας,
Ίσως κι ένα γνωστό ρητό,
Εύκολο στη θύμηση,
Να το λένε στις δύσκολες στιγμές οι άντρες
Να το κλαίνε στις δύσκολες στιγμές οι γυναίκες.

Έρχεσαι τώρα με κομμάτι κρέας από το χασάπη,
Με φρούτα σιτεμένα και ψωμί προχτεσινό,
Έρχεσαι και ζητάς να μας διαβάζεις,
Να μας γεμίσεις σάλια και ιδρώτα
Κι ονείρατα.

Έχουμε όμως πάψει χρόνια τώρα να μιλάμε
Είμαστε αγάλματα στις άκρες των δρόμων,
Των λεωφόρων των πόλεών σας.
Τα σύννεφα μάς πήραν τη μιλιά,
Την ταξιδεύουνε για αλλού.
Και μείναμε στην άκρη του δρόμου
Να κοιτάμε εμάς
Να νομίζουμε ότι βλέπουμε

Α ν τ ι κ α τ ο π τ ρ ι σ μ ο ύ ς

Σε μια γαλήνια λίμνη.

Πέμπτη 13 Φεβρουαρίου 2014

40 χρόνια Φλεβάρης










Τον σκέπασε με τον χειμώνα, έτσι έλεγε μετέπειτα το χιόνι,
Που με την χούφτα της έριξε πάνω στο πρόσωπό του,
Τα χέρια της την έκαιγαν από τότε πάντα τέτοια εποχή,
Ίσως έφταιγε ότι στον ύπνο της έβλεπε σκοτάδια με φωνές
Και ξύπναγε τα βράδια λουσμένη στον ιδρώτα, σε ενοχές.
Πιο πέρα
Τρία τέσσερα σπίτια πιο χάμω,
Λίγο πριν βγεις στην μαρίνα, όπου χαράματα φέρνανε
Οι ψαράδες την σοδειά τους την θερισμένη από την  θάλασσα,
Εκεί στο διώροφο άσπρο σπίτι
Έσφιγγε ο Χρήστος την γραβάτα του κάθε ίδιο πρωί,
Μύριζε το πουκάμισό του καφέ αμύγδαλο πικρό
Κι όσο περνάγανε τα ίδια χρόνια στα ίδια πρωινά,
Σκεφτόταν πως ήθελε να ντύνεται ψαράς, να βγαίνει εκεί έξω,
Να λέει ιστορίες της θάλασσας στους άλλους,
Να καπνίζει πίπα, και άλλα τέτοια του νησιού
Και της λογοτεχνίας,
Μα δεν βγήκε η ευχή γιατί μπήκανε άλλες ευχές στη μέση
Και κάπως έτσι βγήκαν τα πρωινά με την γραβάτα
Και την μυρωδιά αλεσμένου καφέ σε μηχανή,
Δίπλα στη θάλασσα υποκρινόταν την τέλεια ζωή,
Δίπλα στο όνειρο, αυτός ζούσε την άλλη ζωή.
Και πιο δίπλα στην γυναίκα δίχως χέρια,
Που την ονομάζανε τρελή
Γιατί γύρναγε στα βουνά του νησιού,
Έλεγε ιστορίες για έναν άντρα που δεν είχε ποτέ,
Που τον είχε θάψει πριν χρόνια,
Πριν ασπρίσουν τα κατάξανθα μαλλιά της – σπόρος Ιταλού με ντόπια –
Πριν πει τις ιστορίες με το χιόνι
Και με τα χέρια που την καίνε πάντα τέτοια εποχή…