Λογικέψου
ο ήλιος έσταζε την αλμύρα στα βράχια
και από τότε πέρασαν 20 χρόνια και βάλε
από την Κραυγή,
όπως την βρήκανε στα φύκια μπλεγμένη
αίμα και ιώδιο και αλάτι
και άμμος στα μαύρα μαλλιά της,
χρυσές γραμμές θανάτου
και γω διάβαινα πάνω τους ακροβατώντας
μια ζωή και κάτι
ανάμεσα σε πόλεις και μεταθέσεις και δυάρια επιπλωμένα,
σε ποτά και γυναίκες δήθεν χαμογελαστές
σχηματίζοντας το πρόσωπό της σε θαμπά απο την υγρασία παράθυρα,
σε βρώμικα τζάμια αστικών
πρόσωπα κουβάρι φύκια βρεγμένων περαστικών,
μυρίζουν όλοι αλμύρα και ιώδιο
κι όπως ξημερώνει πάλι σε αυτή την πόλη
ο ήλιος σκάει πάνω στα βράχια
τυφλώνει το βλέμμα του μικρού παιδιού
καθώς τρομαγμενο γυρνάει τα μάτια αλλού
20 χρονών και βάλε παιδί
η γραβάτα πνίγει το λαιμό
δρόμοι χρυσές γραμμές θανάτου από το νησί,
στη μέση της Αθήνας
η Κραυγή.