Το αστέρι έπεσε και ξεστόμισες μια ευχή,
Όσο και αν προσπαθείς δεν θα το προλάβεις.
Μα αν είναι κάτι να καεί ας καεί αυθόρμητο,
Όταν είναι να βγει από τα χείλη – κι ας μην βγει όλο.
Γύρω από το πρόσωπό σου χόρευε συρτάκι ο γαλαξίας,
Ή ο ένας του βραχίονας μάς αγκάλιαζε στοργικά.
Μα εμένα πάντα μου έμενε τελευταία η οργή σε όλα
Κι όπως σε έβλεπα να με χαϊδεύεις στα πόδια σου,
Να αιωρούνται από πάνω μου τα μαλλιά σου,
Ήθελα να σε πνίξω βαθιά μες στη θάλασσα τη μαύρη
Εκεί μέσα στα βράχια να σε σφηνώσω σαν μαρμαρωμένη γοργόνα
Άλλων εποχών
Κι εκεί να με περιμένεις μέχρι να γεράσω
Μέχρι να γνωρίσω κι άλλες αγάπες
Για να καταλάβω στο τέλος το σφάλμα, να νοσταλγήσω εσένα
Που με καρτερούσες πάντα σε μια θάλασσα,
Να νοσταλγήσω εσένα τη μοναδική αγάπη.
Και γέροντας πια
Και ηττημένος,
Με τα πλευρά να πασχίζουν να σκίσουν το δέρμα μου,
Γέροντας να μπω σαν υπνωτισμένος μες στη θάλασσα
Ένα βράδυ με πεφταστέρια,
Να ψιθυρίζω το όνομά σου καθώς βουλιάζω σιγά σιγά
Καθώς με σπασμούς θα κοιτάω για τον βράχο που σε είχα κρύψει
Λίγο πριν ξεστομίσω αργοπορημένος την τελευταία μου ευχή
Και φτάσει σαν μια μεγάλη φυσαλίδα στην επιφάνεια του νερού…