Βάλε το βράχο θηλιά
γύρω απ’τη ζωή σου
Φίλα το
χέρι που προσκυνάς
Ένα αδιάβροχο είναι
η ψυχή σου
σαν τα σεντόνια που πετάς
Ζύγωσε
πάλι ο καιρός κουτσός
έξω παλεύουν οι χάροι για νερό,
στον καθρέπτη χαμογελάς μισό-
λειψός,
το σώμα σου ίδιο
σκισμένο
μπολερό.
στα πρωινά σκοτώνουμε το αύριο
μα στην ζωή μας ένα βράδυ ανοιχτό,
θύμωσε ο χρόνος στο τρελάδικο
κι άρπαξε τις καρδιές μας φυλαχτό
πώς να πιστέψω στην ομορφιά
κι ας μου λες δύο χιλιάδες δέκα χρόνια μετά,
οι ίδιες φωνές στα σώματα αυτά
οι ίδιες κραυγές πετάνε στον αέρα καρφιά.
επίκληση κάνουν στον τρόμο οι καμινάδες,
καπνός φωτιάς
που γλείφει δούλους με γιακάδες,
με τα μωρά στην αγκαλιά τρέχουν ξέπνοες
οι μανάδες σε ραγισμένους αρχαίους
πυλώνες
αγάπη μου στον τόπο μας
μαζεύτηκαν οι χειρότεροι αιώνες.