Κάποιος κρέμασε τους ανθρώπους ανάποδα
Κι η πόλη αυτή ξέμεινε από κραυγή.
Καθώς η θάλασσα εκεί μέσα φούντωνε
Κι ερχόταν,
Οι γραβάτες μας κυμάτιζαν προς τα βουνά
Και οι ματιές μας κόντρα στον άνεμο,
Πέρα προς τον ωκεανό.
Τα αστέρια πέφτανε με λίγη βροχή μαζί
Χαρίζοντας ασημένιο χρώμα στη γη .
Η Λίλιθ χόρευε ανάμεσα σε αποκαΐδια
Και ξεραμένα τριαντάφυλλα .
Εγώ προσευχόμουν για σένα,
Για τα βράδια σου ,
Για τις μέρες σου,
Για τις ένδοξες στιγμές σου
Και για τα στοιχειωμένα φτερά σου.
Τώρα οι ψυχές που κάποτε θάψαμε
Δίπλα στο πέτρινο σιντριβάνι,
Βγαίνουν και ξεχύνονται στην πόλη αυτή.
Χάνονται στα σοκάκια της
Μυρίζουν τα αρώματά της
Χαράζουν τους τείχους της
Με συνθήματα και στίχους από τραγούδια.
Και ένα μπλε φόντο για τη θάλασσα…
Στα όνειρά μου η πόλη είναι γεμάτη νερό
Και οι άνθρωποι έχουν το ίδιο πρόσωπο,
Μα χωρίς εσένα μέσα τους.
Τους κρεμάω σιγά σιγά σε αόρατα σκοινιά
Μέχρι να σε βρω.
Πριν προλάβουν και βυθιστούν τα πάντα
Πριν ανοίξω τα μάτια
Και τα αρνηθώ…