Πέμπτη 28 Απριλίου 2011

Σαν αρχή...



Πάντα άφηνα αναμμένη την τηλεόραση να παίζει στο αθόρυβο και κάπως έτσι με έπαιρνε ο ύπνος,άλλoτε γερμένο στον καναπέ,άλλοτε στο μπορντό χαλί μου κάτω.
Κάποια βράδια ξύπναγα και σερνόμουν στο κρεβάτι αλλά έμοιαζε αφύσικα σκληρό και ξένο.Όμως η κούραση,ναι η κούραση τα λύγιζε όλα,την απέχθειά μου προς τα σεντόνια,τον τρόμο μου προς τους σκοτεινούς άδειους τείχους και τέλος προς την τάση να ξανατραβήξω στο σαλόνι και την ανοιχτή τηλεόραση που διαφήμιζε διάφορες μαλακίες-προσφορές στους ξενύχτηδες.
Η Ερμιόνη πέθανε πριν ένα χρόνο κάπου πιο πέρα από δω.Τρια τετράγωνα πιο κάτω,στην στάση για το 7,όταν εκείνος ο μεθυσμένος γέρος τούς παράσυρε όλους με το αμάξι του πριν καρφωθεί στην βιτρίνα με τα λουλούδια.
Ανεμώνες κόκκινες στόλιζαν το πρόσωπό της,τον δρόμο,τα πάντα.Είχα,θυμάμαι,γελάσει σαν υστερικός για κάποια λεπτά.Οι περαστικοί είχαν μαζευτεί και οι πιο πολλοί κοίταζαν εμένα παρά τα θύματα που είχαν σχηματίσει κύκλο σαν σε ζωγραφιά.Η κωμωδία,η θεία κωμωδία πριν την κατάρρευση.Και η κατάρρευση σε ρίχνει στο πεζοδρόμιο να κλαις,να βρίζεις και να ζητάς το γιατί, το οποίο γίνεται μια ανίατη και χρόνια ασθένεια που σε τυραννάει συνεχώς.
Αυτός ο αναπτήρας ξεψυχάει.Παλεύω τρεις και τέσσερις φορές για να τον ανάψω και να δώσω φωτιά στο τσιγάρο μου.Ώρες ώρες τον καμαρώνω σαν παιδί μου που επιμένει ακόμα να μου δίνει τη φλόγα του,έστω και αυτή τη μικρή μπλε φλογίτσα του.
Λέγανε ότι κάποτε εδώ σε αυτή την πόλη είχε εμφανιστεί ένας άγγελος και είχε διώξει τους εχθρούς της μίλια μακριά,ηττημένους,ταπεινωμένους.Φαίνεται ο άγγελος πέθανε ή έστω κουράστηκε στην καλύτερη περίπτωση γιατί η πόλη μοιάζει σκοτεινή,εχθρική τώρα.Ίσως είναι η δουλειά μου αυτή που με έκανε να την βλέπω έτσι με το πέρασμα του χρόνου.Ο γιατρός λέει ότι φταίει η ΑΠΩΛΕΙΑ μου και ότι σιγά σιγά όλα θα φτιάξουν πάλι για μένα.Μπορεί να έχει και δίκαιο.Αυτός μου είπε να γράφω τις σκέψεις μου εδώ.Όταν τον ρώτησα τι ακριβώς περιμένει από μένα να γράψω δηλαδή,αυτός μου απάντησε χαμογελαστά οτιδήποτε σου κατέβει.Σκέψεις,γεγονότα,αναμνήσεις.
Δύσκολο γιατρέ.Ειδικά οι αναμνήσεις είναι κομμάτι θάνατος.Ξέρεις είναι όπως είχε πει εκείνος ο παλιόφιλος ο Γιώργος που τα πίναμε παλιά στο μπαράκι του Έντσο.Έρχονται εκεί που κάθεσαι ήρεμα κι ωραία,σε αρπάζουν από πίσω από το σβέρκο και σε σηκώνουν ψηλά και σε πετάνε σαν τσουβάλι στον τοίχο.Αφήνουν νεκρούς αλλά ζωντανούς.Το χειρότερο δηλαδή.
Αλλά δεν έχω τίποτα να χάσω.Άκουγα και κείνο το κομμάτι των Portishead,To kill a dead man,κάπως έτσι λέγεται,και είπα δεν γαμιέται τίποτα δεν με σκοτώνει πια.Πήρα ένα ποτήρι τεκίλα και έκατσα να παλέψω με τα πλήκτρα αυτού του παλιού υπολογιστή,να παλέψω με την άνοιά μου και την θανάσιμη βαρεμάρα.Να παλέψω ας πούμε με την ΑΠΩΛΕΙΑ.Διαφορετικά η άλλη λύση είναι ένα 38άρι στον κρόταφο.
Και να ήδη έχει γεμίσει η οθόνη με μαύρες μικρές λεξούλες που λένε και λένε και γυρνάνε όλες γύρω από το ίδιο σημείο.Και παλεύω να βάλω μια τάξη,αλλά τελικά υποκύπτω και ακούω τα λόγια ενός δασκάλου μας που μας έλεγε συνέχεια ΄΄αφήστε τις λέξεις απλά να βγουν από μέσα σας,θα βρουν αυτές το δρόμο τους..’’.
Είναι ο κόσμος στα τέλη του Απρίλη,όχι όλος ο κόσμος λάθος.Κάποιοι βρίσκονται χίλια χρόνια πίσω,κάποιοι χίλια χρόνια μπροστά.Κάποιοι άλλοι δεν ξεκίνησαν ακόμα να μετρούν,κάποιοι ξέχασαν να μετρούν,βαρέθηκαν.Είναι όμως άνοιξη εδώ κι όμως βρέχει συνέχεια,λες και ο χειμώνας έχει γαντζωθεί από τη μέση της γύρω και δεν φεύγει με τίποτα.Πάντα φανταζόμουνα την άνοιξη σαν μια ωραία ξανθιά γυναίκα με λουλούδια στα μαλλιά.Με λουλούδια παντού.Χαμογελαστή και όμορφη.Δεν ξέρω γιατί την φανταζόμουν έτσι.Ίσως από το σχολείο,ίσως από τα παραμύθια.
Δεν έχει σημασία.Σημασία έχει ότι βρέχει και σήμερα από το πρωί.Και η βροχή πάντα μού ταίριαζε.

Σάββατο 16 Απριλίου 2011

Mε φαντασία...



http://molibi-harti.blogspot.com/2011/04/blog-post_08.html

Παρασκευή 15 Απριλίου 2011

Σάββατο βράδυ


Σάββατο βράδυ και είμαι κομμάτια. Το έχω ξαναζήσει αυτό το σκηνικό. Οι ίδιοι πρωταγωνιστές, διαφορετικοί κομπάρσοι. Το βλέμμα λάγνο, το μυαλό θολό. Η ζάλη γνώριμη και οικεία. Τα θέλω υπερπηδούν τα πρέπει και αρχίζει η εσωτερική πάλη. Πάλη αέναη κι αρχαία.
Παίρνω πρωτοβουλία κι αλλάζω το σενάριο. Η σκηνή είναι πλέον δικιά μου. Έρχομαι κοντά σου. Γελάω πονηρά και φλερτάρω με τα μάτια. Προσπαθώ να συγκρατήσω τις πιο σκοτεινές μου σκέψεις αλλά μου ξεφεύγουν δήθεν τυχαία. Σοκάρομαι με τον εαυτό μου, ξεπέρασα τα όρια.
Η αντίδρασή σου μυστήρια όπως πάντα. Γελάς. Σου αρέσει αυτό το παιχνίδι κι ας μην το παραδέχεσαι ανοιχτά. Αλλά ως εκεί. Δε λες κουβέντα. Σε επιλέγω για τον πρωταγωνιστικό ρόλο και εσύ αρνείσαι.
Λίγες σκηνές αργότερα και είμαστε πάλι οι δυο μας. Εγώ να κλαίω στον ώμο σου κι εσύ να με παρηγορείς. Μου αρέσει η αγκαλιά σου αλλά δεν μπορεί να πνίξει τους λυγμούς. Είναι πια αργά. Το ηφαίστειο των συναισθημάτων μου ξύπνησε και αυτή είναι η έκρηξη. Το κλάμα έγινε θρήνος και το δάκρυ καημός.
Σάββατο βράδυ και είμαι κομμάτια. Δεν έχασα την παρτίδα αλλά τον εαυτό μου. Το παιχνίδι τελείωσε.


Peter.

Πέμπτη 14 Απριλίου 2011

Όταν ο κόσμος γίνεται μια τρομαχτική σκιά,εσύ σιωπάς


Η γυναίκα μίλαγε στη γάτα και της έλεγε μια ιστορία
Η γυναίκα γέλασε και η γάτα έφυγε προς το πεζοδρόμιο
Έπειτα η γυναίκα γύρισε προς τα μένα και με ρώτησε
Αν θα έρθει το 7 ποτέ
Της είπα ότι συνήθως αργεί να περάσει
Και αυτή πήρε μια απογοητευμένη έκφραση
Σίγουρα κάτι δεν πάει καλά με αυτήν,σκέφτηκα.
Έπειτα την ρώτησα πόση ώρα περιμένει.
Μου αποκρίθηκε ένα τέταρτο
Και της είπα ότι τότε σύντομα θα έρθει το 7.
Όμως το λεωφορείο δεν περνούσε κι έτσι σταμάτησα ταξί.
Που πηγαίνεις,με ρώτησε.
Της είπα Παπάφη
Μου είπε εγώ πάω Αχεπα βολεύει να με πάρεις,
Της λέω ναι οκ.
Μπήκαμε στο ταξί και έψαχνε τις τσέπες της.
Με ρώτησε αν είναι μακριά το Αχεπα από εκεί που πάω.
5 λεπτά της απάντησα.
Όταν σταμάτησα να κατέβω,κατέβηκε κι αυτή.
Με ρώτησε προς τα πού πάει για το νοσοκομείο
Της έδειξα τον δρόμο και έκανα να φύγω
Σε ευχαριστώ μου είπε και έκανε κάτι να μου δώσει.
Αρνήθηκα και έκανα να φύγω αλλά αυτή το έχωσε στην τσέπη μου
Και απομακρύνθηκε γοργά προς τα εκεί που της υπέδειξα πριν.
Μου είχε αφήσει ένα ευρώ.
Την παρακολούθησα καθώς ξεμάκραινε και γινόταν μια σκιά.
Γύρω μας αμάξια έτρεχαν μες στην βραδινή βροχή
Σφυρίζοντας και κορνάροντας την κίνηση.
Κοίταξα το κέρμα
Λίγο πριν μπω στο ασανσέρ ,το ακούμπησα στο τραπεζάκι
Κάτω στην κεντρική είσοδο της πολυκατοικίας.
Σκέφτηκα και γέλασα πικρά μέσα μου,σκέφτηκα
Ότι ίσως το χρειαζόταν κι άλλη φορά
Εκείνη τη νύχτα.
Το ασανσέρ είχε σφηνώσει κάπου στον πέμπτο
Κι έτσι ανέβηκα με τις σκάλες για το σπίτι…

Τρίτη 12 Απριλίου 2011

Αγάπη


Ξέρεις το θέμα είναι
Ότι σε αγαπώ πολύ
Τόσο που όταν σε αγκαλιάζω
Κάθε βράδυ που κοιμάσαι
Πονάω.
Και δεν πονάω από ζήλεια
Ή κανέναν γαμημένο εγωισμό.
Πονάω από τον φόβο
Μην σε χάσω.
Το τέρας μέσα μου ζει ακόμα
Έστω κι αν κοιμάται.
Το αντίκρισες χτες φευγαλέα.
Ανασαίνει
Και κοιμάται.

Παρασκευή 8 Απριλίου 2011

Μυστικός Δείπνος

''εδώ
σε στάση μάχιμου νεκρού
φονεύω
και φονεύομαι...''

Αντώνης Μυκονιάτης




Ήπια τη λίγη τεκίλα που είχε μείνει στο ποτήρι μου και κοίταξα προς το γκαρσόνι στην μπάρα.Του έκανα νόημα να φέρει άλλο ένα.Άνοιξα το πορτοφόλι μου να δω αν μου έφταναν τα λεφτά.Οκ μου έμεναν κάτι ψιλά για να πάρω ταξί για το σπίτι.
Ο μικρός έφερε το ποτό και το άφησε διακριτικά στην άκρη του τραπεζιού.Έξυπνο παιδί.
Κοίταξα έξω από τη θαμπή τζαμαρία του μαγαζιού.Πρέπει να έβρεχε.Κάποιοι έτρεχαν να προλάβουν να κρυφτούν κάπου για να μη βραχούν.
Εδώ έβρεχε και σε κάποια άλλη γωνιά του κόσμου τώρα κάποιος θα ρέμβαζε κοιτάζοντας τη νυχτερινή θάλασσα.Κάπου στο βορρά οι Εσκιμώοι θα κούρνιαζαν στις κουβέρτες τους από τομάρια και στην Ανατολή ένας πατέρας θα έθαβε το παιδί του.
Περίεργες σκέψεις σου φέρνει το ποτό.
Ένιωθα να λύνεται αυτός ο κόμπος στον λαιμό μου που με ρήμαζε,με έπνιγε κάθε μέρα.
Εδώ στο μικρό μπαράκι,στο ‘’Νερό που καίει’’,ένιωθα ήρεμος.Σαν ένα καταφύγιο μέσα στη πόλη όπου άφηνα τις έγνοιες έξω από την πόρτα.Και το πιο σημαντικό άφηνα το χρόνο έξω.Όταν έμπαινα μέσα στο ξύλινο στέκι μου,γύρναγα ήσυχα κι ωραία και με τρόπο έλεγα στον σπασίκλα,στον ξερόλα χρόνο που ήταν δίπλα μου,του έλεγα <<Έι φίλε φτάνει!Ως εδώ..Δεν πας παραμέσα..>>
Κι ένιωθα έτσι κάπως ελεύθερος.Κάπως προστατευμένος από τη δίνη της ζωής έξω.
Δεν μίλαγα σε κανέναν εκεί μέσα.Ήξερα φάτσες αλλά δεν μίλαγα σε κανέναν.Και ούτε και οι άλλοι με ενόχλησαν ποτέ.Υπήρχε αυτός ο αμοιβαίος σεβασμός που μπορούσες να τον βρεις μόνο σε εκείνα τα μέρη.
Κατά τις 3 φεύγαν όλα τα ζευγαράκια,όλα τα άσχετα πρόσωπα που κατά καιρούς επισκέπτονταν αυτό το μέρος.Έμεναν μόνο οι γνωστοί άγνωστοι θαμώνες.Όλοι κι όλοι ήταν δεν ήταν δώδεκα άτομα.
Αυτός ο τύπος στη μέση του μαγαζιού που έπινε συνέχεια κόκκινο κρασί.Είχε κάτι μακριά μαύρα μαλλιά και σε συνδυασμό με τα γένια του μού θύμιζε κάτι από ασκητή ή από αρχαίο προφήτη.
Πιο δίπλα του ήταν ένας νέος,με θηλυπρεπή κάπως χαρακτηριστικά προσώπου.Σε κάθε γουλιά βότκα που έπινε,έμοιαζε να μορφάζει από πόνο και χαλούσε η ήρεμη όψη του από τις συσπάσεις.Άκουγα το γκαρσόνι που τον φώναζε Γιάννη ώρες ώρες.
Υπήρχε και κείνος ο χοντρός τύπος με το άγριο παρουσιαστικό.Κάπνιζε σα φουγάρο και κατέβαζε τις μπύρες μία μετά την άλλη.Αυτός καθόταν στο τραπεζάκι αριστερά του ‘’προφήτη’’ και θυμάμαι μια φορά που τράβηξε μαχαίρι σε έναν νεαρό που πέρασε δίπλα του και έχυσε κατά λάθος το ποτό του πάνω του.Εμένα πιο πολύ μου έμοιαζε για σκυλί που γαβγίζει αλλά δεν δαγκώνει.
Οι άλλοι βαριέμαι να τους περιγράψω τώρα,αλλά το θέμα είναι ότι όλη αυτή η βραδινή μάζωξη στο Νερό Που Καίει φάνταζε να είναι ιερή.Αν κάποιο βράδυ έλειπε κάποιος από τη θέση του,έβλεπες την ανησυχία στα μάτια των άλλων.Κι όταν αργότερα έκανε την εμφάνισή του ή ερχόταν έστω τις επόμενες ημέρες,έβλεπες καθαρά την ανακούφιση και την κρυφή χαρά στα μάτια όλων.
Εκείνο το βράδυ όμως,όλα ήταν διαφορετικά.Ίσως ήταν η ξαφνική ανοιξιάτικη βροχή που έπεφτε έξω,ίσως ήταν το μελαγχολικό τραγούδι των Portishead που έπαιζε χαμηλόφωνα στα ηχεία,ίσως ήταν χίλιοι άλλοι λόγοι που είχαν συνωμοτήσει κατά της χαράς εκείνη την ώρα…
Ο ‘’προφήτης’’ είχε ιδρώσει και τα χέρια του ψιλοέτρεμαν κάθε φορά που άγγιζε το κρασί του.
Ο νεαρός με το ωραίο πρόσωπο κοίταζε ανήσυχα προς το μέρος του και κάποια στιγμή πήγε προς αυτόν,έσκυψε και κάτι τον ρώτησε στο αυτί.Ο ‘’προφήτης’’ του απάντησε και μου φάνηκε σαν να τον καθησύχαζε για κάτι.
Ένιωσα την αόρατη θηλιά να με σφίγγει γύρω από το λαιμό καθώς κάποια ανησυχία,κάποιος φόβος παράλογος με έπιασε.Κατέβασα γρήγορα την τεκίλα και ζήτησα κι άλλο ποτήρι.Κοίταξα προς την πόρτα εξόδου και με φρίκη διαπίστωσα ότι ο χρόνος δεν με περίμενε εκεί απέξω.Ήταν πια μέσα και είχε διαχυθεί στο χώρο αυτό,τον τόσο ιερό για μένα.
Εκείνη τη στιγμή το γκαρσόνι ήρθε και με έκπληξη διαπίστωσα ότι μού είχε φέρει ένα ποτήρι κόκκινο κρασί αντί για τεκίλα που του είχα ζητήσει.Του το έδειξα και πήγα να του το πω όταν με σταμάτησε με το χέρι του και μου είπε <<Κερασμένο από τον κύριο στο κέντρο..Επέμενε..>>
Κοίταξα τον ΄΄προφήτη’’ και του έκανα νόημα ευχαριστώ.Δεν πειράζει,αρκεί που ήταν τζάμπα.Κερδισμένο αλκοόλ,κερδισμένα λεφτά.
Έχοντας φτάσει στο μισό το κρασί στο ποτήρι μου,είδα ξαφνιασμένος ότι και οι υπόλοιποι γνωστοί θαμώνες έπιναν από το ίδιο κόκκινο κρασί που έπινα εγώ και ο ΄΄προφήτης’’.Μου έκανε μεγάλη εντύπωση αυτό.Δεν φαινόταν να γιορτάζει τίποτα ο τύπος για να κερνάει το μαγαζί ολόκληρο.Βασικά το αντίθετο.Έμοιαζε να είναι αρκετά λυπημένος για κάτι.
Όταν κόπασαν οι αστραπές έξω και έγινε πάλι σκοτάδι μέσα,ο τύπος με τα μακριά μαλλιά και τα γένια σηκώθηκε όρθιος με το ποτήρι στο χέρι του και το σήκωσε ψηλά σαν να έκανε μια πρόποση.Έμεινε εκεί σε αυτή τη στάση για λίγα λεπτά χωρίς να πει τίποτα και όλοι τον κοιτάζαμε ασάλευτοι με τις ανάσες μας σταματημένες κάπου στη μέση της τραχείας.
<<Αυτό το κρασί είμαι εγώ!Να με θυμάστε γιατί αύριο θα φύγω…>> είπε και σωριάστηκε στην καρέκλα του ξέπνοα καθώς ένας μικρός λυγμός έβγαινε από τα στήθη του.
Είχαμε όλοι κοκαλώσει και είμαι σίγουρος ότι ένιωσα τον σώμα μου να ανατριχιάζει μόλις πρόφερε αυτά τα λόγια.
Ο χοντρός έριξε κάτω το ποτήρι του και το έσπασε σε μικρά κομμάτια,αφήνοντας να του ξεφύγει μια τρομερή βρισιά.Ο όμορφος νεαρός έκλαιγε στη γωνιά του και οι άλλοι κοιτάζονταν μεταξύ τους απορημένοι.
Εγώ είχα αρχίσει να ιδρώνω και να νιώθω σαν να πνίγομαι μέσα στο πουκάμισό μου.
Κοίταξα προς τον ‘’προφήτη’’ και τον είδα να με έχει καρφώσει με τα μάτια του.Να με παρατηρεί με ένα απόκοσμο βλέμμα.Μου φάνηκε να μου γνέφει καταφατικά και τότε ένιωσα τους τοίχους να σωριάζονται πάνω μου,το όλο μέρος να μαζεύει και να με τυλίγει,να με πνίγει χωρίς έλεος.Μια σκέψη πέρασε από το μυαλό μου αστραπιαία και τότε,ΤΟΤΕ ΤΑ ΚΑΤΑΛΑΒΑ ΟΛΑ.
Σηκώθηκα από το τραπέζι και περπάτησα τρεκλίζοντας προς την πόρτα.Δεν άφησα καν λεφτά για τα ποτά μου.Κανένας δεν με φώναξε να πληρώσω.
Άνοιξα την πόρτα και βγήκα έξω στον αέρα χωρίς να κοιτάξω πίσω μου.
Η νύχτα έβρεχε.Έβρεχε αίμα από ψηλά…

(Στα αδέρφια μου)


Πέμπτη 7 Απριλίου 2011

Φτύνω στου στίχου σας την κόψη



Σε είδα μίλαγες με στόμφο για επαναστάσεις,
Κινήματα,
Λαούς και διεκδικήσεις.
Τα σάλια σου πέφταν στο κενό μπροστά
Και τα χέρια σου χάιδευαν σαν γκόμενα
Το χρυσό καναπέ.
Η Τζούλια δίπλα σου χαμογελούσε ηλίθια
Και διάβαζε τάχα ένα ποίημα του Ρίτσου
Φωναχτά.
Κραύγασες εύγε και της έπιασες ελαφρά τον κώλο,
Καθώς οι όμοιοί σου γύρω βαρούσαν παλαμάκια
Και έξω άρχιζε πάλι να φυσά.

Είπες να κλείσουν τα παράθυρα καλά
Μην μπει ο αέρας μέσα,
Είπες
Να δυναμώσουν τη μουσική
Και να ονειρευτούν το αύριο όλοι τους.
Καθώς το κρασί έρεε άφθονο
Και οι γυναίκες γδύνονταν στην τιμή τους.

Το ξημέρωμα σε βρήκε στο πλατύσκαλο
Να ξύνεις απορημένος το κεφάλι σου.
Οι δρόμοι γύρω ήταν στάχτες γεμάτοι,
Και πτώματα ανθρώπων
Σφίγγανε το μεταξένιο σου φουλάρι .
Τραγούδια και ταμπούρλα
Ακούγονταν από μακριά.
Και συ ήσουν μια τόση δα σκιά,
Καθώς στα πουλημένα σου πάρτι
Πήδαγες και μέθαγες…
Κοιμόσουν,ενώ έξω
Γεννιούνταν και πέθαιναν
Οι γαλλικές επαναστάσεις μιας γενιάς.

DEBTOCRACY // ΧΡΕΟΚΡΑΤΙΑ._(olo to vd).

Τρίτη 5 Απριλίου 2011

Πια


Κάνει κρύο απόψε.
Η νύχτα σε κάλεσε
Και συ κάτι είπες.
Δεν με νοιάζει,
Όχι πια.
Αν θες τσιγάρο δεν έχω.
Το ‘κοψα καιρό τώρα.
Παρά μόνο λίγο κρασί,
Αν θες,
Και τίποτα χαρτιά.
Έτσι αν γουστάρεις
Να παίξεις κάτι
Όπως παλιά.
Θα κάνω ότι σε βλέπω,
Ότι μπλοφάρω φανερά.
Μα να ξέρεις,
Τίποτα δεν είναι δικό σου
Πια.

Παρασκευή 1 Απριλίου 2011

Nεκρόδειπνο ποιητών


Λόγω περιορισμένου χρόνου αλλά και βέβαια λόγω διάθεσης,τώρα τελευταία γράφω μόνο ποιήματα κι αυτά αραιά και που.Θα έλεγα ότι έτσι παίρνω τις ‘’δόσεις’’ μου για να κρατιέμαι ΄΄ζωντανός’’ μέσα σε μια πραγματικότητα που μοιάζει αρκετά μουντή και σκοτεινή σε αυτή τη χώρα.Δεν υπερβάλλω ούτε απαξιώνω τίποτα.Απλά λέω την αλήθεια όπως είναι.Πιο σωστά θα έλεγα ότι η ίδια η κοινωνία,το πλαίσιο στο οποίο λειτουργεί και δρα,απαξιώνει θεσμούς και καταστάσεις.Εγκλωβίζει τους ανθρώπους,τουλάχιστον αυτούς που διαθέτουν κάποια αποθέματα ψυχής ακόμα,τους εγκλωβίζει σε έναν σκάρτο κύκλοι από τον οποίο ηρεμείς και ξεφεύγεις μόνο αν συμβιβαστείς και τον αποδεχτείς.Διαφορετικά είσαι καταδικασμένος στην απομόνωση και στην βαθιά απογοήτευση.
Ποτέ δεν με πείραζε η απομόνωση,λειτουργούσε ευεργετικά πολλές φορές καθώς μέσα σε αυτήν έρχονται οι καλύτερες δημιουργίες στο χαρτί.Αλλά αυτό που με φθείρει,αυτό που με κάνει να κλείνω ο ίδιος το στόμα μου είναι η απογοήτευση.Βλέπω τρελά πράγματα να γίνονται,αηδιαστικές συμπεριφορές κι ωστόσο καμία αντίδραση.Και ειδικά από τους ‘’σοφούς’’ του τόπου μας.
Ο όρος ξεπούλημα πολλές φορές έχει έρθει στο μυαλό μου.Ναι έχουμε ξεπουληθεί.Σε τι?Στην προσπάθεια όλη αυτή του χρήματος,της δόξας και της φήμης.Στο τραγικό αυτό κυνήγι που μόνο αληθινούς ποιητές δεν χαρακτηρίζει.
Γράφεις για τους άλλους,για αυτό που αρέσει στος πολλούς,αυτό που θέλουν να ακούσουν οι πολλοί,αυτό που πουλάει.Δεν γράφεις για τη σωτηρία της ψυχής σου.
Δεν με χαλάει όμως ούτε αυτό.
Αυτό που με χάλασε είναι το όλο κλίμα που έχει δημιουργηθεί και συγκεκριμένα το κλίμα που έχει δημιουργηθεί στον χώρο της ποίησης.
Μίλαγα χτες με μια φίλη.Αυτή ανακάλυψε την ποίηση πέρυσι όταν με ρώταγε αν πρέπει να χρησιμοποιεί καθαρεύουσα στην γλώσσα της και ομοιοκαταληξία.
Θεωρώ ότι αν είσαι ικανός πολύ μπορείς να γράψεις άψογη ποίηση με αυτό το συνδυασμό.
Όπως ο Σκαρίμπας π.χ.
Αλλά αυτή η κοπέλα δεν είχε ακουστά ούτε τον Ελύτη ούτε τίποτα από προηγούμενη ποίηση πέρα από τα δικά της λευκωματικού τύπου στιχάκια που έγραφε τις νύχτες μέσα στην βαρεμάρα της.Ίσως και στην θλίψη της.
Αποφάσισε λοιπόν να δηλώσει ποιήτρια,έκανε ένα μπλογκ με μελαγχολικές εικόνες αγγέλων και μαραμένων τριαντάφυλλων και άρχισε να γράφει.
Δεν θέλω να φανώ κακός αλλά έμοιαζαν όλα της τα κείμενα ίδια δακρύβρεχτα στιχάκια που ανακυκλώνονταν…και από κάτω σχόλια από τις ίδιες τις γκόμενες κάθε φορά που μοιρολογούσαν για την χαμένη αγάπη και τέτοια.Οκ κάποιοι θα με πουν μισογύνη..Αλλά κάποιοι θα πιάσουν αυτό που θέλω να πω.Δεν έχει καμία σχέση ότι μιλάω για μια κοπέλα γνωστή μου.Απλά αναφέρω ένα παράδειγμα,για να καταλήξω κάπου στην πορεία.
Αυτή η κοπελιά λοιπόν συνέχεια με ρώταγε πως μου φαίνονται αυτά που γράφει.Κι εγώ ευγενικός της έλεγα ωραία αλλά κάνε και μια αλλαγή..Το κακό με αυτή την κοπέλα είναι ότι μονίμως έψαχνε επιβεβαίωση από τους άλλους για την ποίησή της.Βασικά καιγόταν για σχόλια και επαίνους και τέτοια.Έμαθα ότι γύρναγε σε ποιητικές βραδιές όπου ο ένας επαινούσε τον άλλον.Μια παρέα αλληλοκόλακων και ανάμεσα τους σάλια.
Και κάπου εκεί και η γκόμενα αυτή με τα μίνι της και τα κολλητά φορέματα της,βαμένη και φτιαγμένη ανάλογα,με 3 -4 γέρους σαλιάρηδες δίπλα της που κοίταγαν τα βυζιά της και τα μπούτια της την ώρα που απήγγειλε ΄΄ποίηση’’…
Είναι ωραία τα ωραία στήθη και τα ωραία πόδια.Ανάμεσά τους μού έχουν έρθει οι καλύτεροι στίχοι μου αλλά άλλο το ένα και άλλο το άλλο.Μιλάμε για θέατρο ξεπεσμού της τέχνης αυτής που καλούμε ποίηση.
Μίλαγα λοιπόν προχτές με αυτήν και με χαρά μου είπε ότι εκδίδει την πρώτη της συλλογή.Έμεινα έκπληκτος αλλά μετά αμέσως μού ήρθε στο μυαλό το όλο σκηνικό που παίζεται με τις εκδοτικές στην Ελλάδα και κατάλαβα.Την ρώτησα πόσα της ζήτησαν.Μου απάντησε αδιάφορα δήθεν ότι δεν ζήτησαν πολλά και έχει και γνωστούς που την προωθούν στον χώρο.Κάμια έκπληξη μέχρι τώρα..
Με κάλεσε μάλιστα και σε μια λογοτεχνική βραδιά στην οποία θα την παρουσιάσουν σαν ανερχόμενη ποιήτρια.Θα το σκεφτώ,της απάντησα..
Τώρα πώς σκέφτηκα να γράψω όλο αυτό?Είδα το βιντεάκι που ανέβασε ο Νίκος με την απονομή του Νόμπελ στον Ελύτη και κάπως ράγισα.Στη χώρα με τα 2 Νόμπελ ποίησης και τους τόσους καλούς ποιητές,φτάσαμε στο σημείο να πληρώνουμε για να εκδοθούμε.Και σαν να μην έφτανε αυτό να παρακαλάμε κιόλας να δεχτούν την πληρωμή μας για να δούμε με καμάρι το βιβλίο μας στα ράφια.
Χιλιάδες ψυχές ξεπουλιούνται χιλιάδες σκοτώνουν αυτό το αυθεντικό που κάποτε είχαν όταν ξεκίναγαν να γράφουν.Εκεί τελειώνουν ..
Έλεγε ο μεγάλος Μπουκόφσκι ότι γράφεις μόνο για την πάρτη σου.Αν αρχίσεις και ασχολείσαι με την προβολή και τη δημοσιότητα τότε το έχεις χάσει το παιχνίδι.Είσαι σαν όλους τους άλλους που γράφουν σαν να κλάνουν.
Της είπα να προσέχει για να μην πουλήσει τη ψυχή της.Και μου απάντησε ότι αυτό το έχει κάνει καιρό τώρα..
Ζήτησα το λογαριασμό γιατί ένιωσα να ανακατεύομαι.Καθώς μια αργή βροχή ξεκινούσε το τραγούδι της στους δρόμους της πόλης,κάποιοι στίχοι ενός αγαπημένου ποιητή τωρινού μού ήρθαν στο μυαλό..
Είμαι σ' ένα νεκρόδειπνο μεταξύ ποιητών
Πλήττω και γλιστρώ αργά κάτω από το τραπέζι
Εδώ κρύβεται μια απόκοσμα όμορφη έφηβος
-η Ποίηση
-«Ο κόσμος μας είναι νεκρός» ψιθυρίζω
-«Ο κόσμος σας είναι το ποίημά μου
κι εσείς, πίδακες λέξεων
Larry Cool
Ελπίζω μη θυμώσει ο Larry που δανείστηκα μια φράση του.
Φαντάζομαι κι αυτός είναι κάπου κρυμμένος,απομονωμένος,απογοητευμένος.
Το φαντάζομαι και ριγώ από το φόβο…