Πάντα άφηνα αναμμένη την τηλεόραση να παίζει στο αθόρυβο και κάπως έτσι με έπαιρνε ο ύπνος,άλλoτε γερμένο στον καναπέ,άλλοτε στο μπορντό χαλί μου κάτω.
Κάποια βράδια ξύπναγα και σερνόμουν στο κρεβάτι αλλά έμοιαζε αφύσικα σκληρό και ξένο.Όμως η κούραση,ναι η κούραση τα λύγιζε όλα,την απέχθειά μου προς τα σεντόνια,τον τρόμο μου προς τους σκοτεινούς άδειους τείχους και τέλος προς την τάση να ξανατραβήξω στο σαλόνι και την ανοιχτή τηλεόραση που διαφήμιζε διάφορες μαλακίες-προσφορές στους ξενύχτηδες.
Η Ερμιόνη πέθανε πριν ένα χρόνο κάπου πιο πέρα από δω.Τρια τετράγωνα πιο κάτω,στην στάση για το 7,όταν εκείνος ο μεθυσμένος γέρος τούς παράσυρε όλους με το αμάξι του πριν καρφωθεί στην βιτρίνα με τα λουλούδια.
Ανεμώνες κόκκινες στόλιζαν το πρόσωπό της,τον δρόμο,τα πάντα.Είχα,θυμάμαι,γελάσει σαν υστερικός για κάποια λεπτά.Οι περαστικοί είχαν μαζευτεί και οι πιο πολλοί κοίταζαν εμένα παρά τα θύματα που είχαν σχηματίσει κύκλο σαν σε ζωγραφιά.Η κωμωδία,η θεία κωμωδία πριν την κατάρρευση.Και η κατάρρευση σε ρίχνει στο πεζοδρόμιο να κλαις,να βρίζεις και να ζητάς το γιατί, το οποίο γίνεται μια ανίατη και χρόνια ασθένεια που σε τυραννάει συνεχώς.
Αυτός ο αναπτήρας ξεψυχάει.Παλεύω τρεις και τέσσερις φορές για να τον ανάψω και να δώσω φωτιά στο τσιγάρο μου.Ώρες ώρες τον καμαρώνω σαν παιδί μου που επιμένει ακόμα να μου δίνει τη φλόγα του,έστω και αυτή τη μικρή μπλε φλογίτσα του.
Λέγανε ότι κάποτε εδώ σε αυτή την πόλη είχε εμφανιστεί ένας άγγελος και είχε διώξει τους εχθρούς της μίλια μακριά,ηττημένους,ταπεινωμένους.Φαίνεται ο άγγελος πέθανε ή έστω κουράστηκε στην καλύτερη περίπτωση γιατί η πόλη μοιάζει σκοτεινή,εχθρική τώρα.Ίσως είναι η δουλειά μου αυτή που με έκανε να την βλέπω έτσι με το πέρασμα του χρόνου.Ο γιατρός λέει ότι φταίει η ΑΠΩΛΕΙΑ μου και ότι σιγά σιγά όλα θα φτιάξουν πάλι για μένα.Μπορεί να έχει και δίκαιο.Αυτός μου είπε να γράφω τις σκέψεις μου εδώ.Όταν τον ρώτησα τι ακριβώς περιμένει από μένα να γράψω δηλαδή,αυτός μου απάντησε χαμογελαστά οτιδήποτε σου κατέβει.Σκέψεις,γεγονότα,αναμνήσεις.
Δύσκολο γιατρέ.Ειδικά οι αναμνήσεις είναι κομμάτι θάνατος.Ξέρεις είναι όπως είχε πει εκείνος ο παλιόφιλος ο Γιώργος που τα πίναμε παλιά στο μπαράκι του Έντσο.Έρχονται εκεί που κάθεσαι ήρεμα κι ωραία,σε αρπάζουν από πίσω από το σβέρκο και σε σηκώνουν ψηλά και σε πετάνε σαν τσουβάλι στον τοίχο.Αφήνουν νεκρούς αλλά ζωντανούς.Το χειρότερο δηλαδή.
Αλλά δεν έχω τίποτα να χάσω.Άκουγα και κείνο το κομμάτι των Portishead,To kill a dead man,κάπως έτσι λέγεται,και είπα δεν γαμιέται τίποτα δεν με σκοτώνει πια.Πήρα ένα ποτήρι τεκίλα και έκατσα να παλέψω με τα πλήκτρα αυτού του παλιού υπολογιστή,να παλέψω με την άνοιά μου και την θανάσιμη βαρεμάρα.Να παλέψω ας πούμε με την ΑΠΩΛΕΙΑ.Διαφορετικά η άλλη λύση είναι ένα 38άρι στον κρόταφο.
Και να ήδη έχει γεμίσει η οθόνη με μαύρες μικρές λεξούλες που λένε και λένε και γυρνάνε όλες γύρω από το ίδιο σημείο.Και παλεύω να βάλω μια τάξη,αλλά τελικά υποκύπτω και ακούω τα λόγια ενός δασκάλου μας που μας έλεγε συνέχεια ΄΄αφήστε τις λέξεις απλά να βγουν από μέσα σας,θα βρουν αυτές το δρόμο τους..’’.
Είναι ο κόσμος στα τέλη του Απρίλη,όχι όλος ο κόσμος λάθος.Κάποιοι βρίσκονται χίλια χρόνια πίσω,κάποιοι χίλια χρόνια μπροστά.Κάποιοι άλλοι δεν ξεκίνησαν ακόμα να μετρούν,κάποιοι ξέχασαν να μετρούν,βαρέθηκαν.Είναι όμως άνοιξη εδώ κι όμως βρέχει συνέχεια,λες και ο χειμώνας έχει γαντζωθεί από τη μέση της γύρω και δεν φεύγει με τίποτα.Πάντα φανταζόμουνα την άνοιξη σαν μια ωραία ξανθιά γυναίκα με λουλούδια στα μαλλιά.Με λουλούδια παντού.Χαμογελαστή και όμορφη.Δεν ξέρω γιατί την φανταζόμουν έτσι.Ίσως από το σχολείο,ίσως από τα παραμύθια.
Δεν έχει σημασία.Σημασία έχει ότι βρέχει και σήμερα από το πρωί.Και η βροχή πάντα μού ταίριαζε.