Δευτέρα 23 Απριλίου 2012

Η Κηδεία




Με ξύπνησαν, έπαιζαν πάλι εκείνο το ανόητο παιχνίδι με τις ερωτήσεις, άναψα την καφετιέρα και ζέστανα γαλλικό, έστριψα τσιγάρο – ίσως να το ξανάρχισα λίγο τώρα τελευταία – και με το μποξεράκι καθώς ήμουν κάθισα στον καναπέ. Συμπλήρωσα την αυτόματη αλληλουχία των προηγούμενων κινήσεων με ένα απαλό άγγιγμα στην επιφάνεια αφής του φορητού και αμέσως φωτίστηκε ο χώρος από την οθόνη του υπολογιστή.

Ο υπολογιστής αυτός έκανε σαν τρακτέρ και άναβε σαν μάτι κουζίνας , έπρεπε να τον πάω να μου καθαρίσουν το ανεμιστηράκι μέσα αλλά όλο το παρατούσα, άγνωστο γιατί.

Ίσως μια δύναμη κράταγε τα πόδια μου στο πάτωμα μιας φυλακής που για πρώτο τοίχο είχε τα οστά του κρανίου μου και για δεύτερο τα ευμετάβλητα κορμιά της κοινωνίας.

Εδώ και τρεις μέρες παλεύω με αυτό το ποίημα, φτάνω κοντά στην όχθη του αλλά να ένας ταύρος βγαλμένος από το πουθενά με σπρώχνει πίσω στο δυνατό ρέμα του ποταμού, και άντε πάλι από την αρχή, να βγεις στην επιφάνεια του νερού , να κολυμπήσεις, να υφάνεις τους στίχους, να συνδέσεις τις κλωστές, να κάνεις τα γυρίσματα και τις στροφές , να απλώσεις το χέρι στο κλαδί  της όχθης , να γραπωθείς γερά και να βάλεις όλη σου την δύναμη μέχρι ….μέχρι να κοιτάξεις πάλι το ποίημα , να σου φανεί λειψό, να έρθει ο ταύρος και πάλι από την αρχή.

Σαν χέρια που παίζουν πιάνο φαντάζομαι τους ποιητές της Γης,συνθέτουν τη δική τους μελωδική συμφωνία σε ένα τρομαχτικό μέρος του χάους κι αυτή είναι ίσως από τις πιο γενναίες απαντήσεις του ανθρώπου στην άβυσσο – η αγάπη με όλες τις μορφές της – λυγίζουμε σαν κλαδιά πάνω από τα πλήκτρα μας , γράφουμε συνθέτουμε πεθαίνουμε. Kαι ενδιάμεσα αγαπάμε, μάλλον πάντα αγαπάμε.

Στην λαϊκή μια φτωχή μάνα σέρνει τα δυο παιδιά της , το κορίτσι ίσα που σηκώνει τις ντομάτες και το αγόρι ίσα που μπορεί και κουβαλάει μια σακούλα με πατάτες. Η μάνα ψάχνει μες στους πάγκους για την πιο φτηνή τιμή στα ψάρια , καθώς το βρώμικο φόρεμά της ανεμίζει στο αεράκι που προμηνύει βροχή από τα βουνά του Παναχαϊκού.

Πως θα παλέψουμε όταν οι καλοί και οι γενναίοι φεύγουν ταξίδι για τα άστρα και σουλατσάρουν περήφανα τα κοράκια στα σαλόνια μας πάνω, στις τηλεοράσεις μας , βάφουν ουράνιο τόξο τα κάγκελα της φυλακής και τον ήλιο τον ντύνουνε πένθιμη Μ.Παρασκευή

τρομοκρατούν , τρομοκρατούν και προχωρούν.

 Ίσως ξέφυγα από τη γωνιά μου και γονάτισα στην άκρη του γκρεμού στο σπίτι μου, εδώ παλιά είχα φυτέψει μια φασολιά και σκαρφάλωνα στον ουρανό όταν είχε ξαστεριά, κυνηγούσα μια κοπέλα που φόραγε την ζώνη του Ωρίωνα στεφάνι στα μαλλιά, την έχεις δει ? Πάει καιρός που φάνηκε τελευταία φορά και τώρα γύρω μου όλοι φοράνε μαύρα και πάνε σε μια κηδεία, σε μια πομπή παράλληλη στη θάλασσα που ξεκινάει από τον γκρεμό δίπλα μου και τελειώνει άγνωστο που.

Μια κοπέλα ρωτάει ''ποιος είσαι ? σε ξέρουμε?'' , ένα αγόρι από την παρέα γελάει και λέει πως όλο αυτό είναι κομμάτι βλακεία για μικρά παιδιά και χαζεμένους , μακάρι να μπορούσα να της απαντήσω εγώ- το παιχνίδι συνεχίζεται , τραβιέμαι στον καναπέ μου πάλι και σκεπάζομαι με ένα σεντόνι, τυλίγομαι σφιχτά, κρυώνω , ανοίγω εκείνο το ναυτικό βιβλίο με ιστορίες θαλασσινές , ε γέρο Ουλφ να κάτσω σιμά σου στην σόμπα, να πιώ το σκωτσέζικο ουίσκι σου και έξω ο ωκεανός να χτυπά την Ρούστικα μα να μην μας νοιάζει εμάς.

Η φωτογράφος διαβάζει αυτά που γράφω, ακούει την απαλή μουσική της , ζει την ίδια μέρα εδώ και 2 χρόνια σκέφτεται, καθώς η κηδεία προχωρεί κάτω από το σπίτι της ,αυτή σέρνεται στον γκρεμό της και διστακτικά κοιτά κάτω, ένα τριαντάφυλλο πέφτει στο κενό από τα μαλλιά της, απλώνει το χέρι θλιμμένη να το πιάσει μα δεν προλαβαίνει.
Η κηδεία σαν καλοθρεμμένο σκουλίκι διασχίζει τα στενά, αφήνει σάλια ξοπίσω της, λένε είναι τα υστερινά τα δάκρυα, σκαρφαλώνει σε στέγες και αγάλματα, σηκώνεται και κοιτάει με λαιμαργία την πόλη.

Η Ρούστικα γέρνει δεξιά ,  θα πνιγούμε φωνάζω μέσα μου , τρέχω έξω να κουμαντάρω το τιμόνι, αλλάζω τα σχοινιά , βρίζω τα νερά , δεν υπάρχει ελπίδα λέω στον Ουλφ που ξεπροβάλλει το κεφάλι του από την καμπίνα - το τριαντάφυλλο σκάει από τον ουρανό γυμνό δίπλα μου, μες στην θαλασσοταραχή ψιθυρίζω ''κάποτε πρέπει να ήταν κόκκινο'' και κάνω να το πιάσω πριν όλο το πλοίο βυθιστεί για τα καλά κάπου έξω από τις ακτές της Σκωτίας .

 Θα βγω στην επιφάνεια πάλι, θα βρω τον ταύρο σε μια όχθη ενός ορμητικού ποταμού να με περιμένει και το ποίημα θα ξαναπεθάνει μες στη μήτρα από ασφυξία σαν να τυλίχτηκε γύρω του ένας θανάσιμος λώρος από σκέψεις και φόβους.

 ''Πες μας ποιος είσαι ?'', ρωτάει πάλι το κορίτσι, καθώς σηκώνομαι από τον καναπέ και τραβώ προς το κέντρο του σαλονιού, μια παρέα παιδιών, φοιτητές, είναι καθισμένοι γύρω από ένα χαμηλό τραπεζάκι, παίζουν ένα ηλίθιο παιχνίδι που χαράζουν γράμματα με κιμωλία στο τραπέζι, καλούν πνεύματα και έχουν ένα μικρό ποτήρι να το κουνούν που και που, πλησιάζω κοντά της , μυρίζω τα μαλλιά της, αμύγδαλο και γάλα, πιάνω με το χέρι μου το ποτήρι και το μετακινώ πάνω σχηματίζοντας λέξεις,2 3 φωνές έκπληξης και τρόμου ακούγονται , ένας μάγκας τραβιέται πιο πέρα
''ζούσα εδώ, τώρα έφυγα'', απαντάω
Η κοπέλα με σπασμένη  φωνή ρωτάει ξανά ''και γιατί ήρθες πάλι?''
''Για την κηδεία'' , απαντάω.
Μίλια μακριά, η μητέρα σέρνει τα παιδιά της μέσα στην λαϊκή, ανακατεύονται με το πλήθος, κάτω στο λιμάνι η Ρούστικα ξεβράζεται σαν ξεκοιλιασμένο κήτος και ένας μικρός κλέφτης τραγουδάει στον δρόμο με ένα τριαντάφυλλο στα χέρια του...

Τετάρτη 18 Απριλίου 2012

Υπνοβάτες της βροχής





Κατάλαβα ότι βρέχει, κάπως αργά,
Έριχνα λίγο νερό στο πρόσωπό μου,
Αυτό πριν πέσει στην τρύπα, πριν χαθεί,
Τυλίγεται σαν πετσέτα υγρή που ξεπλένει
Τις έγνοιες και τις φοβίες, τις αμαρτίες
Και όλες τις όποιες τυραννίες σε ¨-ιες¨.
Τι νύχτα κι αυτή.
Ήσουν
Ο
Ήλιος
Που
Ποτέ
Δεν
Είχα,
Πλαισιωμένος από μαύρα μαλλιά
Και κόκκινο κραγιόν σε χείλη μισάνοιχτα,
Μέσα στη σχισμή τους περπατάει
Κουτσή κι η αποψινή η νύχτα.
Έχει για αστέρια δόντια κατάλευκα
Και για αεράκι, ανάσα φράουλα
Σκονισμένη από τα χρόνια που πέρασαν.
Κατάλαβα πως βρέχει αργά -
Σε μια γωνιά του μυαλού παράλληλα
Τρέχουν τα δάκρυά σου στα μάγουλα
Ο
Ήλιος
Φεύγει,
Έρχεται
Ένα
Παγωμένο
Φθινόπωρο.
Η πλατεία αδειάζει και μένω μόνος.
Σκουπίζω το πρόσωπό μου,
Πάλι μια σινδόνη με έκφραση φρίκης
Με κοιτά.
Πετώ το πανί με θυμό πιο πέρα.
Ήσουν
Ένα
Παγωμένο
Φθινόπωρο
Που
Κάποτε
Είχε
Για συντροφιά
Ένας
Υπνοβάτης
Της
Βροχής.

Τρίτη 10 Απριλίου 2012

Ο Μοντεζούμα και το κόμμα






Η παλάμη μου γίνεται  μια γροθιά που κλείνει μέσα της τη θάλασσα μπροστά μου κι ας υπάρχει μόνο για τα μάτια μου, τι πιο αληθινό από αυτό που σου δείχνει το μυαλό σου, αυτό που λαχταρά η ψυχή σου.

Το φωτιστικό μοιάζει με κεράκι που τρεμοπαίζει, κι ας είναι όλα τα παράθυρα κλειστά και οι κουρτίνες προσεχτικά τραβηγμένες να κρύβουν τα φώτα απέξω, ανέλπιδη προσπάθεια απομόνωσης και ησυχασμού στη μέρα που τελειώνει και σέρνει μαζί της τα νέα βάσανα πάνω στα παλιά.

Ποιος το έλεγε, θυμήσου, κάθε νέα μέρα που φεύγει έρχομαι πιο κοντά στην τρέλα- κάπως έτσι .

Και τώρα καλή μου, που με έμαθες πώς να μην βιάζομαι όταν γράφω, πως προσεχτικά κι επιμελημένα να βάζω το κόμμα αμέσως μετά την λέξη, να αφήνω ένα κενό και μετά να συνεχίζω, τώρα που βάλαμε ακόμα και το γράψιμό μου σε μια τάξη και ασφάλεια, τώρα εγώ δεν έχω τίποτα να γράψω, τίποτα να πω.

 Το τσιγάρο ξαναγυρνάει σιγά σιγά, παίρνει τη θέση του στο χέρι, λέει να ποτέ δεν λες όχι στην πιο λατρευτή σου ερωμένη, που μαζί της, με τα φιλιά της ξεπέρασες όλες σου τις απώλειες, έκανες την επανάστασή σου αλλά να στο τέλος είδες πόσο πολύ ανάγκη με έχεις.

Πώς γίνεται και στους εφιάλτες που βλέπω τελευταία, υπάρχει πάντα μια νοσταλγία ερωτική, η ίδια γυναίκα που αλλάζει πρόσωπα μα το χάραγμα ίδιο : “Nostalgia”.

Πάλι βλακεία έκανα, το έγραψα στα αγγλικά πατώντας λάθος κουμπί, μα για κάποιο λόγο μου αρέσει έτσι γραμμένη η λέξη, και καλή μου όλο και μου ξεφεύγει πάλι το γαμημένο το κόμμα, απομακρύνεται από την προηγούμενη λέξη, θέλει μόνο του, ανεξάρτητο να πλανηθεί μες στο κείμενο από λεξούλες μαύρες.

Κλείνω την παθολογία, παίρνω εκείνο τον τόμο με τους μεγάλους εξερευνητές, εστιάζω πιο πολύ το φωτιστικό πάνω στις ανοιγμένες σελίδες του, πέφτω πάνω στον Κουκ και στη δολοφονία του πάνω σε έναν καυγά με τους ντόπιους. Η γυναίκα από πάνω πάλι κλαίει , ο άντρας της βρίζει και βροντάει την πόρτα, το μωρό ξυπνάει και κλαίει κι αυτό κάνοντας ιδιότυπη συντροφιά στην μητέρα του.

Κάποιος είναι στο σπίτι μου, μα δεν ξέρω ποιος, νιώθω την παρουσία του μέσα στο χώρο, νιώθω να με παρακολουθεί, νιώθω τον αέρα του τον βαρύ – είναι αλήθεια κάποιες φορές το γλυκό σου το σπίτι, η φωλιά σου σε αυτό το παγωμένο Σύμπαν, γίνεται τόσο εχθρικό όσο ο βυθός των Μαριανών, πρέπει να βγεις από αυτό, να αναπνεύσεις, το σπίτι σε διώχνει προσωρινά και ίσως μόνιμα κάποιες φορές.

Η μητέρα να νανουρίζει το παιδί της και σκέφτομαι να έξω από το μπαλκόνι μου είναι αραγμένη μια όμορφη ξύλινη γαλέρα, οι ναύτες είναι στη θέση τους και ο καπετάνιος κοιτάει χαμογελαστός τον αρχαίο χάρτη. Έλα γυναίκα μαζί μου και φέρε και το γιο σου, ο γαλαξίας θα τον θρέψει γνώση και τα κύματα τόλμη. Και μένα η αναζήτηση της αγαπημένης θα μου φέρει πνοή για ζωή. Δεν θα αφήνουμε σημαίες εδώ κι εκεί σε λόφους και παρθένα νησιά, παρά μόνο 2 3 σταγόνες φιλιά και θα συνεχίζουμε.

Σηκώνομαι να βάλω Jack και σκέφτομαι ίσως είναι τελικά αυτό το ποτό που θα κατασταλάξω, ίσως πάλι όχι, μα διάολε είναι τόσο ωραίο τώρα – ίσως δεν είναι η παλιά γυναίκα που ψάχνω, ο παλιός ο έρωτας, μα ένα συγκεκριμένο μοτίβο που με τραβάει, μια συγκεκριμένη κίνηση στον τρόπο που ρίχνει τα μαλλιά της πίσω, στον τρόπο που γελάει, στον τρόπο που με κοιτάζει καυλωμένη και έτοιμη για έρωτα, στον τρόπο που κουλουριάζεται στο στέρνο μου τα πρωινά.

Έξω σα να φυσάει, τα ρούχα απλωμένα δύο βδομάδες τώρα, φαντάζομαι θα κουνιόνται σαν αερικά μες στο σκοτάδι της πόλης. Τελικά το πιο βαθύ σκοτάδι το συναντάς στις πόλεις κι όχι σε κάποια έρημη ακτή ή πλαγιά στην άκρη του κόσμου. Είναι νόμος αυτός κι αν θες αποδείξεις, δεν έχεις παρά να ανοίξεις κανά σοφό βιβλίο.

Σέρνω το χέρι μου στο μπράτσο του καναπέ και η βωβή τηλεόραση λέει τις μεταμεσονύχτιες ειδήσεις του ενός λεπτού – ο γέρος που τίναξε τα μυαλά του στο Σύνταγμα πιάνει 15 δευτερόλεπτα, όχι και τόσο άσχημα παππού για έναν ήρωα.

Και ο Κόρτες σέρνει τον Μοντεζούμα από τα μακριά μαύρα του μαλλιά, ο Αζτέκος βασιλιάς γρυλίζει και μιξοκλαίει, μια μικρή Ινδιάνα ερωμένη παρακαλάει γονατιστή τον Ισπανό – εκείνος της ξεγυμνώνει τα στήθη και τους τραβάει μια χαρακιά. Συνεχίζει να σέρνει τον δύστυχο Μοντεζούμα μέχρι το τέλος του διαδρόμου καθώς πυρσοί φωτίζουν το αιμάτινο διάβα του στη δόξα, εκεί σε μια στροφή όμως ξεπροβάλλω εγώ και καρφώνω στην κοιλιά τον Ισπανό γαμιόλη κονκισταδόρο, αυτός με κοιτάζει έκπληκτος, αφήνει τα μαλλιά του Ινδιάνου, πιάνει με τα δυο του χέρια τον φονικό καρπό μου αλλά πριν προλάβει να τον σφίξει εγώ με μανία σέρνω οριζόντια μες στα σπλάχνα του το μαχαίρι, μέχρι που έντερα να αρχίσουν να ξεμυτίζουν δειλά δειλά από την σχισμή. Κι εκεί τελειώνει ο φόνος του Κόρτες και το ονειροπόλημά μου.

Ναύτες πείτε μου ότι η γαλέρα είναι έτοιμη για αναχώρηση, υψώστε τα πανιά και στρέψτε προς βορρά το πηδάλιο, γιατί εκεί ξαπλώνει μονάχη της – ελπίζω- η αγάπη μου, κοιμάται σε μια πόλη της Γερμανίας, μετανάστης των τραπεζών και των χαρτογιακάδων που ξανα – χαρτογραφούν τον κόσμο μόνοι τους από την αρχή – για πάρτι τους και για τα παιδιά τους, για τα δισέγγονά τους και για τις αυτοκρατορίες τους από μετάξι, σπορ αυτοκίνητα, Ελβετίες, σούσι και χαβιάρι.

 Μα ξέρεις όλα αυτά πριν ήταν νερό και μετέπειτα άμμος ή κάπως έτσι τουλάχιστον, μα θα μου πεις αυτή δεν είναι λογική, ακριβώς αυτή είναι τρέλα γιατί υπερβαίνει τα όρια της λογικής και φτάνει στο αυτονόητο, το οποίο αυτονόητο είναι τρομαχτικό.

Άρα μην κατάλληλο για την ομαλή λειτουργία μυαλού και σώματος – άρα μη λογικό.

Γαμώτο! Δεν υπάρχουν γαλέρες εκεί έξω , ότι ήταν να ανακαλυφθεί έχει ανακαλυφθεί, κι ό,τι ήταν να πωληθεί έχει από καιρό πεθάνει.

Ο Μοντεζούμα δεν σώθηκε, είχε προ πολλού πεθάνει στα χέρια του μάντη που έβλεπε θεούς να έρχονται από εκεί ψηλά, ο Κόρτες δεν δολοφονήθηκε από το χέρι μου, είχε από καιρό πεθάνει όταν ένιωσε το χρυσό σκίρτημα στην καρδιά του και η ψυχή του μετατράπηκε σε ένα λαίμαργο σκυλί με 3 κεφάλια. Κέρβερος του Άδη.

Σηκώνομαι να ρίξω λίγο κρύο νερό στα μούτρα μου, θεέ μου η τηλεόραση λέει  πάλι 7 χρόνια υπομονή, λιτότητα, για να έρθει η Ελλάδα 2020. Δεν έχω πρόβλημα με τη λιτότητα αλλά με την αλλοίωση λέξεων. Εξόντωση ίσως , λιτότητα όχι. Λιτά ζούσαν οι Σπαρτιάτες πριν 2 και κάτι χιλιάδες χρόνια, εξοντωτικά ζούσαν οι δούλοι τους που σέρνανε μαζί τους.Λιτά ζει ο γέροντας στο Άθως- κι όχι όλοι, άλλοι διοικούν τράπεζες και ομίλους από κείνο το περιβόλι της Παναγιάς - εξοντωτικά ζει ο πατέρας που γυρνάει με άδεια χέρια στο σπίτι και αντικρίζει τα παιδιά του.

Ελλάδα 2020 και θυσία  κάποια χρόνια από τη ζωή σας για να νιώσουν ασφάλεια πάλι οι τράπεζες δανειστές, για να ξεϊδρώσουν οι υγροί από το άγχος κώλοι και τα μεταξένια σώβρακά τους και να πουν ναι στην πλασματική μας ευτυχία. Δώσε ένα κόκαλο στον Τζακ !, ήταν καλός σκύλος ο μπαγάσας τόσα χρόνια . Δέκα χρόνια από τη ζωή λες και είναι αιωνιότητα, λες και θυσιάζεσαι για έναν ευγενή σκοπό, λες και υπηρετείς υψηλά ιδανικά.

Το χειρότερο, δεν υπάρχει γαλέρα εκεί έξω να ξεφύγω, να πάω σε μια ακρογιαλιά να ανάψω μια φωτιά και να λέω τραγούδια στη θάλασσα και σε σένα. Παντού είναι πάνω κάτω τα ίδια, νιώθω σαν αγρίμι που το νταντεύουν πούστηδες άνθρωποι, σκάρτοι προφήτες. Πολεμάς ή ψοφάς λύκε.

Η γυναίκα από πάνω σώπασε, το ίδιο και το μωρό, σε λίγα χρόνια θα μπαίνει σαν Νυμφίος στην πόλη και οι πολίτες θα του πετάνε λουλούδια και στεφάνια στο δρόμο του. Τρεις μάγοι πατάνε πάνω στον καναπέ μου και πηδάνε προς το πάνω όροφο πετώντας.



Το ξέρω αγάπη μου, ούτε οι από πάνω υπάρχουν χρόνια τώρα, δεν ξέρω τι με έπιασε απόψε , κάτι σαν νοσταλγία κάτι σαν οργή, το μυαλό μου γίνεται το άρμα της ψυχής και πηγαίνει παντού. Δεν θα σε αφήσω ποτέ , ακόμα κι αν γίνει πάλι θάλασσα ο έρημος τούτος τόπος ή έρημος ή κάπως έτσι τουλάχιστον.

Να είδες, πάλι μου ξέφυγε λάθος το ένα κόμμα.

Δευτέρα 2 Απριλίου 2012

Κουρασμένος Ηρακλής




Το οχτάμπαλο ήταν η ψυχή του τις Κυριακές.
Βάζω λίγη από αυτή στις μπάλες,έλεγε,
Τις κρύβω επιδέξια στις μαύρες τρύπες,
Μέχρι την επόμενη βδομάδα αυτούσιες
Να τις εμφανίσω μπροστά μου.


Στηρίχτηκε στη στέκα του πάνω
Και η Όλι τον είπε κουρασμένο Ηρακλή,
Οι άλλοι μάγκες γέλασαν με το αστείο
Και κάποιος του πέρασε μια μπύρα,
Κερασμένο δώρο από τον μαν στο μπαρ.


Οι μπάλες έμεναν μια βδομάδα εκεί,
Περίμεναν ευλαβικά στις τρύπες το χέρι.
Κάθε φορά που τις τράβαγε έριχνε ευχή,
Σαν μικρό παιδί κάτω από πεφταστέρι,
Θεε μου να είναι ακέραια πάλι η ψυχή…






(στην Johan)