Είπε, έλα εδώ,
Και υπήρχε μια λίμνη ενδιάμεσα
Και υπήρχαν διάφορα τέρατα εκεί μέσα
Και τούφες από σκοτάδι
Στα μεταξένια της ξανθά μαλλιά.
Καθώς χτενιζόταν μπροστά στον καθρέπτη,
Εγώ άγγιζα τους ώμους της,
Λύγιζα τα γόνατα σαν νάνος άλτης
Και έμενα πεισματικά καρφωμένος στην γη,
Κοιτάζοντας εκεί ψηλά
Για ένα αποκούμπι από ουρανό.
Η νύχτα πάντα σκέπαζε τη μέρα,
Σερνόμουν σαν φίδι στο πλευρό της,
Υπόγειος συρμός χωρίς ήχο,
Θρόισμα κουρτίνας από νησιώτικο αεράκι
Κάλυπτε όλα τα μεσημέρια που έγιναν νύχτα.
Όλες οι εφηβικές ονειρώξεις που πέθαιναν
Μπροστά της,
Στέγνωναν στα λευκά μπαλκόνια των σπιτιών,
Γίνονταν σεντόνια,
Που μας σκέπαζαν τα δειλινά,
Που κάναμε έρωτα τα δειλινά,
Που σηκωνόταν και στεκόταν ατρόμητη
Μπροστά στον ολόσωμο καθρέπτη,
Ιδρωμένη
Όμορφη ξανθιά.
Και έπιανε την φουσκωμένη της κοιλιά
Και με καλούσε κοντά της,
Να το νιώσω στα χέρια μου,
Με καλούσε για τα πρώτα σκιρτήματα,
Μου έλεγε, έλα εδώ,
Κι εγώ σαν νάνος άλτης στη γη
Πάσχιζα να κάνω εκείνο το μοναδικό άλμα
Για να την φτάσω…