Κυριακή 26 Αυγούστου 2012

Ο Τσακίτο και η γυναίκα αράχνη - Μπλε Ιστορίες


 
 
 

Ο Τσακ χτύπησε θυμωμένος την πόρτα της για τρίτη φορά

- Άνοιξε μου σε αγαπάω, της φώναξε.

Δεν πήρε απάντηση και ξαναχτύπησε για τέταρτη φορά

- Άνοιξε μου σε παρακαλώ!, σχεδόν ούρλιαξε

Πρέπει να έτρεχαν κάποια δάκρυα από το αναψοκοκκινισμένο πρόσωπό του, γιατί άφηναν ίχνη πάνω στο γεμάτο σκόνη δέρμα του. Ήταν αξύριστος και πεινασμένος πολλές μέρες. Του είχε κοπεί η όρεξη και η διάθεση για οτιδήποτε στην μικρή ζωή του με όλα αυτά τα μεγάλα που είχαν συμβεί. Τα μεγάλα αμυγδαλωτά μάτια της τον είχαν εγκαταλείψει, τα μεγάλα αισθησιακά χείλη της τον είχανε βρίσει άσχημα και τα μεγάλα στήθη της τον είχαν αποχαιρετήσει τρεμοπαίζοντας πάνω κάτω μέσα από την άσπρη μπλούζα της.

- Άνοιξε μου βρώμα!, ούρλιαξε δίνοντας μια κλωτσιά στην πόρτα.

Αποτραβήχτηκε και κάθισε κουρασμένος, ηττημένος, στο πεζουλάκι μπροστά. Προσπάθησε να ανάψει τσιγάρο μα δεν μπόρεσε και το πέταξε μακριά στο γρασίδι.

Είχε ωραίο κήπο η γκόμενα, της τον περιποιούταν αρκετά συχνά όταν ήτανε μαζί. Της πότιζε τα λουλούδια, της έκανε αυλάκια να τρέχει το νερό και στα πιο απομακρυσμένα μέρη, της είχε κάνει και έρωτα κάποια βράδια πάνω στο γρασίδι. Ένιωσε μια ανεπαίσθητη στύση. Όχι δεν θα το επέτρεπε αυτό να συμβεί.

Τα παράθυρά της ήτανε κλειστά και σε κάποια οι κουρτίνες ερμητικά τραβηγμένες, χα! ερμητικά, τι σκέφτηκε να πει. Αλλά ήταν σίγουρος ότι κάπου πίσω από αυτές ήταν το προσωπάκι της και τον παρατηρούσε. Άραγε χαμογελούσε η σκρόφα ή έκλαιγε.

Αυτή η γυναίκα ήταν η καταστροφή του, αυτό του είχε πει κ ο Πέδρο ο κολλητός του, αυτή η γυναίκα φίλε θα σε τρελάνει. Κι αυτό έγινε σιγά σιγά, αλλά στην αρχή της την τρέλα κανείς δεν την διαπιστώνει, μόνο όταν το κακό έχει παραγίνει, μόνο τότε σε μια στιγμή διαύγειας – σε ένα φωτεινό διάλειμμα –  συνειδητοποιείς με τρόμο την πτώση σου.

Είχε αρχίσει να γράφει μαλακίες, είχε χάσει την επαφή του με την ποίηση, με την πρόζα, τα είχε σκοτώσει όλα, σκεφτόταν να μην ξαναγράψει ποτέ τίποτα. Και φυσικά να μην ξαναπατήσει στην κωλοδουλειά του. Η τύπισσα τον είχε τρελάνει κανονικότατα.

Έξω στην κοινωνία υπήρχε αναβρασμός, υπήρχε ένταση, τα οικονομικά σκατά, η κοινωνία σκατά, οι άνθρωποι σκατά και μπερδεμένοι. Δεν τον ενδιέφεραν πια εδώ και καιρό αυτά, τα έβλεπε με απίστευτο κυνισμό, η ψυχή του καιγόταν στο άρωμα της γκόμενας και δεν υπήρχε χρόνος για άλλα.Το μόνο που συνέδεε τον Τσακ με όλα αυτά ήταν μια μπλούζα που του είχαν χαρίσει κάτι φοιτητές πριν λίγες ημέρες και τη φόραγε εκείνη τη μέρα. Έγραφε κάτι για λευτεριά από τα δεσμά και τέτοια.  Η χούντα έδειχνε να κρατιέται καλά, αλλά ένα πιο επιδέξιο μάτι θα έβλεπε ότι έτριζε από κάτω το οικοδόμημά της. Του Τσακίτο όμως το μάτι δεν έβλεπε πέρα από Αυτήν.

Όταν κάνανε έρωτα είχε μια περίεργη αίσθηση ότι η γυναίκα αυτή είχε πιο πολλά από δύο χέρια. Ένιωθε να τον τυλίγει σαν μια αράχνη, να τον κρατάει και να τον χαϊδεύει σε πολλά σημεία του κορμιού του με πολλά χέρια ταυτόχρονα. Λες και φύτρωναν από τα πλευρά της χέρια, κι ενώ της τα κράταγε τα δυο της τα κανονικά, της τα έσφιγγε με δύναμη πάνω στο στρώμα, να σου ξεπετάγονταν ζευγάρια χέρια από τα σωθικά της και τον άγγιζαν. Εκεί μάλλον έχασε το παιχνίδι και κέρδισε την τρέλα.

Της είχε πει για το θέμα αυτό, αλλά εκείνη είχε γελάσει μαζί, αλλά ναι αυτός ορκιζόταν στο Θεό και στους άλλους παλιούς θεούς της γης εκείνης, ότι όντως κάτι περίεργο συνέβαινε όταν έκαναν έρωτα. Κάτι τελείως ανεξήγητο.

Κοίταξε γύρω του, ήταν απογευματάκι και οι άνθρωποι γύριζαν στις δουλειές τους. Πιο κει στη γωνία μια παρέα φοιτητών είχε μάζωξη και ετοιμάζανε πανό για μια πορεία. Τα πράγματα ήταν πολύ έκρυθμα και μια φλόγα αρκούσε για να γίνουν μπορδέλο όλα. Αλλά ποιος νοιάζεται όταν είναι με μια γυναίκα αράχνη.

Σκάλισε λίγο την άμμο, πρέπει να φύγω σκέφτηκε, ίσως έρθω αύριο πάλι. Αλλά πριν σηκωθεί την είδε. Ήταν εκεί λίγα μέτρα μπροστά του και του χαμογελούσε, υφαίνοντας τον ιστό της με τα πολλά χέρια της. Τον έπιασε μια ταχυκαρδία και άρχισε να ιδρώνει. Η πόρνη, σκέφτηκε, πήρε τη μορφή της την κανονική και βγήκε στον κήπο να με περιγελάσει. Η πόρνη!

Σηκώθηκε και πήρε το μπουκάλι με το πετρέλαιο που υπήρχε σε μια γωνιά του κήπου για τη μηχανή κουρέματος. Σχεδόν όλες του οι κινήσεις διακρίνονταν από μια άψογη ακρίβεια και έναν αλάνθαστο αυτοματισμό εναντίον του μικρού εντόμου που είχε δει.

Τώρα θα δεις σκρόφα, μουρμούριζε μέσα από τα δόντια του όλη αυτή την ώρα.

Πήγε κοντά στον θάμνο και έλουσε την αράχνη, αλλά εκείνη την τελευταία στιγμή πήδηξε πάνω του, πάνω στην μπλούζα του με την σφιγμένη γροθιά που έσπαγε κάτι αλυσίδες.

Ο Τσακίτο ούρλιαξε από οργή και αηδία αλλά συνέχισε να λούζει την αράχνη πάνω του μέχρι που το μπουκάλι άδειασε. Και τότε, καθώς εκείνη τον παρατηρούσε πάνω στον ώμο του υπνωτισμένη από το πετρέλαιο, άναψε τον αναπτήρα του και τον πλησίασε στην μπλούζα του…

Το βιντεάκι που τράβηξαν κάτι φοιτητές έκανε το γύρο της χώρας και μέσα σε λίγες ώρες το γύρο του κόσμου, όλοι συγκινημένοι έβλεπαν τη σκηνή της αυτοπυρπόλησης ενός επαναστάτη άντρα που λεγόταν Τσακίτο Εστέμπιο και ούρλιαζε στον δρόμο κατά της κυβέρνησης, κατά της δικτατορίας και της αδικίας. Έστω κι αν το μόνο που έλεγε ήταν κάτι σαν

«Τώρα είμαι ελεύθερος! Τώρα είμαι ελεύθερος!»

Η μπλούζα που φόραγε με τη γροθιά και τα δεσμά των αλυσίδων δήλωναν καθαρά την επανάσταση του αυτόχειρα. Ο ηρωισμός του και η αυτοθυσία του ενέπνευσαν χιλιάδες διαδηλωτές να βγουν στους δρόμους, να συγκρουστούν με την κυβέρνηση.

Η χούντα έπεσε. Ο Εστέμπιο έγινε λαϊκός ήρωας. Μέχρι και άγαλμα του έστησε η νέα κυβέρνηση σοσιαλδημοκρατίας στην περιοχή που πέθανε από τα εγκαύματά του.

Έστω κι αν στην πορεία απαγορεύτηκε αυστηρά σε οποιονδήποτε να αναφέρεται στις φήμες περί της τρέλας του με την γυναίκα – αράχνη. Τόσο αυστηρά που για να τα γράψω όλα τα παραπάνω έπρεπε να αλλάξω χώρα…

Πέμπτη 23 Αυγούστου 2012

Τα κορίτσια της Αφροδίτης - Μπλε Ιστορίες (συνέχεια)










Φθινόπωρο.

Οι πρώτες βροχές του φθινοπώρου έχουν έρθει, και έξω δυο τρεις περαστικοί έχουν ανοίξει τις ομπρέλες τους. Στο παράθυρο η αναπνοή μου κάνει ένα σύννεφο.
Καθένας από τους 4 της ομάδας έχει βαλθεί να παρακολουθεί τα δρομολόγια των αστικών και στις δύο περιοχές που βρέθηκαν τα πτώματα. Η  Αστυνόμος έχει την πεποίθηση ότι ο τύπος που αναζητούμε έχει στενή σχέση με τα δρομολόγια αυτά.
Εγώ έχω την πεποίθηση ότι η θλίψη στο σκοτεινό της βλέμμα την κάνει ακόμα πιο ωραία. Μισώ το φθινόπωρο.
Ο παππούς ήταν αντάρτης, ο πατέρας δάσκαλος και τρέχαμε από χωριό σε χωριό κάθε φθινόπωρο, με αυτή την κοκκινίλα να μην ξεβάφει από το δέρμα μας.Λες και μυρίζαμε ξίδι, οι απόγονοι όλοι του αντάρτη, μόλις μας ρωτάγανε όνομα στραβώνανε τις φάτσες τους, όπως κι ο πατέρας όταν του είχα πει ότι θα μπω στο σώμα. Ο γέρο παππούς πέθανε από φυματίωση και μαζί του θάψαμε όλες εκείνες τις ιστορίες του βουνού, το νησί και όλα εκείνα που στοιχειώνανε την πορεία μας στη νέα Ελλάδα, την ένδοξη, την μητέρα των πολιτισμών και των ηρώων που σαν να αναγεννήθηκαν στους τιμημένους αντισυνταγματάρχες με τις κοιλιές τους και τα πούρα τους. 
Εκείνη την περίοδο διάβαζα τον Φύλακα στη Σίκαλη και μου άρεσε, είχα δακρύσει με τον τύπο που πάλευε στα όνειρά του να πιάσει τα παιδιά πριν πέσουν κάτω στον γκρεμό, αλλά να μαι εγώ εδώ και να μου φέρνουν 2 νεκρά κορίτσια στα πόδια μου και μια ζωντανή γυναίκα στα μάτια μου. Η ζωή μου ήταν ένας κυκλώνας κανονικός.
Ακόμα κι ο Φύλακας θα έπεφτε στον γκρεμό, θα παραπατούσε προς το κενό.
Οι τύποι που έπαιρναν τις αστικές γραμμές ήταν καθημερινοί άνθρωποι που πήγαιναν στις δουλειές τους, ήταν φοιτητές που άραζαν εδώ κι εκεί, ήταν ρουφιάνοι που παρακολουθούσαν όλους τους υπόλοιπους. Αποκλείεις κατά λογική και κατά συνέπεια κινήσεων αυτούς που δεν ταιριάζουν σε τέτοια εγκλήματα. Πρέπει να ξεκινήσεις από κάπου, να φτιάξεις έναν ιστό από υπόπτους. Κάτι τέλοσπάντων.
Η Ελίνα φωνάζει σε έναν τύπο της ΕΣΑ που έχει βαλθεί να της υποδείξει υπόπτους, της λέει κάτι για ρουφιάνους και πως μπορούν να βοηθήσουν, αλλά εκείνη τα ακούσει όλα αυτά βερεσέ, κάνω άλλο ένα συννεφάκι στο τζάμι και γυρνάω στο γραφείο μου.
Η μικρή Μαρία 3 ετών και η Φλώρα 5. Δεν τις ενώνει τίποτα πέρα η μικρή τους ηλικία και το φύλλο τους. Α και η περιοχή και μια ταύτιση των σημείων που βρέθηκαν με τις αστικές γραμμές. Κοιτάζω στη μεριά της Ελίνας, είναι μόνη της, δεν φοράει στολή, με χέρι που τρέμει κάπως φτιάχνει καφέ.
Κοιτάω πάλι τις φωτογραφίες. Γαμώτο και τα δύο κορίτσια είναι ξανθά και ναι τους λείπουν τα παπουτσάκια τους. Ανοίγω το συρτάρι, βγάζω αντίγραφο της έκθεσης των φόνων, κοιτάω στα αντικείμενα που βρέθηκαν. Τα κορίτσια ήταν ξυπόλητα.
Ο τύπος, λέω από μέσα μου, είναι φετιχιστής, έχει ένα κόλλημα…
- Ναι ο τύπος θα ξαναχτυπήσει, ακούω την φωνή της να μου λέει από πίσω μου.
Ο καφές της μυρίζει υπέροχα, το σώμα της ακόμα πιο πολύ, στέκεται από πάνω μου και κοιτάει τις φωτογραφίες και την έκθεση.
- Ίσως χρειαστούμε πιο πολλά άτομα, της λέω. Ίσως την ΕΣΑ..
- Όχι, αυτοί δεν είναι να τους εμπιστεύεσαι, πιο πολύ πιθανό είναι να μας στρέψουνε αλλού και να χάσουμε την αλήθεια. Όχι, θα ζητήσω από το τμήμα κι άλλους, θα σκορπιστείτε παντού, όπου υπάρχουν παιδιά μικρά. Ο τύπος θα ξαναχτυπήσει, είμαι σίγουρη, ακολουθεί κάτι σαν τελετουργικό.
-Μάλιστα, της κάνω.
Ίσως την κοίταξα στα μάτια πιο πολύ από όσο θα έπρεπε, ίσως της χαμογέλασα ανεπαίσθητα. Όπως και να έχει φάνηκε να κοκκινίζει λίγο, να νιώθει λίγο αμήχανη, να κοντοστέκεται και εν τέλει να φεύγει.
Μισώ το φθινόπωρο, είπα ξανά από μέσα μου.



Ο γάμος.

Σχεδόν όλο το τμήμα ήτανε στο γάμο του κυρίου Υποδιοικητή. Χήρος – και χοίρος- πέντε χρόνια, τελικά αποφάσισε να δώσει μια νέα ευκαιρία στον έρωτα με την μικρή κόρη ενός δικηγόρου από τα Πατήσια. Η κοπέλα ήταν μικροκαμωμένη αλλά σχετικά ωραία και το όλο συνοικέσιο φαινόταν άκρως επιτυχημένο. Μόνο που δεν μπορούσα να σκεφτώ τον χοντρό κύριο Υποδιοικητή να βογκάει από ηδονή πάνω της, γεμάτος ιδρώτα και σάλια να τρέχουν στον λαιμό της. Κι αυτή, αυτή νομίζω ότι θα κλαίει εκείνη τη στιγμή – όπως και να χει.
Η Ελίνα επέμενε να μείνουν κάποια άτομα στο δρόμο, εξάλλου μας είχε μηνύσει την επομένη να συναντηθούμε όλοι στο γραφείο της, γιατί ένας αστυφύλακας από την παρακολούθηση, ο Γιάννου ,  έλεγε ότι είχε βρει κάτι που θα μπορούσε να μας οδηγήσει πουθενά.
Πιο πολλές λεπτομέρειες δεν φαίνεται να ήταν διατεθειμένη να μας δώσει.
Αλλά εγώ έβλεπα όλες τις λεπτομέρειες όπως στεκόταν στον περίβολο της εκκλησίας με ένα κόκκινο κολλητό φόρεμα, τα μαλλιά της ριγμένα κάτω, η μικρή λευκή τσάντα στα χέρια της, το χαμόγελό της στον πατέρα της και σε άλλους δυο τύπους εκεί στο πηγαδάκι τους.
Ο ένας από αυτούς ήταν νέος, λίγο πιο μεγάλος από μένα, φόραγε άψογο μαύρο κοστούμι και φαινόταν να ξέρει από καλούς τρόπους. Επίσης φαινόταν να την κοιτάει και να της μιλάει πιο πολύ άνετα. Τσίμπημα ζήλειας στην καρδιά και ένα ανυπόφορο πλάκωμα. Θέλω να ανοίξω τα κουμπιά της επίσημης στολής, να χαλαρώσω λίγο τον λαιμό μου, να πάρω αέρα, να κάνω τσιγάρο. Αλλά δεν μπορώ. Είναι και αυτό το διαολεμένο ξίφος που κρατώ και πρέπει να φτιάξουμε την γέφυρα σε λίγο όταν βγει ο γαμπρός και η νύφη, έτσι να σφραγίσω κι εγώ με την τιμή μου την προστασία του ζευγαριού. Τα αγκομαχητά ηδονής του χοντρού και τα κλάματα της μικρής.
Δεν θυμάμαι τίποτα άλλο από κείνη την τελετή, θυμάμαι πίκρα με ανάμεικτη τη ζήλια, θυμάμαι τσιγάρα στο τραπέζι και κρασί. Πολύ κρασί. Εκείνη στεκόταν ανεπηρέαστη από όλα αυτά, όλο το πανδαιμόνιο, με την πλάτη στητή δίπλα στον πατέρα της, δίπλα στον φίλο της και μοίραζε χαμόγελα. Αλλά σε ξέρω Ελίνα, δεν περνάς καλά, είμαι σίγουρος.
Κατέβαζα και κατέβαζα οίνο, μέχρι που σε κάποια στιγμή θόλωσε το μυαλό μου, κάποιος συνάδελφος κάτι μου ψιθύρισε και μου έπιασε το μπράτσο. Παραπάτησα, έπρεπε να φύγω πριν γίνω ρεζίλι.
Εκείνη τη στιγμή, θυμάμαι, εκείνη ακριβώς τη στιγμή που σηκωνόμουν να φύγω, η το χαμόγελο της Ελίνας πάγωσε. Κάποιος από την ομάδα της έλεγε κάτι στο αυτί. Κάποιος που εκείνη τη μέρα είχε υπηρεσία έξω. Η Ελίνα σηκώνεται και κοιτάζει γύρω της κάπως απελπισμένη, ο πατέρας της απορεί και της λέει κάτι. Λίγο πριν με κοιτάξει η Ελίνα νιώθω κι εγώ ένα σφίξιμο στην καρδιά. Ήξερα.
Μόνο που την επόμενη μέρα στο τμήμα διαπίστωσα ότι τελικά δεν είχα μαντέψει και τόσο σωστά. Το νέο θύμα του Φονιά ήταν όντως ένα κορίτσι.Μόνο που υπήρχε κι ένας άλλος νεκρός, τετράγωνα μακριά από κει που βρέθηκε το πτώμα του κοριτσιού. Και τα νεκρολούλουδα στο γραφείο που καθόταν ο Γιάννου, μαρτυράγανε το όνομά του.


(συνεχίζεται) 

Δευτέρα 20 Αυγούστου 2012

Πτώση από ψηλά






έξυπνο παιδί,
σακατεμένο πρόσωπο,
δόντια που δεν ξαναφυτρώνουν,
αίμα και χώμα,
μάσκα Ινδιάνων μάγων,
κάτω οι δρόμοι
βουίζουν
θάνατο,
οι πλεξίδες της
σχηματίζουν ένα σαρκασμό
που μοιάζει
με στερνό φιλί
στο μέτωπο.



Κυριακή 19 Αυγούστου 2012

Προσκυνητές στην Αρχαία Ολυμπία









Τίποτα δεν με εξουσιάζει πια.
Ίσως μόνο λίγο
Οι σκορπιοί που διασχίζουν το δρόμο
Πάνω από τα Αρχαία,
Ίσως μόνο λίγο
Το φεγγάρι που είναι σαν μάτι
Θλιμμένο.
Λούζει τα πάντα ένα ασημένιο φως,
Μικροσκοπικοί λαθρεπιβάτες
Ακροβατούν πάνω στα δάχτυλά μου -
Προσκυνητές –
Χαϊδεύω το πρόσωπό σου,
Πρέπει να είναι καλοκαίρι
Κι αυτή εδώ που ψιθυρίζει στίχους,
Η ζωή μας.



Παρασκευή 10 Αυγούστου 2012

Αστέρια στην άμμο




Σε μια ψεύτικη φωτιά σε μια νόθα παραλία
στήσαμε τα όνειρά μας τα κάλπικα -
κάλπικοι τυπάδες, κάλπικες γκόμενες
κάλπικη κουλτούρα
και το νοθευμένο τζιν να βαράει
τα μελίγγια
-
τον μαλάκα δίπλα μου τον φωνάζουν
''Πλημμύρα''
γιατί ακριβώς αυτό είναι, ένα τίποτα που ξεχύνεται
ένας κάλπικος άντρας
σε μια κάλπικη παρέα,
με νευριάζει η ηλίθια χαμογελαστή φάτσα του
θέλω να πλημμυρίσω την άμμο
με τα δόντια του
 -
δες ένα αστέρι πέφτει - μετεωρίτης λέει ένας -
καίει για ώρα στον ουρανό
φωνάζουμε ''οοοοο!!!'' και κάνουμε μια ευχή
-
όλοι προλάβαμε, ακόμα κι εγώ,
ρίξαμε τις κάλπικες ευχές μας
όλοι
εκτός από τον Πλημμύρα
που μαζεύει τα δόντια του στην κάλπικη άμμο.





Πέμπτη 9 Αυγούστου 2012

Τα κορίτσια της Αφροδίτης - Μπλε Ιστορίες








- Πατέρα, το χέρι σου πάλι τρέμει, είπε η κόρη μου ακουμπώντας με απαλά στον ώμο.
Δεν της απαντάω, ξέρω είναι υπερβολικά προστατευτική μαζί μου τον τελευταίο καιρό, κυρίως μετά το επεισόδιο με την καρδιά που είχα, ναι βασικά μετά από αυτό, απόδειξη ότι άφησε τα μικρά στον άντρα της στην Αθήνα και ήρθε να μείνει μαζί μου λίγες μέρες. Ως και στο βιβλιοπωλείο έρχεται και με βοηθάει τα πρωινά. Δεν έχω ανάγκη από τέτοια, τα καταφέρνω μόνος μου, πάντα τα κατάφερνα ακόμα και την περίοδο που η γλυκιά μου Νίκη πέθαινε, ακόμα και τότε δεν λύγισα. Αλλά ίσως όντως να είμαι πια ένας γέρο – πεισματάρης που απλά δεν λέει να το βάλει κάτω, να παραδεχτεί την ήττα του και να ζητήσει λύτρωση, λύτρωση από τον χρόνο, από το κρεμασμένο κορμί, από όλα εκείνα που ένας μοναχικός γέρος σκέφτεται προς το τέλος της ζωής του.
Το χέρι μου έτρεμε και παρόλο που το ακούμπησα στην άκρη ενός παλιού δερματόδετου τόμου με ναυτικές ιστορίες του περασμένου αιώνα, αυτό συνέχισε να τρέμει. Η κόρη μου με κοιτάει με συμπόνια και θλίψη, μοιάζει τόσο πολύ στη Νίκη σκέφτομαι, στρέφω το βλέμμα μου πάλι στους δύο πελάτες του μαγαζιού που πριν λίγο μπήκαν, η μία είναι μια νέα γυναίκα, έχει κότσο τα μαύρα της μαλλιά και φοράει ένα αέρινο άσπρο φορεματάκι, σέρνει σε ένα καροτσάκι μια ηλικιωμένη γυναίκα η οποία δεν μοιάζει να έχει και πολλή επαφή με το περιβάλλον. Η κοπέλα κάτι ψάχνει στα ράφια με την ποίηση, αλλά δεν με ενδιαφέρει αυτό, δεν με νοιάζει καθόλου όσο με νοιάζει κάτι άλλο. Η γριά έχει μια μικρή ελιά στο δεξιό μάγουλο κοντά στο ζυγωματικό και ο τρόπος που σκάει ελαφρά το κάτω χείλος της καθώς η νέα γυναίκα της μιλάει με κάνει να ριγώ από συγκίνηση.
- Πατέρα…, μου κάνει η κόρη μου σαν ικετευτικά, πρέπει να κοιτάξεις αυτό το τρέμουλο, σε παρακαλώ.
Της γνέφω ναι χωρίς να πάρω τα μάτια μου πάνω από τις δύο πελάτισσες μου.
- Πάω να δω τι θέλουν,λέει η κόρη μου και προχωράει προς το μέρος τους.
Πιάνω το δεξί μου χέρι με το αριστερό στον καρπό, σε μια προσπάθεια να το κρατήσω ακίνητο πάνω στο βιβλίο. Κάτι καταφέρνω. Η Αναστασία τους μιλάει, τους δείχνει κάτι βιβλία στα ράφια, η γυναίκα με τον κότσο ανοίγει ένα και το ξεφυλλίζει.
Δεν έχει τίποτα το χέρι μου Αναστασία, σκέφτομαι, ούτε κανένα γαμημένο Parkinson ούτε τίποτα άλλο οργανικό. Πάντα το είχα όταν με έπιανε η συγκίνηση. Απλά τώρα τελευταία με πιάνει πιο συχνά…


****

Tο καλοκαίρι εκείνο – Ιούλιος - ήταν θυμάμαι από τα πιο ζεστά και η Αθήνα ήταν ένα μεγάλο καζάνι που έβραζε τους λιγοστούς κατοίκους που είχανε μείνει στην πόλη. Τότε δεν υπήρχε η κρίση και με ελάχιστα έστω λεφτά μπορούσες να την κάνεις για την επαρχία ή κανένα νησί. Έτσι η πόλη έμοιαζε νεκρή όαση τσιμέντου μέσα σε μια μεγάλη φωτιά από ήλιο.
Δεν μου άρεσε η Αθήνα, από την πρώτη στιγμή την αντιπάθησα, ίσως επειδή ήμουν παιδί της επαρχίας και είχα μάθει σε άλλες καταστάσεις και ρυθμούς ζωής. Δεν κατάφερα να την συμπαθήσω ούτε μετά από 4 χρόνια στη Σχολή, ούτε καν τα ΠΣΚ που έβγαινα και τα πίναμε με τα παιδιά, που γνώριζα κοπέλες και περπατούσαμε στους δρόμους της, που ας πούμε ερωτευόμουν μέσα της.
Το καλοκαίρι που τελείωσα την Σχολή, με στείλανε αμέσως στο Παγκράτι σε κείνο το τριώροφο νεοκλασικό με το θλιμμένο άγαλμα της λουόμενης Αφροδίτης στην δεξιά πλευρά του κήπου. Νόμιζες ότι έμπαινες σε κανένα πολυτελή οίκο ανοχής της περιοχής, και πράγματι γρήγορα έμαθα ότι το σπίτι αυτή τη λειτουργία είχε μέχρι τις αρχές του αιώνα, πριν η τράπεζα το νοικιάσει στην αστυνομία, πριν η αρχιτσατσά πυρπολήσει τον εαυτό της με πετρέλαιο θέρμανσης μπροστά στο δημαρχείο, σαν μορφή διαμαρτυρίας για την έξωση των κοριτσιών της.
Περιμένω να με φωνάξει ο υποδιοικητής, είμαι τελευταίος σε μια ουρά από 5 νέα στο τμήμα άτομα και θέλω να καπνίσω. Πάω προς το μπαλκόνι, ανάβω διακριτικά τσιγάρο, η θλιμμένη Αφροδίτη στον κήπο με αγνοεί.
Λένε ότι είναι η ίδια η τσατσά στις μεγάλες δόξες της, μου κάνει ένας νεαρός αστυφύλακας δίπλα μου, στρίβοντας το δικό του τσιγάρο.
Γνέφω συγκαταβατικά, λες και ήξερα όντως ότι ήταν η γριά πόρνη στα νιάτα της στο γλυπτό, τότε ήταν η εποχή που στην Σχολή μάς είχανε ορμηνεύσει να μην λέμε πολλά πολλά και απλά να υπακούμε, ήταν η εποχή που ο πατέρας με είχε συμβουλεύσει να μην σκέφτομαι πολύ γιατί για καθέναν υπήρχε ένας φάκελος. Όλοι γύρω σου είναι ρουφιάνοι, μου είχε πει.
Η συνέντευξη διήρκησε λίγα λεπτά, ο χοντρός υποδιοικητής με κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω, είπε κάτι για τα νέα φρούτα που βγάζει η Ακαδημία, είπε κάτι για καθήκον και τιμή, με ρώτησε τι πιστεύω για όλα αυτά, κοίταξα με σταθερό βλέμμα τον φοίνικα πίσω του, τις φλόγες, τον φαντάρο και πρέπει να του απάντησα πιστεύω στην αναγέννηση. Με άφησε να φύγω χαρούμενος.
Φταίνε τα βιβλία πατέρα που διάβαζα στην βιβλιοθήκη σου μικρός, πίστευα στην αναγέννηση, αλλά όχι κάποιου φοίνικα μέσα από φλόγες και στεφάνια, πίστευα στους καλούς και στην μάχη με το κακό, για αυτό μπήκα στην Σχολή. Και όπως συνέβαινε με την πραγματικότητα μου τότε, είχα απογοητευτεί και σε αυτό. Το τσιγάρο ήταν το παράπονο που έβγαινε σαν δάκρυ. Όταν έχεις μπει στον χορό, χορεύεις. Και δεν είχα περιθώρια διαφυγής, ιδίως όταν από σένα, από τις κινήσεις σου κρίνονται και τα αγαπημένα πρόσωπα της οικογένειάς σου.
Το γραφείο μου ήταν δίπλα σε ένα από τα μπροστινά παράθυρα του πρώτου ορόφου, είχα την πολυτέλεια να βλέπω κήπο, σχεδόν πάντα χάζευα την Αφροδίτη και ίσως κάποια απογεύματα όταν έφευγα από το τμήμα τής έσκαγα κι ένα χαμόγελο. Η ζωή μου έξω ήταν μονότονη, η παλιοπαρέα από την Σχολή είχε χαθεί στις μεταθέσεις και με τους συνάδελφούς μου δεν είχα και πολύ καλή σχέση, μας χώριζαν γκρεμοί ασυνεννοησίας και παρεξηγήσεων, ειδικά όταν η καταγωγή μου από την επαρχία, η προφορά μου η κάπως νησιώτικη – ενθύμιο από την παιδική μου ηλικία στη Θήρα – ήταν για αυτούς αντικείμενο πλάκας και χλευασμού.
Αυτό όμως που δεν αντεχόταν με τίποτα εκείνες τις ημέρες ήταν η ζέστη, ο υποδιοικητής ήταν τόσο λαίμαργος τσιγκούνης που τα λεφτά που μάς έδινε τα βούταγε όλα για τον εαυτό του με αποτέλεσμα να υπάρχει μόνο ένα ανεμιστηράκι σε κάθε όροφο του κτιρίου. Και στο μόνο που συμφωνούσα με τους υπόλοιπους μέσα εκεί ήταν στις βλαστήμιες στο όνομά του.
Η ζωή κάπως έτσι κύλαγε, μόνη παρηγοριά τα τρόφιμα της μάνας από το χωριό κάθε Σάββατο, κανά δυο τρεις επισκέψεις της αδερφής μου και μία εφήμερη σχέση με μια φοιτήτρια καλών τεχνών που της άρεσε να κάνει πολύ θορυβώδες σεξ τα βράδια. Υπήρχαν και στο βάθος κάποιες φωνές, τις ένιωθα, αλλά ήταν λίγες, ασήμαντες ακόμα, κι εγώ ήμουν νέος, δειλός, αναποφάσιστος να διαλέξω ξεκάθαρα πλευρά. Και όπως είπα είχα μια μάνα κι έναν γέρο πατέρα και μια αδερφή έτοιμη για παντρειά, δεν έπρεπε να παίζω με αυτά τα πράγματα.
Το πρώτο κοριτσάκι μάς ήρθε αρχές Αυγούστου. Θυμάμαι, πρέπει να ήταν γύρω στα 3 όταν βρέθηκε πεταμένο σε ένα χωμάτινο πάρκινγκ όπου άραζαν κάποια αστικά που τελείωναν τη βάρδιά τους αργά τη νύχτα. Το φεγγάρι δεν είχε ακόμα γεμίσει εκεί ψηλά, αλλά ήταν ωστόσο αρκετά επιβλητικό και αρκετά φωτεινό ώστε να βοηθάει τις έρευνές μας στο σκοτάδι. Είχαμε αδειάσει το μέρος και ψάχναμε για οτιδήποτε στα τυφλά. Ανακρίναμε όλους τους οδηγούς, ανακρίναμε περαστικούς, η ΕΣΑ βρήκε ευκαιρία κι αφορμή να ξυλοφορτώσει κάποιους ¨ύποπτους¨ και όλα τα υπόλοιπα γραφειοκρατία και ιστορία.
Έπαιξαν το θέμα στις εφημερίδες της χώρας τότε, μίλησαν για άθεους που δεν είχαν ιερό και όσιο, οι γονείς έκλαιγαν και εκλιπαρούσαν δικαιοσύνη στις ασπρόμαυρες φωτογραφίες κι ένας υπουργός μίλησε για παραδειγματική τιμωρία.
Αλλά εμείς ήμασταν στο μηδέν. Δεν είχαμε ιδέα, δεν είχαμε καν τα μέσα για να ψάξουμε προς τα κάπου, το κορίτσι βρέθηκε στραγγαλισμένο με μώλωπες σε όλο το σώμα. Πέθανε από ασφυξία αλλά αν ζούσε θα έμενε για πάντα παράλυτο αφού δύο αυχενικοί σπόνδυλοι είχαν φύγει από τη θέση τους λόγω πίεσης.Δεν υπήρχε ίχνος σεξουαλικής κακοποίησης. Για αποτυπώματα ούτε λόγος. Μέσα στον πανικό της πρώτης άφιξής μας στον τόπο του εγκλήματος, ένας ανειδίκευτος συρφετός μάς τα είχε κάνει χάλια όλα.
Η υπόθεση ξεχάστηκε, την πρώτη σελίδα των εφημερίδων πήραν τίτλοι προετοιμασίας εορταστικών εκδηλώσεων του 15Αύγουστου στην Αθήνα και σε άλλες πόλεις της Ελλάδας, που και που φωτογραφίες με κόκκινους ταραξίες και συλλήψεις τους και κάπως έτσι έμεινα εγώ να έχω κρεμάσει στον πίνακα του ορόφου ένα σκίτσο του κοριτσιού όπως ήταν την τελευταία φορά πριν το χάσουν οι γονείς του.
Το σοκ που βρήκε την κοινωνία με την δεύτερη δολοφονία που ήρθε στο φως ήταν πραγματικά πολύ μεγάλο. Άραζα στο διαμέρισμά μου θυμάμαι, πρέπει να άκουγα κάτι από Beatles, όταν χτύπησε η πόρτα και με κάλεσε η φωνή της διαχειρίστριας. Με ζητούσαν επειγόντως στο τμήμα. Ντύθηκα γρήγορα και τράβηξα κατά κει.
Η Αφροδίτη έμοιαζε πιο μελαγχολική από ποτέ. Πίσω από μαζεμένες σειρήνες και περιπολικά, πίσω από φωνές και διαταγές, πίσω από ιδρωμένα πρόσωπα και λεκιασμένα πουκάμισα, νομίζω ότι την είδα πρώτη φορά να κουνιέται, ένα ελαφρύ τίναγμα στο κεφάλι της σαν να έδιωχνε μια αόρατη μύγα ή ένα χέρι που πάσχισε να την αγγίξει στα μαλλιά.
Το δεύτερο κορίτσι βρέθηκε 4 τετράγωνα πιο κάτω από το πρώτο. Το Παγκράτι ζούσε πια στον τρόμο κι όλη η χώρα ανέπνεε στα πρωτοσέλιδα του πανικού, οι προετοιμασίες εορτασμού είχαν παγώσει και όλοι ανέλυαν θεωρίες συνωμοσίας για το προφίλ του δολοφόνου. Όλοι είχανε γίνει ειδικοί αλλά εμείς που υποτίθεται ήμασταν οι ειδικοί, δεν είχαμε καμία ιδέα.
Στραγγαλισμένη και η μικρή Φλώρα – 5 ετών -  όπως και το πρώτο κοριτσάκι, είχε βρεθεί μέσα σε ένα κάδο σκουπιδιών. Αυτή τη φορά δεν υπήρξαν σπασμένοι σπόνδυλοι και οι μώλωπες ήταν αρκετά λιγότεροι. Αποτυπώματα μηδέν. Ίχνος βιασμού μηδέν.
Οι γονείς είχαν χάσει την κόρη τους το προηγούμενο μεσημέρι και τα ξημερώματα της επόμενης μέρας το σκουπιδιάρικο έβρισκε το άψυχο σώμα της μικρής. Έμοιαζε με αμερικανικό αστυνομικό θρίλερ η υπόθεση και μπορώ να πω ότι είχα χαρεί που συμμετείχα σε αυτήν, έσπαζε τη μονοτονία της καθημερινότητάς μου και επιτέλους είχα έναν αληθινό σκοπό : να πιάσω τον κακό.
Νομίζω θυμάμαι ότι είδα τον τίτλο σε μια τοπική εφημερίδα που είχε φωτογραφίες με το κορίτσι σκεπασμένο σε σεντόνι και δίπλα είχε μια φωτογραφία του κτιρίου της Αστυνομίας στο Παγκράτι. Το άγαλμα φαινόταν έτσι γονατιστό στο ένα πόδι -  η λουόμενη Αφροδίτη μου στον κήπο της - και κάποιος ευφάνταστος δημοσιογράφος ονόμασε την υπόθεση ¨Τα κορίτσια της Αφροδίτης¨. Και έτσι έμεινε στην ιστορία αυτή η υπόθεση δολοφονιών.
Καπνίζω στο μπαλκόνι του πρώτου, μέσα στο κτίριο χαμός, έχουν έρθει ειδικοί από διάφορες υπηρεσίες, ειδικοί από το εξωτερικό, όλοι λένε και λένε μα η ασχετοσύνη τους είναι εμφανής μέσα στις πομπώδεις δηλώσεις τους, είναι θέμα εθνικής ασφάλειας, είναι θέμα προτεραιότητας της κυβέρνησης να βρει τον Φονιά και να τον δικάσει, πλήττεται το κύρος μας, ο Φονιάς θα βρεθεί!
Καπνίζω και πάω να πνιγώ από τον καπνό όταν την βλέπω πρώτη φορά. Μπαίνει μέσα συνοδεία δύο ανώτερων, ο υποδιοικητής με τον διοικητή τους περιμένουν στην είσοδο κάτω. Σφίγγουν χέρια, γίνονται οι συστάσεις, της φιλάνε το χέρι, εκείνη χαμογελάει, το κάτω χείλος της σκάει ελαφρά προς τα έξω σε μια κίνηση τόσο ανεπαίσθητη κι όμως τόσο χαριτωμένη για μένα. Φοράει στολή αστυνόμου μα χωρίς πηλίκιο, τα μαλλιά της είναι μαύρα και πιάνονται πίσω σε ψηλό κότσο. Μια μικρή ελιά στο δεξί ζυγωματικό συμπληρώνει την εικόνα εκείνη στη μνήμη μου. Είναι όμορφη και τη λένε – από ότι μαθαίνω μετά – Ελίνα.
Ναι σκεφτόμουν πόσες γυναίκες με στολή ήξερα τότε, οκ υπήρχαν αλλά όχι αρκετές και όχι τόσο όμορφες. Υπήρχε το γυναικείο τμήμα στη σχολή μα δεν είχαμε πολλά πάρε δώσε γιατί τα μέτρα ήταν αυστηρά. Ήταν όλα θέμα αξιοπρέπειας και ευπρέπειας στη χώρα τότε, όλα πάνω σε ένα πέπλο κάλυψης της αληθινής σαπίλας από μέσα.
Το χώμα κατάπινε αξιοπρέπεια, κατάπινε αίμα και σάρκα, κατάπινε ελευθερία και κοριτσάκια, κατάπινε και μένα σιγά σιγά. Όλα πάνε στο χώμα, μα δεν με φοβίζει αυτό. Με φοβίζει αν κάποια στιγμή η γη αποφασίσει να τα ξεράσει προς τα έξω όλα αυτά. Εκεί είναι ο αληθινός τρόμος.
Και η Ελίνα είχε τελειώσει την ακαδημία καμιά 5αριά χρόνια νωρίτερα από μένα, ήταν ανώτερή μου και είχε και μια μετεκπαίδευση σε θέματα Εγκληματολογίας στο Λονδίνο. Και ο πατέρας της ήταν στέλεχος από τα υψηλά στην κυβέρνηση σωτηρίας μας. Μα δεν με ένοιαζαν όλα αυτά εν τέλει. Η Ελίνα έφερε άλλον αέρα στο κτίριο, έσπασε την άπνοια, το καθημερινό σφίξιμο στην καρδιά που ένιωθα – και ναι η Ελίνα άρχισε να βάζει μια σειρά στην έρευνα για τα Κορίτσια της Αφροδίτης.
Μας είχανε μαζέψει στον τρίτο όροφο, στο γραφείο που συνεδριάζανε οι ανώτεροι αξιωματικοί. Εκεί στα έκπληκτα μάτια μας, ο διοικητής την όρισε υπεύθυνη για την εύρεση του Φονιά. Μας είπε ότι οι Ελληνίδες είναι κι αυτές ικανότατες και ότι αυτές τις κρίσιμες ώρες ήταν αναγκαίο να καθοδηγηθούμε από τις εξειδικευμένες γνώσεις της Ελίνας. Ο κόσμος ζητούσε αποτέλεσμα και ο τρόμος ένα τέλος. Παρατηρούσα την μελαχρινή κοπέλα με την αστυνομική στολή, της πήγαινε λίγο μεγάλη και αυτό ήταν χαριτωμένο κάπως, επίσης όλη την ώρα που την παρουσίαζε με τόσες κολακείες ο αρχηγός, αυτή δεν φάνηκε να επηρεάζεται ιδιαίτερα. Είχε ένα συνοφρυωμένο μέτωπο και το βλέμμα της ήταν καρφωμένο κάπου προς τα κάτω, προς το κενό.
Πρώτα αρχίσαμε με τους οδηγούς των λεωφορείων για την πρώτη υπόθεση, πιο συγκεκριμένες ερωτήσεις, τα δρομολόγιά τους, ποιον είδαν που τους φάνηκε περίεργο – κι άλλες προσαγωγές φοιτητών και αριστερών πολιτών, κι άλλο ξύλο – αν γενικά παρατήρησαν κάτι ύποπτο. Ταυτόχρονα μοιραστήκαμε σε ομάδες που έκαναν διάφορες ερωτήσεις στις γειτονιές των παιδιών, ήμουν κι εγώ σε μία από αυτές, οι άνθρωποι ήταν φοβισμένοι αλλά δεν ήξεραν τίποτα.
Και τα δύο παιδιά χάθηκαν κοντά στην περιοχή τους το μεσημέρι, το πρώτο κορίτσι χάθηκε από τα μάτια της γιαγιάς του όταν αυτή μπήκε σε ένα μπακάλικο και το δεύτερο χάθηκε όταν βγήκε από το σπίτι της για παγωτό. Οι δολοφονίες έγιναν, σύμφωνα με τον ιατροδικαστή, λίγες ώρες μετά.
Θυμάμαι σκάλιζα την υπόθεση ένα απόγευμα που είχα υπηρεσία, είχα σκύψει πάνω από τους φακέλους, είχα κατεβάσει στον πρώτο και τους 3 ανεμιστήρες και διάβαζα τους φακέλους. Παρατήρησα κάτι κοινό. Τα κορίτσια είχαν βρεθεί κοντά σε μέρη όπου πέρναγαν ή άραζαν τα αστικά. Ένιωσα χαρά γιατί η Ελίνα θα μου χαμογέλαγε με ικανοποίηση για το εύρημά μου. Ήταν κάτι, όχι τόσο μεγάλη αποκάλυψη, αλλά ήταν κάτι.
Το επόμενο πρωί η Ελίνα με κοίταζε με χαμόγελο, πίσω από το μεγάλο γραφείο της σχεδόν ένιωθα τη χαρά της, μου έδωσε το χέρι της, με συνεχάρη και είπε ότι είμαι από τους λίγους εκεί μέσα που ασχολιόμουν αληθινά. Δεν είμαι ψώνιο, ποτέ δεν ήμουν, αλλά μου άρεσε που μια όμορφη κι έξυπνη γυναίκα έβρισκε ότι κάνω κάτι καλό στην άχαρη δουλειά μου.
Μετά από 2 μέρες και αφού πλησιάζει ο Αύγουστος στο τέλος του, η Ελίνα ήρθε στο γραφείο μου.
- Έλα μαζί μου, μου είπε και με προσπέρασε.
Σηκώθηκα βιαστικά μα στην κίνησή μου έχυσα τον καφέ πάνω στα χαρτιά, οι άλλοι γύρω άρχισαν να γελάνε κι εγώ να κοκκινίζω από ντροπή.
Η Ελίνα, έχοντας ακούσει τον σαματά, γύρισε με κοίταξε και με αυστηρό ύφος μου έκανε
- Έλα επιτέλους!
Βγήκαμε έξω στον κήπο, εκεί στο παγκάκι δίπλα από την λουόμενη Αφροδίτη. Ήταν άλλοι 3 συνάδελφοι εκεί που περίμεναν. Οι 2 κάπνιζαν.
Η Ελίνα άρχισε να μιλάει πρώτη
- Σας μάζεψα για να σας ανακοινώσω ότι είστε στην προσωπική μου ομάδα, οι άλλοι θα δουλεύουν για την υπόθεση των κοριτσιών μα εσείς είστε ο πυρήνας της έρευνας.
Μας κοίταξε καλά καλά έναν έναν. Δεν είπαμε κάτι.
- Ξέρω ότι είστε οι πιο ικανοί εδώ μέσα, οι πιο φιλότιμοι, πείτε το γυναικεία διαίσθηση, συνέχισε να λέει.
- Θα δίνετε αναφορά μόνο σε μένα. Όλα έχουν εγκριθεί από το Αρχηγείο. Κατανοητό?
Γνέψαμε μάλιστα κι ένας πέταξε το τσιγάρο του στο χώμα.
Το κάτω χείλος της έτρεμε ελαφρά κι είχε μια στάλα προπέτειας προς τα έξω. Αναρωτήθηκα αν αυτές τις λεπτομέρειες τις βλέπουν μόνο οι ερωτευμένοι, αλλά γρήγορα έδιωξα τη σκέψη από το μυαλό μου.
- Τρέχει κάτι ανθυπαστυνόμε?, μου κάνει
Τραυλίζω ένα όχι και κείνη κοιτάζει προς την Αφροδίτη.
- Και κάτι τελευταίο, μην αποκαλείτε την υπόθεση ΄΄ Τα κορίτσια της Αφροδίτης ΄΄ , η ομορφιά και ο έρωτας δεν έχουν να κάνουν τίποτα με αυτό τον ανώμαλο που σκοτώνει.
Έτσι μίλησε η Ελίνα και έφυγε προς το κτίριο.



(συνεχίζεται)