Όταν λιώνουν τα παγάκια στο κονιάκ δύο συνεχόμενες φορές
χωρίς να το έχεις ουσιαστικά αγγίξει , τότε υπάρχει πρόβλημα.Γαμώτο, υπήρχε
πρόβλημα και στον αέρα από το μεσημέρι , μύριζε ψημένη σάρκα , να όπως εκείνη η
μυρωδιά που έβγαζε το κρέας με τα εντόσθια που τρώγαμε παλιά όταν σαν παιδί με
τράβαγε ο παππούς μου στο σφαγείο. Μύριζε άσχημα , αλλά η γεύση ήταν καλή. Η
μπλόφα της μύτης,το ονομάζω αυτό.
Είχα φάει σπλήνα και λίγο συκώτι , οι εργάτες μετά συνέχισαν
να ξεκοιλιάζουν τα αρνιά κι εγώ συνέχισα να παίζω μπάλα πιο κει στο χορτάρι .
Τα χρόνια έφεραν θαμπάδα σε αυτή τη σκηνή και ερήμωση στο πρώην σφαγείο. Αλλά
θυμάμαι την άγρια χαρά , ναι ήμουν ένα μικρό σαρκοβόρο ζώο που έτρωγε με την
υπόλοιπη φυλή τα θηράματά της , εκεί σε μια υπαίθρια μεστή φωτιά.
Αυτό ο φλώρος της Ιατρικής που είναι δίπλα μου δεν θα το
καταλάβει ποτέ , όταν γεμάτος απορία με ρωτήσει , γιατί τελικά είσαι θλιμμένος
? Όλα τα έχεις άδοξε μπάσταρδε , γιατί μελαγχολείς ?
Ούτε το παιδί του χ ψ κωλοστρατηγού ή μητροπολίτη που μπήκε
στο στρατό για τη μαμά πατρίδα και σε κάθε ευκαιρία γαμά τους γύρω του για τη
μαμά πατρίδα , ρουφιανεύει τους γύρω του για μια διάκριση εκ ανωτέρων ,
ανακάλυψε ότι έχει πουλί στα 24 του και πρέπει κάπως να το χρησιμοποιήσει .
Τα εκπαιδευτήριά τους εκπαιδεύουν Εφιάλτες . Βγάλε την
γαμημένη ζωγραφιά του Λεωνίδα , βάλτε τον ξυρισμένο κώλο του Εφιάλτη στις
αίθουσες των σχολείων , των σχολών σας , των γραφείων σας.
Ξέρω κούκλα μου , όταν νευριάζω πολύ χάνω το δίκιο μου ,
καταντάω γραφικός . Ε λοιπόν , ας τα αφήσουμε αυτά , σας είπα για την άγρια
φωτιά στα μάτια μου σαν μικρό αγρίμι που καταβροχθίζει την σάρκα του
Για τις βόλτες μου στο περιβόλι του άλλου
παππού , για τα ζουμιά από τα πορτοκάλια που κόλλαγαν στα χείλη μου και τα
χέρια μου κάθε φορά που πήγαινα εκεί .
Τώρα αυτή η πόλη μοιάζει φέρετρο ζωντανών απολεσθέντων ψυχών
κι αυτό είναι πιο τραγικό και από τα νεκρά φύλλα του φθινοπώρου , που έλεγε
κάποτε ένας μεγάλος ποιητής . Το μόνο καλό είναι οι γυναίκες . Μοιάζουν όλο και
πιο ευάλωτες τελευταία.
Πιο έτοιμες να κατακτηθούν, ίσως είναι και η ηλικία που
είμαι , η ηλικία που ψάχνει και ψάχνεται όπως οι άστεγοι σε στοίβες σκουπιδιών
δίπλα στους δρόμους. Να αυτό εδώ είναι πραγματική αγάπη ? Μμμ… όχι ένα κουτί
κόκα κόλα είναι , το πετάω . Αυτό είναι μήπως ο αληθινός έρωτας? Μμμμ όχι άδεια
κονσέρβα τόνου με καλαμπόκι είναι.
Ξεκίνησα να βγω να πάρω ένα μπουκάλι κονιάκ , έκανε
απίστευτο κρύο έξω , έτσι που το σκεφτόσουν τριπλή φορά να κάνεις την
συνηθισμένη ευθεία διαδρομή των
200 μέτρων για το εφημερεύον ψιλικατζίδικο της
γειτονιάς .Αλλά είτε ήταν εκείνος ο γλοιώδης υπουργός με το κάλπικο – α ρε
Σάλιτζερ μου το κόλλησες – χαμόγελό του στην
tv είτε είχα στέρηση αλκοόλ , η πίεση
είχε ανεβεί , το αίμα χτύπαγε στον κρόταφο και η ζέστη έκαιγε το σώμα από μέσα
προς τα έξω. Πώς μπορεί ο καριόλης να είναι ακόμα υπουργός , πώς μπορεί ο
κερατάς να βγαίνει και να λέει διάφορα ενώ η κυβέρνηση του ήταν τόσα χρόνια
πάνω και γένναγε σκατά , η κυβέρνησή του μας έχωσε σε πιο βαθιά σκατά με
ψεύτικα στοιχεία το 2009 , με τρομοκρατία πέρναγε κ περνάει τα μέτρα των
τραπεζών τόσο καιρό κι ωστόσο ακόμα κυβερνά κι ούτε ένας στην φυλακή ?Τα
γαμημένα τα ΜΜΕ τους κρατάνε ζωντανούς ακόμα .ΜΕΓΑλα κανάλια – μαριονέτες .
Κύριε Υπουργέ , δεν είμαι κακός άνθρωπος , είμαι κι εγώ
αμαρτωλός , αλλά σκατά στον τάφο σας , πάω για κονιάκ.
Περπάτησα πιο πέρα από το ψιλικατζίδικο , το βίνετοκλαμπ
έκλεινε . Το σκέφτηκα , έκανα ότι κοίταγα το κινητό μου , αλλά να ένας
χοντρούλης τύπος χώθηκε μέσα στο μαγαζί , πήγα από πίσω του . Η γκόμενα
δυσφορεί , η γκόμενα λέει ότι κλείνανε ήδη , αρπάζω μια ταινία , κάτι σαν
τρόμου νομίζω . Πάω στο ταμείο , μου χαμογελάει .Χαμογελάω πίσω . Ο χοντρός
ακόμα να διαλέξει ταινία .
Βγαίνω στο δρόμο , ένας φασκιωμένος με κασκόλ τύπος με
προσπερνά .
Κατάθλιψη .
Οι άνθρωποι μού βγάζουν κατάθλιψη . Στους δρόμους , στα
μαγαζιά , στις γυναίκες που κάνουν ψεύτικους οργασμούς , στους άντρες που
τραβάνε μαλακία μπροστά από οθόνες στους καναπέδες του , στους αριστερούς της
χώρας που πάνω κάτω κάνουν το ίδιο ενώ – το χειρότερο – η γκόμενα είναι κάτω
στο χαλί τους και τους φωνάζει ΄΄σηκωθείτε επιτέλους και πηδήξτε με κύριε!’’..
Σε όλα αυτά
κατάθλιψη και αόρατη βροχή
πάνω στα κεφάλια τους .
Η βροχή είχε σταματήσει αφού είχα κάνει κάτι . Και είχε
ξεκινήσει επειδή πάλι κάτι είχα κάνει . Άλλη ιστορία βγαλμένη από τα παιδικάτα
μου.
Πήγαινα βόλτα με το ποδήλατο από τον δρόμο δίπλα στη θάλασσα
, ήταν μάλλον φθινόπωρο , πάντως δεν ήταν καλοκαίρι . Ήμουνα μόνος μου , αλλά
τον δρόμο των ήξερα , να εκείνο εκεί δεξιά πίσω από κάτι κάδους είναι το
καρτοτηλέφωνο , να σπασμένες τηλεκάρτες κάτω , 1997 νέα συλλεκτική , 1997 και ο
Ολυμπιακός στο μπάσκετ έκανε το
triple , 1997 και ο πατέρας πήρε καινούργια τηλεόραση , 1997 και
μου αγόρασαν ποδήλατο .
Πιο πέρα ήταν το εικονοστασάκι , μια ξεφτισμένη εικόνα της Παναγίας μέσα , η
γιαγιά μου το άναβε πάντα όταν περνάγαμε από κει για να πάμε με τα πόδια στο
σπίτι. Το τρένο μάς άφηνε κανά χιλιόμετρο πιο ψηλά και για να πάμε στο κάτω
χωριό δεν ήταν και τόσο εύκολη υπόθεση .Είχα όμως εκείνα τα μεγάλα ακουστικά
και το walkman κι άκουγα Simon and Garfunkel και Χατζή συνέχεια .
Το ποδήλατο με τραβάει στην μεγάλη παραλία , εκεί που το
καλοκαίρι γίνεται χαμός , εκεί που δέκα χρόνια αργότερα η γκόμενα θα μου πει Σε
αγαπώ , εκεί που 11 χρόνια αργότερα η γκόμενα θα μου πει σε χωρίζω , σε μισώ ,
εκεί που είπα δεν ξανακάνω το ίδιο λάθος και να 13 χρόνια αργότερα πάλι η ίδια
ιστορία . Χαμογελώ.
Ο εαυτός μου πάνω στο ποδήλατο χαμογελά , το εικονοστασάκι
είναι σβηστό , διστάζω , σκέφτομαι να το ανάψω , έχει σπίρτα μέσα , δεν
βαριέσαι σιγά , βάζω μπρος και φεύγω μονοπεταλιά για παραλία.
Να μαι πιο κάτω πρέπει να ψιλοκλαίω , το λάστιχο έσκασε κι
εγώ δεν ξέρω πως , θα γυρίσω με τα πόδια σπίτι σέρνοντας δίπλα μου το νέο
ποδήλατο που πέθανε. Περπατώ κι αρχίζει να βρέχει . Τρέμω , κρυώνω και φοβάμαι
, στέκομαι κάτω από ένα υπόστεγο σπιτιού . Η βροχή όμως αργεί να σταματήσει ,
σκέφτομαι τη γιαγιά μου θα με φώναζε , αλλά είναι καλή , στο τέλος θα μου
έφτιαχνε εκείνες τις υπέροχες τηγανητές πατάτες που λάτρευα . Μπορεί να τις
έχει φτιάξει και να έχουν κρυώσει όμως .
Η βροχή δεν σταματάει με τίποτα , θέλω να κατουρήσω αλλά
κρατιέμαι .
Τυλίγομαι πιο πολύ στο παλτό μου , έχω το μεταξά και την
ταινία στο χέρι μου . Απόψε είναι δύσκολο βράδυ λέω στον εαυτό μου . Από αυτά
που σου αρέσουν απαντάει μια φωνή δίπλα μου . Γυρνάω τρομαγμένος , είναι ένα
ζευγάρι έξω από ένα ζαχαροπλαστείο . Ο τύπος έχει αγκαλιά την γκόμενα και της
δείχνει κάτι πάστες στην βιτρίνα . Ε πάμε να πάρουμε από αυτά που σου αρέσουν
μωρό μου ?
Η μαυροφορεμένη γριά μπήκε στο πλάνο μου όταν η βροχή
σταμάταγε σιγά σιγά . Πλησίασε εκεί στο υπόστεγο που ήμουνα , είχε κάτι χόρτα στο
χέρι της και μύριζε λιβάδι . Έπρεπε να φοβηθώ αλλά δεν το ένιωσα αυτό . Απλά
την περίμενα να έρθει .
Ωραίο ποδήλατο , μου κάνει.
Ευχαριστώ κυρία, της λέω.
Και αποκλείστηκες εδώ μικρέ,με ρωτάει χαμογελώντας
καλοσυνάτα .
Ναι κυρία , η βροχή …, της απαντάω.
Της έκανες τίποτα και νευρίασε μαζί σου , μικρέ? , με ρωτάει
λίγο περίεργα.Ωστόσο απαντάω , πάντα απάνταγα στις ερωτήσεις των μεγάλων από
σεβασμό .
Χα! Χαμογελάω , ο πατέρας μου κρεοπώλης με πτυχίο
μαθηματικού , ήξερε πιο πολλά να μου διδάξει από τρόπους από κείνον τον
λουστραρισμένο δικηγόρο που μετά έγινε βουλευτής και που ο γιος του καθόταν στο
ίδιο θρανίο με μένα , έτρωγε
Goodys συνέχεια , τραγούδαγε τις διαφημίσεις των
Goodys συνέχεια
, έκλανε και κόλλαγε τις μύξες , τις
Goodys μύξες του στο θρανίο από πάνω .
Μια φορά τον προκάλεσα να τις φάει και το είχε όντως κάνει ο μπάσταρδος!
Η γριά είναι καλοσυνάτη αλλά κομμάτι περίεργη – Σάλιτζερ –
κοιτάει τον ουρανό που είναι τίγκα στα σύννεφα . Γυρνάει και μου κάνει
:
Πολλές φορές κάτι που κάναμε ή κάτι που παραλείψαμε να
κάνουμε φέρνει τη βροχή. Αλλά στο χέρι μας είναι να τα διορθώσουμε .
Δεν κατάλαβα και πολλά , η γριά με χαιρέτησε και τράβηξε
κούτσα κούτσα την πορεία της προς τον Κασιδιάρη.Πήρα και γω το πεθαμένο
ποδήλατό μου και τράβηξα το δρόμο μου προς τις τηγανητές πατάτες και τη
ζεστασιά στο τζάκι . Αλλά να εκεί βλέπω το σβηστό εικονοστάσι και ξαφνικά όλα
λύνονται μέσα μου. Πάω εκεί και με το δεύτερο σπίρτο το ανάβω . Η όψη της
θλιμμένης Μαντόνας φωτίζεται , κλείνω το τζαμάκι και συνεχίζω.
Σου το λέω κούκλα μου , ο ήλιος έκανε ένα υπέροχο ουράνιο
τόξο τα επόμενα 5 λεπτά . Ένιωσα ωραία , το αγρίμι ζει , νιώθει , καταλαβαίνει
. Η γιαγιά μου με περιμένει , οι πατάτες έχουν κρυώσει , με φωνάζει λίγο αλλά
με αγαπά , το βλέπω στα μάτια της . Όταν ακούει την ιστορία μου , έκπληκτη
κάνει το σταυρό της .
Στο κτίριο που βαδίζω δεν έμενε κανείς .Μόνο ένας κόκκινος
σταυρός είναι απέξω στην σπασμένη πόρτα . Δεν έμενε κανείς αλλά εδώ και λίγες
μέρες μένουν . Ανέκαθεν τα τελευταία χρόνια πρέπει να μένουν άστεγοι εκεί ,
αλλά η παρουσία τους σε κείνο το μέρος μού έγινε γνωστή πριν λίγες μέρες και
άρα άρχισαν να υπάρχουν για μένα. Είναι τραγικό και εγωιστικά ανθρώπινο αυτό ,
υπάρχει μονάχα ό,τι γνωρίζεις .
Ήταν , λοιπόν , η νύχτα που λέγανε όλοι εδώ κι εκεί , και
ειδικά στα μέσα, η νύχτα που θα πέθαιναν πολλοί από το κρύο ΕΚΕΙ ΕΞΩ .Είχανε
δώσει κάτι τηλέφωνα στην τηλεόραση και στο δίκτυο , επικοινώνησα με ένα , μού
είπε ένα σημείο να πάω ρούχα και τρόφιμα αν ήθελα . Άρχισα να ξεδιαλέγω μερικά
όταν ήρθε η κοπέλα μου σπίτι . Εντυπωσιάστηκε ευχάριστα για την κίνηση αυτή ,
είπα οκ έχω τόσα ρούχα που δεν φοράω γιατί πάχυνα και οκ και ας κάνω δίαιτα ,
στην προηγούμενη φόρμα δεν θα είμαι ποτέ . Χαμογέλασε και με βοήθησε να κάνω
μια ωραία σακούλα . Με ρώτησε που θα τα πάω και της είπα για το κέντρο . Μα,
μου λέει παραξενεμένη , το σπίτι εδώ κοντά δεν το ξέρεις που μένουν άστεγοι? Να
και κάπως έτσι έμαθα για αυτούς τους γείτονές μου.Από έναν άγγελο .
Προσπερνάω το κόκκινο σταυρό , κοιτάω λίγο προς τα μέσα ,
δεν φαίνεται τίποτα , συνεχίζω .Αυτή η πόλη είναι σαν την Καλυψώ , σε μαγεύει
στην αρχή αλλά μετά σε εγκλωβίζει σε ένα μονότονο παρόν φθοράς και θλίψης . Η
ζωή που κάνεις και η ζωή που θα ήθελες να κάνεις . Να οι ζωές αυτές είναι στον
βούρκο του Θερμαϊκού και πρασινίζουν τα νερά του.
Μια τύπισσα ψάχνει το σκυλί της , φωνάζει Τζακ ! μες στο
σκοτάδι , με ρωτάει που είναι , ψέματα της κάνω προς τα κεί , και μέσα μου η
ψυχή μου σαν να της φωνάζει γύρνα πίσω έλα για ένα κονιάκ και καμιά ιστορία ,
είμαστε τόσο μόνοι μας όλοι.
Μάνα γιατί κλαις ?
Νιώθω τόσο μόνη μου τώρα που η γιαγιά σου θα φύγει
.Παλιαρρώστια…
Θυμάμαι δάκρυσα , αλλά δεν το άφησα να βγει , το σκότωσα .
Όλα θα πάνε καλά δεν θα φύγει η γιαγιά, της λέω .
Πήγαινε για ύπνο παιδί μου , Λύκειο είσαι πια , πρέπει να
ξεκουραστείς.
Ο παππούς ακολούθησε ένα χρόνο μετά τη γιαγιά .
Το περιβόλι θάφτηκε κι αυτό όπως το σφαγείο κάτω από
ξεραμένα κλαδιά και ψηλούς θάμνους .
Στο πάρκο που περνάω, κάτω από το σπίτι μου, έχει κάτι
πορτοκαλιές , το περιβόλι φύτρωσε εδώ παππού.
Έχω αρχίσει και τρέμω από το κρύο . Κούκλα μου , γιατί να
μην είσαι εδώ απόψε .
Καθώς πλησιάζω την είσοδο της πολυκατοικίας βλέπω ένα μικρό
παιδί στα σκαλιά να κάθεται με γυρισμένη την πλάτη του σε μένα .Δεν μπορώ να
καταλάβω τι κάνει εκεί έξω τέτοια ώρα , κάνω να πάω κοντά του να το ρωτήσω όταν
γυρνάει και με κοιτάει .
Παγώνω. Το μπουκάλι με το κονιάκ πέφτει στα σκαλιά και
σπάει.
Έχει το πρόσωπό μου μόνο που μοιάζει πρόωρα παιδικά
γερασμένο. Μασάει κάτι. Ξάφνου εκεί που κοιταζόμαστε μού προσφέρει με το χέρι
του μια μισοψημένη χολή που κουνιέται σαν ζελές στο δεξί του χέρι. Κλείνω τα
μάτια και κρατάω την αναπνοή μου.
Τα ανοίγω , το παιδί έχει εξαφανιστεί και η σακούλα με το
κονιάκ είναι ακόμα στο χέρι μου. Ανοίγω με τρεμάμενα χέρια την εξώπορτα και
μπαίνω μέσα.
Κούκλα μου , όταν άνοιξα το κονιάκ για μισή ώρα έψαχνα το
καπάκι του και δεν το έβρισκα ενώ ήμουν σίγουρος το είχα αφήσει στην κουζίνα
πάνω δίπλα από την καφετιέρα .
Μίλησα στο τηλέφωνο με έναν φίλο , μού είπε δε βλέπεις με τα
μάτια μαλάκα , με τον εγκέφαλο βλέπεις κι αν αυτός δεν θέλει να δει κάτι τότε
απλά δεν υπάρχει αυτό για σένα.Κοίταξε πιο ήρεμα στην κουζίνα .
Πήγα εκεί και κοίταξα , το καπάκι ήταν εκεί αφημένο δίπλα
στην μαύρη καφετιέρα για γαλλικούς . Άφησα μια εκπνοή ανακούφισης και έκλεισα
πάλι τα μάτια .Έπρεπε να δω πάλι τα πράγματα όπως είναι…
Άνοιξα τα μάτια , η βροχή είχε σταματήσει κάπως και από το
υπόστεγο έτρεχαν στην γη ρυάκια νερό. Στο χέρι μου δίπλα κρατώ το ποδήλατο και
έχω αρχίσει να κρυώνω.
Στο πλάνο μου τότε μπαίνει μια μαυροφορεμένη γριά .Κρατάει
μια σακούλα με κάτι χόρτα και μυρίζει λιβάδι .Με πλησιάζει .
Και αποκλείστηκες εδώ μικρέ,με ρωτάει χαμογελώντας
καλοσυνάτα .
Ναι κυρία , η βροχή …, της απαντάω...