ένας ακρίτας έλεγε ιστορίες σε όλους μας,
δεν υπήρχε φωτιά ούτε θάλασσα,
το αμάξι τσούλαγε πάνω στην άσφαλτο
και οι σταθμοί ανακατεύονταν με ξένες γλώσσες
γεμάτες καημό και αγάπη υποθέτω...
υπήρχε ωστόσο ένα φεγγάρι εκεί ψηλά,
το προσέχαμε καθώς μας μίλαγε,
τίναζε τον καπνό του έξω νευρικά,
μάς ρώταγε αν είμαστε εντάξει εκεί πίσω,
ήμασταν στριμωχτά είναι η αλήθεια,
μα δεν μας ένοιαζε καθόλου.
είσαι ένας ακρίτας ποιητής,του είπε η Μαίρη
αυτός γέλασε δυνατά και της έσκασε ένα φιλί.
το νησί είναι πιο ωραίο το χειμώνα,
συνέχιζε σα να μονολογεί,
όταν όλα σωπαίνουν ακούς τη μουσική, έλεγε.
Ω! Σώπα πια, του λέγαμε μια φωνή όλοι.
οδηγούσαμε τους ίδιους δρόμους κύκλο,
ξέφρενη πορεία νυχτερινή,
ήταν καλοκαίρι και ήμασταν νέοι,
τίποτε άλλο δεν υπήρχε εκεί για μας
πέρα από ζεστές μέρες
και νιάτα.