Δευτέρα 26 Ιουλίου 2010

H κόλαση μέσα μου


Eίμαι εκεί πάνω στον βράχο και τα κύματα σκάνε πάνω μου συνέχεια,με ολοένα αυξανόμενη ένταση και δύναμη.
Είμαι όμως ασάλευτος και παλεύω να μείνω έτσι.Κρατάω πεισματικά ανοιχτά τα μάτια μου κι έχω τα χέρια μου απλωμένα
σε μια αόρατη αγκαλιά που προσπαθεί να χωρέσει μέσα της όλη την θάλασσα μπροστά μου.Ο ήλιος έχει μόλις δύσει και
το σκοτάδι απλώνεται σιγά σιγά.Παίζει να έχει γεμάτο φεγγάρι απόψε.Για μια στιγμή κοιτάω προς τα πίσω μου να δω
ποιο μονοπάτι με έφερε προς τα εδώ,προς το χείλος της αβύσσου και της καταστροφής.Προς το σημείο της φθοράς και της
αφθαρσίας.Μα δεν βλέπω κανένα μονοπάτι και το μυαλό μου δεν μπορεί να σκεφτεί πια,δεν μπορεί να θυμηθεί.Μέσα του
υπάρχει μόνο πείσμα και επιμονή.Είμαι ένα με τον βράχο.

Παρασκευή 23 Ιουλίου 2010

Λίγο πριν χτυπήσει το κουδούνι




Έκανα μια βουτιά στα παγωμένα νερά της θάλασσας να νιώσω λίγο.Να ξυπνήσω λίγο.Είναι περίπου 7 το πρωί.Ο πατέρας μου έφυγε πριν από λίγο για το χασάπικο.Τον παρατηρούσα καθώς έπινε αργά τον καφέ του,λίγο πριν φύγει.Γέρασε κι αυτός.Γέρασε και το πάλαι ποτέ πρότυπό μου,αυτό που πάντα νόμιζα ότι είχε δίκαιο σε όλα.Δεν σε κατηγορώ πατέρα,απλά με τον χρόνο όλοι έτσι καταλήγουμε.Και καταλαβαίνουμε ότι κανείς δεν έχει δίκαιο σε όλα και κανείς δεν είναι τελικά το ιδανικό και το απόλυτο είδωλο.
Στα μάτια ενός παιδιού όλα μοιάζουν όμορφα,ιδανικά πλασμένα.Αλλά μεγαλώνοντας οι επιλογές και οι καθημερινότητες,οι συναλλαγές με άλλους,σε αλλάζουν.Σου γκρεμίζουν πρότυπα αλλά και σου δημιουργούν άλλα.Απλά άμα είσαι λίγο μάγκας και λίγο έξυπνος,εν τέλει δεν πιστεύεις στα είδωλα.Διαλέγεις το κομμάτι που σου ταιριάζει καλύτερα από όλο αυτό το πάνθεον και φτιάχνεις την δική σου ιστορία.Και αν είσαι ακόμα πιο έξυπνος δεν πιστεύεις καν την δική σου ιστορία.Γιατί απλά κι αυτή δεν είναι καν δική σου.Δεν πιστεύεις σε τίποτα.Απλά ζεις.Δύσκολο πολύ όμως αυτό.Και όποιος λέει ότι το έχει πετύχει είναι είτε τρελός είτε μεγάλος υποκριτής.Κι από αυτούς έχουμε όλοι πήξει.Οπότε ας πάνε να γαμηθούνε.
Ο πατέρας μου μού έκανε ένα δώρο όταν έγινα 6 χρονών.Ήταν ένα μικρό βιβλίο που λεγόταν ‘’Μια φορά κι έναν καιρό’’.Ήταν το πρώτο μου βιβλίο και για αυτό θυμάμαι είχα γράψει πάνω την ημερομηνία που μου το είχε χαρίσει.Ήταν παραμύθι αλλά ένα περίεργο παραμύθι.Δεν μπορούσα να το καταλάβω,ήταν κάπως σκοτείνο και το τέλος του δεν μου φάνηκε για καλό.Ωστόσο υποσχέθηκα στον εαυτό μου να το διαβάσω όταν μεγάλω να κάπως.Πίστευα τότε πως οι μεγάλοι τα ξέρουν όλα,τα καταλαβαίνουν όλα.Να άλλη μια μαλακία που όταν μεγάλωσα διαπίστωσα ότι δεν ισχύει καθόλου.
Ο γέρος έβγαινε με την ψαρόβαρκά του να μαζέψει τα δίχτυα.Έσκιζε η βάρκα του την ήρεμη θάλασσα και εγώ έμεινα να επιπλέω με κλειστά τα μάτια προσπαθώντας να σκεφτώ αυτή την εικόνα που είδα.Την εικόνα χωρίς λέξεις.Μα να οι λέξεις με πρόδωσαν και μπήκαν στο μυαλό μου κι από κει στο χαρτί.Οι λέξεις πάντα σε προδίδουν γιατί ποτέ δεν είναι αρκετές για να ντύσεις την σκέψη σου,γιατί ποτέ δεν είναι αντάξιες των περιστάσεων και γιατί πάντα επιμένουν όμως να εμφανίζονται.Οι καλύτεροι ποιητές είναι αυτοί που δεν κατάφεραν να γράψουν ούτε έναν στίχο.Οι καλύτεροι παραμυθάδες είναι εκείνοι που δεν τόλμησαν ποτέ να πουν ένα παραμύθι.Τα καλύτερα ποιήματα είναι αυτά που δεν ειπώθηκαν ποτέ.Αυτό το τελευταίο μού φαίνεται το έχουν ξαναπεί.
Αυτές οι μέρες κυλάνε έτσι.Κάπως μονότονα,ήρεμα.Μου αρέσει όμως γιατί είμαι σχετικά μακριά από τον πολύ κόσμο.Από τις παραλίες τους τις μεγάλες,από τα γεμάτα μπαράκια τους,από τα χαζοπάρτι τους.Είμαι εγώ,η θάλασσα και ο ουρανός.Α ναι και αυτός ο ήλιος.Ταξίδεψα μέρες και γύρισα στο καταφύγιό μου πάλι.Κουβεντιάζω πολύ καλά με τον εαυτό μου και ταξιδεύοντας αλλά και εδώ ηρεμώντας.Κι αυτό είναι κάτι καλό αρκεί να μην σε σπρώχνει προς την τρέλα και την αυτοκτονία ώρες ώρες.
Σε αυτό το μέρος την είχα φέρει παλιά.Λάθος μου το ξέρω.Δεν σέρνεις την αγάπη σου στο μέρος όπου είναι η ιαματική πηγή για όλα τα πάθη σου.Είναι σαν να στιλατεύεις κάτι ιερό.Γιατί όταν η αγάπη φύγει μένουν οι αναμνήσεις και είναι σαν περιττώματα σε ένα καταπράσινο δικό σου λιβάδι.Οι αναμνήσεις σε κυνηγάνε ανελέητα παντού,όχι όμως και στο δικό σου προσωπικό καταφύγιο.Απλά μπαίνεις μέσα και κλείνεις την πόρτα πίσω σου.Λοιπόν εγώ έκανα το λάθος να αφήσω την πόρτα ανοιχτη για να μπει η αγάπη μέσα και να τα διαλύσει όλα.Ήταν μεταμφιεσμένη φίλε μου.Ύπουλη όπως πάντα.
Αλλά τελικά η μαγεία και η δύναμη αυτού του μέρους-καταφύγιου είναι ότι καταφέρνει εν τέλει να γιατρέψει και να εξαλείψει και το μίασμα.Τα περιττώματα της αγάπης καλύφτηκαν από χορτάρι και κόκκινες παπαρούνες κι έτσι ανασαίνω πάλι ελεύθερος.Ο τρόμος και ο ιδρώτας που με έπιανε συχνά παλιά,τώρα έχει περιοριστεί κατά πολύ.Περιορίζω την σκέψη και αυτό προάγει τον καλύτερο εσωτερικό διάλογο που οδηγεί σε μια γλυκιά ηρεμία…
Η γυναίκα δίπλα έχει 2 μικρά παιδάκια που είναι όλο χαρά και φασαρία.Επίσης έχει και καρκίνο στο κεφάλι.Η γιαγιά με δάκρυα στα μάτια μού είπε ότι οι μέρες της είναι μετρημένες.Κι όμως η γυναίκα αυτή δεν δείχνει να φοβάται ή να είναι λυπημένη.Δείχνει να έχει μια απολύτως φυσιολογική ζωή.Τώρα βέβαια κανείς δεν ξέρει αν τα βράδια κλαίει στο κρεβάτι της ή κάπου απόμερα.Και κανείς δεν μπορεί να ορίσει τι είναι φυσιολογική ζωή.Θα έλεγα ότι ο καθένας έχει την δική του ΄΄φυσιολογική΄΄ αντίδραση στα διάφορα δεινά που του παρουσιάζονται.Οι ήρωες ξεχωρίζουν επειδή η δική τους φυσιολογική αντίδραση είναι συνήθως τρελή για τους πιο πολλούς.
Οι δικοί μου ήρωες ήταν παλιά ιππότες,βασιλιάδες,στρατηγοί και ..ποδοσφαιριστές.Τώρα είναι άλλοι.Αυτοί οι ξένοι,αυτοί οι απλοί που ποτέ δεν χρειάστηκε να σκοτώσουν κανέναν παρά μόνο τον εαυτό τους όταν έβλεπαν ότι δεν τους άντεχε ο κόσμος και τα πράγματα γύρω τους.Είναι καθημερινοί άνθρωποι που απλά τόλμησαν να που το αυτονόητο με τις αληθινές λέξεις,απογυμνωμένες από διάφορα φορέματα.Το γυμνό πάντα είναι ωραίο και πάντα αθώο.Δεν προκαλεί παρά μόνο τα μάτια των υποκριτών και των δειλών.
Σε αυτούς τους ήρωες τους δικούς μου ανήκει ο γέρο Τσαρλς,ο τραγικός Φερνάντο,ο παλαβιάρης Σκαρίμπας,ο οργισμένος Κέιβ και διάφοροι άλλοι.Σ αυτούς ανήκει,ναι, και ο πατέρας μου και η μάνα μου που ξημεροβραδιάζονται στο χασάπικο για λίγα φράγκα προκειμένου να μορφώσουν τα παιδιά τους,που θυσιάζουν τα καλοκαίρια τους και τα όμορφα βράδια τους πάνω από λογαριασμούς και κουτσουρεμένους μισθούς.Στους ήρωές μου ανήκει εκείνος ο γέρος με τα μακριά μαλλιά και τα άσπρα μούσια που δουλεύει όλη την μέρα στον περιπτερά κάτω από το σπίτι μου,που κουβαλάει όλη μέρα νερά και κουτιά αναψυκτικά με αντάλλαγμα ένα κρύο σάντουιτς και μια μπύρα.Και που ποτέ δεν βλέπω το πρόσωπό του λυπημένο και κουρασμένο.Ένας σύγχρονος Ζορμπάς που ποτέ δεν θα διαβάσουν γι’αυτόν καθωσπρέπει κυρίες και κύριοι δίπλα από μια κυριλέ πισίνα καθώς θα πίνουν το δροσιστικό μοχίτο τους.
Ο δικός μου ήρωας είναι ο λαχειοπώλης ο Νίκος που γυρνάει σε όλους τους δρόμους της πόλης πάντα με το όμορφο χαμόγελό του και δεν πουλάει μόνο λαχεία αλλά και μια αισιοδοξία που μας χρειάζεται αυτούς τους καιρούς.Είναι η Ιζαμπέλα και η Άννα που ήρθαν από μακριά για εδώ,για το όνειρό τους,και που παρόλα τα σκατά που τους κέρασαν,παρόλη την τρύπα που χορεύουν κάθε βράδυ ξεγυμνώνοντας το κορμί τους μπροστά σε σάπια αντρικά βλέμματα,παρόλα αυτά μου μίλαγαν για τα όνειρά τους ένα ήρεμο βράδυ σε μια παραλία της Λευκάδας.
Βλέπεις Φερνάντο,δεν είναι κακό να έχεις όνειρα.Το θέμα είναι να τα κρατάς ακόμα κι όταν οι άλλοι τα φτύνουν και στα σκοτώνουν.Ακόμα κι όταν εσύ ο ίδιος κατουράς πάνω τους.Τα όνειρα ποτέ δεν έβλαψαν κανέναν.Μόνο τους μεγάλους.
Έλεγα με τα παιδιά,έλεγα με την παλιοπαρέα πόσο χαμηλά έχει πέσει αυτή η κοινωνία.Πόσο καταρρέει κάτω από το βάρος της διαφθοράς,της μεγαλομανίας και της ηλιθιότητας.Δεν γουστάρω να γράφω για πολιτική και για οικονομία.Έγραφα πάντοτε παραμύθια για τον εαυτό μου και για τις γυναίκες που κατά καιρούς αγάπησα.Αλλά οι άνθρωποι αλλάζουν.Τους αλλάζουν.Και δεν μπορώ να μην πω αυτό που βλέπω,αυτό που αισθάνομαι συνεχώς αυτές τις μέρες.
Τα πράγματα έχουν αγριέψει.Η κοινωνία έχει αγριέψει.Έχει συσσωρευτεί μια οργή εδώ και χρόνια που φοβάμαι σύντομα θα ξεσπάσει.Που πρέπει να ξεσπάσει.Το θέμα είναι πάνω σε ποιον.
Τα χρέη,τα λεφτά και οι μισθοί που όλο και λιγοστεύουν,οι νέοι που δεν βρίσκουν δουλειά,οι νέοι που εργάζονται όλο και πιο μικροί για ένα φράγκο,οι νέοι που ψάχνουν την επανάστασή τους.Η ξεπουλημένη γενιά του Πολυτεχνείου που κυκλοφορεί με μερσεντές,σακάκια και μαύρους χαρτοφύλακες,που έθρεψε τα παιδιά της με βιντεοπαιχνίδια και τηλεόραση,που τα έκανε μαριονέτες στα χέρια της.Όλα αυτά ψάχνουν τον δρόμο τους προς την σύγκρουση και την κάθαρση.Και ο καιρός φτάνει γιατί ο κόσμος άρχισε να πεινάει.Και ο άνθρωπος σαν ζώο που είναι,όταν πεινάσει αντιδρά βίαια,ξυπνά για να βρει την τροφή του,αυτούς που του την στέρησαν,που του την έκλεψαν.
Η όλη φάση μου θυμίζει παιδάκια του δημοτικού.Ο ταμίας μας και ο πρόεδρος της τάξης είναι δύο καλά βουτηρόπαιδα με γυαλάκια και πόλο μ πλουζάκια που ταυτόχρονα είναι και οι πιο καλοί μαθητές.Τους βγάλαμε γιατί πιστέψαμε ότι εξαιτίας της σωστής μόρφωσής τους από το σπίτι θα ξέρουν κάτι παραπάνω για να κάνουν κάτι για την τάξη.Για να μαζέψουν κανένα λεφτό για τίποτα αφίσες και εκδρομές.Τους βγάλαμε γιατί μας επηρρέασε και η δασκάλα αλλά και γιατί είναι και τα αγαπημένα παιδιά της δασκάλας,οπότε θα μπορέσουν να αποσπάσουν κάποια ευνοικα ναι για μας από αυτήν.
Αλλά οι εκδρομές δεν ήρθαν ποτέ,ούτε οι αφίσες.Τα λεφτά που δίναμε είπαν πως τα έχασαν.Αλλά εγώ για να τα μαζέψω δεν έτρωγα το κουλούρι μου για μέρες,ενώ αυτή συνέχισαν και μετά την απώλεια να τρώνε το burger τους με τον χυμό πορτοκάλι δίπλα τους.Η δασκάλα έκανε τα στραβά μάτια γιατί δεν τολμούσε να κατηγορήσει τα καλά αυτά παιδιά ανοιχτά.Αλλά γιατί ίσως και επειδή το νέο της βραχιόλι να ήταν ένα μικρό δωράκι από αυτά.
Και οκ το χειρότερο δεν είναι αυτό.Το χειρότερο είναι ότι μια μέρα τα παιδιά αυτά έρχονται και μας λένε ότι χρωστάμε κι από πάνω κι ότι για το καλό της τάξης πρέπει να πληρώσουμε κι άλλα λεφτά σε αυτούς.Και προσέξτε,προσέξτε,εδώ συμφωνεί η δασκάλα...
Η οργή ξεχειλίζει από μέσα μου καθώς νιώθω το στομάχι μου να γουργουρίζει σαν γάτα και καθώς σκέφτομαι και τα επόμενα χαμένα κουλουράκια μου.Βγάζω τα κέρματα από την τσέπη μου και τα κοιτώ.Μετά κοιτώ τα ροδαλά μαγουλάκια του προέδρου και του ταμία μας.Μετά σκέτομαι το θυμωμένο πρόσωπο του πατέρα μου καθώς του ζητάω παραπάνω χαρτζιλίκι για το σχολείο.Και αυτός μου δίνει απρόθυμα αφού έχει σκουπήσει τα χέρια του από τα αίματα στην άσπρη ποδιά του χασάπη.
Κοιτάω και τους άλλους συμμαθητές μου και πάνω κάτω βλέπω το ίδιο βλέμμα.
Αλλά ξέρω μέσα μου πως η οργή βράζει.Γιατί πια καταλάβε τι παίζεται.Και ξέρω πολύ καλά πως τα φλωρόπαιδα αυτά θα τα περιμένουμε στο διάλειμμα εκεί έξω.Θα τα περιμένουμε....Και έτσι όλοι απλά περιμένουμε να χτυπήσει το κουδούνι...
Δεν μας νοιάζει η μετά τιμωρία,δεν μας νοιάζει η βία.Μας νοιάζει η κοροιδία και η ατιμωρησία.Και ξέρω ότι αυτά τα παιδάκια μετά από το διάλειμμα αυτό θα φοβούνται να κυκλοφορούν στο προαύλιο χωρίς την δασκάλα μαζί τους.
Απλά το βράδυ πριν ξαπλώσουμε στο κρεβάτι μας και κλείσουμε τα μάτια για την χώρα των ονείρων ή την χώρα του τίποτα,θα σκεφτούμε για λίγο και την δική μας ηλιθιότητα σε αυτό που έγινε.Την δική μας επιλογή να τους βγάλουμε εκπροσώπους μας.Αυτό ίσως να μας αγχώσει κάπως και να καθυστερήσει τον Μορφέα.Να τον αφήσει για κανά δεκάλεπτο να κάνει ένα τσιγάρο στην γωνιά του δωματίου μας...
Ιζαμπέλα σου έταξα ένα διήγημα..Οκ δεν είναι ακριβώς διήγημα αυτό αλλά ελπίζω να σου αρέσει..

(στην Ιζαμπέλα)

Τετάρτη 21 Ιουλίου 2010

Είμαι με μια φίλη


Είναι από κείνες τις μέρες
που τρελαίνεσαι αν δεν γράψεις κάτι
έστω μια μικρή μαλακία στον υπολογιστή.
Έχω ξεχάσει πια το σημείωμα των σκέψεων
στο χαρτί και μόνο αυτός ο ήχος από τα πλήκτρα
με φτιάχνει.
Μες στην ησυχία της νύχτας
και την δροσιά της ερχόμενης αυγής.
Έκανα πως και πως να έχω για λίγο
αυτό το μικρό φορητό υπολογιστή και
να ξεδώσω κάπως πάνω του.
Ο αδερφός μου μού έσπασε τα αρχίδια
λες και πρόκειται κυριολεκτικά να γαμήσω
το λαπτοπ που του εμπιστεύθηκε η γκόμενα του.
Δεν ζηλεύω.
Μου δόθηκε και μένα η ευκαιρία να τα περάσω αυτά
αλλά πάντα μέσα μου κάτι τσίναγε.
Θυμάμαι την σκηνή με τον καλό μου φίλο τότε
τον Πάρη.Η γκόμενα τον είχε πάρει τηλέφωνο ένα
βράδυ που τα πίναμε σπίτι του
και αυτός μου είχε πει να μην μιλήσω όση ώρα της μίλαγε.
Εγώ είχα συνεχίσει να πίνω το κρασί μου
αλλά ένιωθα αηδία για την απώλεια άλλου ένα φίλου μου.
Από τότε ξέκοψα με αυτόν και άφησα το λουράκι του
στα κομψά χέρια της γκόμενάς του.
Τσίναγα.Ναι.
Γ αυτό τις έχασα τις πιο πολλές.Επειδή δν συμβιβαζόμουν.Ήμουν πάντα ειλικρινής.
Τι κάνεις μωρό μου?Παίζω χαρτιά.
Μιλάω για γκόμενες με τον Γιάννη.
Καπνίζω.
Πίνω.
Είμαι με μια φίλη.
Γιατί με πήρες τηλέφωνο?
Γιατ΄βαριέμαι.Γιατί έχω καύλες.
Να ήρθε πάλι να μου σπάσει τα αρχίδια για το λαπτοπ.
Πώς να τον κλείσω και τέτοια.Τι στον πούτσο κανένας καθυστερημένος είμαι και δεν το ξέρω?Ή μοιάζω για τόσο μαλάκας.
Έλα χαλάρωσε αδερφέ,η γκόμενα δν μας βλέπει.
Τραβάω άλλη μια τζούρα από την πίπα μου.
Ένα χρόνο κλείνω μαζί της.Πιστή μου σύντροφος στις ασωτίες μου.
Δεν μιλάει,δεν γκρινιάζει και το άρωμά της ποτέ δεν ξεθωριάζει.
Η καλύτερη φίλη.
Ο καπνός της μόνο που και που μού λέει ιστορίες.Δεν βαριέσαι,
κάθετι που ανασαίνει τρυφερά νοσταλγεί,είχε πει κάποιος...
Χρόνια μου πολλά...

Τετάρτη 14 Ιουλίου 2010

Ο δρόμος


Έτσι ξεκίνησα λοιπόν
για το ταξίδι
για τον δρόμο
στοιβάζοντας τα πράγματά μου
σε ένα σάκο,
φορτώνοντας την ζωή μου
στην πλάτη.
Το ταξίδι
είσαι συ,

είχες πει.
Ο συνοδοιπόρος είναι
η σκιά σου
και το αύριο
ο ήλιος σου.


Αρκετά με τις σοφίες
και τις σκέψεις.
Οι εικόνες σε αρπάζουν
από τα μαλλιά
και σου φωνάζουν δυνατά
Δες!

Οι άνθρωποι τρέχουν
και χάνονται στον δρόμο.
Ζουν.
Η θάλασσα στα αριστερά
μού γνέφει ερωτικά
όλο υποσχέσεις.
Δεν τρελαίνομαι,
γυναίκα είναι κι αυτή.

Αυτός ο δρόμος
αυτός ο ήλιος
αυτή η θάλασσα
αυτός ο λαός
που επιμένει
που αγωνίζεται
που ποτέ δεν χάνει.

Αυτή η ψυχή
που ψάχνει τον προορισμό της
που ταξιδεύει συνεχώς.
Αυτή η ψυχή
και ο δρόμος της...

Σάββατο 10 Ιουλίου 2010

Είναι όλες Εκεί




Mπαίνω σκυφτός στο σπίτι
Αφουγκράζομαι
Για λίγο
Το σκοτάδι.
Μυρίζει ησυχία
Αλλά ξέρω
Ότι
Με περιμένουν εκεί
Σιωπηλές
Στον καναπέ.
Με περιμένουν
Εκεί
Οι γυναίκες μου.
Σιωπηλές όπως πάντα.
Θέλουν να με κεράσουν
Συντροφιά
Κι απόψε.

Ανοίγω το φως
Και τις βλέπω
Εκεί
Πανέμορφες
Ηδονικές
Με ένα ποτήρι
Αλκοόλ
Στο χέρι.
Ναι
Είναι
Εκεί
Η Θλίψη
Η Μοναξιά
Η Ντροπή
Και η Ανάμνηση.
Μόνο η Ελπίδα
Λείπει απόψε.
Ναι
Θυμάμαι
Την πέταξα από
Το μπαλκόνι μου
Χτες.
Δεν μου άρεσε.
Ήταν άσχημη πολύ
Και δεν κόλλαγε
Με τιs άλλες.
Ήταν άσχημη
Και
Μίλαγε πολύ…

Νανούρισμα




Τρελέ..όλες μοιάζουν να λατρεύουν αυτή την λέξη όταν αναφέρονται σε μένα.Είναι όντως τρελό πως μια λέξη περιέχει τόσα διαφορετικά πρόσωπα.
Είμαι μεθυσμένος.Είμαι τσακισμένος.Από το μπαράκι έσυρα τα πόδια μου,έσυρα το κορμί μου μέχρι τα σκαλιά του σπιτιού μου.Μέχρι την μοναξιά των τοίχων του.Των τοίων που κάποτε φώτιζαν λαμπάκια χριστουγεννιάτικα,όχι επειδή ήταν γιορτές αλλά επειδή σου άρεσαν.ΧΑΧΑΧΑ.Και γω έφερα για καιρό τα χριστούγεννα σε σένα και στο σαλόνι μας.
Ανακάλυψα έναν παλιό δίσκο με τραγούδια του Χατζιδάκι και τον ακούω συνέχεια τελευταία.Κυρίως το τραγούδι Ορφέας.Ξέρεις την ιστορία.Μακάρι να την είχα γράψει εγώ.Το πιο πιθανό να στην αφιέρωνα κιόλας.Ως συνήθως.Παλιά έπαιρνα αντάλλαγμα ένα χαμόγελο και αυτό ήταν το μοναδικό μου και το πολύτιμο βραβείο μου.Παλιά όμως δεν έγραφα πολύ αλλά τώρα που μου χαρίζεις μόνο ΣΙΩΠΗ,τώρα γράφω σαν πούστης.Η απώλεια μας ταΐζει πιο γλυκά.
Ξέρεις την ιστορία με τον Ορφέα.Όλα τα ήξερες άλλωστε.Του είπαν να μην κοιτάξει πίσω κι όμως αυτός το έκανε.Ένας άλλος τραγικός μαλάκας που σκότωσε μια αγάπη ΚΑΙ μαζί του την ίδια του την ψυχή.Γιατί να γαμιόνται όλα τα ωραία έτσι κάποια στιγμή?Γιατί την ΚΡΙΣΙΜΗ ΣΤΙΓΜΗ οι επιλογές που κάνουμε είναι οι χειρότερες και φερόμαστε σαν ατάλαντοι πρωτάρηδες.Νόμιζα πάντα ότι στο χέρι μου κρατούσα τριαντάφυλλο μα τώρα βλέπω το μαχαίρι που στάζει αίμα.
Αύριο θα ντυθείς πριγκίπισσα,θα χαμογελάς σε όλους,θα χορεύεις και θα κατακτάς.Σαν πανέμορφη Χιονάτη με τους 7 νάνους.Λάθος αυτή ήταν η Σταχτομπούτα.Γαμημένο ποτό.Ναι θα μοιράζεις ομορφιά στους νάνους σου γύρω και θα γελάς μωρό μου.
Τελικά αυτό που μετράει είναι οι σιωπές.Αλλά αυτές που έχεις τον άλλον απεναντί σου.Οι σιωπές και οι αγκαλιές.Έλα μην γελάς,γίνομαι και γω ένας ρομαντικός μαλάκας που και που.Ναι οι σιωπές.Όλα τα άλλα είναι πορδές.
Αυτό το κείμενο δεν είναι αφιερωμένο σε σένα.Ακούς??Κι ας λέει για σένα.Θα το μοιράσω κομμάτι κομμάτι όπως την ψυσή μου σε άλλες.Και δεν θα θυμάμαι καν τα ονόματά τους.Αυτή η ιστορία για σένα,αυτό το χάδι για σένα,αυτή η ερημική παραλία για σένα,το πρώτο μας μεθυσμένο φιλί σε κείνη,η πρώτη φορά που κάναμε έρωτα στην άλλη,το κλάμα σου στο δωμάτιό μου σε κείνη,η αφιέρωση σου στο βιβλίο μου στα σκουπίδια,ο πίνακάς σου στην γειτόνισσα,τα πρωινά σου στο τασάκι,τα γαμημένα σ αγαπώ σου στην λεκάνη της τουαλέτας.Βλέπεις ??Τα μοίρασα απλόχερα όλα.Βλέπεις ??
Ξέχασα κάτι?Το τσιγάρο δεν μιλάει.Δεν μου απαντάει.Ξέχασα κάτι?Άφησα κάτι?Κοιτάω την πόρτα.Μισώ την ακινησία της ,μοιάζει να στέκει ασάλευτη και να παρακολουθεί το τρελό παζάρι μου,Μοιάζει να με κρίνει κι αυτή με το βλέμμα που θυμίζει εσένα.
ΧΑΧΑΧΑΧΑ.Μην επιχειρήσεις ποτέ να χτυπήσεις μανιωδώς μια πόρτα.Θα σε τρελάνει στον πόνο μετά.
Λέω να κοιμηθώ αγάπη μου.Είμαι κουρασμένος πάλι.Σε παρακαλώ μην έρθεις να με βρεις απόψε.Δεν το αντέχω να έρχεσαι το βράδυ και να φεύγεις όταν ανοίγω τα μάτια
Ξέχασα τίποτα?
Α ναι πάντα ξεχνάω αυτή την καριόλα την ελπίδα.Την βλέπω κρύβεται κάτω από τα σεντόνια τώρα.Παλιοπουτάνα.Θα κοιμηθείς έξω στον δρόμο απόψε.Εκεί ανήκεις.Στον δρόμο.

Πέμπτη 8 Ιουλίου 2010

Ο Ιούλιος κλαίει για μας


Η μουσική άρχισε να χαμηλώνει
Μαζί με τα φώτα και τις φωνές.
Οι γκόμενες έπαψαν να λικνίζονται
Στον δικό τους καυλωτικό χορό
Και ακούμπησαν τα κεφάλια τους
Πάνω στους ώμους των αγοριών τους.
Άλλες,οι πιο μοναχικές,ακούμπησαν
Την ψυχή τους πάνω στα ποτήρια τους.
Εγώ μαζεύτηκα στην γωνιά μου
Με την πικρή μπύρα στο χέρι
Και το τσιγάρο στο στόμα,
Να θυμίζει ότι αναπνέω που και που.
Ο παλιόφιλος δίπλα μου,κάθισε
Στο πέτρινο παγκάκι ψιλομεθυσμένος
Ψιλοτελειωμένος.

Η χαρά είναι παροδική και εύθραυστη
Σαν μικρό νεογέννητο παιδί
Που σαλεύει κατά που το κινήσουν.
Η χαρά είναι γυναίκα δυστυχισμένη
Και οι αναμνήσεις κοράκια μαύρα
Που διψούν για σάρκα και αίμα.
Και που πάντα επιστρέφουν
Για να φάνε λίγο ακόμα.

Ένα γνωστό παλιό τραγούδι,
Ένα γνώριμο ξεχασμένο άρωμα,
Ένα γέλιο,ένα γέλιο,
Είναι ικανά να σε τσακίσουν,
Να σε σπρώξουν στην γωνιά σου
Φοβισμένο,ηττημένο,τελειωμένο.
Παλιά έρχονταν συνέχεια
Και μου σκοτώνανε τις νύχτες
Και τα πρωινά ένα ένα.
Τώρα έρχονται σε ακαθόριστες
Στιγμές
Και διαρκούν όσο τρεις χτύποι της καρδιάς.
Ο πρώτος ρίχνει σκιές στα μάτια σου
Ο δεύτερος σε παραπατά προς τα πίσω
Και ο τρίτος
Ο τρίτος
Σου χαμηλώνει το κεφάλι.
Τρεις χτύποι της καρδιάς,
Τρεις χοροί με τον θάνατο.
Κι ανάμεσά τους
Η σιωπή
Της αγάπης
Και της απώλειας.
Ναι κούκλα μου
Ο Ιούλιος κλαίει
Για μας…

Τελευταίο ποτό με το διάβολο




Σου στέλνω αυτό το γράμμα βγαλμένο
Απ΄τα πιο σκοτεινά υλικά του θανάτου της ψυχής μου.
Το σώμα μου, ένα κοχύλι που κάποτε μέσα του πλάγιαζες
Αργεί τώρα, κάτω από βρώμικα σεντόνια
Αποζητώντας τα μέλη του στ΄απομεινάρια μιας θυσίας.
Οι μέρες εδώ κυλούν σαν μικρά πεπρωμένα του τίποτα
Που κατεργάζονται την εκμηδένιση μου
Θρυμματίζουν όλα μου τα άστρα
Και μ' αποδίδουν ξανά στο κενό διάστημα
Στα ερωτηματικά και τους τρόμους
Στα γράφω όλα αυτά , αυτή τη νύχτα
Καθώς πίνω το τελευταίο μου ποτό με το Διάβολο
Και φυσάει μι' αργόσυρτη βροχή
Φορτωμένη μ΄αναμνήσεις κι αποχαιρετισμούς
Και την ανία της ζωής χωρίς εσένα

Τώρα ξέρεις γιατί δεν απαντώ
Ξέρεις το τίμημα που πληρώνω



Παντελής Ροδοστόγλου

Πέμπτη 1 Ιουλίου 2010

Δειλοί εραστές


Το σκυλί κοιμόταν κάτω
από τα πέτρινα σκαλιά,
γέρικο πια
και ξεχασμένο.
Παλιά του μίλαγαν
οι σκοποί
και το φωνάζαν Λίζα.
Της μίλαγα και γω
τα βράδια
που σωριαζόμουν
στην γωνία με το όπλο
και το κρύο να δίνει
μορφή
στις ανάσες μου.
Κουραζόμουν όμως γρήγορα
και έμενα εκεί αδύναμος
ξεχασμένος
να παρατηρώ την Λίζα
και την ψυχή μου
πιο δίπλα
να της σιγοψιθυρίζει.
Μα δεν άκουγα καλά
τι λέγανε.
Κάποτε έβλεπα την ψυχή
να στρέφει το κεφάλι της
αλλού
και να κλαίει
ντροπιασμένη.
Άλλοτε πάλι
άρχιζε να γελά
και να γυρνάει εδώ και κει
σαν μικρό παιδί.
Τώρα
η Λίζα γέρασε
και η ψυχή μου κάνει
σαν να ξέχασε.

Κι αυτές οι βροχές
που πάντα μάς
προσπερνούσαν επιδεικτικά
και που πάντα όμως
σε θυμίζαν,
αυτές οι βροχές
δώσανε την θέση τους
σε ήλιο μισό.
Οι βροχές είναι
οι πιο δειλοί εραστές,
έλεγες.

Λι,δεν ήσουν ποτέ σου
παιδί
και
πάντα δάκρυζες
στα μακρινά καράβια.
Μην λυπάσαι Λι
ο δράκος σου
πήρε την θέση του σταυρού
στο λαιμό μου
και η σιωπή σου
την θέση
του δήμιου στο πλευρό μου.

Οι βροχές
είναι οι πιο δειλοί εραστές,
έλεγες.
Λάθος,αγάπη μου,
δεν είναι οι βροχές.
Είναι αυτά που στην φυγή σου
καις...