Ο θάνατος είπε αν με σκέφτεσαι θα τρελαθείς
Αν όμως με ξεχνάς , διπλά θα ξαφνιαστείς .
Κι έτσι ανηφορίσαμε στο λόφο που πίσω ξέραμε
Ότι ήταν η θάλασσα και κείνος ο ξύλινος μόλος ,
Που παιδιά φωνάζαμε το μέρος Κρυφή Παραλία
Και μετράγαμε ανάσες από την ανατολή έως τη δύση.
Ο θάνατος είπε τα βουνά απέναντι είναι ωραία
Γιατί είμαι μέσα σε αυτά , γιατί είμαι μέσα σε όλα.
Κι έτσι κάναμε πως γδυνόμαστε και ρίχναμε βουτιές,
Πως συγκρίναμε μακροβούτια και παιδικές βρισιές .
Από μακριά πέρα τάχα φωνάζανε οι μάνες για φαγητό
Και κρυφά γεμάτες ντροπή μάς βλέπανε τα κορίτσια .
Ο θάνατος είπε τώρα μην αργείτε σάς χάρισα τη στιγμή,
Ήταν όσα θέλατε γέροντες σαν τελευταία ευχή .
Κι έτσι ανηφορίσαμε το λόφο γεμάτοι άμμο καλυμμένοι,
Γεμάτοι φύκια και μικρά κοχύλια στα άσπρα μαλλιά.
Κάποιος θυμάμαι τραγούδαγε κάτι από τα παλιά,
Ένας άλλος έλεγε πως στο τέλος μοιάζουν όλα με ζωγραφιά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου