Πέμπτη 10 Ιουνίου 2010

Στην Κόλαση Βαθιά


«ΣΤΗΝ ΚΟΛΑΣΗ ΒΑΘΙΑ»

Ω, αλήθεια σας λέω
το φεγγάρι ήταν ψηλά ματωμένο
κι η νύχτα μια πανούργα γριά
ψοφίμια μου γνέφαν στα ρείθρα
μα εγώ δεν είχα
παρά μια φτωχή, βασανισμένη καρδιά.

Ω, αλήθεια σας λέω
με το ζόρι κρατιόμουν
από ένα κορμί τσακισμένο
–μόλις τα είχα πιει στο καπηλειό
με τ’ όνομα «Στην κόλαση βαθιά»–
στα λασπόνερα πλενόμουν
κι οι μέρες όλες πίσω τους με σέρνανε
θανάτου ρυμουλκά.

Ω, αλήθεια σας λέω
–οι ουλές μάρτυρές μου–
με χτυπούσαν οι άνεμοι
σαν διαβόλοι μανιασμένοι
απ’ όλες τις μεριές,
γύρω μου σκιές που μορφάζανε
δήμιοι που καγχάζανε
και στήναν θηλιές.

Ω, αλήθεια σας λέω
είμαι ένας άνθρωπος ξένος
στοιχειωμένος από μια αγάπη παλιά,
μια νύχτα του Νοέμβρη
την είδα εμπρός μου να στέκει
μ’ ένα τουφέκι
και να μου χαμογελά.

Την επόμενη μέρα με βρήκαν πεσμένο
–το φεγγάρι ψηλά σκοτωμένο
κι η νύχτα κρυμμένη σαν πανούργα γριά–
με τα ψοφίμια δίπλα στα ρείθρα
μα εγώ δεν είχα
παρά μια φτωχή, βασανισμένη καρδιά.

Κι όλοι είπαν «αχ, τον καημένο
τα βάσανά του τέλειωσαν πια»,
τον είδαν καμπόσοι, τι να τον είχε στοιχειώσει
και τίναξε τα μυαλά του
έξω απ’ το καπηλειό
με τ’ όνομα «Στην κόλαση βαθιά».

Ω, αλήθεια σας λέω
προσευχηθείτε για μένα
στον καθένα μπορεί να συμβεί
γιατί ό,τι βρέθηκε είναι τέρμα
κι ό,τι χάθηκε, πληγή.

ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΡΟΔΟΣΤΟΓΛΟΥ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου