- Πατέρα, το χέρι σου πάλι τρέμει, είπε η κόρη μου
ακουμπώντας με απαλά στον ώμο.
Δεν της απαντάω, ξέρω είναι υπερβολικά προστατευτική μαζί
μου τον τελευταίο καιρό, κυρίως μετά το επεισόδιο με την καρδιά που είχα, ναι
βασικά μετά από αυτό, απόδειξη ότι άφησε τα μικρά στον άντρα της στην Αθήνα και
ήρθε να μείνει μαζί μου λίγες μέρες. Ως και στο βιβλιοπωλείο έρχεται και με
βοηθάει τα πρωινά. Δεν έχω ανάγκη από τέτοια, τα καταφέρνω μόνος μου, πάντα τα
κατάφερνα ακόμα και την περίοδο που η γλυκιά μου Νίκη πέθαινε, ακόμα και τότε
δεν λύγισα. Αλλά ίσως όντως να είμαι πια ένας γέρο – πεισματάρης που απλά δεν
λέει να το βάλει κάτω, να παραδεχτεί την ήττα του και να ζητήσει λύτρωση,
λύτρωση από τον χρόνο, από το κρεμασμένο κορμί, από όλα εκείνα που ένας
μοναχικός γέρος σκέφτεται προς το τέλος της ζωής του.
Το χέρι μου έτρεμε και παρόλο που το ακούμπησα στην άκρη
ενός παλιού δερματόδετου τόμου με ναυτικές ιστορίες του περασμένου αιώνα, αυτό
συνέχισε να τρέμει. Η κόρη μου με κοιτάει με συμπόνια και θλίψη, μοιάζει τόσο
πολύ στη Νίκη σκέφτομαι, στρέφω το βλέμμα μου πάλι στους δύο πελάτες του
μαγαζιού που πριν λίγο μπήκαν, η μία είναι μια νέα γυναίκα, έχει κότσο τα μαύρα
της μαλλιά και φοράει ένα αέρινο άσπρο φορεματάκι, σέρνει σε ένα καροτσάκι μια
ηλικιωμένη γυναίκα η οποία δεν μοιάζει να έχει και πολλή επαφή με το
περιβάλλον. Η κοπέλα κάτι ψάχνει στα ράφια με την ποίηση, αλλά δεν με
ενδιαφέρει αυτό, δεν με νοιάζει καθόλου όσο με νοιάζει κάτι άλλο. Η γριά έχει
μια μικρή ελιά στο δεξιό μάγουλο κοντά στο ζυγωματικό και ο τρόπος που σκάει
ελαφρά το κάτω χείλος της καθώς η νέα γυναίκα της μιλάει με κάνει να ριγώ από
συγκίνηση.
- Πατέρα…, μου κάνει η κόρη μου σαν ικετευτικά, πρέπει να
κοιτάξεις αυτό το τρέμουλο, σε παρακαλώ.
Της γνέφω ναι χωρίς να πάρω τα μάτια μου πάνω από τις δύο
πελάτισσες μου.
- Πάω να δω τι θέλουν,λέει η κόρη μου και προχωράει προς το
μέρος τους.
Πιάνω το δεξί μου χέρι με το αριστερό στον καρπό, σε μια
προσπάθεια να το κρατήσω ακίνητο πάνω στο βιβλίο. Κάτι καταφέρνω. Η Αναστασία
τους μιλάει, τους δείχνει κάτι βιβλία στα ράφια, η γυναίκα με τον κότσο ανοίγει
ένα και το ξεφυλλίζει.
Δεν έχει τίποτα το χέρι μου Αναστασία, σκέφτομαι, ούτε
κανένα γαμημένο Parkinson ούτε τίποτα άλλο οργανικό. Πάντα το είχα όταν με έπιανε η
συγκίνηση. Απλά τώρα τελευταία με πιάνει πιο συχνά…
****
Tο
καλοκαίρι εκείνο – Ιούλιος - ήταν θυμάμαι από τα πιο ζεστά και η Αθήνα ήταν ένα
μεγάλο καζάνι που έβραζε τους λιγοστούς κατοίκους που είχανε μείνει στην πόλη. Τότε
δεν υπήρχε η κρίση και με ελάχιστα έστω λεφτά μπορούσες να την κάνεις για την
επαρχία ή κανένα νησί. Έτσι η πόλη έμοιαζε νεκρή όαση τσιμέντου μέσα σε μια
μεγάλη φωτιά από ήλιο.
Δεν μου άρεσε η Αθήνα, από την πρώτη στιγμή την αντιπάθησα,
ίσως επειδή ήμουν παιδί της επαρχίας και είχα μάθει σε άλλες καταστάσεις και
ρυθμούς ζωής. Δεν κατάφερα να την συμπαθήσω ούτε μετά από 4 χρόνια στη Σχολή,
ούτε καν τα ΠΣΚ που έβγαινα και τα πίναμε με τα παιδιά, που γνώριζα κοπέλες και
περπατούσαμε στους δρόμους της, που ας πούμε ερωτευόμουν μέσα της.
Το καλοκαίρι που τελείωσα την Σχολή, με στείλανε αμέσως στο
Παγκράτι σε κείνο το τριώροφο νεοκλασικό με το θλιμμένο άγαλμα της λουόμενης
Αφροδίτης στην δεξιά πλευρά του κήπου. Νόμιζες ότι έμπαινες σε κανένα πολυτελή
οίκο ανοχής της περιοχής, και πράγματι γρήγορα έμαθα ότι το σπίτι αυτή τη
λειτουργία είχε μέχρι τις αρχές του αιώνα, πριν η τράπεζα το νοικιάσει στην
αστυνομία, πριν η αρχιτσατσά πυρπολήσει τον εαυτό της με πετρέλαιο θέρμανσης
μπροστά στο δημαρχείο, σαν μορφή διαμαρτυρίας για την έξωση των κοριτσιών της.
Περιμένω να με φωνάξει ο υποδιοικητής, είμαι τελευταίος σε
μια ουρά από 5 νέα στο τμήμα άτομα και θέλω να καπνίσω. Πάω προς το μπαλκόνι,
ανάβω διακριτικά τσιγάρο, η θλιμμένη Αφροδίτη στον κήπο με αγνοεί.
Λένε ότι είναι η ίδια η τσατσά στις μεγάλες δόξες της, μου
κάνει ένας νεαρός αστυφύλακας δίπλα μου, στρίβοντας το δικό του τσιγάρο.
Γνέφω συγκαταβατικά, λες και ήξερα όντως ότι ήταν η γριά
πόρνη στα νιάτα της στο γλυπτό, τότε ήταν η εποχή που στην Σχολή μάς είχανε
ορμηνεύσει να μην λέμε πολλά πολλά και απλά να υπακούμε, ήταν η εποχή που ο
πατέρας με είχε συμβουλεύσει να μην σκέφτομαι πολύ γιατί για καθέναν υπήρχε
ένας φάκελος. Όλοι γύρω σου είναι ρουφιάνοι, μου είχε πει.
Η συνέντευξη διήρκησε λίγα λεπτά, ο χοντρός υποδιοικητής με
κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω, είπε κάτι για τα νέα φρούτα που βγάζει η Ακαδημία,
είπε κάτι για καθήκον και τιμή, με ρώτησε τι πιστεύω για όλα αυτά, κοίταξα με
σταθερό βλέμμα τον φοίνικα πίσω του, τις φλόγες, τον φαντάρο και πρέπει να του
απάντησα πιστεύω στην αναγέννηση. Με άφησε να φύγω χαρούμενος.
Φταίνε τα βιβλία πατέρα που διάβαζα στην βιβλιοθήκη σου
μικρός, πίστευα στην αναγέννηση, αλλά όχι κάποιου φοίνικα μέσα από φλόγες και
στεφάνια, πίστευα στους καλούς και στην μάχη με το κακό, για αυτό μπήκα στην
Σχολή. Και όπως συνέβαινε με την πραγματικότητα μου τότε, είχα απογοητευτεί και
σε αυτό. Το τσιγάρο ήταν το παράπονο που έβγαινε σαν δάκρυ. Όταν έχεις μπει
στον χορό, χορεύεις. Και δεν είχα περιθώρια διαφυγής, ιδίως όταν από σένα, από
τις κινήσεις σου κρίνονται και τα αγαπημένα πρόσωπα της οικογένειάς σου.
Το γραφείο μου ήταν δίπλα σε ένα από τα μπροστινά παράθυρα
του πρώτου ορόφου, είχα την πολυτέλεια να βλέπω κήπο, σχεδόν πάντα χάζευα την
Αφροδίτη και ίσως κάποια απογεύματα όταν έφευγα από το τμήμα τής έσκαγα κι ένα
χαμόγελο. Η ζωή μου έξω ήταν μονότονη, η παλιοπαρέα από την Σχολή είχε χαθεί
στις μεταθέσεις και με τους συνάδελφούς μου δεν είχα και πολύ καλή σχέση, μας
χώριζαν γκρεμοί ασυνεννοησίας και παρεξηγήσεων, ειδικά όταν η καταγωγή μου από
την επαρχία, η προφορά μου η κάπως νησιώτικη – ενθύμιο από την παιδική μου
ηλικία στη Θήρα – ήταν για αυτούς αντικείμενο πλάκας και χλευασμού.
Αυτό όμως που δεν αντεχόταν με τίποτα εκείνες τις ημέρες ήταν
η ζέστη, ο υποδιοικητής ήταν τόσο λαίμαργος τσιγκούνης που τα λεφτά που μάς
έδινε τα βούταγε όλα για τον εαυτό του με αποτέλεσμα να υπάρχει μόνο ένα
ανεμιστηράκι σε κάθε όροφο του κτιρίου. Και στο μόνο που συμφωνούσα με τους
υπόλοιπους μέσα εκεί ήταν στις βλαστήμιες στο όνομά του.
Η ζωή κάπως έτσι κύλαγε, μόνη παρηγοριά τα τρόφιμα της μάνας
από το χωριό κάθε Σάββατο, κανά δυο τρεις επισκέψεις της αδερφής μου και μία
εφήμερη σχέση με μια φοιτήτρια καλών τεχνών που της άρεσε να κάνει πολύ
θορυβώδες σεξ τα βράδια. Υπήρχαν και στο βάθος κάποιες φωνές, τις ένιωθα, αλλά
ήταν λίγες, ασήμαντες ακόμα, κι εγώ ήμουν νέος, δειλός, αναποφάσιστος να
διαλέξω ξεκάθαρα πλευρά. Και όπως είπα είχα μια μάνα κι έναν γέρο πατέρα και
μια αδερφή έτοιμη για παντρειά, δεν έπρεπε να παίζω με αυτά τα πράγματα.
Το πρώτο κοριτσάκι μάς ήρθε αρχές Αυγούστου. Θυμάμαι, πρέπει
να ήταν γύρω στα 3 όταν βρέθηκε πεταμένο σε ένα χωμάτινο πάρκινγκ όπου άραζαν
κάποια αστικά που τελείωναν τη βάρδιά τους αργά τη νύχτα. Το φεγγάρι δεν είχε
ακόμα γεμίσει εκεί ψηλά, αλλά ήταν ωστόσο αρκετά επιβλητικό και αρκετά φωτεινό
ώστε να βοηθάει τις έρευνές μας στο σκοτάδι. Είχαμε αδειάσει το μέρος και
ψάχναμε για οτιδήποτε στα τυφλά. Ανακρίναμε όλους τους οδηγούς, ανακρίναμε
περαστικούς, η ΕΣΑ βρήκε ευκαιρία κι αφορμή να ξυλοφορτώσει κάποιους ¨ύποπτους¨
και όλα τα υπόλοιπα γραφειοκρατία και ιστορία.
Έπαιξαν το θέμα στις εφημερίδες της χώρας τότε, μίλησαν για
άθεους που δεν είχαν ιερό και όσιο, οι γονείς έκλαιγαν και εκλιπαρούσαν
δικαιοσύνη στις ασπρόμαυρες φωτογραφίες κι ένας υπουργός μίλησε για
παραδειγματική τιμωρία.
Αλλά εμείς ήμασταν στο μηδέν. Δεν είχαμε ιδέα, δεν είχαμε
καν τα μέσα για να ψάξουμε προς τα κάπου, το κορίτσι βρέθηκε στραγγαλισμένο με
μώλωπες σε όλο το σώμα. Πέθανε από ασφυξία αλλά αν ζούσε θα έμενε για πάντα
παράλυτο αφού δύο αυχενικοί σπόνδυλοι είχαν φύγει από τη θέση τους λόγω πίεσης.Δεν
υπήρχε ίχνος σεξουαλικής κακοποίησης. Για αποτυπώματα ούτε λόγος. Μέσα στον
πανικό της πρώτης άφιξής μας στον τόπο του εγκλήματος, ένας ανειδίκευτος συρφετός μάς τα είχε κάνει χάλια όλα.
Η υπόθεση ξεχάστηκε, την πρώτη σελίδα των εφημερίδων πήραν
τίτλοι προετοιμασίας εορταστικών εκδηλώσεων του 15Αύγουστου στην Αθήνα και σε
άλλες πόλεις της Ελλάδας, που και που φωτογραφίες με κόκκινους ταραξίες και
συλλήψεις τους και κάπως έτσι έμεινα εγώ να έχω κρεμάσει στον πίνακα του ορόφου
ένα σκίτσο του κοριτσιού όπως ήταν την τελευταία φορά πριν το χάσουν οι γονείς
του.
Το σοκ που βρήκε την κοινωνία με την δεύτερη δολοφονία που
ήρθε στο φως ήταν πραγματικά πολύ μεγάλο. Άραζα στο διαμέρισμά μου θυμάμαι,
πρέπει να άκουγα κάτι από Beatles,
όταν χτύπησε η πόρτα και με κάλεσε η φωνή της διαχειρίστριας. Με ζητούσαν
επειγόντως στο τμήμα. Ντύθηκα γρήγορα και τράβηξα κατά κει.
Η Αφροδίτη έμοιαζε πιο μελαγχολική από ποτέ. Πίσω από
μαζεμένες σειρήνες και περιπολικά, πίσω από φωνές και διαταγές, πίσω από
ιδρωμένα πρόσωπα και λεκιασμένα πουκάμισα, νομίζω ότι την είδα πρώτη φορά να
κουνιέται, ένα ελαφρύ τίναγμα στο κεφάλι της σαν να έδιωχνε μια αόρατη μύγα ή
ένα χέρι που πάσχισε να την αγγίξει στα μαλλιά.
Το δεύτερο κορίτσι βρέθηκε 4 τετράγωνα πιο κάτω από το
πρώτο. Το Παγκράτι ζούσε πια στον τρόμο κι όλη η χώρα ανέπνεε στα πρωτοσέλιδα
του πανικού, οι προετοιμασίες εορτασμού είχαν παγώσει και όλοι ανέλυαν θεωρίες
συνωμοσίας για το προφίλ του δολοφόνου. Όλοι είχανε γίνει ειδικοί αλλά εμείς
που υποτίθεται ήμασταν οι ειδικοί, δεν είχαμε καμία ιδέα.
Στραγγαλισμένη και η μικρή Φλώρα – 5 ετών - όπως και το πρώτο κοριτσάκι, είχε βρεθεί μέσα
σε ένα κάδο σκουπιδιών. Αυτή τη φορά δεν υπήρξαν σπασμένοι σπόνδυλοι και οι
μώλωπες ήταν αρκετά λιγότεροι. Αποτυπώματα μηδέν. Ίχνος βιασμού μηδέν.
Οι γονείς είχαν χάσει την κόρη τους το προηγούμενο μεσημέρι και
τα ξημερώματα της επόμενης μέρας το σκουπιδιάρικο έβρισκε το άψυχο σώμα της
μικρής. Έμοιαζε με αμερικανικό αστυνομικό θρίλερ η υπόθεση και μπορώ να πω ότι
είχα χαρεί που συμμετείχα σε αυτήν, έσπαζε τη μονοτονία της καθημερινότητάς μου
και επιτέλους είχα έναν αληθινό σκοπό : να πιάσω τον κακό.
Νομίζω θυμάμαι ότι είδα τον τίτλο σε μια τοπική εφημερίδα
που είχε φωτογραφίες με το κορίτσι σκεπασμένο σε σεντόνι και δίπλα είχε μια
φωτογραφία του κτιρίου της Αστυνομίας στο Παγκράτι. Το άγαλμα φαινόταν έτσι
γονατιστό στο ένα πόδι - η λουόμενη
Αφροδίτη μου στον κήπο της - και κάποιος ευφάνταστος δημοσιογράφος ονόμασε την
υπόθεση ¨Τα κορίτσια της Αφροδίτης¨. Και έτσι έμεινε στην ιστορία αυτή η
υπόθεση δολοφονιών.
Καπνίζω στο μπαλκόνι του πρώτου, μέσα στο κτίριο χαμός,
έχουν έρθει ειδικοί από διάφορες υπηρεσίες, ειδικοί από το εξωτερικό, όλοι λένε
και λένε μα η ασχετοσύνη τους είναι εμφανής μέσα στις πομπώδεις δηλώσεις τους,
είναι θέμα εθνικής ασφάλειας, είναι θέμα προτεραιότητας της κυβέρνησης να βρει
τον Φονιά και να τον δικάσει, πλήττεται το κύρος μας, ο Φονιάς θα βρεθεί!
Καπνίζω και πάω να πνιγώ από τον καπνό όταν την βλέπω πρώτη
φορά. Μπαίνει μέσα συνοδεία δύο ανώτερων, ο υποδιοικητής με τον διοικητή τους
περιμένουν στην είσοδο κάτω. Σφίγγουν χέρια, γίνονται οι συστάσεις, της φιλάνε
το χέρι, εκείνη χαμογελάει, το κάτω χείλος της σκάει ελαφρά προς τα έξω σε μια
κίνηση τόσο ανεπαίσθητη κι όμως τόσο χαριτωμένη για μένα. Φοράει στολή
αστυνόμου μα χωρίς πηλίκιο, τα μαλλιά της είναι μαύρα και πιάνονται πίσω σε
ψηλό κότσο. Μια μικρή ελιά στο δεξί ζυγωματικό συμπληρώνει την εικόνα εκείνη
στη μνήμη μου. Είναι όμορφη και τη λένε – από ότι μαθαίνω μετά – Ελίνα.
Ναι σκεφτόμουν πόσες γυναίκες με στολή ήξερα τότε, οκ
υπήρχαν αλλά όχι αρκετές και όχι τόσο όμορφες. Υπήρχε το γυναικείο τμήμα στη
σχολή μα δεν είχαμε πολλά πάρε δώσε γιατί τα μέτρα ήταν αυστηρά. Ήταν όλα θέμα
αξιοπρέπειας και ευπρέπειας στη χώρα τότε, όλα πάνω σε ένα πέπλο κάλυψης της
αληθινής σαπίλας από μέσα.
Το χώμα κατάπινε αξιοπρέπεια, κατάπινε αίμα και σάρκα,
κατάπινε ελευθερία και κοριτσάκια, κατάπινε και μένα σιγά σιγά. Όλα πάνε στο
χώμα, μα δεν με φοβίζει αυτό. Με φοβίζει αν κάποια στιγμή η γη αποφασίσει να τα
ξεράσει προς τα έξω όλα αυτά. Εκεί είναι ο αληθινός τρόμος.
Και η Ελίνα είχε τελειώσει την ακαδημία καμιά 5αριά χρόνια
νωρίτερα από μένα, ήταν ανώτερή μου και είχε και μια μετεκπαίδευση σε θέματα
Εγκληματολογίας στο Λονδίνο. Και ο πατέρας της ήταν στέλεχος από τα υψηλά στην
κυβέρνηση σωτηρίας μας. Μα δεν με ένοιαζαν όλα αυτά εν τέλει. Η Ελίνα έφερε
άλλον αέρα στο κτίριο, έσπασε την άπνοια, το καθημερινό σφίξιμο στην καρδιά που
ένιωθα – και ναι η Ελίνα άρχισε να βάζει μια σειρά στην έρευνα για τα Κορίτσια
της Αφροδίτης.
Μας είχανε μαζέψει στον τρίτο όροφο, στο γραφείο που
συνεδριάζανε οι ανώτεροι αξιωματικοί. Εκεί στα έκπληκτα μάτια μας, ο διοικητής
την όρισε υπεύθυνη για την εύρεση του Φονιά. Μας είπε ότι οι Ελληνίδες είναι κι
αυτές ικανότατες και ότι αυτές τις κρίσιμες ώρες ήταν αναγκαίο να καθοδηγηθούμε
από τις εξειδικευμένες γνώσεις της Ελίνας. Ο κόσμος ζητούσε αποτέλεσμα και ο
τρόμος ένα τέλος. Παρατηρούσα την μελαχρινή κοπέλα με την αστυνομική στολή, της
πήγαινε λίγο μεγάλη και αυτό ήταν χαριτωμένο κάπως, επίσης όλη την ώρα που την
παρουσίαζε με τόσες κολακείες ο αρχηγός, αυτή δεν φάνηκε να επηρεάζεται
ιδιαίτερα. Είχε ένα συνοφρυωμένο μέτωπο και το βλέμμα της ήταν καρφωμένο κάπου
προς τα κάτω, προς το κενό.
Πρώτα αρχίσαμε με τους οδηγούς των λεωφορείων για την πρώτη
υπόθεση, πιο συγκεκριμένες ερωτήσεις, τα δρομολόγιά τους, ποιον είδαν που τους
φάνηκε περίεργο – κι άλλες προσαγωγές φοιτητών και αριστερών πολιτών, κι άλλο
ξύλο – αν γενικά παρατήρησαν κάτι ύποπτο. Ταυτόχρονα μοιραστήκαμε σε ομάδες που
έκαναν διάφορες ερωτήσεις στις γειτονιές των παιδιών, ήμουν κι εγώ σε μία από
αυτές, οι άνθρωποι ήταν φοβισμένοι αλλά δεν ήξεραν τίποτα.
Και τα δύο παιδιά χάθηκαν κοντά στην περιοχή τους το
μεσημέρι, το πρώτο κορίτσι χάθηκε από τα μάτια της γιαγιάς του όταν αυτή μπήκε
σε ένα μπακάλικο και το δεύτερο χάθηκε όταν βγήκε από το σπίτι της για παγωτό.
Οι δολοφονίες έγιναν, σύμφωνα με τον ιατροδικαστή, λίγες ώρες μετά.
Θυμάμαι σκάλιζα την υπόθεση ένα απόγευμα που είχα υπηρεσία,
είχα σκύψει πάνω από τους φακέλους, είχα κατεβάσει στον πρώτο και τους 3 ανεμιστήρες
και διάβαζα τους φακέλους. Παρατήρησα κάτι κοινό. Τα κορίτσια είχαν βρεθεί
κοντά σε μέρη όπου πέρναγαν ή άραζαν τα αστικά. Ένιωσα χαρά γιατί η Ελίνα θα
μου χαμογέλαγε με ικανοποίηση για το εύρημά μου. Ήταν κάτι, όχι τόσο μεγάλη
αποκάλυψη, αλλά ήταν κάτι.
Το επόμενο πρωί η Ελίνα με κοίταζε με χαμόγελο, πίσω από το
μεγάλο γραφείο της σχεδόν ένιωθα τη χαρά της, μου έδωσε το χέρι της, με
συνεχάρη και είπε ότι είμαι από τους λίγους εκεί μέσα που ασχολιόμουν αληθινά.
Δεν είμαι ψώνιο, ποτέ δεν ήμουν, αλλά μου άρεσε που μια όμορφη κι έξυπνη
γυναίκα έβρισκε ότι κάνω κάτι καλό στην άχαρη δουλειά μου.
Μετά από 2 μέρες και αφού πλησιάζει ο Αύγουστος στο τέλος
του, η Ελίνα ήρθε στο γραφείο μου.
- Έλα μαζί μου, μου είπε και με προσπέρασε.
Σηκώθηκα βιαστικά μα στην κίνησή μου έχυσα τον καφέ πάνω στα
χαρτιά, οι άλλοι γύρω άρχισαν να γελάνε κι εγώ να κοκκινίζω από ντροπή.
Η Ελίνα, έχοντας ακούσει τον σαματά, γύρισε με κοίταξε και
με αυστηρό ύφος μου έκανε
- Έλα επιτέλους!
Βγήκαμε έξω στον κήπο, εκεί στο παγκάκι δίπλα από την
λουόμενη Αφροδίτη. Ήταν άλλοι 3 συνάδελφοι εκεί που περίμεναν. Οι 2 κάπνιζαν.
Η Ελίνα άρχισε να μιλάει πρώτη
- Σας μάζεψα για να σας ανακοινώσω ότι είστε στην προσωπική
μου ομάδα, οι άλλοι θα δουλεύουν για την υπόθεση των κοριτσιών μα εσείς είστε ο
πυρήνας της έρευνας.
Μας κοίταξε καλά καλά έναν έναν. Δεν είπαμε κάτι.
- Ξέρω ότι είστε οι πιο ικανοί εδώ μέσα, οι πιο φιλότιμοι,
πείτε το γυναικεία διαίσθηση, συνέχισε να λέει.
- Θα δίνετε αναφορά μόνο σε μένα. Όλα έχουν εγκριθεί από το
Αρχηγείο. Κατανοητό?
Γνέψαμε μάλιστα κι ένας πέταξε το τσιγάρο του στο χώμα.
Το κάτω χείλος της έτρεμε ελαφρά κι είχε μια στάλα
προπέτειας προς τα έξω. Αναρωτήθηκα αν αυτές τις λεπτομέρειες τις βλέπουν μόνο
οι ερωτευμένοι, αλλά γρήγορα έδιωξα τη σκέψη από το μυαλό μου.
- Τρέχει κάτι ανθυπαστυνόμε?, μου κάνει
Τραυλίζω ένα όχι και κείνη κοιτάζει προς την Αφροδίτη.
- Και κάτι τελευταίο, μην αποκαλείτε την υπόθεση ΄΄ Τα
κορίτσια της Αφροδίτης ΄΄ , η ομορφιά και ο έρωτας δεν έχουν να κάνουν τίποτα
με αυτό τον ανώμαλο που σκοτώνει.
Έτσι μίλησε η Ελίνα και έφυγε προς το κτίριο.
(συνεχίζεται)
(συνεχίζεται)
Γεια σου Ηλια,
ΑπάντησηΔιαγραφήΠεριμενω να διαβασω τη συνεχεια. Ενδιαφερον η γραφη σου.
Καλο σου ξημερωμα.
ενδιαφέρον!!μην γράψεις τη συνέχεια μετα απο ενα μήνα,κανόνισε...
ΑπάντησηΔιαγραφήμάλλον θα σε βασανίσω σήμερα στη θάλασσα να μου πεις τη συνέχεια χιχιχι...οι φανατικοί αναγνώστες σου πρέπει να έχουμε ειδικά προνόμια,πριν τη δημοσίευση να έχουμε ακούσει πρώτοι την εξέλιξη!
ΑπάντησηΔιαγραφήαπολαυστικός και 'ζόρικος'... τούτη τη γραφή που αγαπώ τόσο δύσκολο να την αποχωρίζομαι κάθε φορά... εμπνευσμένο Αύγουστο έχουμε λοιπόν... να΄σαι καλά φίλε μου...
ΑπάντησηΔιαγραφήΦίλε μου Αντώνη σε ευχαριστώ για μια ακόμη φορά...εμπνευσμένος Αύγουστος αλλά ελπίζω σύντομα να τα πούμε και από κοντά στην Αθήνα !!
ΑπάντησηΔιαγραφήΑόρατη, η συνέχεια σύντομα θα είναι δικιά σου :)
Nάσια, πάνε τα μπανάκια για φέτος! Δώσε μου λίγες μέρες και θα έχεις συνέχεια.