Πέμπτη 23 Αυγούστου 2012

Τα κορίτσια της Αφροδίτης - Μπλε Ιστορίες (συνέχεια)










Φθινόπωρο.

Οι πρώτες βροχές του φθινοπώρου έχουν έρθει, και έξω δυο τρεις περαστικοί έχουν ανοίξει τις ομπρέλες τους. Στο παράθυρο η αναπνοή μου κάνει ένα σύννεφο.
Καθένας από τους 4 της ομάδας έχει βαλθεί να παρακολουθεί τα δρομολόγια των αστικών και στις δύο περιοχές που βρέθηκαν τα πτώματα. Η  Αστυνόμος έχει την πεποίθηση ότι ο τύπος που αναζητούμε έχει στενή σχέση με τα δρομολόγια αυτά.
Εγώ έχω την πεποίθηση ότι η θλίψη στο σκοτεινό της βλέμμα την κάνει ακόμα πιο ωραία. Μισώ το φθινόπωρο.
Ο παππούς ήταν αντάρτης, ο πατέρας δάσκαλος και τρέχαμε από χωριό σε χωριό κάθε φθινόπωρο, με αυτή την κοκκινίλα να μην ξεβάφει από το δέρμα μας.Λες και μυρίζαμε ξίδι, οι απόγονοι όλοι του αντάρτη, μόλις μας ρωτάγανε όνομα στραβώνανε τις φάτσες τους, όπως κι ο πατέρας όταν του είχα πει ότι θα μπω στο σώμα. Ο γέρο παππούς πέθανε από φυματίωση και μαζί του θάψαμε όλες εκείνες τις ιστορίες του βουνού, το νησί και όλα εκείνα που στοιχειώνανε την πορεία μας στη νέα Ελλάδα, την ένδοξη, την μητέρα των πολιτισμών και των ηρώων που σαν να αναγεννήθηκαν στους τιμημένους αντισυνταγματάρχες με τις κοιλιές τους και τα πούρα τους. 
Εκείνη την περίοδο διάβαζα τον Φύλακα στη Σίκαλη και μου άρεσε, είχα δακρύσει με τον τύπο που πάλευε στα όνειρά του να πιάσει τα παιδιά πριν πέσουν κάτω στον γκρεμό, αλλά να μαι εγώ εδώ και να μου φέρνουν 2 νεκρά κορίτσια στα πόδια μου και μια ζωντανή γυναίκα στα μάτια μου. Η ζωή μου ήταν ένας κυκλώνας κανονικός.
Ακόμα κι ο Φύλακας θα έπεφτε στον γκρεμό, θα παραπατούσε προς το κενό.
Οι τύποι που έπαιρναν τις αστικές γραμμές ήταν καθημερινοί άνθρωποι που πήγαιναν στις δουλειές τους, ήταν φοιτητές που άραζαν εδώ κι εκεί, ήταν ρουφιάνοι που παρακολουθούσαν όλους τους υπόλοιπους. Αποκλείεις κατά λογική και κατά συνέπεια κινήσεων αυτούς που δεν ταιριάζουν σε τέτοια εγκλήματα. Πρέπει να ξεκινήσεις από κάπου, να φτιάξεις έναν ιστό από υπόπτους. Κάτι τέλοσπάντων.
Η Ελίνα φωνάζει σε έναν τύπο της ΕΣΑ που έχει βαλθεί να της υποδείξει υπόπτους, της λέει κάτι για ρουφιάνους και πως μπορούν να βοηθήσουν, αλλά εκείνη τα ακούσει όλα αυτά βερεσέ, κάνω άλλο ένα συννεφάκι στο τζάμι και γυρνάω στο γραφείο μου.
Η μικρή Μαρία 3 ετών και η Φλώρα 5. Δεν τις ενώνει τίποτα πέρα η μικρή τους ηλικία και το φύλλο τους. Α και η περιοχή και μια ταύτιση των σημείων που βρέθηκαν με τις αστικές γραμμές. Κοιτάζω στη μεριά της Ελίνας, είναι μόνη της, δεν φοράει στολή, με χέρι που τρέμει κάπως φτιάχνει καφέ.
Κοιτάω πάλι τις φωτογραφίες. Γαμώτο και τα δύο κορίτσια είναι ξανθά και ναι τους λείπουν τα παπουτσάκια τους. Ανοίγω το συρτάρι, βγάζω αντίγραφο της έκθεσης των φόνων, κοιτάω στα αντικείμενα που βρέθηκαν. Τα κορίτσια ήταν ξυπόλητα.
Ο τύπος, λέω από μέσα μου, είναι φετιχιστής, έχει ένα κόλλημα…
- Ναι ο τύπος θα ξαναχτυπήσει, ακούω την φωνή της να μου λέει από πίσω μου.
Ο καφές της μυρίζει υπέροχα, το σώμα της ακόμα πιο πολύ, στέκεται από πάνω μου και κοιτάει τις φωτογραφίες και την έκθεση.
- Ίσως χρειαστούμε πιο πολλά άτομα, της λέω. Ίσως την ΕΣΑ..
- Όχι, αυτοί δεν είναι να τους εμπιστεύεσαι, πιο πολύ πιθανό είναι να μας στρέψουνε αλλού και να χάσουμε την αλήθεια. Όχι, θα ζητήσω από το τμήμα κι άλλους, θα σκορπιστείτε παντού, όπου υπάρχουν παιδιά μικρά. Ο τύπος θα ξαναχτυπήσει, είμαι σίγουρη, ακολουθεί κάτι σαν τελετουργικό.
-Μάλιστα, της κάνω.
Ίσως την κοίταξα στα μάτια πιο πολύ από όσο θα έπρεπε, ίσως της χαμογέλασα ανεπαίσθητα. Όπως και να έχει φάνηκε να κοκκινίζει λίγο, να νιώθει λίγο αμήχανη, να κοντοστέκεται και εν τέλει να φεύγει.
Μισώ το φθινόπωρο, είπα ξανά από μέσα μου.



Ο γάμος.

Σχεδόν όλο το τμήμα ήτανε στο γάμο του κυρίου Υποδιοικητή. Χήρος – και χοίρος- πέντε χρόνια, τελικά αποφάσισε να δώσει μια νέα ευκαιρία στον έρωτα με την μικρή κόρη ενός δικηγόρου από τα Πατήσια. Η κοπέλα ήταν μικροκαμωμένη αλλά σχετικά ωραία και το όλο συνοικέσιο φαινόταν άκρως επιτυχημένο. Μόνο που δεν μπορούσα να σκεφτώ τον χοντρό κύριο Υποδιοικητή να βογκάει από ηδονή πάνω της, γεμάτος ιδρώτα και σάλια να τρέχουν στον λαιμό της. Κι αυτή, αυτή νομίζω ότι θα κλαίει εκείνη τη στιγμή – όπως και να χει.
Η Ελίνα επέμενε να μείνουν κάποια άτομα στο δρόμο, εξάλλου μας είχε μηνύσει την επομένη να συναντηθούμε όλοι στο γραφείο της, γιατί ένας αστυφύλακας από την παρακολούθηση, ο Γιάννου ,  έλεγε ότι είχε βρει κάτι που θα μπορούσε να μας οδηγήσει πουθενά.
Πιο πολλές λεπτομέρειες δεν φαίνεται να ήταν διατεθειμένη να μας δώσει.
Αλλά εγώ έβλεπα όλες τις λεπτομέρειες όπως στεκόταν στον περίβολο της εκκλησίας με ένα κόκκινο κολλητό φόρεμα, τα μαλλιά της ριγμένα κάτω, η μικρή λευκή τσάντα στα χέρια της, το χαμόγελό της στον πατέρα της και σε άλλους δυο τύπους εκεί στο πηγαδάκι τους.
Ο ένας από αυτούς ήταν νέος, λίγο πιο μεγάλος από μένα, φόραγε άψογο μαύρο κοστούμι και φαινόταν να ξέρει από καλούς τρόπους. Επίσης φαινόταν να την κοιτάει και να της μιλάει πιο πολύ άνετα. Τσίμπημα ζήλειας στην καρδιά και ένα ανυπόφορο πλάκωμα. Θέλω να ανοίξω τα κουμπιά της επίσημης στολής, να χαλαρώσω λίγο τον λαιμό μου, να πάρω αέρα, να κάνω τσιγάρο. Αλλά δεν μπορώ. Είναι και αυτό το διαολεμένο ξίφος που κρατώ και πρέπει να φτιάξουμε την γέφυρα σε λίγο όταν βγει ο γαμπρός και η νύφη, έτσι να σφραγίσω κι εγώ με την τιμή μου την προστασία του ζευγαριού. Τα αγκομαχητά ηδονής του χοντρού και τα κλάματα της μικρής.
Δεν θυμάμαι τίποτα άλλο από κείνη την τελετή, θυμάμαι πίκρα με ανάμεικτη τη ζήλια, θυμάμαι τσιγάρα στο τραπέζι και κρασί. Πολύ κρασί. Εκείνη στεκόταν ανεπηρέαστη από όλα αυτά, όλο το πανδαιμόνιο, με την πλάτη στητή δίπλα στον πατέρα της, δίπλα στον φίλο της και μοίραζε χαμόγελα. Αλλά σε ξέρω Ελίνα, δεν περνάς καλά, είμαι σίγουρος.
Κατέβαζα και κατέβαζα οίνο, μέχρι που σε κάποια στιγμή θόλωσε το μυαλό μου, κάποιος συνάδελφος κάτι μου ψιθύρισε και μου έπιασε το μπράτσο. Παραπάτησα, έπρεπε να φύγω πριν γίνω ρεζίλι.
Εκείνη τη στιγμή, θυμάμαι, εκείνη ακριβώς τη στιγμή που σηκωνόμουν να φύγω, η το χαμόγελο της Ελίνας πάγωσε. Κάποιος από την ομάδα της έλεγε κάτι στο αυτί. Κάποιος που εκείνη τη μέρα είχε υπηρεσία έξω. Η Ελίνα σηκώνεται και κοιτάζει γύρω της κάπως απελπισμένη, ο πατέρας της απορεί και της λέει κάτι. Λίγο πριν με κοιτάξει η Ελίνα νιώθω κι εγώ ένα σφίξιμο στην καρδιά. Ήξερα.
Μόνο που την επόμενη μέρα στο τμήμα διαπίστωσα ότι τελικά δεν είχα μαντέψει και τόσο σωστά. Το νέο θύμα του Φονιά ήταν όντως ένα κορίτσι.Μόνο που υπήρχε κι ένας άλλος νεκρός, τετράγωνα μακριά από κει που βρέθηκε το πτώμα του κοριτσιού. Και τα νεκρολούλουδα στο γραφείο που καθόταν ο Γιάννου, μαρτυράγανε το όνομά του.


(συνεχίζεται) 

1 σχόλιο: