Ψηλά Θεέ μου οι γλάροι πλέκανε βωβοί
Αόρατα οχτάρια σαν μεθυσμένοι επαίτεςΚι η βροχή μοίραζε σταγόνες αγνό οξύ
Στα παράθυρα των ξέφρενων οδηγών.
Ευχόμουν Αναστασία να υπήρχε ποτάμι
Κάτω από τα διχτυωτά σου μαύρα πόδια.
Ευχόμουν Αναστασία να είχε ήλιο κείνη
Την μέρα.
Η γυναίκα ακροβατεί πάνω στα κάγκελα,
Οι λεωφόροι από κάτω διασταυρώνονται Σε ένα μεγάλο Ω που καταπίνει τα πάντα,
Κατακλείδα σε ένα ξεφτισμένο αλφάβητο
Ποτισμένο με λυγερή βέργα στις παλάμες,
Που μόνο το αίμα φωτίζει το κάθε γράμμα.
Ευχόμουν Αναστασία να υπήρχε ποτάμι
Κάτω από τα διχτυωτά σου μαύρα πόδια.
Ευχόμουν Αναστασία να σε συνοδεύουν
Ηλιόλουστες μέρες στο τελευταίο σου
Ταξίδι …
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου