Το αντικείμενο ενασχόλησης αυτού του blog ειναι ο κόσμος της λογοτεχνίας.Τα κείμενα που δημοσιεύονται μπορεί να αφορούν είτε το χώρο της ποίησης είτε του πεζογραφήματος. Το όνομα του blog ειναι παρμένο από το γνωστό ποίημα του Charles Bukowski "κλαμπ κόλαση"...
Δευτέρα 31 Αυγούστου 2009
Άγνοια
΄΄Υπάρχει αυτό το φως του φεγγαριού που λένε ότι αποκαλύπτει την ομορφιά των πραγμάτων που χτυπά.Αλλά εκείνο το βράδυ,καθώς έμπαινε από το ανοιχτό παράθυρο,φώτισε τα άτσαλα και βρώμικα από τον ιδρώτα σεντόνια μου καθώς και το γυμνό και πρόωρα γερασμένο σώμα μου.Νυχτερινή παράσταση της πτώσης μου.
Η κοπέλα δίπλα μου ήδη κοιμόταν από ώρα,έχοντας ακουμπήσει το κεφάλι της πάνω στο στέρνο μου και το γυμνό δεξί πόδι της ανάμεσα στα δικά μου πόδια..Το χέρι της είχε μείνει ακίνητο σε ένα μισοτελειωμένο χάδι στο πρόσωπό μου.Η αργή και βαθιά αναπνοή της μου έκαιγε το στήθος αλλά με γέμιζαν και με λίγη ζωή συγχρόνως.
Σηκώθηκα σιγά σιγά προσέχοντας μην την ξυπνήσω.Πήγα προς την κουζίνα και πήρα μια κρύα μπίρα από το ψυγείο.Τράβηξα προς το μπαλκόνι.Εκεί με περίμεναν τα τσιγάρα μου.Άναψα ένα και τράβηξα μια γερή γουλιά από την μπίρα.
Εδώ και μήνες τώρα δεν μπορώ να κοιμηθώ.Ο ύπνος μου περιοριζόταν σε μία ώρα το πολύ και με πιάνει γύρω στις πέντε τα ξημερώματα.Η ζωή μου έχει γίνει μια αβάσταχτη πραγματικότητα.τα χάπια δεν μου κάνουν τίποτα.Ζω την μέρα και την νύχτα ολόκληρες,ακολουθώ την πορεία τους ασταμάτητα χωρίς μια έστω γλυκιά ανάπαυση.
Το χειρότερο ίσως είναι ότι κάθε μέρα μοιάζει απίστευτα ίδια με την προηγούμενη.Ένα απαίσιο καρμπόν που ανακυκλώνει την ζωή μου.Κοιμάμαι γύρω στις πέντε,ξυπνάω στις έξι ακριβώς με ένα αόρατο φοβερό τράνταγμα,πάω στο μπάνιο ξυρίζομαι.ντύνομαι και τραβάω για την δουλεία μου και το μοναχικό γραφείο μου στην εφημερίδα που δουλεύω τα τελευταία 20 χρόνια.Το μεσημέρι γύρω στις 2 επιστρέφω σπίτι με το αστικό αφού το αυτοκίνητό μου,μια παλιά ΒΜW,τα έφτυσε ένα χρόνο πριν και από τότε δεν αξιώθηκα να το φτιάξω.Αλλά και το αστικό δεν με χαλάει καθόλου καθώς η στάση του είναι δίπλα στο σπίτι μου.Δεν χτυπάω εισιτήριο σχεδόν ποτέ γιατί απλά το ξεχνάω.Αν και μια φορά τα χρειάστηκα καθώς ένας ελεγκτής μπήκε ξαφνικά μέσα από το πουθενά και άρχισε να κοιτάει για εισιτήρια.
Το ήξερα ότι την είχα πατήσει και ότι θα πλήρωνα το πρόστιμό μου και άρχισα να ιδρώνω.Αλλά όταν έφτασε στο μέρος μου,ο ελεγκτής κατά περίεργο τρόπο με αγνόησε φανερά και τράβηξε για την τύπισσα με τα ακουστικά στα αυτιά που στεκόταν από πίσω μου.
Δεν αντέχω αυτές τις νύχτες που μοιάζουν ατελείωτες.Είναι όλες ίδιες.Ζεστές και σιωπηλές.Σαν να βρίσκονται σε μια αναμονή όλα για κάτι που έρχεται αλλά όλο αναβάλλεται η άφιξή του.Δεν ξέρω,ίσως φταίει η αϋπνία…
Η μπίρα δρόσιζε τον λαιμό μου και την ψυχή μου.Κάποιος μόλις πέρασε βιαστικά κάτω από το μπαλκόνι μου.Λίγα μέτρα πιο πέρα σταμάτησε ξαφνικά και γύρισε το κεφάλι του και με κοίταξε.Στα μάτια του είδα το φως του φεγγαριού να παίζει.Ήταν τρομαχτικά και μείναμε να κοιταζόμαστε έτσι για πολλά λεπτά.Το τσιγάρο με έκαψε και τότε ανασκίρτησα και σηκώθηκα.Του φώναξα και η κραυγή μου ακούστηκε να σβήνει μέσα στην νύχτα.Ο τύπος έμεινε ασάλευτος για λίγο,μετά έκανε το σημείο του σταυρού με τα δάχτυλά του και έφυγε στρίβοντας σ ένα στενό δρομάκι.
Τι στο διάολο είδε ο τύπος και έκανε το σημείο του σταυρού.Δεν γαμιέται,δεν ασχολούμαι με τρελούς.Eξάλλου υπήρχε και αυτή η ζαλάδα που με έπιανε πάντα σχεδόν την ίδια ώρα κάθε βράδυ.Και μετά ερχόταν αυτός ο πόνος στον λαιμό.Άρχιζε από πίσω και σταδιακά έπιανε όλο τον λαιμό.Σε κάποια φάση ένιωθα να πνίγομαι αλλά μετά από λίγα δευτερόλεπτα ο πόνος και το αίσθημα ασφυξίας έφευγε τελείως ξαφνικά όπως ερχόταν.
Πήγα πάλι μέσα προς το δωμάτιο.Η Τίνα κοιμόταν γυμνή και υπέροχη στο κρεβάτι μου.Έμεινα καθισμένος δίπλα της να την κοιτώ.Άγγιξα το απαλό και μαυρισμένο δέρμα της στην περιοχή ανάμεσα στα στήθη της.Κατέβηκα σιγά σιγά προς τα κάτω.Έσκυψα και φίλησα την περιοχή πάνω από το αιδοίο της.Εκείνη κουνήθηκε λίγο και σφίχτηκε πιο πολύ στο μαξιλάρι της.
Κοίταξα προς το ρολόι στο κομοδίνο.Πλησίαζε πέντε.Σε λίγο πάλι θα κοιμόμουν για καμιά ώρα το πολύ και μετά θα ξύπναγα με βαρύ πονοκέφαλο και χωρίς να θυμάμαι και πολλά από την προηγούμενη μέρα.Θα άφηνα την Τίνα να συνεχίσει τον ύπνο της,θα ξυρισζόμουν,θα έφτιαχνα καφέ και θα έφευγα για το άδειο γραφείο μου.
Τα βλέφαρά μου άρχισαν να κλείνουν.Από κάπου έξω ακούστηκε η κραυγή ενός πετεινού.Και εκείνο το κλάμα ενός μωρού .Ναι ήταν ώρα να κοιμηθώ πάλι…’’
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου