Πέμπτη 6 Σεπτεμβρίου 2012

Στα χαρακώματα της Γαλλίας με ένα εύθυμο θεατρικό – Μπλε Ιστορίες




 

Πόσα σπίρτα μπορείς να χαλάσεις για να ανάψεις ένα τσιγάρο με χέρι που τρέμει;

Μέτρησα πέντε και η γκόμενα έσκασε από ψηλά, μαζί με τη ζέστη, έσκασε στο χώμα σαν έκπτωτος άγγελος – κι ας μην έχω δει ποτέ κανέναν από αυτούς τους φτερωτούς τυπάδες του ουρανού, έστω κι αν πολλές φορές θαρρώ πως τους συναντώ μεταμφιεσμένους σε πρόσωπα γνωστών και αγνώστων γύρω μου.

Τίναξε την άμμο από πάνω της, μάζεψε τα καστανά μαλλιά της πίσω, έκανε έναν λεπτό κότσο, μού χαμογέλασε, παρατηρώ το χαμόγελό της, είναι τέλειο, σχηματίζεται απαλά, δεν τραβιέται κανένα δέρμα πίσω, δεν εμφανίζεται κανένας μορφασμός πόνου, απλά χαμογελάει και της χαμογελάω κι εγώ. Με πλησιάζει και κάθεται στην καρέκλα μπροστά μου, δεν μου ζητάει την άδεια και αυτό είναι κάτι που μου αρέσει πολύ, αυτή η πρωτοβουλία , η κίνηση πυγμής, δύναμης, είναι κάτι το θελκτικό.

Το διαολεμένο τσιγάρο ανάβει και είναι κάτι που φανερώνει την αδυναμία μου να κόψω τις κακές συνήθειες, τείνει να καλύψει με το χέρι της την φλόγα του σπίρτου, να την προστατέψει μα έχω καταφέρει να το ανάψω. Την ευχαριστώ μουρμουρίζοντας και πετάω το ξυλάκι πέρα μακριά μας, εκεί που σαπίζουν τα πτώματα στον ήλιο.

-Περίεργο μέρος να βρεθούν δύο άνθρωποι, μου λέει.

Κοιτώ γύρω μας, ο ουρανός σαν να έχει χιλιάδες μάτια που μας κοιτούν παγωμένα μέσα από μια γυάλινη σφαίρα, είναι τρομαχτικά ακίνητα όπως και τα σώματα των στρατιωτών κάτω στην γη. Μέσα από τις καρδιές τους, μέσα από το αίμα που πήζει, βγαίνουν μαρμάρινοι σταυροί με ημερομηνίες και ονόματα. Κάπου κάπου σε κάποιον τυχερό μπαίνει και μια φωτογραφία από πάνω.

Υπάρχει ένας ασυρματιστής σε μια γωνιά ενός χαρακώματος, εκεί που το σκάψιμο στρίβει για να συναντήσει τη δύση του ηλίου στο βάθος, πίσω από τα σακιά με την άμμο. Κι αυτός ακίνητος, νεκρός.

-Δεν σκέφτηκα κάτι καλύτερο, συγγνώμη , απολογούμαι χωρίς ωστόσο να με νοιάζει.

Χαμογελάει πάλι σαν να λέει δεν πειράζει.

-Πού είμαστε τώρα; , με ρωτάει.

-Νομίζω σε έναν λόφο με νεκρούς που σαπίζουν.

-Είναι καλοκαίρι, έτσι δεν είναι, μου λέει.

-Ναι, ήταν καλοκαίρι, αλλά δεν υπάρχει καμία θάλασσα εδώ κοντά.

-Το καλοκαίρι μαζεύω τα μαλλιά μου κότσο πίσω και αφήνω μια αφέλεια μπροστά, σου αρέσουν;

-Τα λατρεύω, της λέω αμέσως

-Ευχαριστώ… Τι γράφεις;

-Ένα σενάριο για εύθυμο θεατρικό.

-Και πώς πάει; Έχεις προχωρήσει;

-Ναι, σχεδόν το τελείωσα αλλά δεν θα παιχτεί .

-Γιατί έτσι?

-Να βλέπεις , τα παιδιά που μου το ζήτησαν είναι όλοι νεκροί , δεν υπάρχουν παίχτες, της λέω.

-Πίσω στην πατρίδα ίσως βρεις όμως, κάνει και αγγίζει τον πάκο με τα χειρόγραφα, τα κοιτάει σαν να διαβάζει μέσα από αυτά.

-Πίσω είναι διαφορετικά όλα, ο αέρας θα κάψει τις λέξεις, τα χαρτιά που αγγίζεις θα λιώσουν, και βέβαια το σκηνικό θα είναι πολύ διαφορετικό, της κάνω λυπημένα.

-Αυτό συμβαίνει όταν ζεις σε δύο κόσμους, ίσως και σε πιο πολλούς, μου απαντάει.

-Γιατί ήρθες, την ρωτάω ξαφνικά.

-Με κάλεσες νομίζω, μου λέει.

-Χα, αυτό κι αν είναι ψέμα, της αποκρίνομαι.

-Εγώ βλέπω γρασίδι γύρω μας, πεταλούδες χοροπηδάνε από άνθος σε άνθος και δεν υπάρχει ούτε ένα πτώμα γύρω μας. Εσύ λες ψέματα.

-Μα δεν βλέπεις, δεν υπάρχει τίποτα! Ο λόφος είναι γεμάτος διαμελισμένα κορμιά και τα χαρακώματα έχουν γεμίσει καμένους. Είμαστε στη βόρεια Γαλλία αρχές του Μεγάλου Πολέμου και τα χαρακώματα αυτά είναι η ζωή μας, κάνω αγανακτισμένος.

-Κάπου εδώ υπάρχει και μια θάλασσα, είμαι σίγουρη, λέει συνεχίζοντας να με νευριάζει.

Σκύβω  πάνω από το σενάριό μου, να σκεφτώ το τέλος, ένας φίλος μού έλεγε αγνόησε τις γυναίκες όταν γίνονται παράλογες, προσπαθώ να κάνω κάτι τέτοιο, όταν ύπουλα αυτή σκύβει μπροστά μου. Μυρίζει φρούτα του δάσους ή κάτι παρόμοιο, με μεθάει, βράζει το αίμα μου και δεν μπορώ να συγκεντρωθώ.

Εκείνη την ώρα κάτι χτυπάει, ένας σπαστικός ήχος, επίμονος, αλγεινός, με το δεξί μου χέρι αγγίζω μια συσκευή στον αέρα και την φέρνω μηχανικά στο αυτί.

-Ναι;

-Έλα ρε, θα πάμε τελικά το βράδυ για ψάρεμα ε;, με ρωτάει από την άλλη άκρη της γραμμής ο παλιόφιλος.

-Ναι ρε, αφού το είπαμε, του λέω.

-Α οκ, να φέρεις και τα δολώματα και κανά μαχαίρι.

-Οκ, του απαντώ.

-Τι κάνεις τώρα;

-Είμαι σε κάτι χαρακώματα και γράφω ένα εύθυμο θεατρικό.

-Ρε μαλάκα τι πίνεις;

-Έλα λέγε τι άλλο θες;, του κάνω νευριασμένος

-Τίποτα, λοιπόν τα λέμε το βράδυ παπαράκο.

-Ναι ρε, bb..

-Α ακούς, χτες πήγα στο Thea, χαμός ρε, μου κάνει πριν κλείσει το τηλέφωνο.

-Ναι ε?

-Ναι πολλοί κώλοι, όλα έξω.

-Έκανες τίποτα, τον ρωτάω, αν και ήξερα την απάντησή του.

-Όχι μωρέ, χαλαρά, δεν είχα όρεξη, μου απαντά.

-Ναι του λέω, ενώ για αυνανισμό έχεις…

-Έλα άι στο διάολο, αφού έχω αρκετά.

-Οκ…

-Λοιπόν μιλάμε ρε..

-Ναι…α! Μην ξεχάσεις τον φακό, του λέω τελευταία στιγμή.

-Δεν χρειαζόμαστε φακό, μου κάνει.

-Καλά μαλάκας είσαι; Και με τι θα βλέπουμε; Με το φεγγάρι;

-Έχει εκεί στο λιμάνι φώτα, μου λέει.

-Άκουσε με καλά….θα φέρεις φακό μαλάκα αλλιώς θα νευριάσω πολύ. Οκ;

-Οκ.., μου απαντά.

-Λοιπόν τσάγια πουτσούλα, μιλάμε.

-Γειά…, κάνει και κλείνει το τηλέφωνο.

Αφήνω το κινητό στην άκρη του τραπεζιού. Κοιτάω απέναντι , η γκόμενα έχει φύγει φυσικά, καμία δεν σε περιμένει στις προσωπικές σου βλακείες.

Όταν γίνεσαι παραμυθάς, μαζεύονται γύρω σου, γύρω από τη φωτιά, όταν η ζέστη υπάρχει είναι καλή, όταν φεύγει, τότε γίνονται όλα δύσκολα.

Πήρα το πακέτο με τα τσιγάρα μου και το κουτάκι με τα σπίρτα και τράβηξα στην παραλία. Ήταν μεσημέρι και δεν υπήρχε ψυχή ακόμα. Βούτηξα μέσα αμέσως και καθώς έκλεινα τα ρουθούνια, καθώς τα σφάλιζα να μην μπει νερό στους πνεύμονες, σκέφτηκα, κάπως έτσι είναι όταν είσαι μακριά μου, μια ανάσα πνιγμένη που πασχίζει στην επιφάνεια να βγει.

3 σχόλια: