Με ξύπνησαν, έπαιζαν πάλι εκείνο το ανόητο παιχνίδι με τις
ερωτήσεις, άναψα την καφετιέρα και ζέστανα γαλλικό, έστριψα τσιγάρο – ίσως να
το ξανάρχισα λίγο τώρα τελευταία – και με το μποξεράκι καθώς ήμουν κάθισα στον
καναπέ. Συμπλήρωσα την αυτόματη αλληλουχία των προηγούμενων κινήσεων με ένα
απαλό άγγιγμα στην επιφάνεια αφής του φορητού και αμέσως φωτίστηκε ο χώρος από
την οθόνη του υπολογιστή.
Ο υπολογιστής αυτός έκανε σαν τρακτέρ και άναβε σαν μάτι
κουζίνας , έπρεπε να τον πάω να μου καθαρίσουν το ανεμιστηράκι μέσα αλλά όλο το
παρατούσα, άγνωστο γιατί.
Ίσως μια δύναμη κράταγε τα πόδια μου στο πάτωμα μιας φυλακής
που για πρώτο τοίχο είχε τα οστά του κρανίου μου και για δεύτερο τα ευμετάβλητα
κορμιά της κοινωνίας.
Εδώ και τρεις μέρες παλεύω με αυτό το ποίημα, φτάνω κοντά
στην όχθη του αλλά να ένας ταύρος βγαλμένος από το πουθενά με σπρώχνει πίσω στο
δυνατό ρέμα του ποταμού, και άντε πάλι από την αρχή, να βγεις στην επιφάνεια
του νερού , να κολυμπήσεις, να υφάνεις τους στίχους, να συνδέσεις τις κλωστές,
να κάνεις τα γυρίσματα και τις στροφές , να απλώσεις το χέρι στο κλαδί της όχθης , να γραπωθείς γερά και να βάλεις
όλη σου την δύναμη μέχρι ….μέχρι να κοιτάξεις πάλι το ποίημα , να σου φανεί
λειψό, να έρθει ο ταύρος και πάλι από την αρχή.
Σαν χέρια που παίζουν πιάνο φαντάζομαι τους ποιητές της Γης,συνθέτουν τη δική τους μελωδική συμφωνία σε ένα τρομαχτικό μέρος του χάους κι
αυτή είναι ίσως από τις πιο γενναίες απαντήσεις του ανθρώπου στην άβυσσο – η
αγάπη με όλες τις μορφές της – λυγίζουμε σαν κλαδιά πάνω από τα πλήκτρα μας ,
γράφουμε συνθέτουμε πεθαίνουμε. Kαι
ενδιάμεσα αγαπάμε, μάλλον πάντα αγαπάμε.
Στην λαϊκή μια φτωχή μάνα σέρνει τα δυο παιδιά της , το
κορίτσι ίσα που σηκώνει τις ντομάτες και το αγόρι ίσα που μπορεί και κουβαλάει
μια σακούλα με πατάτες. Η μάνα ψάχνει μες στους πάγκους για την πιο φτηνή τιμή
στα ψάρια , καθώς το βρώμικο φόρεμά της ανεμίζει στο αεράκι που προμηνύει βροχή
από τα βουνά του Παναχαϊκού.
Πως θα παλέψουμε όταν οι καλοί και οι γενναίοι φεύγουν
ταξίδι για τα άστρα και σουλατσάρουν περήφανα τα κοράκια στα σαλόνια μας πάνω,
στις τηλεοράσεις μας , βάφουν ουράνιο τόξο τα κάγκελα της φυλακής και τον ήλιο
τον ντύνουνε πένθιμη Μ.Παρασκευή
τρομοκρατούν , τρομοκρατούν και προχωρούν.
Ίσως ξέφυγα από τη
γωνιά μου και γονάτισα στην άκρη του γκρεμού στο σπίτι μου, εδώ παλιά είχα
φυτέψει μια φασολιά και σκαρφάλωνα στον ουρανό όταν είχε ξαστεριά, κυνηγούσα
μια κοπέλα που φόραγε την ζώνη του Ωρίωνα στεφάνι στα μαλλιά, την έχεις δει ?
Πάει καιρός που φάνηκε τελευταία φορά και τώρα γύρω μου όλοι φοράνε μαύρα και
πάνε σε μια κηδεία, σε μια πομπή παράλληλη στη θάλασσα που ξεκινάει από τον
γκρεμό δίπλα μου και τελειώνει άγνωστο που.
Μια κοπέλα ρωτάει ''ποιος είσαι ? σε ξέρουμε?'' , ένα αγόρι
από την παρέα γελάει και λέει πως όλο αυτό είναι κομμάτι βλακεία για μικρά
παιδιά και χαζεμένους , μακάρι να μπορούσα να της απαντήσω εγώ- το παιχνίδι
συνεχίζεται , τραβιέμαι στον καναπέ μου πάλι και σκεπάζομαι με ένα σεντόνι,
τυλίγομαι σφιχτά, κρυώνω , ανοίγω εκείνο το ναυτικό βιβλίο με ιστορίες
θαλασσινές , ε γέρο Ουλφ να κάτσω σιμά σου στην σόμπα, να πιώ το σκωτσέζικο
ουίσκι σου και έξω ο ωκεανός να χτυπά την Ρούστικα μα να μην μας νοιάζει εμάς.
Η φωτογράφος διαβάζει αυτά που γράφω, ακούει την απαλή
μουσική της , ζει την ίδια μέρα εδώ και 2 χρόνια σκέφτεται, καθώς η κηδεία
προχωρεί κάτω από το σπίτι της ,αυτή σέρνεται στον γκρεμό της και διστακτικά κοιτά
κάτω, ένα τριαντάφυλλο πέφτει στο κενό από τα μαλλιά της, απλώνει το χέρι
θλιμμένη να το πιάσει μα δεν προλαβαίνει.
Η κηδεία σαν καλοθρεμμένο σκουλίκι διασχίζει τα στενά, αφήνει σάλια ξοπίσω της, λένε είναι τα υστερινά τα δάκρυα, σκαρφαλώνει σε στέγες και αγάλματα, σηκώνεται και κοιτάει με λαιμαργία την πόλη.
Η κηδεία σαν καλοθρεμμένο σκουλίκι διασχίζει τα στενά, αφήνει σάλια ξοπίσω της, λένε είναι τα υστερινά τα δάκρυα, σκαρφαλώνει σε στέγες και αγάλματα, σηκώνεται και κοιτάει με λαιμαργία την πόλη.
Η Ρούστικα γέρνει δεξιά ,
θα πνιγούμε φωνάζω μέσα μου , τρέχω έξω να κουμαντάρω το τιμόνι, αλλάζω
τα σχοινιά , βρίζω τα νερά , δεν υπάρχει ελπίδα λέω στον Ουλφ που ξεπροβάλλει
το κεφάλι του από την καμπίνα - το τριαντάφυλλο σκάει από τον ουρανό γυμνό δίπλα
μου, μες στην θαλασσοταραχή ψιθυρίζω ''κάποτε πρέπει να ήταν κόκκινο'' και κάνω
να το πιάσω πριν όλο το πλοίο βυθιστεί για τα καλά κάπου έξω από τις ακτές της
Σκωτίας .
Θα βγω στην επιφάνεια
πάλι, θα βρω τον ταύρο σε μια όχθη ενός ορμητικού ποταμού να με περιμένει και
το ποίημα θα ξαναπεθάνει μες στη μήτρα από ασφυξία σαν να τυλίχτηκε γύρω του
ένας θανάσιμος λώρος από σκέψεις και φόβους.
''Πες μας ποιος είσαι
?'', ρωτάει πάλι το κορίτσι, καθώς σηκώνομαι από τον καναπέ και τραβώ προς το
κέντρο του σαλονιού, μια παρέα παιδιών, φοιτητές, είναι καθισμένοι γύρω από ένα
χαμηλό τραπεζάκι, παίζουν ένα ηλίθιο παιχνίδι που χαράζουν γράμματα με κιμωλία
στο τραπέζι, καλούν πνεύματα και έχουν ένα μικρό ποτήρι να το κουνούν που και
που, πλησιάζω κοντά της , μυρίζω τα μαλλιά της, αμύγδαλο και γάλα, πιάνω με το
χέρι μου το ποτήρι και το μετακινώ πάνω σχηματίζοντας λέξεις,2 3 φωνές έκπληξης και
τρόμου ακούγονται , ένας μάγκας τραβιέται πιο πέρα
''ζούσα εδώ, τώρα
έφυγα'', απαντάωΗ κοπέλα με σπασμένη φωνή ρωτάει ξανά ''και γιατί ήρθες πάλι?''
''Για την κηδεία'' , απαντάω.
Μίλια μακριά, η μητέρα σέρνει τα παιδιά της μέσα στην λαϊκή, ανακατεύονται με το πλήθος, κάτω στο λιμάνι η Ρούστικα ξεβράζεται σαν ξεκοιλιασμένο κήτος και ένας μικρός κλέφτης τραγουδάει στον δρόμο με ένα τριαντάφυλλο στα χέρια του...
οι διαδρομες στις ακρες του γκρεμου ειναι σαγηνευτικες...επιβαλλεται ομως να βγουμε στην επιφανεια,να μην ακολουθησουμε το δρομο της αειφυγειας,αλλα της επιθεσης..........
ΑπάντησηΔιαγραφήΟ διάολε!!
ΑπάντησηΔιαγραφήτο ο με ωμεγα παρακαλω....
ΔιαγραφήΜάλιστα δάσκαλε!
Διαγραφήμε συγκλονησες και με καθηλωσες με τη γραφη σου, ειλικρινα καποια πραγματα τοσο ανομοια μεταξυ τους, τα ταιριαξες! μπραβο, συνειρμηκος λογος με μια απολυτη συνδεση!
ΑπάντησηΔιαγραφήκαι η τελευταια προταση ευστοχη, ενωνει τα παραπανω, η τοπυλαχιστον ετσι το εξελαβα εγω!
Συνεχισε ετσι... :-)
Ευχαριστώ katerinanina και με την ευκαιρία σε καλωσορίζω στο ιστολόγιο αυτό!
ΑπάντησηΔιαγραφήΝαι στο τέλος τα ένωσα, έχοντας δώσει μια νότα ελπίδας(ελπίζω) με τον μικρό που τραγουδάει έχοντας το λουλούδι στα χέρια του..Καλό βράδυ να έχεις...
είναι αλήθεια ότι η πάντοτε αγαπημένη μου γραφή σου ανεβαίνει, εξελίσσεται, περνάει σε άλλες διαστάσεις...
ΑπάντησηΔιαγραφήήταν μια ολόκληρη εμπειρία η βουτιά σ'αυτό το κείμενο Ηλία μου... την... καλημέρα μου...
κάνε ανάρτηση και γράψε ΟΧΙ!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΌχι, Η παλιά διεπαφή του Blogger να ΜΗΝ καταργηθεί τους επόμενους μήνες.
Ευχαριστώ φίλε μου Αντώνη για το σχόλιό σου..Είναι πολύ σημαντικό ένας άνθρωπος σαν κι εσένα να μου λέει τέτοια λόγια..Καλημέρα!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΗλίας Δεσύλλας