Τα περιστέρια πέταξαν προς την παλιά καμάρα
Και το γέρικο σκυλί σαν να ξύπνησε λίγο
Από το ξαφνικό αυτό τίναγμα.
Ανάμεσα σε πόδια ανθρώπων βιαστικών
Σήκωσε το κεφάλι του βαριεστημένα για μια στιγμή
Πριν χαθεί πάλι στα σκυλίσια όνειρά του.
Είναι περίεργο πως τα περιστέρια αλλάζουν,
Πως παίρνουν το χρώμα της πόλης σταδιακά.
Αυτό μου είχες πει αιώνες πριν,
Καθώς η γη έφερνε στροφές γύρω από τον εαυτό της
Και οι μέρες αγκυλώνονταν κάπου εκεί ψηλά
Στον ουρανό.
Τώρα το μεσημέρι αυτό πήρε την γκρίζα απόχρωση
Που του αξίζει και οι στίχοι βγαίνουν αυθόρμητοι,
Ρέουν άνετοι στο χαρτί,γεμίζοντάς το με λέξεις.
Ανάμεσα στον ήχο από ένα βιολί και ένα πιάνο
Η ψυχή στάζει τις δικές της σταγόνες στη θάλασσα.
Δεν σε ξέχασα ποτέ,μοιάζει να λέει.
Δεν σε έχασα ποτέ,μοιάζει να κλαίει.
Τα περιστέρια... και μαζί τους οι ψυχές των ανθρώπων παίρνουν το γκρίζο χρώμα των πόλεων, αλλάζουν!
ΑπάντησηΔιαγραφήΚι εσύ με τα ποιήματα σου, ξυπνάς τους ανθρώπους από τα σκυλίσια ονειρά τους, για να δουν την αλήθεια.
Το θαυμασμό μου!
καλησπέρα Ηλία... οι λέξεις σου έχουν δεσμεύσει αθανασία και αλήθεια... ό,τι κι αν γράψεις, είναι 'καταδικασμένο' να είναι ποίηση! Καλά να είσαι φίλε μου...
ΑπάντησηΔιαγραφήΜε συγκινούν πάντα τα λόγια σου Αντώνη...αυτό το ιστολόγιο έχει και τη δική σου χροιά..ευχαριστώ φίλε μου!
ΑπάντησηΔιαγραφήΣοφία ευχαριστώ πολύ...