Η θάλασσα χτύπαγε με μανία τα βράχια αιώνες τώρα.
Η νύχτα κάλυπτε με μαύρο πέπλο το άγριο μουγκρητό της,
καθώς τα κύματα έσκαγαν πάνω στον βράχο της τρελής.
Οι σταγόνες της βροχής έδερναν το πρόσωπό μου
και ο άνεμος παράσερνε τα μαλλιά της σ’έναν ξέφρενο χορό.
Πιο μέσα τρεμόπαιζε το φως από ένα ψαροκάικο
και τα βουνά της Ζακύνθου πλησίαζαν απειλητικά πάνω μου.
Το νησάκι είχε βουλιάξει κάτω από τα νερά της θάλασσας,
ενώ οι γοργόνες σιγοπέθαιναν παρατημένες στην αμμουδιά.
Άπλωσα δειλά το χέρι μου να αγγίξω τα μαλλιά σου,
μα έγιναν στάχτη που αμέσως την σκόρπισε ο αέρας.
Έμεινα εκεί στην αμμουδιά ουρλιάζοντας το όνομά σου,
εκείνη την νύχτα που μου φανέρωσες την φυγή σου.
Τότε που έκλαιγα σιωπηλά στο σκοτάδι δίπλα σου.
Και τα βουνά της Ζακύνθου πλησίαζαν απειλητικά πάνω μου…
Η νύχτα κάλυπτε με μαύρο πέπλο το άγριο μουγκρητό της,
καθώς τα κύματα έσκαγαν πάνω στον βράχο της τρελής.
Οι σταγόνες της βροχής έδερναν το πρόσωπό μου
και ο άνεμος παράσερνε τα μαλλιά της σ’έναν ξέφρενο χορό.
Πιο μέσα τρεμόπαιζε το φως από ένα ψαροκάικο
και τα βουνά της Ζακύνθου πλησίαζαν απειλητικά πάνω μου.
Το νησάκι είχε βουλιάξει κάτω από τα νερά της θάλασσας,
ενώ οι γοργόνες σιγοπέθαιναν παρατημένες στην αμμουδιά.
Άπλωσα δειλά το χέρι μου να αγγίξω τα μαλλιά σου,
μα έγιναν στάχτη που αμέσως την σκόρπισε ο αέρας.
Έμεινα εκεί στην αμμουδιά ουρλιάζοντας το όνομά σου,
εκείνη την νύχτα που μου φανέρωσες την φυγή σου.
Τότε που έκλαιγα σιωπηλά στο σκοτάδι δίπλα σου.
Και τα βουνά της Ζακύνθου πλησίαζαν απειλητικά πάνω μου…
Τέλος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου