Ήταν όπως άγγιζες το δέρμα του
Ξεπετάγονταν από τους πόρους μαύρα περιστέρια.
Οι γυναίκες του συχνά αναρωτιόντουσαν γιατί θεέ μου
Αφού η επιδερμίδα είναι λευκή,
Κάτασπρη σαν χλωμό φεγγάρι πάνω από την Ανταρκτική.
Στο τέλος απογοητευμένες παίρνανε το δρόμο της
Επιστροφής.
Μπορούσες να δεις στις μεγάλες εποχές δόξας του,
Τις σχεδίες των γυναικών να πλέουν ήρεμες στον ωκεανό
Να γυρνάει πίσω το θηλυκό τσούρμο
Κι αυτός αγέρωχος να στέκεται στην παγωμένη στεριά
Να τις παρατηρεί καπνίζοντας μια πίπα
Σαν θαλασσόλυκος μιας αιώνιας ακτής που έχτισε μόνος
Και παγιδεύτηκε εκεί.
Γιατί έχει μαύρη ψυχή και δεν αγαπά
Κι οι σχεδίες φεύγανε όλες μαζί, στόλος αστείος και θλιβερός,
Με τα φαναράκια στα χέρια των γυναικών
Να φωτίζουν κίτρινα τα πρόσωπά τους
Και να κάνουν αντανακλάσεις στο σκοτάδι του ωκεανού
Και της νύχτας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου