Τις προάλλες ήμουν στο μαγαζί
Ενός παιδικού φίλου
Μπήκε ένας γέρος μέσα
Και μάς άρχισε την πάρλα
Κατά βάση αυτά που μας είπε
Ήταν ένα μάτσο μαλακίες
Αλκοολικές μαλακίες
Αλλά δύο ιστορίες
Τις κράτησα
Από τη μία
Άρχισα να καπνίζω καρέλια
Από την άλλη
Έγραψα αυτό το ποίημα
Η δεύτερη πήγαινε κάπως
έτσι:
Ήξερα μια γυναίκα
Που κάθε μήνα άλλαζε πρόσωπο
Την θυμάμαι από παιδί κοντά μου
Κολλημένη
Το κεφάλι της δίπλα στο δικό μου
Κοιμόμασταν μαζί
Μου έλεγε ιστορίες
Με φίλαγε όποτε δάκρυζα
Από παιδικές ανοησίες
Και εφιάλτες
Οι δικοί μου με πήγαν σε γιατρό
Μου λέγαν πως δεν υπάρχει καμία
Έκανα πως συμμορφώνομαι.
Όσο μεγάλωνα άλλαζε πρόσωπο
Και κάθε φορά της έλεγα
Ψέματα ότι την αγαπούσα
Δεν ασχήμαινε
Ίσως μάλιστα να γινόταν και πιο ωραία
Αλλά εγώ έμενα ερωτευμένος
Με την πρώτη της μορφή
Έκανε πως με πίστευε
Όταν της έλεγα πως την αγαπώ
Μέχρι που χάθηκε εκεί γύρω στα 20
Τυχαία ένα βράδυ, δεκαετία μετά,
Σε μια παρέα πίναμε κρασί
Ήρθε μια κοπέλα
Ήταν αληθινή
Γιατί την είδαν κι άλλοι
Μου είπε ξέρω σχεδόν τα πάντα για σένα
Και με κέρασε κρασί
Της είπα
Εγώ δεν ξέρω τίποτα για μένα
Μόνο κάπου θυμάμαι
Το πρόσωπό σου.
Την γύρισα σπίτι της με το αμάξι
Μου έλεγε πόσο νευρικά οδηγάω
Και πώς να προσέχω
Όταν έφυγε δεν γύρισε να με κοιτάξει
Τώρα πια καταλαβαίνω ποια ήταν
Ήταν αυτή που αγαπούσα
Κι όμως την άφησα να φύγει
Ίσως να ήθελα από όλες τις μεταμορφώσεις της
Να κρατήσω την τελευταία
Ίσως απλά φοβήθηκα τη δύναμή της.
Ο γέρος αυτά είπε και συνέχισε με άλλες ιστορίες
Άρχισα από τότε να καπνίζω καρέλια
Σαν μανιακός
Μετά από λίγο καιρό άρχισα και να την ψάχνω.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου