Η μέρα κύλαγε προς το βράδυ
Τελείωνε
Χωρίς καμία διαφορά
Τα λεφτά δεν υπήρχαν
Η γυναίκα δεν υπήρχε
Η διάθεση δεν υπήρχε
Το ποτό δεν υπήρχε
Η θέρμανση δεν υπήρχε
Η ποίηση δεν υπήρχε καιρό
Υπήρχαν μόνο
Εικόνες
Από τη δουλειά
Έκλεινες την πόρτα
Κι αυτή – μέρος της –
Εισχωρούσε μέσα στο 34αράκι
Υπήρχαν τα αίματα που ξέρναγε ο μικρός
Που πνιγόταν πάνω στο φορείο
Υπήρχαν οι κόρνες του ασθενοφόρου
Και η σειρήνα
Τα αμάξια που δεν άνοιγαν δρόμο
Υπήρχε η μάνα που έκλαιγε
Η ποδιά η κόκκινη
Η προσπάθεια μήνες τώρα σε αυτή την πόλη
Να γράψω κάτι
Και να μην βγαίνει
Υπήρχαν οι εφημερίες
Οι ιώσεις
Οι γαστρεντερίτιδες
Ο ψυχίατρος που γέρασε κι έπινε
και ξάπλωνε να πεθάνει στο πεζοδρόμιο
που έκλαιγε όλο το βράδυ για τη ζωή του
στο εφημερείο,
ο πόνος στο στήθος της γυναίκας
που ήταν καρκίνος
κι ό χ ι κ ά τ ι άλλο
η προσμονή να ξημερώσει
να γίνει η αλλαγή στο πόστο
υπήρχε η απορία σου κάθε βράδυ
γιατί είμαι έτσι θλιμμένος
τι έχω
δεν σε σκέφτομαι
δεν σε θέλω
δείχνω αλλού,
εκεί σε σένα
είχε συνέχεια χιόνι
οι μέρες είναι μικρές,
ακούς άσχημα πράγματα για δω,
γιατί δεν γράφω πια,
η ξενιτιά λες είναι ανυπόφορη
υπήρχαν λοιπόν όλα αυτά
καθώς η μέρα τελείωνε
συνηθισμένη μέρα
υπήρχαν αυτά
που με κράταγαν κάποιες ώρες άυπνο
κι ο ύπνος δεν ήταν ποτέ αρκετός
και σηκωνόμουν χωρίς όνειρα
κι ονειρική ζάλη
και
κατουρούσα
κι έπινα νερό
κι έριχνα νερό στο πρόσωπό μου
όχι, έλεγα,
δεν συμβαίνει αυτό.
οτι μας πνιγει το καταφερνουμε οτι αφησουμε να μας πνιξει δεν το παλεψαμε ποτε....
ΑπάντησηΔιαγραφή