Σάββατο 11 Ιουνίου 2011

Ο Ξένος



Τα τρία φεγγάρια είχαν μόλις αρχίσει να κάνουν την εμφάνισή τους στο ουράνιο στερέωμα κι αυτό τα υποδεχόταν με ένα ελαφρό μωβ χρωματισμό και μερικές πινελιές πορτοκαλί ενδιάμεσα.
Ο Ξένος σταμάτησε το άλογό του δίπλα στην γέρικη ιτιά της λίμνης Σάτιρα και σκέφτηκε πως ήταν καλό μέρος για να ξαποστάσει απόψε. Ξεπέζεψε και έδεσε την λευκή Απώλεια στο δέντρο χαϊδεύοντας παράλληλα τη χαίτη της.Εκείνη του αποκρίθηκε με ένα κούνημα του κεφαλιού της προς τα δεξιά .Χαμογέλασε ο γέρος πολεμιστής και τράβηξε κατά τη λίμνη.

Στην αρχή των πάντων υπήρχε ο ουρανός .Μετά ο χρόνος . Και αργότερα η σκέψη.
Η γη εμφανίστηκε σαν ανάμνηση του ουρανού και κείνος της χάρισε στολίδια – τις θάλασσες , τα ηφαίστειά της , τα λουλούδια της πάνω σε λόφους και πεδιάδες , τα άλογα που τρέχανε τους κάμπους και τα ταξιδιάρικα πουλιά - ΕΡΩΤΑΣ.
Όμως η σκέψη υπήρχε από πριν και υπήρχε παντού και ο χρόνος μπόλιαζε τη γη συνεχώς με σκέψη ώσπου ο ουρανός δεν γνώρισε κάποια στιγμή τη γη που αγαπούσε και παραξενεύτηκε. Αποτραβήχτηκε από κοντά της – θα θελα να πω ένα πρωινό μα τότε δεν υπήρχε ήλιος και μέρες ούτε φεγγάρια και νύχτες.
Αποτραβήχτηκε από κοντά της και κρύφτηκε πίσω από ένα πύρινο άρμα που όριζε την ημέρα . Όταν αυτό χανόταν στον ορίζοντα , έβγαιναν τα τρία φεγγάρια , τα τρία παιδιά της γης και του ουρανού , ενθύμηση τρομαχτική και προειδοποίηση : ο χρόνος σου τελειώνει γη μαζί με κάθε ένα φεγγάρι που θα σβήνει …
Οι άνθρωποι γεννήθηκαν από το χώμα – η εκδίκηση της Γης.
Και οι άνθρωποι πάνω της , τελευταία επιθανάτια κραυγή της γης , οι άνθρωποι πάνω της άναβαν φωτιές και ούρλιαζαν προς τον ουρανό χορεύοντας άγριους εκστατικούς χορούς , χτυπώντας τα γυμνά τους πόδια στο χώμα και βάφοντας τα πρόσωπά τους με χρώμα πορφυρό από τα όστρακα της θάλασσας Γιούσηφ.
Η βροχή είναι τα θλιμμένα δάκρυα του ουρανού τις στιγμές που θυμάται , και θυμάται αρκετά συχνά τώρα τελευταία – αυτό μου είχες πει κάποιο βράδυ στο πύργο της Κοιμώμενης Χαράς στο βασίλειο των Επτά Σοφών, στο βασίλειο της Γης.
Ήταν τότε που γύρναγε ο στρατός της Σωτηρίας πίσω και μαζί του έφερνε την ταπείνωση , την αρρώστια , το θάνατο . Οι πρώτες δάδες κατέβαιναν την πλαγία μπροστά από την τάφρο και και μεις είχαμε ολάνοιχτες τις πύλες να υποδεχτούμε τους ήρωές μας . Αλίμονο .



Ο Ξένος γέμισε το παγούρι του με κρύο νερό και ήπιε δυο γουλιές .Έπειτα σίμωσε προς την ιτιά και κάθισε με την πλάτη στο κορμό της . Έβγαλε το κράνος του , έλυσε την μαύρη πανοπλία του στο θώρακα και χαλάρωσε τις επικαλαμίδες του . Η Απώλεια τον κοιτούσε σιωπηλή , μελαγχολική .Της τραγούδησε ένα παλιό σκοπό από την μακρινή του πατρίδα και αυτή σαν να ηρέμησε λιγάκι .
Έγειρε το κεφάλι του πίσω στο ξύλινο σώμα και έκλεισε τα μάτια του .Ένιωσε το δέντρο να ανασαίνει και προσπάθησε να συντονίσει τις ανάσες του με αυτό . Μα ήταν τόσο βαθιές και σταθερές που κουράστηκε.Ένα φύλλο έπεσε αργά και απαλά στα γόνατά του σαν μια κίνηση παρηγοριάς προς αυτόν από το γέρικο δέντρο . Χαμογέλασε.

Είχαμε ενωθεί πίσω από κείνο το ναό του ουρανού , ένα δειλινό της πρώτης μέρας του Σκοτεινού Έτους Της Σιωπής καθώς γύρω μας θέριζε η αρρώστια και πέθαιναν στους δρόμους της πόλης οι άνθρωποι σαν μαραμένα φθινοπωρινά φύλλα , κίτρινα και απόσκελετωμενα ,αφού κάθε ίχνος ζωής είχε ξεζουμιστεί μέσα τους από καιρό πριν .
Κρατούσα το χέρι σου σφιχτά και ένιωσα το τρέμουλό σου , το τράνταγμά σου από τον βήχα καθώς το άσπρο φόρεμα γέμιζε με στικτές κόκκινες κηλίδες , ίδιες παπαρούνες σε χιονισμένο λόφο .
Ο ιερέας μπροστά φάνηκε να σταματά , να διστάζει, όμως οι ματιές μας τον έπεισαν να συνεχίσει το έργο του.
Και γω δέσποζα εκεί στην γωνιά της γης δίπλα στην αγάπη μου , με χρυσή πανοπλία και κεντημένα μαργαριτάρια πάνω της , σαν μικροί καθρέπτες , σαν μικρές ασημένιες θάλασσες .



Ο Ξένος κοίταξε την μαύρη πανοπλία του που συνήθιζε να καλύπτει το θώρακά του.
Απέστρεψε αλλού το βλέμμα του σαν να τον πονούσε η θέα του . Στράφηκε προς το φεγγάρι , το πιο μικρό από τα τρία .Πέθαινε . Όλοι το έλεγαν . Συρρικνωνόταν καθώς μια θαμπή κίτρινη αναλαμπή έβγαινε από μέσα του . Το κίτρινο , το χρώμα του θανάτου , του αργού θανάτου .
Ο ουρανός κρατούσε την υπόσχεσή του και οι άνθρωποι μετρούσαν ημέρες.
Όλοι τρέμανε τη νύχτα που στον ουρανό θα δεσπόζει ένα μόνο φεγγάρι .Το Μοναχικό Φεγγάρι . Το τελευταίο.


Ο πόλεμος ξέσπασε σαν ξαφνική μπόρα ανάμεσα στα δύο μεγάλα βασίλεια της γης . Ένας δικός τους σκότωσε έναν δικό μας ιερέα της γης και αμέσως άρχισαν οι σφαγές αντίποινα παντού . Και το κακό μας βρήκε πριν προλάβουμε να το σταματήσουμε .
Οι αποστάτες , οι άπιστοι , οι λάτρεις του ουρανού , θέλησαν να μας αφανίσουν . Με τα όπλα δεν μπορούσαν όμως , γι’αυτό έστειλαν την αρρώστια .
Μας προλαβαίνουν τα γεγονότα αγάπη μου και η απάντησή μας είναι ένα μουδιασμένο χάδι πάνω στις στιγμές και τη φρίκη τους .
Η αρρώστια μας λύγισε .
Και πριν περάσουν οι τελευταίες μέρες του Σκοτεινού Έτους της Σιωπής έφυγες κι εσύ για την Μητέρα Γη παίρνοντας το κίτρινο χρώμα των νεκρών λουλουδιών της και την ακινησία των βουνών της .
Έμεινε μονάχα η θύμησή σου και αυτός ο χρυσός θώρακας με τα διαμάντια σου πάνω , να μου μιλάνε για θάλασσες και μέρες ασημένιες μες στο φως , λουσμένες σε μια αγάπη .
Λουσμένες σε μια σκέψη .
ΕΚΔΙΚΗΣΗ.


Οι άνθρωποι μιλάνε την ίδια γλώσσα παντού μα κείνον τον αποκαλούν Ξένο .Και οι πιστοί της Γης αλλά και οι λάτρεις του Ουρανού .Ξένος αποκαλεί και αυτός τον εαυτό του πια.
Απόσυρε το βλέμμα του από το ετοιμοθάνατο φεγγάρι και σηκώθηκε .Πέρα από τη λίμνη , φαινόταν αμυδρά το περίγραμμα της Πόλης των Αγγέλων . Κτισμένη δίπλα στους Καταρράκτες της Βροχής και το Δάσος της Λήθης , η πόλη εμφανιζόταν μπροστά του σιωπηλή , υποταγμένη στο στρατό που ερχόταν να την κατακτήσει , να την αλώσει. Οι μέρες δόξας τους είχαν τελειώσει . Ο Πατέρας τους τούς είχε εγκαταλείψει . Κάποιοι είχαν προτείνει να χτίσουν έναν πύργο ως εκεί ψηλά προκειμένου να καταφέρουν να του μιλήσουν . Αλλά ο Ουρανός τους είχε ξεχάσει.
Πίσω του, στους πρόποδες του Βουνού της Λίμνης , ο στρατός του περίμενε τη διαταγή του να ξεκινήσει . Οι ανάσες όλων έσμιγαν από προσμονή κάπου λίγο πιο ψηλά από τα κεφάλια τους , λίγο πριν χαθούν στο μαύρο της νύχτας , πέρα προς τα τρία φεγγάρια .


<<Είμαι στο χώμα , είμαι στον αέρα που αναπνέεις , στην ακτίνα του ήλιου , στις σταγόνες της βροχής που στάζει πάνω στο πρόσωπό σου>> φαίνεται να του είχε πει πριν φύγει για τη Μητέρα της .
<<Ξέρεις ποτέ δεν ήταν πόλεμος αληθινός , ήταν μια ανοησία δικιά μας , μια αλαζονεία των ανθρώπων . Όλα είναι αλληλένδετα , στενά συνδεδεμένα μεταξύ τους , σε μια αρμονία , σε μια ειρήνη που αδυνατούμε να καταλάβουμε.>>
<<Όταν σιμώνεις στο Τέλος όλα δείχνουν ξεκάθαρα , τα μάτια βλέπουν τα πάντα με το αληθινό τους περίγραμμα.>>
Η φράση αυτή κόπηκε από μια βαθιά ανάσα και μια σταγόνα αίματος έτρεξε στα χείλη της .
Θυμάμαι δάκρυσα και κάπου εκεί το δάκρυ έπεσε και διάλυσε , αραίωσε το αιμάτινη σταγόνα , που έμοιαζε πια σαν θολή σταγόνα βροχής .
Χάιδεψα τα μαλλιά της και κείνη ανασηκώθηκε πιάνοντας με σφιχτά από το μπράτσο
<< Υποσχέσου ! Υποσχέσου ! Θα το σταματήσεις αυτό ! Θα γυρίσεις την πλάτη σου σε όλο αυτό ! Υποσχέσου!>>
Θυμάμαι ψέλλισα κάτι σαν υπόσχεση καθώς αυτή ανακουφισμένη έπεφτε στο άσπρο μαξιλάρι της και οι τελευταίες λέξεις της χυθούν σαν νότες από χορδή άρπας στο δωμάτιο
<<Θα επιστρέψω ως βροχή να στο θυμίσω …>>


Ο Ξένος έπιασε να λύνει το άλογό του και τότε έπιασε και κείνη η περίεργη βροχούλα .Στάθηκε ακίνητος κρατώντας στο ένα χέρι τη χαίτη της Απώλειας .Άνοιξε την παλάμη του να πιάσει τις σταγόνες και τότε εκεί μίλια μακριά από την αγαπημένη του πατρίδα , μέσα σε μια ξένη χώρα , δίπλα σε μια αφύσικα ατάραχη λίμνη , τότε Θυμήθηκε .
Και δεν ήταν μήτε οι σταγόνες της βροχής που για πρώτη φορά μετά από χρόνια ξέπλεναν την μαύρη πανοπλία του φανερώνοντας ένα χρυσό υπόστρωμα μετάλλου από κάτω , διανθισμένο με μαργαριτάρια ίδια θάλασσες ασημένιες .
Δεν ήταν μήτε η ανάσα της νύχτας που έγινε ξαφνικά ανυπόφορη σαν κρύο χέρι που σφίγγει με λύσσα την καρδιά.
Ήταν τα λόγια της που γύρισαν στο μυαλό του << Υποσχέσου!>>


Και καθώς λυγίζουν τα γόνατά μου εδώ δίπλα στην Απώλεια και την γέρικη ιτιά , καθώς ακουμπάω το κουρασμένο από το μίσος κορμί μου στον ξύλινο κορμό ,
Καθώς πεθαίνω
Και έρχομαι σε σένα Μητέρα Γη,
Μια χάρη σου ζητώ ,
Κάνε τα μαργαριτάρια της να θυμίζουν πάντα στον κόσμο την καλοσύνη της
Την αγάπη της ,
Μέχρι τις τελευταίες μέρες των ανθρώπων ,
Μέχρι το Τελευταίο Φεγγάρι εκεί ψηλά .



Ο Ξένος πέθανε εκείνο το βροχερό βράδυ και μαζί του πέθαινε και το πρώτο από τα Τρία Φεγγάρια . Οι άντρες του γύρισαν άπραγοι στην πατρίδα τους και οι αντίπαλοι για να το γιορτάσουν άρχισαν να χτίζουν τραγουδώντας τον ψηλό τους Πύργο που θα έφτανε τον ουρανό .
Και η Γη χάρισε στον εραστή της τα μαργαριτάρια της πανοπλίας του Ξένου και ο Ουρανός κόσμησε με αυτά τη νύχτα του .
Κι έτσι γεννήθηκαν τα πρώτα αστέρια που φωτίζουν ακόμα μέχρι σήμερα τις νύχτες μας. Τις νύχτες με το Τελευταίο Φεγγάρι.


3 σχόλια:

  1. Τι μπορεί να πει κάποιος για αυτή σου τη δημιουργία ; ;

    Ένα κείμενο γεμάτο συναισθήματα και πανέμορφες εικόνες, παραμυθένιες εικόνες που πλέκουν μια δυνατή πλοκή.

    Εύχομαι αυτό το κείμενο μελλοντικά να είναι η περίληψη ενός μυθιστορήματος, ενός παραμυθιού για μεγάλους , γεμάτο νοήματα , όμορφες εικόνες και δυνατή διήγηση.

    Μπράβο σου, Ηλία.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Ζούμε στην εποχή του τελευταίου φεγγαριού! Κάτι πρέπει να κάνουμε για να μη σβήσει...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Mια ελάχιστη προσπάθεια από τον καθένα αρκεί..Να στε καλά..

    ΑπάντησηΔιαγραφή