Παρασκευή 30 Απριλίου 2010

27η μέρα


Μέρα 7η

Το επόμενο κύμα ήταν αρκετά δυνατό και λίγο έλειψε να ρίξει τον δεύτερο στα ταραγμένα μαύρα νερά.Αυτός όμως κρατήθηκε γερά από τα σκοινιά του μεσαίου καταρτιού.Ο καπετάνιος μάς έριξε μια ματιά πριν κατεβάσει το χέρι του.Αμέσως το τυλιγμένο πτώμα έπεσε μέσα στην θάλασσα,ταλαντεύτηκε για λίγο πάνω στα νερά της και μετά βυθίστηκε στο μαύρο χάος του Ατλαντικού.
Όλοι κάναμε ασυνείδητα τον σταυρό μας την ώρα που ο ναύτης Τζιμ χανόταν στον ωκεανό.Και παρόλο που η μανιασμένη βροχή χτύπαγε με λύσσα τα πρόσωπά μας.εμείς μέναμε ασάλευτοι να συλλογιζόμαστε τι ήταν τελικά αυτό το κακό που εδώ και πέντε μέρες σκότωνε το πλήρωμά μας.
Σύρθηκα με δυσκολία στην καμπίνα μου.Έβγαλα όλα τα βρεγμένα ρούχα και φόρεσα κάτι ζεστό.Ξάπλωσα στο μικρό κρεβάτι μου αλλά δεν έσβησα την λάμπα.Άνοιξα το ημερολόγιό μου και λίγο πριν καταχωρήσω και αυτή την νέα απώλεια στις σελίδες του,άρχισα να ξαναδιαβάζω τα προηγούμενα γεγονότα μήπως και βγάλω κάποια λογική.
Το πρώτο πτώμα άνηκε στον μηχανικό Ντόνας,έναν μεσήλικα ουγγρικής καταγωγής.Βρέθηκε κι αυτός,όπως και τα επόμενα πτώματα,στην κουκέτα του με τα μάτια ορθάνοιχτα και μια έκφραση τρόμου στο κατάλευκο πρόσωπό του.Τα χέρια του είχαν κοκαλώσει σε μια κίνηση αποφυγής ενός μάλλον απαίσιου θεάματος.Το τι ακριβώς είδε ο Ντόνας και έπαθε αυτό που έπαθε,κανείς δεν ξέρει.
O ναύτης Τζέικομπ,ένα νέο παιδί από την Σκωτία,λέει ότι άκουσε το βράδυ που πέρναγε απέξω από την κουκέτα του Ντόνας,διαλόγους αλλά δεν καταλάβαινε τις λέξεις.Ο μικρός υπέθεσε ότι ο μηχανικός μίλαγε με τον καλό του φίλο Στινκ,τον μάγειρα.Συνήθιζαν αυτοί οι δύο να τα πίνουνε μέχρι αργά το βράδυ στου Ντόνας.
Την επόμενη μέρα όλοι κατηγορήσανε τον μάγειρα.Ο καπετάνιος τον είχε κλείσει στην καμπίνα του με τον δεύτερο και τον ανακρίνανε μέχρι το απόγευμα.Μάταια όμως.Αυτός αρνιόταν πεισματικά οποιαδήποτε ανάμιξη στο θάνατο του συντρόφου του.Τελικά ο Γερμανός Χανκ,αυτός ο ογκώδης τιμονιέρης,παρουσιάστηκε στο γραφείο του καπετάνιου και του είπε ότι ο μάγειρας ήταν μαζί του όλο το βράδυ και μιλάγανε στην κουζίνα.Έτσι μείναμε όλοι με την απορία και το μυστήριο του θανάτου.
Το δεύτερο πτώμα άνηκε στον ίδιο τον μάγειρα τον Στινκ.Βρέθηκε το πρωί της επόμενης ημέρας.Δεν είχαν περάσει καλά καλά λίγες ώρες από την ταφή του Ντόνας στον ωκεανό και ανακαλύφτηκε και το πτώμα του Στινκ.Στο κρεβάτι του κι αυτός με την ίδια έκφραση τρόμου και αγωνίας στο πρόσωπό του και με τα ίδια αγκυλωμένα χέρια σε στάση προφύλαξης από κάτι πολύ τρομαχτικό.
Μόλις το νέο μαθεύτηκε,το πλήρωμα έπεσε σε μια νεκρική σιγή.Παρακολούθησαν όλοι με σιωπηλά πρόσωπα το ρίξιμο του σάκου που είχε τον μάγειρα στην θάλασσα και μετά τράβηξαν προς τις δουλειές τους πάλι σιωπηλά.Διέκρινες καθαρά την ανησυχία και τον φόβο στα μάτια τους.Κάτι υπήρχε στο καράβι που σκότωνε τους ανθρώπους και δεν ξέραμε τι.Και το χειρότερο δεν ξέραμε ποιος θα ήταν ο επόμενος.
Αυτή η θανάσιμη αναμονή του κακού που νιώθεις να ξαναπλησιάζει,σε σκοτώνει ξανά και ξανά πολλές φορές μέσα στην ημέρα.
Ο καπετάνιος έβαλε ομάδες ναυτών να ψάξουν ολόκληρο το καράβι από πάνω μέχρι κάτω.Πίεζε επίσης συνέχεια τον γιατρό του καραβιού να βρει τίποτα αίτια ιατρικά που να εξηγούν αυτούς τους θανάτους.Μα αυτός ο κακομοίρης δεν είχε όλες τις κατάλληλες γνώσεις για να καταφέρει να βγάλει μια άκρη.Πάντως είπε ότι σημάδια επιδημίας δεν φαίνονταν πουθενά.Αυτό δεν ξέρω αν μας καθησύχασε καθόλου ή αύξησε τον φόβο μας.Υποθέτω μάλλον το δεύτερο…
Την τρίτη μέρα μετά το πρώτο θύμα,βρέθηκε νεκρός ο μικρός Τζέικομπ.Και δεν χρειάστηκε κανείς μας να ρωτήσει πως ποια ήταν η κατάστασή του όταν βρέθηκε.Όλοι ξέραμε.
Ο καπετάνιος διάταξε να βγάλουμε τα όπλα από την αποθήκη και να κοιμόμαστε με αυτά αγκαλιά.Έβαλε και περιπολίες οπλισμένων ναυτών να γυρνάνε σε όλο το καράβι τη νύχτα.’’Θα το νικήσουμε αυτό το χτικιό!’’,είχε πει εκείνο το απόγευμα στην γέφυρα πάνω.Αλλά το χτικιό ήταν τελικά αυτό που μας νικούσε..
Καθώς διαβάζω το ημερολόγιό μου νιώθω τα βλέφαρά μου να βαραίνουν…Σφίγγω το όπλο στην αγκαλιά μου και σβήνω το φως.Λίγο πριν κοιμηθώ σκέφτομαι ΄΄Θα είναι άραγε η νύχτα μου αυτή?’’…


Μέρα 15η

Πανικός και τρόμος παντού.Και θάνατος.Το χτικιό αυτό που στοιχειώνει το πλοίο μας,σκοτώνει ανελέητα κάθε βράδυ χωρίς λύπηση χωρίς οίκτο.Σκότωσε τον γιατρό μας,τον τιμονιέρη μας,τον δεύτερο.Το κεφάλι μου πονάει και μου έρχεται να ξεράσω από την φρίκη.Εδώ και λίγες μέρες σκοτώνει και δυο δυο και τρεις τρεις τους ναύτες.Το ότι πέθανε κάποιος το καταλαβαίνουμε και από τον πυροβολισμό που ακούμε μέσα στη νύχτα.Αλλά ξέρουμε ότι αυτή η σφαίρα είναι χαμένη και δεν θα βρει κανέναν.Ξέρουμε ότι θα την βρούμε καρφωμένη απέναντι στον τοίχο ή σε κανένα συρτάρι ντουλάπας.Αυτός ο πυροβολισμός έγινε ανεπίσημο σήμα ότι να έφυγε κι άλλος απόψε.
Ο καπετάνιος έχει γεράσει κατά πολλά χρόνια.Καπνίζει συνέχεια και είναι σκυφτός πάνω από τους χάρτες του.Προσπαθεί να τρέξει όσο μπορεί το καράβι προς την πλησιέστερη στεριά αλλά όσο και να υπολογίζει ξέρει ότι ο ρυθμός του θανάτου είναι πολύ πιο γρήγορος από την ταχύτητα του πλοίου.Έτσι παρατάει μετά από ώρα τους χάρτες και το ρίχνει στο ποτό μέχρι να σωριαστεί αναίσθητος στο πάτωμα.
Οι ναύτες μαζεύονται όλοι μαζί τα βράδια και πίνουν και καπνίζουν κι αυτοί σιωπηλοί.Μετά από λίγο,όταν τους πιάσει κάπως το ρούμι,αρχίζουν και λένε ιστορίες από τις πατρίδες τους,από τις γυναίκες τους,από τις ζωές τους.Κανένας δεν θέλει να κοιμηθεί.Αλλά ξέρουν ότι ο θάνατος θα τους βρει και ξύπνιους.Ότι θα τους βρει παντού μέσα σε αυτό το καταραμένο πλοίο.
Αυτές οι νυχτερινές αϋπνίες και η μέθη έχουν αποδιοργανώσει ολόκληρη την ζωή και την δουλειά στο πλοίο.Μάταια ο μονίμως μεθυσμένος καπετάνιος προσπαθεί να επιβάλλει την πειθαρχία.Δεν υπάρχει καμιά πειθαρχία.Όλοι έχουν αφεθεί στο έλεος του Θεού και της θάλασσας.
Κάθομαι και σκέφτομαι τα τελευταία βράδια,μόνος μου στην καμπίνα μου,κάθομαι και σκέφτομαι πως η τύχη μού έπαιξε άσχημο παιχνίδι.Πως η βιασύνη μου να δω την αγαπημένη μου Λίλιθ στην άλλη άκρη του Ατλαντικού,με είχε οδηγήσει να μπαρκάρω με το πλοίο αυτό.Με το καταραμένο πλοίο ΄΄Αναμονή’’…
Όλα είναι στο έλεος του Θεού και της θάλασσας…


Μέρα 25η

Είναι τραγικό.Το καράβι παρασέρνεται πια μόνο του από τα κύματα και τους ανέμους,χωρίς καπετάνιο και οδηγό πάνω του.Έχουμε μείνει 3 άνθρωποι όλοι κι όλοι.Ο ναύτης Σμιθ,ο δόκιμος Φλετς κι εγώ.Μάλλον οι σκιές αυτών που ήμασταν κάποτε.Κανείς μας δεν έχει όρεξη για κουβέντα.Κάνουμε βόλτες στο πλοίο και περιμένουμε.Έχουμε δεχτεί πια την μοίρα μας.Κι όταν ο άνθρωπος αποδέχεται το πεπρωμένο του,ηρεμεί.Και ταυτόχρονα αδειάζει από ζωή.


Μέρα 27η

Κοιτάω τον Φλετς.Στηρίζεται στα κάγκελα της πλώρης και κοιτάει τα θολά νερά της θάλασσας.Και κάτι σκαλίζει πάνω στο ξύλινο στήριγμα με το δεξί του χέρι.Ποιος θα είναι ο επόμενος?Ποιος θα είναι ο τελευταίος άνθρωπος που θα μείνει ζωντανός πάνω στο καράβι?Εκεί που κάνω αυτές τις σκέψεις βλέπω τον Φλετς να αρπάζει ένα σωσίβιο και να βουτάει στην θάλασσα.Τρέχω προς το μέρος που έπεσε και του φωνάζω.Μάταια.Τα κύματα τον παρασέρνουν μέτρα μακριά ώσπου γίνεται μια κουκίδα στον μπλε ορίζοντα.Έχει αρχίσει να νυχτώνει.
Είμαι ο τελευταίος άνθρωπος πάνω σε αυτό το πλοίο.Ο τελευταίος…

****

Αγαπητέ κ.Υπουργέ,
Όπως διατάξατε,έγινε εκτεταμένη έρευνα πάνω στο εμπορικό πλοίο ΄΄Αναμονή’’ που βρέθηκε να πλέει ακυβέρνητο από το πολεμικό μας πλοίο ΄΄Άγιος Λίνος’’ στα ανοιχτά της Κούβας 2 ημέρες πριν.
Το πλοίο είχε αποπλεύσει από το Λονδίνο πριν ένα μήνα με προορισμό το λιμάνι της Νέας Υόρκης.Είχε πλήρωμα 40 αντρών και μετέφερε καπνό.
Το πλοίο βρέθηκε σε άθλια κατάσταση καθώς φαίνεται ήταν ακυβέρνητο και στο έλεος της θάλασσας για αρκετές ημέρες.Η έρευνα πάνω στο καράβι δεν έδειξε ίχνος ανθρώπου ή πτώματος.Έμοιαζε λες και όλοι εξαφανίστηκαν έτσι ξαφνικά.
Το ημερολόγιο του καπετάνιου σταματούσε στην 20η μέρα από τον απόπλου του πλοίου.
Από αυτά που γράφει ο καπετάνιος στο ημερολόγιό του συμπεραίνουμε ή ότι ήταν ένας δύστυχος μέθυσος που δεν ήξερε τι του γινόταν ή ότι όντως ένα πολύ περίεργο γεγονός συνέβαινε πάνω στο πλοίο.Οι συνάδελφοί του που τον ήξεραν τον καπετάνιο λένε ότι ήταν σωστός στην δουλειά του και ότι έπινε μόνο όταν κάτι πολύ άσχημο είχε στο μυαλό του.Περαιτέρω αναλύσεις γίνονται ακόμα στο ημερολόγιο του καπετάνιου,αποτελέσματα των οποίων θα λάβετε σύντομα.
Παρόλη την εκτεταμένη έρευνά μας δεν φάνηκε κάτι άλλο που να μας ρίχνει φως τι πραγματικά έγινε στην ΄΄Αναμονή’’ και τι απέγινε το 40μελες πλήρωμά της.Θεωρώ όμως ότι αξίζει να σας αναφέρω εδώ ότι βρέθηκαν στην πλώρη σκαλισμένες οι λέξεις ΄΄27η μέρα’’ και εικάζουμε μάλλον ότι έγιναν από κάποιον από τους ναύτες,ίσως και τον τελευταίο επιζών.
Για ό,τι νεώτερο προκύψει θα σας ενημερώσουμε αμέσως.
Με εκτίμηση,
Ο διοικητής της Μητροπολιτικής Αστυνομίας της Νέας Υόρκης,
Στιβ Νίσον

Πέμπτη 27 Μαΐου 1857

****

Αγαπητέ κ.Υπουργέ,
Όπως διαβάσατε και από τις εφημερίδες,βρέθηκε από το εμπορικό πλοίο ΄΄Ελπίδα’’ και περισυλλέγη ο ναυαγός Φλετς Τσαρλς ο οποίος ισχυρίζεται ότι ήταν δόκιμος στο πλοίο ΄΄Αναμονή’’.Το σωσίβιό του όντως φέρει τα διακριτικά του πλοίου.Μετά από επαλήθευση των αντίστοιχων εγγράφων στο Λονδίνο,όπου είναι η έδρα της ναυτιλιακής εταιρείας που είχε την ΄΄Αναμονή’’,βρίκαμε ότι όντως ο νεαρός αυτός ήταν πάνω στο πλοίο που ερευνάμε.
Ο Φλετς περιγράφει διάφορα περίεργα συμβάντα πάνω στο καράβι που είχαν σαν αποτέλεσμα τον σταδιακό θάνατο όλου του πληρώματος.Αυτός ήταν ο τελευταίος επιζών και βούτηξε στην θάλασσα για να σωθεί από το ΄΄χτικιό’’,όπως ανέφερε ο ίδος.Δεν ξέρω κατά πόσο θα πρέπει να βασιστούμε στις περιγραφές του γιατί τα γεγονότα που περιγράφει είναι πολύ περίεργα και φρικιαστικά.Προσωπική μου άποψη είναι ότι το πλοίο το χτύπησε κάποιο είδος ομαδικής παράνοιας ή τρέλας με αποτέλεσμα να αλληλοσκοτωθούν οι ναύτες και η διοίκηση.
Πριν κλείσω την επιστολή και σας την στείλω,θα πρέπει να σημειώσω ότι η κακή τύχη του πλοίου άρχισε πριν ακόμη φύγει από το Λονδίνο.Ένας νεαρός δικηγόρος,ο Ντέιβιντ Συλας από την πόλη μας,έλειπε στο Λονδίνο για δουλειές όταν πληροφορήθηκε ότι η μνηστή του,Λίλιθ Παλ,πέθανε από την ισπανική γρίπη.Αμέσως έψαξε να βρει διαθέσιμο καράβι για εδώ για να μην χάσει ούτε λεπτό να την αποχαιρετήσει.Έτσι βρήκε την ΄΄Αναμονή’’ που μπάρκαρε τα ξημερώματα.
Περιμένοντας να φύγει,έμεινε σε ένα πανδοχείο κοντά εκεί που ήταν αραγμένο το πλοίο.Δυστυχώς φαίνεται ο κακομοίρης νεαρός δεν άντεξε την απώλεια της αγαπημένης του γιατί τα χαράματα βρέθηκε κρεμασμένος στο δωμάτιό του από την σπιτονοικοκυρά.
Αυτά είχα να σας αναφέρω και για ό,τι νεώτερο θα σας ενημερώσω πάλι.
Με εκτίμηση,
Ο διοικητής της Μητροπολιτικής Αστυνομίας της Νέας Υόρκης,
Στιβ Νίσον

Σάββατο 29 Μαΐου 1857


Τρίτη 27 Απριλίου 2010

Η.Δ


Είναι Κυριακή βράδυ.Στον λόχο επικρατεί εδώ και ώρα ησυχία.Όλοι ετοιμάζονται για την αναφορά.Κοιτάω την Εγνατία απ’έξω και καπνίζω.Είναι θλιβερό πως πέρασαν τόσα χρόνια.Όλα δείχνουν ότι έμειναν ίδια στο πέρασμα του χρόνου.Μα τέτοιες νύχτες καταλαβαίνεις ότι τελικά όλα άλλαξαν.
Κάποτε σε αυτό το τσιμεντένιο προαύλιο είχα κλείσει τα όνειρά μου σε μια παραλλαγή και ένα στραπατσαρισμένο κράνος.Έτρεχα σε ασκήσεις όλη μέρα,ίδρωνα,κουραζόμουν.Μα είχα τους φίλους μου εκεί δίπλα μαζί μου,να μου δίνουν δύναμη οι ματιές τους,να εμψυχώνει ο ένας τον άλλον με έναν αόρατο μυστικό τρόπο.Μάς φτάνανε στα άκρα,προσπαθούσαν να μας λυγίσουν,να μας σπάσουν το ηθικό.Ήταν ο τρόπος τους,ο λογικός τους τρόπος να κρατήσουν τους πιο ΄΄δυνατούς’’.
Μα εκείνη την στιγμή που φαινόταν ότι το βάρος των όπλων και των εξαρτήσεων σε σπρώχνανε για τα καλά κάτω,εκείνη την στιγμή μια φωνή μέσα σου σού έλεγε όχι δεν θα πέσω…Και μεμιάς ερχόταν αυτή η δύναμη και σε σήκωνε από το έδαφος και κοίταγες στα μάτια περήφανος τον δήμιο σου.
Εκείνες τις μέρες είχα μια αισιοδοξία μέσα μου,παρά την άθλια ζωή που κάναμε.Παρά το γεγονός ότι είχα κόψει τα μακριά μου μαλλιά και είχα σκοτώσει τα ανέμελα καλοκαίρια μου δίπλα στην θάλασσα.Είχα μια αισιοδοξία και μια ελπίδα.Πάλευα για αυτές τις εξόδους στην πόλη,στην πόλη που φαινόταν να ζει έναν τελείως διαφορετικό ρυθμό από τον δικό μας.Κοίταζες έξω από τον ψηλό τοίχο και έβλεπες μια ζωή,μια κίνηση,μια ανεμελιά που σε γέμιζε λαχτάρα να βγεις και συ και να την δοκιμάσεις όσο μπορείς.
Η ζωή αυτή ΄΄έξω’’ και οι γυναίκες απασχολούσαν τα βράδια μας στον θάλαμο.Με τσιγάρο και κανένα απαγορευμένο μπουκάλι,μιλάγαμε γ’αυτά,μαλώναμε γι’αυτά,ζούσαμε γι’αυτά.Κι όλα εκεί έξω ήταν ένας μαγικός απαγορευμένος κόσμος.
Μέχρι που ένα βράδυ σαν και αυτό,ο φρράχτης έπαψε να είναι εμπόδιο για μας.Αδιαφορώντας για τις τιμωρίες σε περίπτωση που μας έπιαναν,αδιαφορώντας μην σκίσουμε τα παντελόνια μας ή μην τσακιστούμε στα 2 μέτρα ύψος,αδιαφορώντας για όλα αυτά τα ΄΄ασήμαντα’’,εμείς σκαρφαλώναμε τον τοίχο και βγαίναμε έξω.Και λίγο πριν σημάνει το εγερτήριο ξαναγυρνάγαμε σιγά σιγά και αθόρυβα μέσα.
Θυμάμαι πόσο ενθουσιασμένοι ήμασταν τότε,που είχαμε βρει τρόπο να ζούμε την νύχτα.Θυμάμαι μετά όμως,καθώς πέρναγαν οι μέρες,θυμάμαι αυτή την απογοήτευση να μπαίνει ύπουλα στην ψυχή μας.Είχαμε αρχίσει να καταλαβαίνουμε ότι αυτός ο αγγελικά πλασμένος για μας κόσμος έξω,δεν ήταν και τόσο μαγικός όσο είχαμε φανταστεί.Τα τσιγάρα στον θάλαμο έδωσαν την θέση τους στα μελαγχολικά τσιγάρα σε μπαράκια και στα ατέλειωτα μεθύσια.Μεθύσια που το επόμενο πρωί σού ψιθύριζαν στο αυτί ΄΄Πάλι πούλησες τη νύχτα σου’’…
Κάποτε βαρεθήκαμε και αυτά.Είχαμε μεγαλώσει άλλωστε και βγαίναμε όποτε θέλαμε σχεδόν.Και τότε αρχίσαμε να κλεινόμαστε στα σπίτια μας.Να χανόμαστε ο ένας από τον άλλον.Ανταμώναμε σπάνια.Ήταν και τα νοσοκομεία όλη μέρα,το διάβασμα,η κούραση.Ποτέ μου όμως δεν κατάλαβα πως αφήσαμε τους εαυτούς μας σε αυτή την μοναξιά.Πως πουλήσαμε έτσι άσχημα τα παλιά μας όνειρα.Μάλλον ο άνθρωπος συμβιβάζεται με την πραγματικότητα.Και όπως είχε πει ένας μεγάλος,η πραγματικότητα μάς προδίδει όλους.
Κοιτάω τον φράχτη στο βάθος.Ίδιος τόσα χρόνια.Αλλά,σκέφτομαι,τώρα η δικιά μου φυλακή δεν είναι τούτη εδώ.Αυτή μοιάζει πια με ένα γέρικο αστείο στοιχειωμένο πλοίο ξεβρασμένο σε μια απόμερη ακτή.Η δικιά μου φυλακή είναι έξω.Η δικιά μου φυλακή είναι οι ίδιες και απαράλλαχτες μέρες μου.Η δικιά μου φυλακή είμαι εγώ.
Βγαίνω από το γραφείο μου και πάω προς τα σκαλιά.Το βλέμμα μου σταματάει στην πόρτα του διοικητή του λόχου.Χαμογελάω θλιμμένα.Εκεί πάνω της ακόμα διακρίνονται 2 γράμματα που καμιά μπογιά δεν μπόρεσε να εξαλείψει τόσα χρόνια.Ακόμα διακρίνονται τα αρχικά ΄΄Η.Δ’’.
Έλα σιγά μην το κάνεις Ηλία…Δεν έχεις το θάρρος..
Χαχα!Νομίζεις..
Τι κάνεις εκεί?Μην κάνεις καμιά βλακεία!Αν το μάθουν ότι το κάναμε εμείς,θα μας τιμωρήσουν άσχημα!
Σου είπα θα γράψω μόνο τα αρχικά σου,δεν θα καταλάβει κανείς τίποτα κούκλα μου..
Όχι!όχι!Γράψε τα δικά σου τουλάχιστον.Μην την πληρώσω εγώ…

Αυτό το κορίτσι μετά από μήνες,με είχε αφήσει άδειο και μόνο μου να κοιτάω σαν νεκρός το ταβάνι και να καπνίζω πακέτα τσιγάρα στον θάλαμο.Οι φίλοι μου είχαν παρατήσει τις προσπάθειές τους να με κάνουν να γελάσω έστω και απλά με κοιτούσαν λυπημένα και με προσπερνούσαν.Αυτό το κορίτσι με έκανε ένα τέτοιο βράδυ να πιάσω το στυλό και να αρχίσω να γράφω στίχους.Ώσπου κάποια μέρα οι φίλοι μου μπήκαν στον θάλαμο και ξαφνιάστηκαν που με είδαν να τους χαμογελάω.Είχα βρει την ποίηση.
Από το προαύλιο ακούγονται φωνές.Άρχισαν να μαζεύονται οι μικροί κάτω.Ένας δευτεροετής με πλησιάζει,ανεβαίνοντας γρήγορα τα σκαλιά.
΄΄Κύριε Λοχία,ο λόχος είναι έτοιμος για αναφορά’’,μου λέει ξέπνοα.
΄΄Έρχομαι…’’,του απαντάω και τον βλέπω να εξαφανίζεται το ίδιο γρήγορα όπως ήρθε.
Τι τραγική ειρωνεία…Ο μπαμπούλας που άλλοτε φοβόμουν σαν μικρός εδώ,τώρα είμαι εγώ.Κοιτάω πάλι τα χαραγμένα αρχικά στην πόρτα.Ο διοικητής την επόμενη μέρα είχε χαλάσει τον κόσμο.Έψαχνε μανιωδώς να βρει ποιος ΄΄αλήτης’’ και αναρχικός χάραξε αυτά τα γράμματα που τον έβριζαν…Ο κακομοίρης πίστευε ότι σήμαιναν ΄΄Ηλίθιος Διοικητής’’…
Το κορίτσι εκείνο είχε φύγει,όμως τα αρχικά είχαν μείνει,το ίδιο και η ανάμνηση.Με τον καιρό έπιασα και γω τον εαυτό μου να αναρωτιέμαι αν όντως σήμαιναν κάτι άλλο.Χα!..Την απάντηση μου την έδωσε πάλι ένα κορίτσι.Ένα χλωμό κορίτσι πριν λίγο καιρό…
Ηττημένος Δούλος σημαίνουν τα αρχικά Ηλία!Γιατί αυτό είσαι!Και δεν πρόκειται να αλλάξεις ποτέ…
Η κοπέλα αυτή έφυγε,όπως και η πρώτη,και με άφησε με έναν γνώριμο παλιό πόνο.Δεν υπήρχαν πια τσιγάρα στον θάλαμο και οι φίλοι να σε παρακολουθούν.Ζούσα τον πόνο στωικά,βαθιά μέσα μου…
Ο μικρός ξαναήρθε ανεβαίνοντας γρήγορα τα σκαλιά.Του έκανα νόημα με το χέρι ότι κατέβαινω…

****

Την άλλη μέρα το πρωί,με φώναξε ο διοικητής στο γραφείο του.Ένας νέος άντρας που όμως το βλεπες στα μάτια του,πίσω από τα διακριτικά γυαλιά μυωπίας του,το βλεπες ότι πνιγόταν μέσα σ’αυτή την στολή.
΄΄Όλα καλά χτες,ε?’’,με ρώτησε σχεδόν αδιάφορα.
΄΄Μάλιστα…’’,του απάντησα το ίδιο αδιάφορα κι εγώ.
΄΄Ευχαριστώ Δεσύλλα…’’,μου είπε και γω έκανα να φύγω.Αλλά πριν βγω έξω από το γραφείο του,η φωνή του με σταμάτησε.
΄΄Α!Κάτι γράμματα είναι χαραγμένα πάνω στην πόρτα μου.Μου φαίνεται ήταν από παλιά αλλά φαίνεται κάποιος τα ξαναέξυσε πάλι.Έπεσε τίποτα στην αντίληψή σου χτες?’’,με ρώτησε.
Κοίταξα τα γράμματα έξω στην πόρτα και μετά στράφηκα στον διοικητή.
΄΄Όχι κύριε λοχαγέ…’’
΄΄Καλά..θα βάλω να τα καλύψουν με λίγη μπογιά..’’,μου είπε ανοίγοντας έναν φάκελο μπροστά στο γραφείο του.
΄΄Καλά θα κάνετε νομίζω.’’,του αποκρίθηκα παρατηρώντας τον στυλό του να βάζει κάτι υπογραφές στα έγγραφα.
΄΄Ναι..μμμ..ξέρεις αναρωτιέμαι τι τελικά να σημαίνουν αυτά τα αρχικά?Τόσο καιρό είναι εδώ..Κάποιοι μου λέγανε ότι κράζανε τον παλιό σας διοικητή.Τι λες εσύ?’’,με ρώτησε λίγο σκεφτικός.
Κοίταξα τον στυλό του που είχε σταματήσει τις παρδαλές χορευτικές πορείες του πάνω στα χαρτιά.Μετά κοίταξα αυτά τα αδιάφορα μάτια πίσω από τα μικρά γυαλάκια.
΄΄Ηλίας Δεσύλλας’’,του απάντησα.

Παρασκευή 23 Απριλίου 2010

Ίχνος

Το ίχνος σου
σαν μικρό παιδί
πήρα απ’το χέρι

και περπατούσαμε μαζί
στο σούρουπο
δίπλα στη θάλασσα
που τόσο αγαπάς

χαμογελούσαμε
κόντρα στη νύχτα που ερχόταν
θα’ναι μεγάλη;
με ρώτησες

δάκρυσα
νομίζω

όχι
όχι μεγαλύτερη
απ’τον ήλιο της αυγής
που μας περιμένει…


[στην Ε]

απρ2010


Αντώνης Μυκονιάτης

Πέμπτη 22 Απριλίου 2010

Σκοτεινή ιστορία



Κάποια πράγματα είναι πέρα από τις δυνάμεις σου.Και ενώ νομίζεις ότι ελέγχεις την ζωή σου,αυτά έρχονται και σε βρίσκουν σαν ξαφνική βροχή στην μέση του δρόμου.Και τότε τρέχεις να βρεις κατάλυμα,ένα υπόστεγο να καλυφθείς από το νερό που νιώθεις να σε καίει ολόκληρο.Μα όπου κι αν πας,έντρομος ανακαλύπτεις ότι οι θέσεις έχουν καταληφθεί από άλλους πριν από σένα.Και μένεις εκεί στην μέση του δρόμου,να βρέχεσαι και να σε καταπίνει η γη.Μένεις εκεί,ενώ οι άλλοι σε κοιτάνε με άδεια μάτια.Μένεις εκεί να πληρώσεις επιτέλους τις αμαρτίες σου.

****

Η πόλη ήταν κτισμένη δίπλα στην θάλασσα.Αγκάλιαζε τον κόλπο σαν τρυφερό γυναικείο χέρι και μετά εκτεινόταν και λίγο πάνω στους γειτονικούς λόφους.Κάποτε είχε τείχη που την προστάτευαν από τους εχθρούς της.Είχε και έναν άγγελο με ένα άλογο και ένα σπαθί που μονίμως ήταν λουσμένα στο αίμα και την στάχτη.
Τώρα τα τείχη εξαφανίστηκαν και αυτός ο άγγελος εδώ και χρόνια είναι θαμμένος κάτω από τα τείχη μιας εκκλησιάς.Τώρα υπάρχει μονίμως αυτό το μαύρο σύννεφο πάνω στον ουρανό που σκιάζει τα πρόσωπα των ανθρώπων και τα παράθυρα των μεγάλων σπιτιών.
Την ημέρα η πόλη είχε μια απίστευτη ζωντάνια και κίνηση.Άνθρωποι παντού να τρέχουν,να μιλάνε να ζουν.Μα τα βράδια,τα βράδια όλα άλλαζαν.Μια νέκρα και μια τρομαχτική ηρεμία επιβάλλονταν σιγά σιγά παντού.Κανείς δεν θυμάται από πότε έγιναν έτσι τα βράδια μας.Ο παππούς μου το έλεγε αυτό στον πατέρα μου και ο πατέρας μου σε μένα.Πάντα ψιθυριστά μέσα στο σπίτι ,δίπλα από ένα μικρό κεράκι αναμμένο.
Όταν έπεφτε και η τελευταία ηλιαχτίδα και χανόταν πίσω από τα μακρινά νερά της θάλασσας,τότε εκείνη την στιγμή οι δρόμοι άδειαζαν και οι πόρτες ασφαλίζονταν γερά.Μπαίναμε όλοι στα σπίτια μας,ανάβαμε εκείνο το κεράκι δίπλα στο παράθυρο και περιμέναμε.Περιμέναμε να μας πάρει ο ύπνος.Αν ήσουν τυχερός ο ύπνος ερχόταν αρκετά γρήγορα.Ερχόταν πριν τα στοιχειά…
Κάποια κατάρα είχε πέσει στην πόλη μας δεκάδες χρόνια πριν.Αίμα αθώο είχε χυθεί στα σοκάκια της.Και αυτό το αίμα έφερε την κατάρα και τα στοιχειά.Αργότερα όταν συνηθίσαμε στην απώλεια,όταν διαπιστώσαμε ότι δεν μπορούσαμε να κάνουμε τίποτα,ξεγράψαμε τα βράδια από την ζωή μας και δεχτήκαμε την μοίρα μας.
Τα στοιχειά βγαίνουν από την θάλασσα σιγά σιγά,ταρακονούν τα καράβια που πλέουν ήρεμα πάνω στα νερά της και μαζεύονται στο λιμάνι.Από κει διασκορπίζονται σε όλη την πόλη χωρίς να αφήσουν ούτε ένα στενό της απάτητο.Μοιάζουν με μαύρες μεγάλες σκιές μέσα στο σκοτάδι και μόλις ξεκινούν την γύρα τους αφήνουν μια απαίσια κραυγή να ακουστεί που σου παγώνει το αίμα.
Αν είσαι τυχερός κοιμάσαι πριν βγουν τα στοιχειά.Αν όχι τότε σίγουρα κάποια στιγμή το κεφάλι σου θα στραφεί προς τον δρόμο έξω και θα παγώσεις όταν διαπιστώσεις την σκιά να σε κοιτάζει από το παράθυρο.Αυτός ο τρόμος θα κρατήσει κάποια δευτερόλεπτα μέχρι να γυρίσεις το κεφάλι σου αλλού.Μα θα το ξέρεις ότι κι άλλα δαιμόνια θα περνάνε έξω από το παράθυρό σου και θα σε κοιτάζουν.Το λάθος θα είναι να συνεχίσεις να τα κοιτάς.Γιατί το κόκκινο βλέμμα τους σιγά σιγά σε πείθει να ανοίξεις την πόρτα σου και να βγεις έξω στον δρόμο.Και τότε είναι που χάθηκες
Θυμάμαι τον μεγάλο αδερφό μου που εκείνη τη νύχτα είχε κάνει το λάθος να κοιτάζει επίμονα ένα από αυτά.Μετά από λίγα λεπτά στράφηκε προς την πόρτα κι άρχισε να περπατάει προς τα κει.Αμέσως έτρεξαν πάνω του ο πατέρας και η μάνα μου να τον κρατήσουν.Μα αυτός είχε μια περίεργη δύναμη και ορμή που τους παράσερνε προς την πόρτα.Μάταια ούρλιαζε η μάνα μου και του φώναζε ο πατέρας μου.Ο αδερφός μου έφτασε στην πόρτα και πήγε να την ξεκλειδώσει.Αλλά τελευταία στιγμή σαν να συνήλθε και εξαντλημένος σωριάστηκε στο πάτωμα.
Αυτό που ήθελαν τα στοιχειά,το πέτυχαν.Μας κράτησαν κλειδωμένους μέσα στα σπίτια μας.Κλείδωσαν τις πόρτες μας και τις ψυχές μας με τρόμο και μοναξιά.Γελάω με την μοναξιά μου μέσα στο σκοτάδι του δωματίου.Λέγαν οι παλιοί για φωτιές σε παραλίες,δίπλα από κει που σκάνε τα κύματα.Λέγαν για χορούς και τραγούδια δίπλα από αυτές τις φωτιές.Λέγαν για έρωτες κάτω από φεγγάρια.Γελάω και πίνω από το ποτήρι μου που βρωμάει τεκίλα.Η αντανάκλασή του βλέπει προς το παράθυρο.έχουν αρχίσει να μαζεύονται τα καθίκια απ’έξω.Γελάω.Γελάω και σκέφτομαι.
Σκέφτομαι εκείνο το κορίτσι που η παρουσία του στο σκοτεινό μου δωμάτιο,φώτιζε τον χώρο με ένα ανεξήγητο φως.Και τράβαγε την κουρτίνα αδιαφορώντας για την πόλη που καιγόταν απ’έξω από τους δαίμονες.Και με έπαιρνε αγκαλιά και κει μες στο σκοτάδι έφευγε ο τρόμος και η μοναξιά και ερχόταν ο έρωτας και έστηνε χωρό με την αγάπη.Σκέφτομαι εκείνο το κορίτσι,εκείνο το χαμόγελό του και γεάω.Και δάκρυα έρχονται δειλά δειλά στα μάγουλά μου.
Ήταν,ναι,ένα σαν κι αυτό το βράδυ που έμοιαζαν λες και τα δαιμόνια είχαν κουρνιάσει από νωρίς μέσα στην ψυχή μου.Κι αυτή έκλαιγε δίπλα στο παράθυρο κοιτάζοντας προς τα έξω.Και γω ήθελα να σηκωθώ και να την πάρω αγκαλιά μα κάτι με εμπόδιζε.Ίσως ήταν το ποτό στο χέρι μου ίσως πάλι το αναμμένο τσιγάρο στο τασάκι.Κι όταν αυτή άρχισε σαν υπνωτισμένη να βαδίζει προς την πόρτα και να την ξεκλειδώνει,εγώ συνέχιζα να πίνω το ποτό μου.Μόνο όταν άκουσα την πόρτα να κλείνει πίσω της τότε μόνο πετάχτηκα όρθιος συνειδητοποιώντας αυτό που είχα κάνει,αυτό που είχα αφήσει να συμβεί.Και τότε το ποτήρι μου έπεσε κάτω σπάζοντας και κάνοντας έναν άθλιο ήχο που τον ακολούθησε μια οργισμένη κραυγή.Κι είχαν μαζευτεί έξω από το παράθυρό μου όλα τα στοιχειά,χαμογελώντας απαίσια στην πτώση μου.Γελάω πάλι.
Το ποτήρι μου αδειάζει γρήγορα και μαζί με αυτό και ο πόνος μου.Σε λίγο θα πέσω αναίσθητος πίσω στην πολυθρόνα μου και θα κοιμηθώ μέχρι το πρωί.Χωρίς όνειρα.
Λίγο πριν τελειώσω και το τρίτο ποτήρι,είδα πάνω στο γυαλί του να μου χαμογελάει μια από αυτές τις απαίσιες σκιές.Της χαμογελάω κι εγώ.Και τότε μέσα μου μια φωτιά ανάβει και φτάνει ως τα στήθη μου.Και είναι έτοιμη να εκραγεί και να διαλύσει τα πάντα στο πέρασμα της.Αφήνω ήσυχα το ποτήρι πάνω στο τραπεζάκι και σηκώνομαι.Βαδίζω προς την πόρτα μα πριν την ακουμπήσω στρέφω το πρόσωπό μου στο μικρό καθρέπτη που έχω στον τοίχο.Φωτιές μικρές καίνε μες στα μάτια μου.Ανοίγω την πόρτα και βγαίνω έξω…

****

…και τότε τρέχεις να βρεις κατάλυμα,ένα υπόστεγο να καλυφθείς από το νερό που νιώθεις να σε καίει ολόκληρο.Μα όπου κι αν πας,έντρομος ανακαλύπτεις ότι οι θέσεις έχουν καταληφθεί από άλλους πριν από σένα.Και μένεις εκεί στην μέση του δρόμου,να βρέχεσαι και να σε καταπίνει η γη.Μένεις εκεί,ενώ οι άλλοι σε κοιτάνε με άδεια μάτια.Μένεις εκεί να πληρώσεις επιτέλους τις αμαρτίες σου….

Κυριακή 18 Απριλίου 2010

Ταξίδι


Οι νύχτες θα σε χτυπούν
Και θα σε σέρνουν στα υπόγεια
Μπαράκια
Να τα πίνεις με την παλιά σου
Παρέα
Και να γελάς,
Να κάνεις πως γελάς
Στο αγαπημένο σου ρεφρέν.

Η γκόμενα δίπλα σου,
Χαζεύει το τσιγάρο που κρατάς
Σαν συντροφιά
Μελαγχολική μες στη γιορτή
Της νύχτας.
Από νωρίς όμως εκείνη
Η ανάσα δεν λέει να βγει
Και πεισματικά
Σε πνίγει.

Πάρτης ένα τριαντάφυλλο
Θα σε αγαπήσει…


Το ποτό σου έχει τελειώσει
Μα εσύ πίνεις απ’τον πόνο
Και την σιωπή.
Κερνάς απλόχερα
Την πολυτέλεια αυτή
Τριγύρω.
Κανείς δεν κλαίει
Κι όλοι σε ευγνωμονούν.
Κανείς δεν κλαίει.

Απόψε θα ξεπουλήσεις
Όσα χρόνια μάζευες στοργικά
Και τα λάτρευες
Σαν Παναγιά.
Κι όταν τελειώσεις
Θα φτύσεις την ντροπή
Στον καθρέπτη που σε κοιτά
Στο κορίτσι που χαμογελά
Στο πρόσωπο που σε κυνηγά…

Κάνεις να βγεις έξω στον αέρα
Τρεκλίζοντας πάλι
Μυρίζοντας την φυγή σου
Πάλι.
Μα οι περαστικοί μοιάζουν
Αλλόκοτα στοιχειά
Που οδεύουν στην τροφή τους.
Αίμα ξερνάει η βροχή
Και σε καταπίνει μαζί του
Η γη.

Το μαγαζί που άφησες
Την ψυχή σου
Σε χαιρετάει
Με μπλε γράμματα
΄΄Ταξίδι’’…

Δευτέρα 12 Απριλίου 2010

Henry Lee


Ώστε δεν κοιμόσουν?Ή μήπως σε ξύπνησα?
Όχι δεν κοιμόμουν.Σκεφτόμουν διάφορα Ηλία.
Τι σκεφτόσουν αγάπη μου?
Δεν έχει σημασία πια.
Όλα έχουν σημασία.Ειδικά αυτά που σκέφτονται οι άνθρωποι…
Τι κάνεις εδώ?Πώς και ήρθες εδώ?Πάλι δεν κοιμάσαι?
Δεν άντεχα να μείνω στο σπίτι μόνος μου άλλο ένα βράδυ.Και είπα να περάσω μια βόλτα.
Γιατί?Για να δεις αν είμαι καλά??Γιατί γελάς?
Μου έλειψες.Γι’αυτό ήρθα από δω.Το σπίτι είναι όπως το θυμάμαι…
Πάντα ερχόσουν απροσκάλεστος.Δεν σου ζήτησα να έρθεις νομίζω.
Το ξέρω.Έχεις κάτι βδομάδες να μου μιλήσεις.Ερωτεύτηκα την σιωπή σου.
Την αξίζεις την σιωπή μου Ηλία.Την κέρδισες επάξια με την συμπεριφορά σου.
Ναι το ξέρω..
Έλα μην κοιτάς προς τα κάτω τώρα..Αν λυπόσουν θα είχες αλλάξει εδώ και καιρό.Όταν σε παρακαλούσα.
Δεν μπορώ να αλλάξω.Είναι μια σκοτεινή σκιά στην ζωή μου που με τρώει.Προσπάθησα,αλλά έχασα.
Κρίμα..
Ακούς αυτό το τραγούδι που παίζει?Από που έρχεται?
Δεν ξέρω.Δεν μου μοιάζουν πολύ λογικά όλα αυτά.
Είναι το Henry Lee με Nick Cave και Harvey..Απορώ πως δεν το θυμάσαι..
Δεν θέλω να θυμάμαι.Δεν θέλω να θυμάμαι τίποτα.
Ναι ξέρω.Οι αναμνήσεις πονάνε.Ειδικά οι καλές…
Τι ώρα πήγε?Πρέπει να σηκωθώ νωρίς αύριο.
Δεν ξέρω.Έφυγα από το σπίτι μου γύρω στις 3 τα ξημερώματα.Θες να φύγω ε?
Δεν έχουμε να πούμε τίποτα άλλο Ηλία.
Ναι..Θα σε ξαναδώ?
Δεν ξέρω.Από σένα εξαρτάται πάντα.
Αυτό με φοβίζει.Ότι πάντα από μένα εξαρτάται.
Και πάντα τα χάλαγες όλα.
Δες άρχισαν να πέφτουν κόκκινα τριαντάφυλλα στο δωμάτιο.Τι περίεργο όνειρο…
Εσύ φταις και γι’αυτό.
Παλιά σου μιλούσα μέσα από τα ποιήματα μου.Τώρα σου μιλάω στα όνειρά μου.Το χέρι σου είναι τόσο κρύο αγάπη μου.
Σαν την καρδιά που άφησες πίσω.
Πρέπει να φύγω.Όσο σκέφτομαι ότι αύριο το πρωί που θα σε δω,δεν θα μου μιλήσεις καν..Τόσο πιο πολύ πονάω.
Θυμάσαι τι μου είχες πει ένα βράδυ?Ο πόνος δεν είναι μόνο δικό σου προνόμιο.Ήδη άρχισες να ξεθωριάζεις Ηλία.
Ναι φεύγω.Γυρνάω στο κρεβάτι μου.Σταμάτησε και το τραγούδι να παίζει.
Το Henry Lee…
Ναι το Henry Lee…

Παρασκευή 9 Απριλίου 2010

Βρώμικη ανάσα


Στο πέμπτο ποτήρι τεκίλα
Άρχισε να γελάει ασταμάτητα
Και ήταν το γέλιο του προάγγελος
Της μεγάλης του πτώσης στο
Πουθενά..
Ο καπνός από το τσιγάρο του
Άλλαζε μορφές στο πρόσωπό του
Και έκρυβε την θλίψη του
Σε έναν άτσαλο χορό της παρακμής
Και της φυγής.
Οι λέξεις της,οι τελευταίες της
Σέρνονταν στο τραπέζι ύπουλα
Πριν σηκωθούν τρομαχτικές
Και τον κοιτάξουν στα μάτια.
Πάλι φέρθηκες σαν γαμημένος
Τρελός.
Η ζωή μου είναι σκατά
Αλλά τα προτιμώ από σένα…

Σάββατο 3 Απριλίου 2010

Μ.Παρασκευή


Πάνω στον λόφο
εκεί τον έχουν καρφώσει
για ώρες.
Κάποιοι είπαν πως πέθανε ήδη.
Μην πιστεύεις τις φωνές,αγάπη μου...

Στο χωριό σερβίρουν
στάχτη και νερό.
Και λίγο αλάτι
για τις πληγές μας.
Όσο κι αν προσπαθείς
το αίμα θα κυλάει αγκαλιά
με την ντροπή σου.

Το τσιγάρο,σού λέγαν οι παλιοί,
διώχνει μακριά τις σκιές.
Μα δες,άρχισαν κιόλας χορό
γύρω απ'την κάφτρα σου
οι εφιάλτες.

Σύννεφα μαύρα
μαζεύτηκαν πάνω στον λόφο.
Κάποιοι είπαν πως έφυγε ήδη.
Μην πιστεύεις τα δάκρυα,αγάπη μου...

Η θάλασσα θα στο ψιθυρίζει
τα βράδια,
τα τελευταία του ανθρώπου βράδια
σαν κι αυτό...
Η θάλασσα θα στο ψιθυρίζει,
θα σου λέει,
για κείνο το χλωμό κορίτσι
απ'τον Βορρά.
Κι εσύ θα ρίχνεις αλάτι
στην πληγή σου,
για να θυμάσαι και να πονάς.

Στον μάυρο λόφο
ξέμεινε μεθυσμένη η σιωπή.
Κάποιοι είπαν πως γύρισε ήδη.
Μην πιστεύεις τα όνειρα,αγάπη μου...