Δευτέρα 21 Ιανουαρίου 2013

Δύο χιλιάδες δέκα χρόνια μετά






Βάλε το βράχο θηλιά  
γύρω απ’τη ζωή σου
Φίλα το
χέρι που προσκυνάς
Ένα αδιάβροχο είναι
η ψυχή σου
σαν τα σεντόνια που πετάς
Ζύγωσε
πάλι ο καιρός κουτσός
έξω παλεύουν οι χάροι για νερό,
στον καθρέπτη χαμογελάς μισό-
λειψός,
το σώμα σου ίδιο
σκισμένο
μπολερό.

στα πρωινά σκοτώνουμε το αύριο
μα στην ζωή μας ένα βράδυ ανοιχτό,
θύμωσε ο χρόνος στο τρελάδικο
κι άρπαξε τις καρδιές μας φυλαχτό

πώς να πιστέψω στην ομορφιά
κι ας μου λες δύο χιλιάδες δέκα χρόνια μετά,
οι ίδιες φωνές στα σώματα αυτά
οι ίδιες κραυγές πετάνε στον αέρα καρφιά.

επίκληση κάνουν στον τρόμο οι καμινάδες,
καπνός φωτιάς
που γλείφει δούλους με γιακάδες,

με τα μωρά στην αγκαλιά τρέχουν ξέπνοες
οι μανάδες σε ραγισμένους αρχαίους
πυλώνες

αγάπη μου στον τόπο μας
μαζεύτηκαν οι χειρότεροι αιώνες.

Σάββατο 19 Ιανουαρίου 2013

Ό,τι δεν είναι εκεί







Tο όνειρο που στρέφεται και γίνεται εφιάλτης,
Στο μαξιλάρι χαϊδεύω τα μαύρα της μαλλιά 
Αλλά δεν είναι εκεί,
Αντιθέτως είναι ένας επίμονος σπαραγμός,
Έρχεται από τον πάνω όροφο, ζει καμιά θλίψη
Εκεί;
Το διαμέρισμα είναι χρόνια ερειπωμένο,
Ζει καμιά θλίψη εκεί;
Το όνειρο είναι εφιάλτης όταν ξυπνάς και δεν είναι
Εκεί
Όταν απλώνεις το χέρι και μετέωρο αγγίζει αέρα -
Ένας επίμονος σπαραγμός
Έρχεται από τον πάνω όροφο,
Ζει
καμιά θλίψη εκεί;