Τρίτη 30 Ιουνίου 2009

Παρακμή



Κλείδωσες την πόρτα καλά

Έξω σε γυροφέρνει μια σκιά.

Παρακμή που ήρθε σαν γιορτή.

Στην φωνή σου ντύνεις σιωπή.

Παρασκευή 26 Ιουνίου 2009

H τελευταία μάχη



Ξέθαψα την παλιά μου πανοπλία
Μέσα από σκόνη άλλων καιρών.
Ξίφος που φέγγει ακόμα στην σκιά
Καρδιά που δεν την σταματάς…

Η ώρα εκείνη του εφιάλτη ήρθε
Ένα τέλος που δεν το επιλέγεις…
Πετάω την ασπίδα στο κρύο χώμα
Ελπίδα σωτηρίας δεν μου ταιριάζει…

Βάφω με αίμα το μέτωπό μου
Μεγάλη μάχη το ξημέρωμα αρχίζει…

Πέμπτη 25 Ιουνίου 2009

Σήψη



Χώμα βρεγμένο με αλμυρό νερό
Βροχής που κάνει κύκλους στην ζωή μας.
Τα νεκρά περιστέρια θα το λένε
Ιστορία που την ντύσανε από παλιά αίμα.
Προφήτες δείχνουν στον ουρανό
Βρώμικα χέρια που κρύβουν το φεγγάρι.
Κάπου κρυφά έχασες την ψυχή σου
Τρόπαιο ακριβό στο ίδιο φτηνό παραμύθι.
Είναι αργά πια να βγεις από την λήθη…

Κυριακή 21 Ιουνίου 2009

Οι ψίθυροι της θάλασσας



Βασισμένο σε αληθινή ιστορία


Μάρτιος 1998

Η συνέχεια της ιστορίας ενός τόπου είναι οι άνθρωποι και η θάλασσα.Ούτε τα διάφορα κείμενα ούτε τα παλιά αντικείμενα που επιμένουν στον χρόνο.Οι άνθρωποι κουβαλούν μέσα τους τις ιστορίες του τόπου τους,τις κατάρες του και τις ελπίδες του.Και η θάλασσα τα ψιθυρίζει στους αιώνες.
Εκείνο το βροχερό βράδυ του Μαρτίου η Μαρία άρχισε να κλαίει ξαφνικά.Καθόμασταν δίπλα στο τζάκι και παίζαμε όταν άρχισε να κλαίει λέγοντας ότι την πονούσε το κεφάλι της πάρα πολύ.Αμέσως ήρθε από την κουζίνα η γιαγιά και την πήρε αγκαλιά.Προσπαθούσε να την παρηγορήσει λέγοντάς της διάφορα γλυκά λόγια.Αλλά η μικρή δεν σταμάταγε.Την πήγε προς την τζαμαρία του σαλονιού.
΄΄Κοίτα την θάλασσα Μαρία…Εσένα σ’αρέσει τόσο πολύ η θάλασσα αγάπη μου.Σε λίγο καιρό θα κάνεις μπανάκι στα νερά της…’’,έλεγε η γιαγιά.
Η μικρή ξαδερφούλα μου φάνηκε να ηρεμεί κάπως.Άρχισε να κοιτάζει την θάλασσα πνίγοντας τα αναφιλητά της.Σηκώθηκα και πήγα προς το μέρος του.Κοίταξα προς τα έξω.
Η θάλασσα ήταν σκοτεινή και αγριεμένη.Πιο μέσα αχνοφαίνονταν κάποια φώτα από τα μαύρα βουνά της Ζακύνθου.Άκουγα καθαρά τον ήχο των κυμάτων που σκάγανε πάνω στα βράχια.Εκείνο τον καιρό με φόβιζαν αυτές οι νύχτες,παιδί καθώς ήμουν.Το τοπίο ήταν πολύ διαφορετικό από αυτό που συνηθίζαμε τα ζεστά καλοκαιρινά βράδια.Ήταν τόσο ξένο.
Γύρισα και κοίταξα την Μαρία.Είχε αρχίσει να κοιμάται στην αγκαλιά της γιαγιάς.Αλλά κάποια τελευταία δάκρυα συνέχιζαν να κυλάνε αργά αργά στα μάγουλά της.Και τότε πάγωσα από αυτό που είδα.Τα δάκρυα έμοιαζαν στην πορεία τους να χαράζουν τα κόκκινα μάγουλα της μικρής.Στο πέρασμά τους άφηναν μικρές χαρακιές.Η γιαγιά το παρατήρησε και αυτή σταματώντας ξαφνικά το νανούρισμά της.Και μετά σήκωσε τα πράσινα μάτια της και με κοίταξε έντρομη.


Μάρτιος 1918

Το χωριό είχε αδειάσει.Οι άντρες είχαν φύγει για τον πόλεμο και οι γυναίκες πήραν πάνω τους όλη την δουλειά.Στην πλατεία και στα καφενεία δεν έβλεπες κανέναν σχεδόν παρά μόνον κάτι γέρους να καπνίζουν και να συζητάνε θερμά για τον Μεγάλο Πόλεμο.Ήταν λες και ένα σύννεφο είχε πέσει πάνω στο μικρό χωριό αφαιρώντας του κάθε ζωή και χαρά.Ένα σύννεφο που σκέπαζε και όλη την Ευρώπη και όχι μόνο.
Εκείνες τις μέρες ξεκίνησε και η παράξενη ιστορία της Μαρίας που τάραξε κάπως την βουβή ζωή του χωριού.Και που με τα χρόνια κατέληξε να ακούγεται από τα χείλη των κατοίκων σαν ένα σκοτεινό παραμύθι,σαν ένας μύθος.
Η Μαρία ήταν ορφανή και από τους δυο της γονείς.Τους είχε χάσει μικρή από μια επιδημία γρίπης που είχε χτυπήσει το χωριό όταν ήταν μωρό ακόμα.Η γιαγιά της ανέλαβε να την μεγαλώσει,το μόνο άτομο που είχε πια στον κόσμο.Ζούσαν σε ένα μικρό ξύλινο σπιτάκι δίπλα στην θάλασσα,πολύ πιο μακριά από το υπόλοιπο χωριό που ήταν πάνω στον λόφο χτισμένο.
Από παιδί η Μαρία πέρναγε όλη της την μέρα στην παραλία παίζοντας με την άμμο και κυνηγώντας τα καβουράκια στα βράχια.Και όταν ο καιρός το επέτρεπε βούταγε στην θάλασσα και κολυμπούσε με τις ώρες.Ήταν φτωχή αλλά ευτυχισμένη.
Την εποχή λίγο πριν τον πόλεμο η Μαρία είχε αρχίσει να δουλεύει καθαρίζοντας σπίτια και αυλές.Η γιαγιά της ήταν πια πολύ μεγάλη για τέτοια.Αλλά παρόλη την δουλειά της,η Μαρία έβρισκε χρόνο να πηγαίνει στην θάλασσα,κυρίως την ώρα που ο ήλιος χανόταν πίσω από τα βουνά της Ζάντε.
Ήδη δεν ξεκίνησα την ιστορία μου και νιώθω να με τραβάει σε βαθιά νερά…Η προσπάθεια να ζωντανέψω έναν κόσμο σχεδόν πεθαμένο με εξαντλεί αφάνταστα…
Μα τα πρόσωπα πιέζουν να ξαναγεννηθούν και οι μορφές τους επιτακτικά μου λένε να συνεχίσω.
Σε ένα από αυτά τα ηλιοβασιλέματα γνώρισε τον Στέργιο.Ένα παιδί από γειτονικό χωριό που ψάρευε στα νερά αυτά με τον πατέρα του.Εκείνο το δειλινό ο Στέργιος ήταν με τον φίλο του τον Νίκο στην βάρκα,όχι πολύ μακριά από την αμμουδιά.Ξαφνικά η Μαρία είδε την βάρκα να κατευθύνεται προς τα έξω στην παραλία της,αντί να συνεχίσει την συνηθισμένη της πορεία προς τα δυτικά.
΄΄Έχουμε μια διαφωνία με τον φίλο μου’’,της μίλησε πρώτος ο Στέργιος.
΄΄Σε είδαμε κάτι να γράφεις στην άμμο.Ο Νίκος πιστεύει ότι έγραφες το όνομά σου αλλά εγώ δεν συμφωνώ…’’,συνέχισε ο Στέργιος.
Η Μαρία δεν μιλούσε ενώ ο Νίκος,πιο πίσω από τον Στέργιο,γέλαγε θριαμβευτικά σίγουρος για την νίκη του.Τελικά η κοπέλα έσπασε την σιωπή της.
΄΄Εσύ τι πίστευες δηλαδή?’’,ρώτησε τον Στέργιο κοιτάζοντάς τον στα μάτια.
΄΄Πίστευα ότι ζωγράφιζες τον ήλιο καθώς δύει’’,απάντησε χαμογελαστός.
Η Μαρία δεν αποκρίθηκε παρά πλησίασε το μέρος που είχε γράψει πάνω στην άμμο.Κοίταξε τον Στέργιο.
΄΄Εχεις δίκαιο.Αυτό έκανα.’’,και με το γυμνό της πόδι έσβησε το χαραγμένο πάνω στην άμμο όνομά της.Το χαμόγελο του Νίκου πάγωσε και το πρόσωπό του πήρε μια έκφραση μίσους και οργής.
Η βάρκα εκείνη έφερε τον έρωτα και ατέλειωτα ευτυχισμένα ηλιοβασιλέματα στην Μαρία και τον Στέργιο.Μα όλα τα καλά γρήγορα τελειώνουν.Η ιστορία και τα γεγονότα σε προλαβαίνουν και σε ξεγυμνώνουν χωρίς να το καταλάβεις.
Ο Μεγάλος Πόλεμος έφερε την ανησυχία στα πρόσωπα των κατοίκων.Μια ανησυχία που έγινε μεγαλύτερη όταν από την Ζάκυνθο έφτασε στην θάλασσά τους το αγγλικό μεταγωγικό ‘Flesh’.Δεκάδες βάρκες από το πλοίο έφτασαν στην στεριά άδειες σχεδόν.Το ίδιο απόγευμα της Κυριακής οι βάρκες αυτές ήταν γεμάτες από άντρες που φεύγαν για τον πόλεμο.Και πίσω τους άφηναν μια παραλία γεμάτη πρόσωπα δακρυσμένα και σκυθρωπά.
Της είχε χαρίσει έναν ασημένιο σταυρό πριν φύγει.Το κάτω άκρο του κατέληγε σε μύτη ξίφους.Δεν τον έβγαζε ποτέ από πάνω της.
Μετά από κάποιες μέρες στο χωριό άρχισε να πληθαίνει το μαύρο.Κάθε Δευτέρα έρχονταν γράμματα από το μέτωπο και μαζί τους έρχονταν και οι νεκροί μέσα στις γραμμές.Έμοιαζε η Κυριακή ολόκληρη μια προσευχή και η Δευτέρα μια μαύρη απογοήτευση.
Μια τέτοια Δευτέρα ήρθε και ο Στέργιος νεκρός σε δύο γραμμές ενός κιτρινισμένου
χαρτιού.Τα επόμενα δειλινά η Μαρία έκλαιγε δίπλα στα βράχια με τον σταυρό του στο χέρι.Τα δάκρυά της ανακατεύονταν με το αφρισμένο νερό των κυμάτων.Από τότε άρχισε να χάνει τα λογικά της.
Άλλαξε σπίτι και ανέβηκε στο χωριό μακριά από την παραλία.Μάταια η γιαγιά της πάλευε να της αλλάξει γνώμη.Η Μαρία μισούσε την θάλασσα.
Ήταν Μάρτιος όταν άρχισαν να κυκλοφορούν φήμες στο χωριό ότι η ορφανή τρελάθηκε.Λέγαν ότι κάθε Κυριακή βράδυ κατέβαινε από το χωριό στην παραλία σαν υπνωτισμένη και στεκόταν εκεί μιλώντας στην θάλασσα.Στην αρχή ήρεμα και μετά από λίγο άρχιζε να την βρίζει με λόγια άσχημα και κατάρες φοβερές.Κανένας δεν τόλμαγε να την σταματήσει και να την ηρεμήσει.Υπήρχε κάτι στην όψη της που τους τρόμαζε.
Δεν αργεί μια ταλαιπωρημένη ψυχή να γίνει το μαύρο πρόβατο όλων των συμφορών ενός τόπου.Οι νεκροί αυξάνονταν συνέχεια και η συμπόνοια για την Μαρία μετατράπηκε σε καχυποψία.Και μετά η καχυποψία σε μίσος.Οι ντόπιοι άρχισαν να την κατηγορούν κρυφά στην αρχή και μετά ανοιχτά ότι προκαλούσε όλο το κακό με την συμπεριφορά της.Οι κατάρες της στην θάλασσα γύρναγαν πάνω στο χωριό τους.
Άρχισαν να την απειλούν και να της λένε να σταματήσει.Μα εκείνη δεν άκουγε κανέναν.
Μια μέρα που καθόταν στην αυλή και έκλαιγε πέρασε μια γειτόνισσα και της είπε
΄΄Ως πότε θα κλαις τον νεκρό και θα φέρεσαι έτσι?Κάποτε θα σταματήσεις κι εσύ’’
Το άλλο πρωί η Μαρία είχε χαράξει το πρόσωπο της βαθιά.Είπαν ότι ήταν δάκρυα αυτά και ότι το έκανε με τον ασημένιο σταυρό του αγαπημένου της.Έτσι τα δάκρυα δεν θα φεύγαν ποτέ από πάνω της.
Όταν το έμαθε αυτό ο ιερέας του χωριού είπε απλά την λέξη ΄΄δαιμονισμένη’’ σκορπώντας στους άλλους τον πανικό μέσα στην εκκλησία.Μετά τους ηρέμησε λέγοντας τους ότι αυτός και ο γιος του ξέραν τι έπρεπε να κάνουν για να σώσουν αυτή την αμαρτωλή ψυχή.Και ο γιος του,που με το που είχε αρχίσει ο πόλεμος τάχτηκε στην υπηρεσία του Θεού,συμφώνησε κουνώντας καταφατικά το κεφάλι του.Μονάχα ο δάσκαλος του χωριού τόλμησε να πει ότι η κοπέλα αυτή χρειαζόταν άλλου είδους βοήθεια.Μα ήταν νέος και δεν είχε την σοφία του γέρο ιερέα.Κανείς δεν τον άκουσε και τα λόγια του πέταξαν για λίγο ανάμεσα στις εικόνες αγίων και στα αναμμένα κεριά και μετά χάθηκαν.
Η τελευταία Κυριακή της Μαρίας ήταν βροχερή από το πρωί.Σηκώθηκε την ίδια ώρα το βράδυ από το κρεβάτι της και τράβηξε για την παραλία.Πιο πίσω ακολουθούσε με δάδες και φανάρια αναμμένα όλο το χωριό με τον ιερέα μπροστά μπροστά.Κρατούσε έναν μεγάλο μεταλλικό σταυρό και κάτι έψελνε.Η βροχή έμοιαζε να μην ενοχλεί κανέναν.
Η Μαρία σταμάτησε δίπλα στα μεγάλα βράχια.Μέσα στην νύχτα φαινόταν μόνο το άσπρο της φόρεμα και τα μακριά καστανά μαλλιά της που τα παρέσερνε ο άνεμος.Άρχισε να μιλάει πάλι στην θάλασσα.Ήρεμα στην αρχή και μετά με μεγαλύτερη ένταση.Στο τέλος άρχισε πάλι να την βρίζει τραβώντας τα μαλλιά της.
Μετά έπεσε πάνω στον βράχο έχοντας σπασμούς σε όλο της το σώμα.
Το πλήθος είχε μείνει ακίνητο και άφωνο.Ο ιερέας προχώρησε αργά και σταθερά προς το μέρος της φωνάζοντας λόγια επιτακτικά στον δαίμονα που πίστευε ότι την είχε κυριεύεσει.Και τότε έγινε κάτι συγκλονιστικό.
Μια αστραπή δυνατή χτύπησε τον σταυρό του παπά σκοτώνοντας τον αμέσως.Οι κάτοικοι πάγωσαν για λίγο στην αρχή και μετά άρχισαν να τρέχουν πανικόβλητοι προς το χωριό.Ο τρόμος τους είχε συνεπάρει την ψυχή.
Το επόμενο πρωί όταν οι πρώτοι θαρραλέοι ξαναπήγαν στην παραλία βρήκαν την γιαγιά της ορφανής να μοιρολογάει δίπλα στο άψυχο κορμί της κοπέλας.Κάποιος είχε καρφώσει ένα μαχαίρι στην καρδιά της Μαρίας πάνω στον βράχο.Στο χέρι της ακόμα κρατούσε σφιχτά το σταυρουδάκι της.
Μόλις είδε τους κατοίκους η γρια άρχισε να εκτοξεύει κατάρες πάνω τους.Λίγο πριν καταρρεύσει και αυτή την άκουσαν να λέει:
΄΄Τα δάκρυα της κόρης μου να χαραχτούν για πάντα στα πρόσωπα των παιδιών σας!’’


Μάρτιος 1998

Πάνε ώρες που η μικρή κοιμάται μέσα στο δωμάτιο.Αύριο θα την πάμε στον γιατρό για τα περίεργα σημάδια που έβγαλε στα μάγουλά της.Λίγο πριν κοιμηθώ ξανακοιτάζω προς την θάλασσα.Κάτι τέτοιες ώρες με φοβίζει πολύ…

Πέμπτη 18 Ιουνίου 2009

Η νύχτα μου






Ιούνιος του 1822


΄΄Υπάρχουν στιγμές που νιώθεις το αίμα σου να βράζει.Μια προσμονή και μια άγρια χαρά σε έχει κυριεύσει.Στα μάτια μου είμαι σίγουρος ότι έφεγγαν μικρές φωτιές.Τίποτα δεν κρατούσε τα χέρια που κωπηλατούσαν γρήγορα και χωρίς σταματημό.Οι συνεχείς αναπνοές δυνάμωναν περισσότερο την ανυπομονησία μου.
Κάποτε ο πατέρας μου είχε πει να φοβάμαι τις γαλήνιες και χωρίς φεγγάρι νύχτες.Μα αυτή η νύχτα ήταν δική μου,σύμμαχός μου.Το ένιωθα στα ήρεμα νερά της θάλασσας και στις σκοτεινές ακτές του νησιού πίσω στον ορίζοντα.Νύχτα δικιά μου,εκδικητής στον εχθρό μου.
Από το καράβι του Καρά Αλή ακούγονταν τραγούδια και φωνές χαρούμενες.Έμοιαζε λες και όλος ο κόσμος γιόρταζε κάτι.Κοίταξα προς το νησί μας προσπαθώντας να κρατήσω τα δάκρυα που μου ήρθαν.Σε κείνο τον βράχο πάνω πριν λίγες μέρες ακουγόταν θρήνος και έτρεχε ποτάμι το αίμα.Τώρα ακόμα και οι φωτιές σταμάτησαν να καίνε.Μέσα μας όμως δεν σταμάτησαν ποτέ.Δάγκωσα τα χείλη μου.
Ένα απαλό αεράκι χάιδεψε το πρόσωπό μου.Μαζί του έφερε και την μορφή της.
Ήταν ακόμα εδώ και μου συμπαραστεκόταν.Ήταν ακόμα στις παραλίες που πηγαίναμε,στα φιλιά που δίναμε.Μα το φεγγάρι έλειπε,λες και τρομαγμένο κρύφτηκε κάπου.Θα ζω στο φεγγάρι μού είχε πει λίγο πριν φύγει.Και σε κείνο το φεγγάρι ορκίστηκα εκδίκηση με το αίμα της στα χέρια μου.Τα χείλη μου μάτωσαν.
Όλη η Ελλάδα καιγόταν από άκρη σε άκρη.Ο θάνατος έγινε καλός μας φίλος.Δεν με νοιάζει τίποτα πια.Κοίταξα τον Κανάρη που καθόταν στην πλώρη της βάρκας.Φαινόταν τόσο γαλήνιος,τόσο αγέρωχος.Δεν μίλαγε καθόλου παρά σε όλη την διαδρομή μας κοίταζε στα μάτια.Λες και μας εμψύχωνε από κει.
Λίγα μέτρα μας χώριζαν από την ναυαρχίδα.Από την εκδίκηση μας.Φέρναμε τον θάνατο στον εχθρό μέσα σε λίγα κιβώτια μπαρούτι.Ο Κανάρης σηκώθηκε και στράφηκε προς το καράβι του Αλή.Σήκωσε το δεξί του χέρι κάνοντάς μας νόημα να πάμε πιο σιγά και μετά μας έδειξε το σημείο που θα βάζαμε τα εκρηκτικά.
Δεν θυμάμαι καλά εκείνες τις στιγμές τις τελευταίες πριν την μεγάλη έκρηξη.Το μόνο που θυμάμαι είναι τον Κανάρη να σκύβει και να φιλάει απαλά το τοίχωμα του πλοίου πριν πυροδοτήσει τα εκρηκτικά.Και την προσπάθειά μας να ξεφύγουμε όσο πιο γρήγορα γινόταν από κει.
Λίγη ώρα αργότερα μέσα στην ησυχία της νύχτας ακούστηκε μια μεγάλη έκρηξη.Η ναυαρχίδα πήρε φωτιά αμέσως.Τα τραγούδια κόπηκαν απότομα και κραυγές φόβου και απελπισίας άρχισαν να ακούγονται από το καράβι.Φλόγες τεράστιες και διάφορα πράγματα τινάσσονταν στον αέρα και έπεφταν στην θάλασσα.Στρατιώτες βουτούσαν σαν αναμένες λαμπάδες στο νερό για να σωθούν.Ο καπνός έκανε πιο σκοτεινή την βραδιά.Και έμοιαζε λες και με τον καπνό φεύγαν στον ουρανό και οι ψυχές τον αγαπημένων μας,απελευθερωμένες πια.
Κανείς δεν πανηγύρισε.Όλοι κοίταγαν ανέκφραστοι την καταστροφή μπροστά μας.
Κράτησε ώρες η φωτιά μέχρι που πήρε μαζί της το καράβι στα βαθιά νερά της θάλασσας σκεπάζοντας και τους τελευταίους ήχους της σφαγής.Και μετά σιωπή…’’

Δευτέρα 15 Ιουνίου 2009

Βράδυ Δευτέρας


Ζητιάνα η θλίψη σου
Σε άδειο σαλόνι.
Την έντυσες ντροπή
Για άσπρο νυφικό.
Καπνός από τσιγάρο
Δίνει λάθος ρυθμό.

Στο γεμάτο ποτήρι σου
Μεθάει μια σκιά.
Κρέμασες στο μπαλκόνι
Βρεγμένα όνειρα.
Και μια ελπίδα ξερνάει
Στα χαλιά σου.

Ζητιάνα η θλίψη σου
Σε άδειο σαλόνι…

Ηττημένοι ΙΙΙ


Άνεμος που δεν λέει να φυσήξει
Πανί που χρόνια έχει ν΄ανοίξει
Και ένας εχθρός που αδιαφορεί...

Ακτή γεμάτη πρόσωπα παγωμένα
Στην θήκη σπαθιά σκουριασμένα
Και ένας καπετάνιος μονολογεί...

Ψάχνω στην θάλασσα την ευχή
Αγάπης παλιάς ύστατη προσευχή
Και ένας επίλογος που αργεί...

Τετάρτη 3 Ιουνίου 2009

Χαραγμένο φεγγάρι


Σε κάποιο λιμάνι άφησες
Το χαμόγελό σου.
Έγινε μια κούφια ανάμνηση
Πιστός εχθρός σου.

Δρομάκι αθάνατα μικρό
Σε στοιχειώνει.
Τελευταίο φιλί που πάντα
Θα πληγώνει.

Πλατεία αόρατων σκιών
Που βρίζεις.
Νοθεία παλιών αρωμάτων
Δεν αγγίζεις

Ήδη κάποιος χάραξε
Το φεγγάρι..
Το φως του μια θάλασσα
Να πάρει.

Σαν ποίημα


Πήρα μαζί μου την ελπίδα κάτω στην όχθη.
Με κυνηγάει η βρώμικη ανάσα του ουρανού.
Ψάχνω το σημείο που έχασα από μικρό παιδί.
Μεγάλωσε ο ποταμός ή μίκρυνα εγώ?

Τα δέντρα δείχνουν τον δρόμο στα παλιά.
Φωνάζω στα θολά νερά που τα κρύβουν όλα.
Βουλιάζω στο άγνωστο με τα χέρια ανοιχτά.
Γιατί μοιάζει η απέναντι όχθη τόσο μακρινή?

Τρίτη 2 Ιουνίου 2009

Όμορφη Σονάτα


Κλείνεις τα μάτια σου να δεις
Ξοφλημένα πρωινά Κυριακής.
Σε κάποιο τραγούδι σε θάψανε
Καθώς τρέκλιζες στον δρόμο.

Η πτώση σου αδιάφορη ιστορία
Μικρού παιδιού πάλι σε τιμωρία.
Στα σάλια μιας μέρας που περνά
Βουτάς γυμνός και πνίγεσαι…

(αφιερωμένο στην G.Plamantoura)