Πέμπτη 26 Φεβρουαρίου 2009

Ο θάνατος του Πήτερ Παν


΄΄Τα χρόνια περνούν και οι άνθρωποι αλλάζουν…Τα παιδιά ωριμάζουν και γίνονται μεγάλοι που με την σειρά τους μεγαλώνουν τα δικά τους παιδιά.Αιώνες τώρα τα όνειρα που κάναμε μικροί πεθαίνουν ένα πρωί και τα παραμύθια ξεχνιούνται.Και μαζί τους πεθαίνουν και οι ήρωες που ζούσαν σ αυτά.
Η μητέρα μου συνήθιζε να με νανουρίζει τα βράδια και να με αποκοιμίζει με διάφορες ιστορίες φανταστικές.Μα τις περισσότερες φορές μου έλεγε την ίδια ιστορία με εκείνο το παιδί που αρνιόταν να μεγαλώσει.Που πεισματικά αντιστεκόταν να μπει στον κόσμο των μεγάλων και πάλευε με όλες του τις δυνάμεις γ αυτό.Τον έλεγαν Πήτερ Παν και για φίλους είχε μια μικρή νεράιδα και κάτι παιδιά που πίστευαν σ αυτόν.Ο εχθρός του ήταν ο κάπτεν Χουκ αλλά στην πραγματικότητα ήταν άλλος..οι άνθρωποι…
Όποτε ένα παιδί έλεγε ότι δεν πιστεύει στις νεράιδες τότε κάπου στην χώρα του πέτερ παν πέθαινε μία νεράιδα.Με το πέρασμα του χρόνου ολοένα και περισσότερα παιδιά σταματούσαν να πιστεύουν στα παραμύθια.Έτσι ο κόσμος του πέτερ παν μίκραινε δραματικά..
Ποτέ δεν κατάφερνα να ακούσω το τέλος του παραμυθιού γιατί με έπαιρνε ο ύπνος.Άλλες πάλι φορές η αφήγηση της μητέρας κοβόταν στην μέση από την φωνή του πατέρα που πάντα κάτι ζήταγε.Και έτσι έμενα με την απορία το άλλο πρωί τι απέγινε τελικά εκείνο το παντοτινό παιδί που αγαπούσε μια μικρή νεράιδα….
Όταν μεγάλωσα ξέχασα εκείνο το παραμύθι.Έφτασα στο σημείο μάλιστα να το θεωρώ αστείο και χωρίς νόημα.Μιά μέρα όμως ο μικρός μου αδερφός έτυχε να βλέπει στην τηλεόραση ένα παιδικό με ήρωα τον Πήτερ παν.Πάλι μέσα μου γεννήθηκε η απορία πως τελικά τελείωνε εκείνο το παραμύθι.
Το ίδιο βράδυ είπα στην μητέρα να μου αφηγηθεί το τέλος της ιστορίας.Εκείνη χαμογέλασε στοργικά και μετά δάκρυσε.Παραξενεύτηκα και μου εξήγησε ότι είχε χρόνια να την πει αυτή την ιστορία.Τα μικρά τώρα δεν ήθελαν παραμύθια για να κοιμηθούν το βράδυ.Τους έφτανε ένα ηλεκτρονικό στο χέρι και τίποτα άλλο…
Ο Πήτερ παν είχε καταφέρει να νικήσει τον χουκ, ο οποίος ηττημένος πια αρκέστηκε να κάνει βόλτες γύρω από το νησί και να κυνηγάει εκείνον τον κροκόδειλο με το ρολόι.Τελικά ο κροκόδειλος βούλιαξε το πλοίο του πειρατή και έτσι χάθηκε για πάντα το όνομά του στα βάθη της θάλασσας.
Το αιώνιο παιδί όμως δεν μπορούσε να νικήσει την αλλαζονεία των ανθρώπων.Οι νεράιδες πέθαιναν και έπεφταν ματωμένες στην γη.Και η θέα τους πλήγωνε τον Πήτερ Παν.Ο πόνος αυτός άλλαξε την ψυχή του και τον σκλήρυνε.Δεν είχε όρεξη για παιχνίδια και βόλτες στον αέρα.’Εμενε στις σκιές των δέντρων και έκλαιγε…και όταν του τελείωναν τα δάκρυα, ο θυμός και η οργή έπαιρναν την θέση τους μέσα του.Και γύρναγε στο δάσος βρίζοντας τους ανθρώπους και χτυπώντας τα δέντρα.Το παιδί είχε πια μεγαλώσει…
Η αγαπημένη του νεράιδα η Τίνκερμπελ έβλεπε έτσι τον Πήτερ και στεναχωριόταν.Έχανε την παιδική του ψυχή και αυτό την πλήγωνε αφάνταστα.Γινόταν κάτι τελείως διαφορετικό απ’αυτό που είχε συνηθίσει…την τρόμαζε ο χαρακτήρας του…
Μάταια προσπαθούσε να τον ηρεμήσει και να γλυκάνει την οργή του.Τα φιλιά της τα δεχόταν παθητικά τις ζεστές νύχτες του καλοκαιριού και η αγκαλιά της δεν τον ζέσταινε τα κρύα βράδια του χειμώνα.Και έκλαιγε η μικρή νεράιδα για την αγάπη της που χάθηκε.Όταν του έλεγε να σταματήσει,αυτός ψυχρά τής απαντούσε ότι τίποτα δεν έχει νόημα πια αφού κ αυτή κάποια στιγμή θα πέθαινε από το μίσος των ανθρώπων.Και ήταν η Τίνκερμπελ η τελευταία νεράιδα.
Μα η μικρή νεράιδα δεν πέθανε από την αμφιβολία των μεγάλων.Μην μπορώντας να βλέπει έτσι τον Πήτερ Παν,ένα φθινοπωρινό πρωινό έκοψε τα φτερά της και έπεσε στην γη όπου ξεψύχησε.Και την τελευταία νεράιδα την σκότωσε το τελευταίο παιδί.
Όταν ο Πήτερ παν είδε την αγαπημένη του νεκρή τρελάθηκε τελείως.Για τρεις μέρες και νύχτες έκλαιγε δίπλα στο άψυχο κορμί της.Μετά προσπάθησε να βάλει τέλος στη ζωή του με το μικρό του μαχαίρι αλλά δεν το κατάφερε.Όσο αίμα και να έχανε,αυτό το έπαιρνε πίσω από τα δέντρα γύρω του.
Έτσι έβαλε φωτιά σ όλο το δάσος και περίμενε εκεί πάνω σ ένα δέντρο να καεί και αυτός.Και λένε ότι λίγο πριν χαθεί μέσα στις φλόγες χαμογελούσε περίεργα και μια παράνοια καθρεφτιζόταν στα μάτια του.Έμεινε μονάχα ο κροκόδειλος με εκείνο το ρολόι πάνω του να τριγυρνάει στην θάλασσα.Και όταν σταματήσει να χτυπάει θα έρθει και το δικό μας τέλος…
Η μάνα μου σταμάτησε την αφήγηση και με κοίταξε προσεχτικά.Ένα δάκρυ είχε κυλήσει στο μάγουλό μου.Τώρα καταλαβαίνεις γιατί ποτέ δεν σου τελείωνα το παραμύθι μού είπε…

Στο σαλόνι ο μικρός πάλι φώναζε ζητώντας το ηλεκτρονικό του...’’



Τέλος

Δευτέρα 23 Φεβρουαρίου 2009


Ηττημένοι.


Το κάστρο δεν έπεφτε με τίποτα
Και τα χρόνια μάς προσπέρασαν βίαια,
Αφήνοντας εφιάλτες και σταυρούς στη γη.
Οι στρατιώτες δεν τραγουδάνε στις φωτιές
Παρά κοιτάνε με γυάλινα μάτια την θάλασσα.

Η θέα της στα τείχη πάνω με πονάει
Μα τα χείλη δεν ματώνουν από οργή πια.
Της χαμογελάω και γυρίζω το βλέμμα αλλού.
Οι φίλοι μου γίναν σκιές στα γύρω δέντρα
Που πνίγουν κάθε ανατολή στην αγκαλιά τους.

Ξεμείναμε σε μια ακτή φαντάσματα
Εκείνης της παλιάς δόξας και περηφάνιας.
Τα καράβια μας θάφτηκαν σε χρυσή άμμο
Που λούζει το φεγγάρι κάθε βράδυ.
Δεν υπάρχει γυρισμός φίλε μου Ποσειδώνα…

Τέλος

Πέμπτη 19 Φεβρουαρίου 2009

Θα γυρίσω ξανά


Θα γυρίσω ξανά
όταν θα μ' έχουν ξεχάσει
στις παλάμες με ευλάβεια βαστώντας
το κεραυνό της ερημιάς

Θα γυρίσω ξανά
ενοχλημένος
από της αγοράς τους ανόητους ήχους
και των φθαρτών αγριμιών
τον ενθουσιασμό

Θα γυρίσω με το αίμα ευρύχωρο
τη συντριβή να χωράει
μα πράσινες θα λάμπουν ακόμα
οι φλέβες στα χέρια

Δε θα με γνωρίσει κανείς
θα συζητούν ανέμελα οι παλαιοί μου φίλοι
μαχαίρια όπως πάντα κρατώντας
πίσω απ' τη πλάτη

Και θα καθίσω μόνος
σ' ένα άδειο τραπέζι
να παραγγείλω φωτιά

Ήσυχα θα τη πιω
το πάτωμα μονάχα κοιτώντας
που θάναι γεμάτο
σκοτωμένα πουλιά


Γεώργιος Πύργαρης

Δευτέρα 16 Φεβρουαρίου 2009

Η τελευταία νεράιδα (αφιερωμένο)



Το αίμα δείχνει το δρόμο προς το φεγγάρι
Και τα δάκρυα γίνονται βραδινή δροσιά…
Φέρνω στα χέρια τα σπασμένα φτερά μου
Μα σε κάποια ρίζα άφησα την καρδιά μου…

Το’’δεν πιστεύω’’σου έστειλε παντού σκιές
Που σκοτώνουν στο κόκκινο πέρασμά τους…
Και νιώθω καλά πως θα φύγω με την αυγή
Γιατί ποτέ δεν πίστεψαν εδώ στην γη…



Τέλος

Δευτέρα 9 Φεβρουαρίου 2009

Η νύχτα που έφυγες


Η θάλασσα χτύπαγε με μανία τα βράχια αιώνες τώρα.
Η νύχτα κάλυπτε με μαύρο πέπλο το άγριο μουγκρητό της,
καθώς τα κύματα έσκαγαν πάνω στον βράχο της τρελής.
Οι σταγόνες της βροχής έδερναν το πρόσωπό μου
και ο άνεμος παράσερνε τα μαλλιά της σ’έναν ξέφρενο χορό.
Πιο μέσα τρεμόπαιζε το φως από ένα ψαροκάικο
και τα βουνά της Ζακύνθου πλησίαζαν απειλητικά πάνω μου.
Το νησάκι είχε βουλιάξει κάτω από τα νερά της θάλασσας,
ενώ οι γοργόνες σιγοπέθαιναν παρατημένες στην αμμουδιά.
Άπλωσα δειλά το χέρι μου να αγγίξω τα μαλλιά σου,
μα έγιναν στάχτη που αμέσως την σκόρπισε ο αέρας.
Έμεινα εκεί στην αμμουδιά ουρλιάζοντας το όνομά σου,
εκείνη την νύχτα που μου φανέρωσες την φυγή σου.
Τότε που έκλαιγα σιωπηλά στο σκοτάδι δίπλα σου.
Και τα βουνά της Ζακύνθου πλησίαζαν απειλητικά πάνω μου…



Τέλος

Λήθη




Σε έναν κόσμο που καίγεται από άκρη σε άκρη
Χτίζουν υπόγεια καταφύγια οι παλιοί θεοί
Και ενώ ο Ιούδας τον τελευταίο κόμπο κάνει
Εσύ χαμογελάς πίσω από ψεύτικες βιτρίνες...


Γέμισε γύρω μου στάχτη από φανταχτερά βιβλία
Όλες οι εικόνες σου κρέμονται από λεπτή κλωστή
Καθώς νομίζεις ότι φεύγεις μακριά από όλα αυτά
Όλο και πιο βαθιά μέσα τους βυθίζεσαι...


Αγρίεψαν οι θάλασσες και την παλιά εκδίκηση ζητούν
Τώρα που τελειώσαν οι βουβές προσευχές μας
Έμεινε μόνο ένα καντηλάκι μονάχο του να καίει
Θυμίζοντας το φως εκείνο από τα μάτια σου...


Μα εσύ χαμογελάς πίσω από ψεύτικες βιτρίνες
Καθώς ο Ιούδας τον τελευταίο κόμπο κάνει...

ΤΕΛΟς.

Σάββατο 7 Φεβρουαρίου 2009

5 Σκιές





Τα πιο πολλά βράδια τα περνούσαμε
στον θάλαμο με τσιγάρο και κουβέντα.
Για θέα είχαμε έναν ψηλό τοίχο με σύρμα
και έτσι κοιτάγαμε ο ένας τον άλλον
στα μάτια…


Η ζωή ξεκίναγε και τελείωνε στον 12
με φωνές το πρωί και σιωπές την νύχτα.
Κάθε ανάσα άφηνε και ένα παράπονο
για έρωτες που δεν ήρθαν,για αγάπες
που έφυγαν…


Ο αξιωματικός μοίραζε μέρες γελώντας
αγνοώντας ο ίδιος σε ποιο στρατόπεδο
έθαψε την ψυχή του κάτω από διαταγές.
Οι φυλακές τους τσάκιζαν και άφηναν στο
τέλος ένα μάλιστα…


Μα εμείς κοιτάζαμε ο ένας τον άλλον στα
μάτια και βλέπαμε μικρές φωτιές να παίζουν.
Και κατά βάθος το ξέραμε καλά ότι ένα βράδυ
η ελευθερία έσυρε την σκέψη μας έξω από
κείνον τον τοίχο…

τέλος