Πέμπτη 23 Ιουλίου 2009

Καθρέφτης


Ήρθε κιόλας η γλυκιά αυγή.
Ας την καλωσορίσω
Με μια βρισιά.
Παντού σπασμένα γυαλιά.
Και ένα κόκκινο χαλί
Αίμα και κρασί.
Ξεπλένω την παρακμή μου.
Ο καθρέφτης μού γελά.
Μην με κοιτάς!

Τρίτη 21 Ιουλίου 2009

Η συνέχεια της βροχής


Κάποτε θα το καταλάβεις
Μου είχες πει…
Η συνέχεια της βροχής
Είναι η σιωπή…

Κρυφό γέλιο στο σκοτάδι
Πένθιμη καμπάνα από μακριά.
Μην κλειδώνεις την πόρτα
Δεν υπάρχει ντροπή να κρύψεις.

Αυτό το πρόσωπο με κοιτά
Χλωμό,θλιμμένο κι επιβλητικό.
Την ψυχή που εμπιστεύτηκες
Την πούλησα σε κούφιες νύχτες.

Κάποτε θα το καταλάβεις
Μου είχες πει…
Η συνέχεια της βροχής
Είναι η σιωπή…

Δευτέρα 20 Ιουλίου 2009

Η σκιά της ημέρας


1.Tο στοίχημα

Ήταν αυτό το στοίχημα με κείνον τον παλιόφιλο τον James από τo κολλέγιο,που με έκανε να επιβιβαστώ εκείνο το πρωινό της Δευτέρας στο ταχύπλοο τύπου Sea Ray για το μικρό νησί Silence.Φόρεσα το πορτοκαλί μου σωσίβιο και μαζί με τον James ξεκινήσαμε.Από το λιμάνι της πόλης μέχρι το απομονωμένο νησάκι ήταν περίπου 3 ώρες διάρκεια το ταξίδι.Πάλι καλά που η θάλασσα ήταν αρκετά ήρεμη.
Όλα ξεκίνησαν το βράδυ μιας Τρίτης,ένα μήνα πριν,στον κήπο της πολυτελής βίλας του.Πίναμε ουίσκι σκέτο και οι δύο και μιλάγαμε για τα νεανικά μας χρόνια και τις χαζομάρες που κάναμε τότε.Τα μάτια μου δεν έχαναν την θέα της σκοτεινής θάλασσας μπροστά μας και των κυμάτων που έσκαγαν πάνω στα κοφτερά βράχια.Σε μια τέτοια σιωπή μίλησε ο James:
΄΄Πότε θα βρεις και συ μια γυναίκα Tom?Kαιρός δεν είναι να κάνεις οικογένεια?Αρκετά έζησες έτσι.’’
Γύρισα και τον κοίταξα χαμογελώντας του.Από τότε που είχε γεννηθεί το πρώτο του παιδί,καμιά δεκαπενταριά χρόνια πριν,ο φίλος μου δεν έπαυε να μου τονίζει συχνά την αξία μιας οικογένειας.
΄΄Νομίζω ότι μου μένει λίγος καιρός ακόμα James.Άλλωστε περνάω μια χαρά μόνος μου.Εγώ και ο εαυτός μου.’’
΄΄Ναι μα σου αρκεί αυτό?Δεν θες κάτι παραπάνω?’’,συνέχισε την πίεση ο παλιόφιλος.
΄΄Θα σου πω κάτι.Μου αρκεί να σηκώνομαι από το σπίτι μου,να πίνω μια μπίρα στο μπαρ του Dennis και να γυρνάω πάλι σπίτι.Αυτό μου αρκεί.’’,του απάντησα κοιτάζοντάς τον πολύ καλά και με σιγουριά.
Ο φίλος μου φάνηκε να το σκέφτεται καλά αυτό για αρκετή ώρα.Μετά ήπιε 3 γερές γουλιές ουίσκι και μου είπε::
΄΄Θες να βάλουμε ένα στοίχημα?’’
΄΄Τι στοίχημα?Εγώ δεν είμαι σαν τους άλλους χαζούς φίλους σου James για να διασκεδάσεις μαζί τους.’’
΄΄Όχι όχι.Αυτό το στοίχημα θα είναι διαφορετικό.Θα σου αποδείξω μ’αυτό ότι δεν γίνεται να αρκείσαι σ’αυτό που είπες.Ότι θες την παρέα των ανθρώπων γύρω σου,αλλά δεν το παραδέχεσαι.Τι λες?’’,είπε κοιτάζοντάς με προσεχτικά.
΄΄Τι κερδίζω αν σε βγάλω λάθος?’’,τον ρώτησα αδιάφορα,απλά και μόνο για να δω που το πήγαινε.
΄΄Το εξοχικό μου’’,απάντησε αμέσως και χωρίς κανένα δισταγμό.Ανασηκώθηκα στην καρέκλα μου εμφανώς παραξενεμένος.Το θέμα έπαιρνε άλλες διατσάσεις.Ο James έμοιαζε να μην αστειεύεται καθόλου.Συνέχισα:
΄΄Εγώ τι χάνω?’’
΄΄Λίγες μέρες από την ζωή σου,την ξεροκεφαλιά σου και το διθέσιό σου.’’,μου είπε.
Ένιωσα την αγανάκτηση να με πνίγει.Το διθέσιο ήταν η ζωή μου,η ψυχή μου.Δεν καταλάβαινα γιατί το ήθελε τόσο πολύ ο James.Τόσο ώστε να παίζει το εξοχικό του γ’αυτό.
΄΄Είσαι πολύ σίγουρος ότι θα κερδίσεις ε?’’,του αποκρίθηκα ειρωνικά.
Μου γέλασε και κούνησε καταφατικά το κεφάλι του.
΄΄Εξήγησέ μου το στοίχημα και τους κανόνες του παιχνιδιού’’,του είπα και άναψα τσιγάρο.


2.Μέρα Πρώτη

Η πρώτη φορά που αισθάνθηκα μόνος πραγματικά ήταν σε κείνη την μεγάλη πόλη που είχα πάει για ψώνια με την μάνα μου.Πρέπει να ήμουν 5 χρονών πάνω κάτω.
Σε ένα δρομάκι της είχαν στήσει πολλοί έμποροι τα πράγματά τους έξω και γινόταν χαμός από κόσμο.To κεφάλι μου ζαλιζόταν από τις γύρω φωνές και τα πολλά χρώματα.Αλλά κράταγα σφιχτά το χέρι της μητέρας μου και αυτό ήταν αρκετό.
Κάποια στιγμή όμως,εντελώς ξαφνικά και βίαια,κάποιος με έσπρωξε άτσαλα και ο δεσμός με την μητέρα μου λύθηκε.Τρομαγμένος γύρισα το κεφάλι μου προς τα πίσω αλλά δεν είδα πουθενά το αγαπημένο μου πρόσωπο.Μετά κοίταξα ολόγυρα αλλά και πάλι τίποτα.Φώναξα την μητέρα μου δυνατά αλλά οι κραυγές μου σκεπάστηκαν από την βουή του κόσμου.
Και εκείνη την στιγμή ο χρόνος πάγωσε γύρω μου και το πλήθος έπαψε να κινείται.Και ένιωσα την καρδιά μου να σφίγγεται.Ήμουν εντελώς μόνος σε μια γεμάτη από ανθρώπους οδό.Δεν θυμάμαι πόση ώρα πέρασε που στεκόμουν εκεί ασάλευτος δίχως να κάνω τίποτα.Μα θυμάμαι ότι πριν κυλήσει το πρώτο δάκρυ ένιωσα ένα δυνατό και συνάμα τόσο γνώριμο χέρι να με αρπάζει και να με παίρνει αγκαλιά.Από τότε δεν είχα νιώσει τόσο φοβερά την μοναξιά μέσα μου.Ίσως δεν το παραδεχόμουν ή ίσως πάλι να την ξεπερνούσα γρήγορα.Δεν ήμουν άνθρωπος που θα αφήσει τέτοιες καταστάσεις να τον επηρεάσουν πολύ.Άλλωστε όλη μου την ενέργεια την απορροφούσε το εργοστάσιο υφασμάτων που μου είχε κληροδοτήσει ο πατέρας από πολύ παλιά.Είχα βάλει πείσμα από την αρχή να επεκτείνω την οικογενειακή επιχείρηση και μέσα σε λίγα χρόνια το είχα καταφέρει.Η δουλειά μου ήταν η ζωή μου.
Μα τώρα τελευταία όλο και πιο συχνά σηκωνόμουν και πήγαινα με άσχημη διάθεση στα γραφεία της επιχείρησης.Με είχε πιάσει μια νωθρότητα και μια παθητικότητα για την δουλειά.Δεν είχα αυτή την διάθεση που είχα άλλες εποχές.Μήπως έφταιγε εκείνη η Κυριακή,δύο χρόνια πριν,που είχα ανακαλύψει την πρώτη άσπρη τρίχα στα μαλλιά μου?Και που τώρα είχαν καλύψει το μισό του κεφαλιού μου?
Μια κούραση που δεν μου βγήκε τόσα χρόνια,τώρα στα πενήντα μου μού έπεσε βαριά στις πλάτες.Αλλά δεν το παραδεχόμουν.Συνέχιζα τις βόλτες μου με το διθέσιό μου,έπινα τα ποτά μου με τους φίλους μου και όχι σπάνια πήδαγα καμία από αυτές τις μικρές που τρελαίνονται με τα χρήματα και τα αμάξια.Δεν ζήταγα κάτι παραπάνω.
Κοίταξα τον James.Οδηγούσε το ταχύπλοο με το γαλάζιο ανοιχτό πουκάμισό του να ανεμίζει στον αέρα.Φαινόταν ευτυχισμένος από την ζωή του.Ο γάμος του με την Sally,πρώην αεροσυνοδός,τον είχε αλλάξει κατά πολύ.Δεν έβγαινε έξω όπως παλιά και σταμάτησε τις περιπετειούλες του με διάφορες χαζοξανθιές γκόμενες.Είχε αφοσιωθεί στην οικογένειά του και στα πετρέλαιά του.Δεν τον ζήλευα καθόλου.

Σάββατο 11 Ιουλίου 2009

Μην με ξεχνάς


Κάνει κρύο εδώ γιε μου
Στις σκιές που ανακατεύομαι
Στους δρόμους που γυρνώ…
Το σπίτι κρατάει ακόμα
Τα βήματά μου.
Ζεστασιά στην ψυχή μου
Το φως από ένα κεράκι μικρό
Σε δωμάτιο γεμάτο φωνές …
Μην σκύβεις το κεφάλι
Από τύψεις.
Τα δάκρυα σου προσευχή
Στους εφιάλτες της καρδιάς
Άνοιξη στην δικιά μου γωνιά…
Κάνει κρύο εδώ γιε μου
Μην με ξεχνάς…


(αφιερωμένο)

Πέμπτη 9 Ιουλίου 2009

Μέρες απώλειας


Είναι εκείνες οι μέρες που η ψυχή
Μιλάει και όλα γύρω σωπαίνουν.
Με μικρές κραυγές βγαίνει ο πόνος
Σμίγοντας ερωτικά με την απώλεια.

Δεν υπάρχει πια το παραμύθι σου
Κι ας το έψαχνες στην νύχτα μια ζωή.
Φεύγοντας μην ξεχάσεις να πάρεις
Αυτό που βρίζουν και το λένε ελπίδα….