Παρασκευή 25 Φεβρουαρίου 2011

Πόλη από νερό


Κάποιος κρέμασε τους ανθρώπους ανάποδα
Κι η πόλη αυτή ξέμεινε από κραυγή.
Καθώς η θάλασσα εκεί μέσα φούντωνε
Κι ερχόταν,
Οι γραβάτες μας κυμάτιζαν προς τα βουνά
Και οι ματιές μας κόντρα στον άνεμο,
Πέρα προς τον ωκεανό.

Τα αστέρια πέφτανε με λίγη βροχή μαζί
Χαρίζοντας ασημένιο χρώμα στη γη .
Η Λίλιθ χόρευε ανάμεσα σε αποκαΐδια
Και ξεραμένα τριαντάφυλλα .
Εγώ προσευχόμουν για σένα,
Για τα βράδια σου ,
Για τις μέρες σου,
Για τις ένδοξες στιγμές σου
Και για τα στοιχειωμένα φτερά σου.

Τώρα οι ψυχές που κάποτε θάψαμε
Δίπλα στο πέτρινο σιντριβάνι,
Βγαίνουν και ξεχύνονται στην πόλη αυτή.
Χάνονται στα σοκάκια της
Μυρίζουν τα αρώματά της
Χαράζουν τους τείχους της
Με συνθήματα και στίχους από τραγούδια.
Και ένα μπλε φόντο για τη θάλασσα…

Στα όνειρά μου η πόλη είναι γεμάτη νερό
Και οι άνθρωποι έχουν το ίδιο πρόσωπο,
Μα χωρίς εσένα μέσα τους.
Τους κρεμάω σιγά σιγά σε αόρατα σκοινιά
Μέχρι να σε βρω.
Πριν προλάβουν και βυθιστούν τα πάντα
Πριν ανοίξω τα μάτια
Και τα αρνηθώ…

Κυριακή 13 Φεβρουαρίου 2011

Μέρες της νύχτας


Χτες το βράδυ άκουσα το κλάμα ενός μωρού
Από το πάνω διαμέρισμα.
Έσπασε τη σιγαλιά της νύχτας
Και σκόρπισε μέσα σε όλο το σπίτι.
Ο μικρούλης ήταν καινούριος στην πολυκατοικία
Και ζήταγε το φαγητό του επιτακτικά
Αδιαφορώντας για τον ύπνο μας.

Συνήθως οι ήχοι της νύχτας που με ξύπναγαν-
Καλύτερα,οι ήχοι της πόλης τη νύχτα-
Οι ήχοι αυτοί μου έφερναν οργή
Και κάποιες βρισιές μαζί.
Μα χτες χαμογέλασα με το μικρό
Ανασηκώθηκα στο κρεβάτι κι έμεινα ακίνητος.
Κάπως έτσι άκουσα,αιστάνθηκα
Τα βιαστικά στην αρχή βήματα της μάνας,
Το κλάμα να σβήνει στη συνέχεια
Και κάποια απαλά βήματα πάνω κάτω
Να συνοδεύουν ένα γλυκό νανούρισμα.

Κι όταν ακούστηκε το ρυθμικό τρίξιμο
Της ξύλινης κούνιας,ένιωσα υποψία ενός δάκρυ
Μια μικρή μόνο υποψία.
Η μητέρα έφυγε αθόρυβα και-φαντάστηκα-
Ρίχνοντας ένα βλέμμα αγάπης στο παιδί
Λίγο πριν κλείσει την πόρτα πίσω της.
Η πολυκατοικία βυθίστηκε πάλι στο σκοτάδι μεμιάς.
Η Τίνα έριξε ένα σάλι πάνω στη γύμνια της,
Ο γέρος του τρίτου έπιασε μια παλιά προσευχή
Και οι άλλοι ξανάπεσαν στα κρεβάτια τους.

Σκέφτηκα,είναι αυτή μια από τις νύχτες
Που η μέρα εισβάλλει ξαφνικά και για λίγο,
Αλλά είναι αρκετό να διώξει εφιάλτες
Και φόβους.
Μη μεγαλώσεις ποτέ μικρέ μου φίλε…

Ξάπλωσα πάλι.

Θυμάμαι λίγα λεπτά μετά
Η βροχή είχε πάψει να γδέρνει το δωμάτιό μου
Και μια λευκή αμμουδιά είχε πάρει τη θέση της.
Η θάλασσα στην άκρη με καλούσε κοντά της
Και στον πέτρινο μόλο κάτι παιδιά κάνανε ήδη βουτιές…

Τετάρτη 9 Φεβρουαρίου 2011

Προς τους θεούς


Οι θεοί της πόλης πότιζαν αίμα
Τη θάλασσα κάθε βράδυ.
Έκοβαν κομμάτια το φεγγάρι
Και το κρύβαν σε ψηλούς φανοστάτες.
Έτσι φώτιζαν μόνο το κόκκινο περίγραμμα
Και σιωπούσαν τη φρίκη από τους ανθρώπους.
Υπήρχε μονάχα η υποψία
Μα η υποψία ποτέ δεν είναι αρκετή.

Οι άγγελοι των θεών έβαφαν γαλάζια
Τα σπίτια και άσπρους τους δρόμους.
Πάνω από το κόκκινο,
Πάνω από το θάνατο.
Κέρναγαν γυναίκες και κρασί τους άντρες
Και όμορφα ρούχα με στολίδια τις γυναίκες.
Έμοιαζε η πόλη μια μεγάλη γιορτή,
Μια μεθυσμένη στροφή γύρω από τη νύχτα.

Κάθε βράδυ σφάζανε κρυφά τα νήπια οι δήμιοι
Και κάθε βράδυ αποκεφαλίζανε προφήτες.
Είχαν δέσει τον ήλιο πίσω από τα κύματα
Με βαριές αλυσίδες από τραγούδια.
Καθυστερούσαν τη μέρα
Καθυστερούσαν το φως.

Μια γυναίκα όμως κάποτε
Μάζεψε τα κομμάτια του φεγγαριού ένα ένα.
Τα πήρε στην αγκαλιά της και τα ένωσε
Υψώνοντάς τα στον ουρανό.
Και φώτισε μεμιάς η πόλη,η θάλασσα
Και είδαν οι άνθρωποι τη σφαγή
Και πάγωσαν τα πρόσωπά τους.

Οι θεοί και οι άγγελοι πέσαν στην κοπέλα
Σαν αρπαχτικά να την ξεσκίσουν.
Στην τελευταία της κραυγή πριν φύγει
Υψώθηκαν αγάλματά της πάνω στις παλιές αψίδες
Και στα σκονισμένα ιερά.
Κάποιοι την ονόμασαν ελπίδα,
Κάποιοι άλλοι ελευθερία
Και κάποιοι Αντίσταση.

Οι άνθρωποι βάδιζουν τώρα
Προς τους θεούς,
Αποφασισμένοι,τρομαχτικά σιωπηλοί.
Στα μάτια τους καίνε φωτιές,
Μικροί ήλιοι
Έτοιμοι να εκραγούν…

Πέμπτη 3 Φεβρουαρίου 2011

Νεάπολη


Tα σπίτια ήταν φτωχικά.
Στέκονταν οι ξύλινες παράγκες
Δίπλα δίπλα η μία στην άλλη
Λες και πάλευαν για μια γωνιά
Στο μικρό λόφο.
Μια γωνιά να χτυπάει ο ήλιος.
Από πίσω και κάτω απλωνόταν η πόλη
Με το λιμάνι της και τα εμπορικά της,
Ασάλευτα πάνω στη θάλασσα.
Λες και περίμεναν κάτι
Για να ζωντανέψουν,
Να συρθούν στο ξεθωριασμένο γαλάζιο.
Ένα κάλεσμα,μια φωνή,κάτι…

Θυμάμαι κάτι με ρώτησες
Καθώς οδηγούσες,
Αλλά τα λόγια δεν τα άκουσα.
Ίσως γιατί χάζευα έξω το μεσημέρι,
Ίσως γιατί δεν υπήρξαν ποτέ λόγια.
Μοιάζαμε πάντα σαν θλιμμένα αγάλματα
Αφημένα σε μια κίνηση
Πάνω σε άγριες λεωφόρους.
Πάντα αφήναμε ένα κομμάτι μας
Στο δρόμο.
Πάντα γυρνάγαμε σπίτι λειψοί.


Τα χαμόσπιτα χάθηκαν σε μια στροφή
Το ίδιο και η πόλη με το λιμάνι.
Λίγο πριν βάλεις την αγαπημένη σου
Μουσική στο ραδιόφωνο,
Γύρισες και με κοίταξες.

Ήταν η κούραση της ημέρας,
Ήταν η φαντασία μου,
Μα φάνηκαν στα μάτια σου
Ξεθωριασμένες θάλασσες
Να ανοίγονται.
Και πάνω τους εμπορικά ασάλευτα,
Ακίνητα,
Λες και περίμεναν κάτι να ζωντανέψουν.
Ένα κάλεσμα,μια φωνή…