Σάββατο 31 Οκτωβρίου 2009

Νεκρή φύση


O τύπος έτρεχε πίσω από το λεωφορείο για καμιά εικοσαριά μέτρα ακόμα.Η μαύρη δερμάτινη τσάντα του σίγουρα τον δυσκόλευε στο κυνηγητό του.Αφού είδε τελικά ότι δεν θα κατάφερνε τίποτα,σταμάτησε απογοητευμένος.Έμεινε να κοιτά το 31 να απομακρύνεται μέσα σε σύννεφο νερού και καπνού που έβγαινε από την εξάτμισή του.Ένας άλλος οδηγός πέρασε ξυστά δίπλα του,τού κορνάρισε και τον έβρεξε λερώνοντάς του το αριστερό μέρος της καφέ καμπαρντίνας του.Ο τύπος πετάχτηκε τρομαγμένος προς τα πλάγια,βρίζοντας είτε τον οδηγό είτε την κακή του τύχη εκείνο το βροχερό πρωινό.
Ήπια μια γουλιά από τον ζεστό καπουτσίνο που μόλις μου είχε σερβιριστεί και έστρεψα το βλέμμα μου αλλού.
Μια γυναίκα πάλευε να ανάψει το τσιγάρο της κάτω από ένα υπόστεγο ενός μανάβικου.Καθώς έγερνε λίγο το κεφάλι της πλησιάζοντας το τσιγάρο στην φωτιά,φάνηκε μέρος του λευκού της λαιμού.Τα ξανθά μαλλιά συμπλήρωναν το άσπρο φόντο.Όταν κατάφερε να ανάψει το τσιγάρο της,τράβηξε μια γερή ρουφηξιά και κράτησε αρκετή ώρα τον καπνό μέσα της.Φαινόταν λες και αυτή ήταν η επιβράβευσή της για μια πολύ δύσκολη προσπάθεια που είχε ολοκληρώσει με επιτυχία.Περίμενα με το φλιτζάνι ακίνητο στο χέρι μου μέχρι να δω τον καπνό να βγαίνει από το στόμα της.
Πιο πίσω στο πεζοδρόμιο ένα παιδάκι σερνόταν από μια κυρία που απ’ότι κατάλαβα πρέπει να ήταν η μάνα του.Είχε μια μεγάλη τσάντα στους ώμους του και κρατούσε σφιχτά στα χέρια του ένα στρατιωτάκι .Ήταν ένας στρατιώτης γονατιστός που σημάδευε με το όπλο του τον εχθρό.Όμως το αγοράκι έκανε μεγάλα βήματα τώρα για να προλάβει τον γρήγορο βηματισμό της μάνας του.Έτσι σκόνταψε σ’ένα σπασμένο πλακάκι στο πεζοδρόμιο κάνοντας την μάνα του να θυμώσει με την απροσεξία του.Αφού τον τίναξε καλά καλά συνέχισαν την βιαστική πορεία τους.
Μα έμεινε κάτω στο πεζοδρόμιο παρατημένο το στρατιωτάκι.Έμεινε εκεί με το όπλο του στραμμένο προς τα μένα σαν να προσπαθούσε να κλειδώσει τον στόχο του για τα καλά.Ήπια άλλη μια γουλιά από τον καφέ μου και απέστρεψα το βλέμμα μου από τον δρόμο.Στον τοίχο του καφέ υπήρχε ένας πίνακας με μια νεκρή φύση.Ένιωσα μια απέραντη θλίψη να με κυριεύει.Γύρισα προς το γκαρσόνι και του έκανα νόημα να πληρώσω…

Σάββατο 24 Οκτωβρίου 2009

Μέθη


Όλα ξεκίνησαν με ένα απότομο και σπαστικό γέλιο που άρχισε να βγαίνει από μέσα μου.Στην αρχή νόμιζα ότι κάποιος άλλος γελούσε αντί για μένα,αλλά μετά θυμήθηκα ότι ήμουν μόνος στο σπίτι.Με συνεπήρε ολόκληρο και σπασμοί κυρίευσαν το κορμί μου.Σωριάστηκα στην πολυθρόνα αφήνοντας το Captain Morgan να πέσει από τα χέρια μου.Μια μικρή τελευταία γουλιά που είχε μείνει,βγήκε σιγά σιγά από το μπουκάλι λερώνοντας το χαλί.
Από το πολύ γέλιο με πόνεσε η κοιλιά μου και δάκρυα κάλυψαν τα μάτια μου.Το αστείο ήταν ότι δεν υπήρχε πουθενά αστείο στην υπόθεση.Αντιθέτως εκείνο το βράδυ ήθελα να μεθύσω,ήθελα να ξεχάσω.Και έτσι είχα πιάσει να αδειάζω όλα τα μπουκάλια που βρήκα μες στο σπίτι μου.
Σταμάτησα για λίγο το παράλογο γέλιο μου και κοίταξα χαμένος γύρω μου.Ένιωσα τις στιβάδες των βιβλίων να έρχονται καταπάνω μου και να με πλακώνουνΠνιγόμουν.Έκανα να πιάσω τον καπετάνιο αλλά αυτός μου γλίστρησε πιο πέρα.Έκανα να σηκωθώ αλλά ξανάπεσα βαρύς στην πολυθρόνα μου.Πρέπει να είχα ξεράσει κάπου γιατί το δωμάτιο μύριζε απαίσια.Θυμάμαι ότι μέσα στην παράνοια της μέθης,η μυρωδιά από τα ξερατά μού θύμισε σφαγείο,όπως αυτά που επισκεπτόμουν μικρός με τον πατέρα μου.
Κοίταξα προς το ταβάνι και σκούπισα τον ιδρωμένο λαιμό μου το χέρι μου.Άρχισα να βρίζω τον Θεό εκεί ψηλά και να σηκώνω τις γροθιές μου.Τα βιβλία με πλάκωναν πιο πολύ.Πνιγόμουν.
Η όλη φάση πρέπει να κράτησε κανένα μισάωρο.Μετά άρχισε να γελάω πάλι.Μα πριν τα μάτια μου κλείσουν και πέσω σε βαθύ ύπνο,θυμάμαι το γέλιο μου να αναμιγνύεται με κλάμα.Και στο τέλος έμεινα να κλαίω σαν μικρό παιδί.

Δευτέρα 19 Οκτωβρίου 2009

Χάδι στην ομίχλη


Υπάρχουν κάποια πράγματα που είναι γραφτό να γίνουν.Τα περισσότερα.Και όσο και να προσπαθεί ο άνθρωπος δεν μπορεί να τα αλλάξει ή να ξεφύγει απ’αυτά.Μοιάζει η πορεία τους καθορισμένη από πριν•εμείς απλά παλεύουμε και αγωνιούμε και φοβόμαστε και ελπίζουμε.Αλλά αυτό είναι και το μεγαλείο μας,το νόημα της ύπαρξής μας.Η επιμονή μας στο να προσπαθούμε,στο να αντιστεκόμαστε σε ανώτερες δυνάμεις και εν τέλει να πέφτουμε ηρωικά και ποτέ ηττημένοι.
Οι άνθρωποι είναι φλεγόμενες σκιές που χάνονται με το φως της ημέρας.Μένει μόνο το εντύπωμά τους πάνω στα μάρμαρα,πάνω στους τοίχους,πάνω στα δέντρα να τούς θυμίζει.Όσο και να το ξεπλύνει η βροχή,όσο και να το σκορπίσει ο άνεμος,αυτό πάντα θα υπάρχει εκεί,για να θυμίζει τον διαρκή αγώνα στον οποίο είμαστε νικητές και ας τον έχουμε εξαρχής χάσει.
Αναρωτιόμουν για εκείνες τις στιγμές μέσα σ’αυτό το χάος των δυνάμεων,όπου πραγματικά υπερνικούν την αιωνιότητα της συνεχούς πτώσης.Αυτές οι στιγμές χαράσσονται για πάντα στον άτυπο κατάλογο της καταγραφής της ζωής μας.Είναι οι στιγμές που μας δίνουν όλη την δύναμη να προχωρήσουμε πεισματικά ενάντια στην φθορά και το πεπρωμένο.Είναι οι στιγμές ευτυχίας…
Ένα κορίτσι ξεχασμένο στο παγκάκι ένα πρωινό σε μια άδεια πλατεία γεμάτη ομίχλη.Ένα αγόρι που επιμένει και δεν φεύγει.Ένα χαμόγελο και μετά ένα χάδι.Μια υπόσχεση και ένα φιλί.Ευτυχία σε δυο ψυχές ένα μουντό πρωινό.
Ποτέ δεν χάσαμε γιατί ποτέ δεν σταματήσαμε.

Κυριακή 11 Οκτωβρίου 2009

Διαδρομή προς το σπίτι


Ο ήχος από τις γόβες της
Σαν αυτόν ενός παλιού ρολογιού
Που μετράει τις ώρες μας
Σε στιγμές απραξίας και υποταγής.

Ξημερώματα στην πόλη.
Μοιάζει η διαδρομή στο σπίτι
Κουραστική πορεία
Στην καρδιά της νύχτας
Που τελειώνει.

Ο ίδιος γέρος κοιμάται
Στα σκαλιά της πέτρινης εκκλησίας.
Θυσιασμένος αμνός από αυτούς
Που κλειδώνουν τις ζωές τους
Στην υποκρισία.

Το μαύρο φόρεμά της
Πιο λαμπρό και από το χρώμα
Της νύχτας.
Η ελπίδα παραπαίει δίπλα μου
Μα δεν μ’αφήνει να την αγγίξω.

Και οι σκιές των δρόμων
Ακολουθούν τους ανθρώπους
Σαν μικρά παιδιά….

Πέμπτη 1 Οκτωβρίου 2009

Μορφές


Το περιοδικό άναμμα και σβήσιμο
Ενός μπλε φωτός…
Μια στιγμή σκοτάδι,την άλλη μορφές.
Ένα ποτήρι κρασί και ένα χέρι
Φτηνά ξεχασμένο εκεί…
Σκοτάδι πάλι.Φως.
Ένας άντρας γυμνός σε μια καρέκλα
Λυπημένος χωρίς αιτία,εραστής…
Δέσμιος του αποχωρισμού.
Σκοτάδι πάλι.Φως.
Μια γυναίκα,ανάγλυφη μορφή,
Κάτω από τα σεντόνια…
Παλεύει να αναπνεύσει στον ύπνο της.
Λυγμοί που επιμένουν.
Σκοτάδι πάλι.Φως.
Μορφές ακίνητα προσηλωμένες
Ζουν και πεθαίνουν
Στον ίδιο ρυθμό….