Τρίτη 25 Δεκεμβρίου 2012

Όλα τα άλλα ήταν απλά υπέροχα








Καβγάδες ατέλειωτοι μωρό μου
Μας φέρανε εδώ
Όλα τα άλλα ήταν απλά υπέροχα:
Τα ποιήματά σου
Οι ζωγραφιές σου
Το γαμήσι μας
Το βόρειο σέλας
Τα χείλη σου
Η νεκρή σαύρα στην έρημο
Η νεκρή σαύρα στην άσφαλτο
Η Μασαχουσέτη
Η Πάτρα
Η κέδρινη καρέκλα στο εξοχικό του παππού
Ο τριγμός της
Τα μάτια σου
Τα μάτια της μάνας
Η αναπνοή του πατέρα
Τα κάλαντα
Τα μωβ νύχια σου

Ο βράχος στην τάφρο
Το τζάκι
Τα πόδια σου
Η σοκολάτα στα χείλη σου
Τα πρωινά
Η ανάβαση
Ο ιδρώτας σου
Το δάκρυ της Παναγίας
Οι θάλασσες
Τα μαγιό σου με τα πολύχρωμα
Τα καράβια
Η φουσκωμένη κοιλιά σου
Οι καραμέλες στην δεξιά τσέπη
Το χωριό
Η γιορτή
Και τα τραγούδια
Η αράχνη στη γωνία του τραπεζιού
Σε ένα σπίτι στο Μαρόκο
Η άσπρη πετσέτα στα χέρια μας
Το αίμα του γιού μας πάνω σ’αυτήν
7 χρόνια
Και ένα μάρμαρο στο λόφο
Οι κατάρες

Ο χωρισμός.

Κυριακή 16 Δεκεμβρίου 2012

Χρυσός χορός, κόκκινος κόσμος






Πριν  σε  πάρει  η  πόλη

Κοιμόσουν πάνω από τις λίμνες
Με τους αγκώνες να ακουμπάνε στις όχθες
Και τα χρυσά σου μαλλιά να βουλιάζουν
Να φέγγουν προς τα μέσα στο βυθό
Να χορεύουν γύρω τους κοπάδια τα ψάρια.

Τώρα
το σαξόφωνο
παίζει
και συ
γελάς.
Καπνίζεις αυτά τα σλιμ τα χρυσά
Και κάνεις συννεφάκια που τραβάνε εκεί ψηλά.

Οι αγκώνες σου είναι καλυμμένοι από μαύρα γάντια,
Είναι της μόδας, της κυκλικής μόδας,
Και τα μαλλιά σου νομίζω κόκκινα,
Είπα νομίζω,
Γιατί
όλα σε αυτό το μέρος
είναι κόκκινα.
Ακόμα      και     οι      άνθρωποι,
Ακόμα
κι αυτός
ο χοντρός ο τύπος
με το καπέλο.
Αυτός που όλο γελάει
Και       σε       πουλάει     εδώ     και      κει
Δες ο λαιμός του είναι κόκκινος,
                
                  δες

Τα χέρια μου είναι κόκκινα

Πέμπτη 13 Δεκεμβρίου 2012

H αίγλη της στιγμής





Ο Μπλεκ έφεγγε με το φακό του
 προς το λιμάνι,
Εκεί στις βαρκούλες  
 νόμιζε ότι ήμασταν.
Μουλωχτά μουλωχτά ,
ίσως και με μια δόση γοητείας,
Η Καλυψώ πήγε προς
την κολώνα κι έφτυσε.
Ανελέητο       
 παιδικό κρυφτό και έρωτες.

Ξυπνάω τρομαγμένος 50 και κάτι χρόνια μετά.


Περπάτησα με πόνο ως το γραφείο,
Μνήμες ημερών έρχονται
σακατεμένες
               τη νύχτα,
Ευλογούν το σώμα
 τη ψυχή με οξύ
Και στέκονται να δουν τον
 χορό σου.
Δεν μπορώ να βάλω φωτιά στον εαυτό μου,
Δεν μπορώ να βάλω ζωή
                 στις λέξεις,
    στο χαρτί.

Χτυπάνε τα παραθυρόφυλλα από τον άνεμο,
             Είμαστε σε έναν κόσμο τόσο μικροί,
Ο βήχας βγάζει αίμα και νιώθω σαν μετάξι
Το ξύλο του γραφείου
  
   να κυλάει κάτω από τα δάχτυλα
       
          σχεδόν όπως η βροχή έξω, σχεδόν.
Μήπως δεν σέρνουνε κι αυτά κάποιο
Όμορφο τραγούδι,
κάποιο χάδι σε γυναικείο λαιμό.

Αύριο το πρωί θα μπει στο δωμάτιο μασκαρεμένος
Καμαριέρα τροφαντή,
Ο θάνατος.
Θα ανοίξει τα παράθυρα να ξεμυρίσει ο χώρος,
Θα τινάξει τα παπλώματα,
Θα μου πει σήκω τεμπέλη ξημέρωσε,
Θα ανακλαδιστώ, θα νιώθω πάλι τόσο νέος,
Θα κάνω ότι δε με νοιάζει.
Ίσως σκάσω κι ένα τρυφερό τσιμπλιασμένο χαμόγελο.

Ξέρω τι είσαι, θα του πω.