Σάββατο 30 Ιουνίου 2012

Το έθιμο





Θα έρθει, μην ανησυχείς θα έρθει…Πάντα έτσι δεν γίνεται σε αυτές τις περιπτώσεις? Είναι το έθιμο ξέρεις.
Ναι ναι ξέρω, είναι το έθιμο, είπε σιγανά σαν να προσπαθούσε να τον ακούσει μόνο ο εαυτός του που είχε αρχίσει να ανησυχεί.
Οι καλεσμένοι ήταν κι αυτοί λίγο μουδιασμένοι, έβλεπες την ανησυχία τους στα μάτια, έστω κι αν προσπαθούσαν να την κρύψουν με αδέξιες κινήσεις, σαχλοανέκδοτα και πολιτικούς σχολιασμούς.
Το βλέμμα του πήγε στην μπομπονιέρα που κράταγε ένα παχουλό παρανυφάκι, έπαιζε με την μπλε κορδέλα που τύλιγε τα κουφέτα μες στο δίχτυ, ξαφνικά το μικρό έβγαλε μια στριγκιά φωνή πόνου και η μπομπονιέρα έπεσε κάτω ανοίγοντας και χύνοντας το περιεχόμενό της στο τσιμέντο.
Σφήκα ! Με τσίμπησε σφήκα, ούρλιαζε, καθώς ήδη ένα πρήξιμο και μια κοκκινίλα έκαναν την εμφάνισή τους στο αριστερό μάγουλο.
Η μητέρα της την πλησίασε τρομαγμένη την πήρε αγκαλιά και τράβηξαν προς το αμάξι ή προς ένα γειτονικό σπίτι, κάπου τέλοσπάντων, έξω από το οπτικό του πεδίο, ένας άντρας έβαζε βρεγμένο μαντήλι και καθάριζε το μάγουλο της μικρής.
Κακό σημάδι, μονολόγησε ψιθυριστά πάλι.
Τι είπες? τον ρώτησε ο κολλητός του.
Τίποτα Γιάννη, απλά αργεί πολύ η Μ.
Σου είπα είναι μες στο πρόγραμμα αυτά, μην αγχώνεσαι.
Ναι το πρόγραμμα... είπε αργά.
Ο πεθερός μίλαγε κάπου πιο πέρα με την πεθερά, ρίχνοντας λοξές ματιές μία προς τα ρολόγια τους και μία προς αυτόν, ήταν ο γαμπρός σαν ένα δύστυχο σκιάχτρο στη μέση ενός χωραφιού, δίχως σπαρτά, δίχως πουλιά να διώξει, μόνο ο καλοκαιρινός ήλιος τον έκαιγε ανελέητα.
Οι γονείς μου, τους είδες? , ρώτησε τον φίλο του.
Ναι, είπαν μπαίνουν λίγο μέσα στην εκκλησία, έχει πολλή ζέστη έξω, την ξέρεις τη μάνα σου δεν αντέχει…
Η Μ. του είχε πει σε αγαπώ έτσι ξαφνικά όπως την είχε γνωρίσει στην βιβλιοθήκη 5 χρόνια πριν. Είχαν ξεκαθαρίσει στην αρχή, όχι σχέσεις και τέτοια, απλά να περνάνε καλά, εκείνη ήταν πληγωμένη από παλιά περιστατικά, εκείνος ήταν απορροφημένος στη δουλειά του. Από την αρχή η ευθύτητά της έβαλε τα όρια, έτσι δεν υπήρχαν παραλογισμοί, ζήλειες και ψεύτικες ελπίδες που οδηγούν στον πόνο.
Αλλά πάντα πίστευε αυτός, όταν τα πρωινά σηκωνόταν και έφευγε για την δουλειά, τύλιγε την γραβάτα του, έπινε στα γρήγορα τον καφέ, πάντα πίστευε ότι ένα τόσο δα κομμάτι του έμενε δίπλα της. Και δεν ήθελε να σκεφτεί τη μέρα που έντρομος θα ανακάλυπτε πως ολάκερο το σώμα του θα έμενε ξαπλωμένο δίπλα στο γυμνό κορμί της, να ανασαίνει ευτυχισμένο το άρωμά της, να κοιτάζει το πρόσωπό της καθώς θα κοιμάται, να ερωτεύεται την Μ. …
Εκείνη τη μέρα που του είπε σ'αγαπώ, είχαν τσακωθεί, εκείνη είχε ανακατώσει τα χαρτιά του, αυτός κάτι έψαχνε και δεν το έβρισκε, νευριασμένος της είπε να φύγει γιατί πραγματικά έμοιαζε να μη νοιάζεται γι’αυτόν. Η Μ. τον κοίταξε τρυφερά και του είπε:
Μα σ'αγαπώ, δεν μπορείς να λες τέτοια.
Ο παλιατζής πέρναγε απέξω 5η φορά, και ήταν η μόνη φορά που δεν ήθελε να τον σκοτώσει, βασικά ήθελε να τον χαιρετήσει χαρούμενος, ίσως και να τον φιλήσει σταυρωτά με κίνδυνο βέβαια να παρεξηγηθεί. Αλλά να η γυναίκα που έβαζε όρια, τώρα τα γκρεμίζει και στέκεται μπροστά του γυμνή, δίχως πέπλα γύρω της, και του δίνεται και με τη ψυχή της - και ο φόβος που είχε φεύγει - και την πλησιάζει και τρυφερά την φιλάει στο στόμα.
Κάνει τόση ζέστη εδώ και η Μ. αργεί, σαν ετοιμοθάνατος εκλιπαρεί μέσα του για λίγο νερό, κι αν δεν έρθει τελικά, αναρωτιέται, κι αν μετάνιωσε έτσι ξαφνικά;
Σκέψου θετικά, λέει μια φωνή μέσα του, και το μυαλό του πάει στο ατύχημα που είχε πριν 2 χρόνια με τη μηχανή, είχε τρέξει να τον βρει στο νοσοκομείο, μέσα σε γάζες και γύψους ίσα που μπορούσε να χαμογελάσει αυτός χωρίς πόνο. Χαζέ, του είχε πει, μην φύγεις ακόμα, γιατί στο λέω αν φύγεις δεν θα έρθω μαζί σου.Θες να με χάσεις χαζέ; είπε και κάθισε δίπλα του χαϊδεύοντάς του τα μαλλιά.
Ξέρεις Μ. της είχε πει, λένε όταν πλησιάζεις στο θάνατο περνάνε όλα μπροστά στου, όλη σου η ζωή, αλλά εγώ δεν είδα κάτι πέρα από σκοτάδι και πόνο.
Όχι, δεν έφτασες στο θάνατο, απλά τον προσπέρασες με την ηλιθιότητά σου να τρέχεις πάνω σε κείνη την κωλομηχανή, να ξέρεις αν τον φτάσεις δεν θα είμαι δίπλα σου, αυτή είναι η συμφωνία μας για να μην φύγεις μακριά μου.
Τότε το πρόσωπό της δάκρυσε όπως και όταν της πρότεινε να γίνει γυναίκα του, μα τώρα τι τρέχει , όλα φαίνονται μαύρα στα μάτια του όπως το κοστούμι που φοράει, όπως τα ρούχα που φοράει ο κολλητός του, ακόμα και τα φορέματα των γυναικών τού μοιάζουν μαύρα, και η Μ. πουθενά.
Το τριαντάφυλλο σκάει στο πρόσωπό του, ξαφνικά βρίσκεται ανάσκελα σε ένα πολύ στενό μέρος και όλοι γύρω του κλαίνε μες στα γαμημένα μαύρα, δεν μπορεί να μιλήσει ούτε να κουνηθεί, οι γονείς του από πάνω κλαίνε, η μάνα του λιποθυμάει, ο πατέρας του την συγκρατεί από τους ώμους, ο κολλητός του τού ψιθυρίζει στο αυτί: 
Αντίο φίλε, θα μας λείψεις, είμαι σίγουρος ότι και η Μ. αυτό θα σου έλεγε…
Τον πιάνει πανικός αλλά μια άγνωστη δύναμη τον κρατάει στην ακινησία, φωνάζει βοήθεια μα δεν ακούγεται φωνή, σαν να διαβάζει τη σκέψη ενός άντρα πιο κει, λέει ο τύπος, έκανα εξαιρετική δουλειά, τον έραψα καλά, δεν φαίνονται οι πληγές,
Σαν να καταλαβαίνει το χώρο δίπλα του, άσπρες πλάκες ανεβαίνουν ως ψηλά τον λόφο, πλαισιώνουν ένα μικρό εκκλησάκι που πένθιμα χτυπάει η καμπάνα του, είναι καλοκαίρι και έχει ζέστη και σαν να ακούει τα κύματα της θάλασσας στον ορίζοντα πέρα.
Χαμογελάει θλιμμένα, σκέφτεται είχες δίκιο αγάπη μου, όταν φεύγεις τα όμορφα περνάνε μπρος στα μάτια σου έστω κι αν δεν σε ακολουθούν στην άλλη μεριά.
Η μάνα του καταρρέει πάλι, καθώς ένα παχουλό κοριτσάκι του πετάει άλλο ένα τριαντάφυλλο στο πρόσωπο….

Πέμπτη 28 Ιουνίου 2012

Εξομολογήσεις στη Λία και τις γάμπες της - μέρος 4ο






Σκέφτομαι αυτό που διάβασα κάπου, η Γη λίγο μετά την δημιουργία της, όταν κόχλαζε ακόμα η επιφάνειά της, τότε άρχισαν να πέφτουν οι υδρατμοί σαν βροχή πάνω της, λυσσαλέα άγρια βροχή, κι έτσι έβρεχε για εκατομμύρια χρόνια, έβρεχε πάνω στην φωτιά, έβρεχε συνέχεια τόνους υγρό, μέχρι που σχηματίστηκαν αρχέγονοι ωκεανοί. Μου έκανε εντύπωση, όχι γιατί δεν μπορώ  να το συλλάβω αυτό, αλλά γιατί κοιτάζω εσένα να στέκεσαι όρθια δίπλα στο ανοιχτό παράθυρο, το λεωφορείο τραντάζεται από τους παλιόδρομους, η ζέστη καίει το καλοκαίρι αυτό, και λέω μέσα μου, να αυτό το πλάσμα που όμορφα κι απαλά σαλεύει ο αέρας τα καστανά μαλλιά της, αυτή η γυναίκα βγήκε από αυτή τη βροχή πάνω στη λάβα, γεννήθηκε μέσα από αυτές τις βιβλικές αναταράξεις υπέροχη, μυστήρια και ερωτική, γεννήθηκε και μου δόθηκε σε μια απειροελάχιστη στιγμή του χρόνου, σε ένα πετάρισμα του βλεφάρου, όσο διαρκεί το τίποτα για να γίνει πάντα.
Δέος.
Κρυφά συλλογιέμαι πως αν τα ψάχνεις αυτά τρελαίνεσαι, γιατί ο ανθρώπινος νους είναι πεπερασμένος και αυτό που λέμε ψυχή αρέσκεται στην παλινδρόμηση μεταξύ μελαγχολίας και χαράς, με τον δείχτη του εκκρεμούς να μένει πιο πολύ στο πρώτο, σαν να του αρέσει εκεί, σα να κομπάζει να κυλίσει προς τη χαρά, κι όταν το κάνει νιώθει ενοχές και φόβους, ίσως παράλογα όλα τούτα.
Θυμάσαι, υπήρχε μια εποχή στη πόλη, που γυρνάγαμε όλα της τα στενά, δεν είχαμε λεφτά, τα λεφτά μονίμως τελειωμένα ήταν, μα δοκιμάζαμε τα πάντα, κάθε γεύση της πόλης, κάθε ήχο της, κάθε αλκοόλ που έρεε στο αίμα μας, κάθε παραμύθι που λέγαμε μπροστά στις παρέες μας για να ψευτοστοχαστούμε, να ψευτογελάσουμε. Η κοινωνία μονίμως σε πληγώνει έλεγες, κι αν είναι δες τα ελαττώματά της σαν κάτι το διασκεδαστικό, που σπάει τη μονοτονία της αρετής και της ισορροπίας.
Τώρα στέκεσαι από πάνω μου θλιμμένη, λες οι φίλοι σου όλοι είναι εδώ ήρθαν για σένα - σε νιώθω, σε ακούω, μα δεν μπορώ να σαλέψω μήτε ελάχιστα το χείλη μου, δεν μπορώ να μιλήσω, φαντάζομαι το δέρμα μου ωχρό, κι όπως σκύβεις πάνω μου και με φιλάς μια τελευταία φορά, έχω την εντύπωση ότι μας χωρίζει η επιφάνεια μιας θάλασσας, εσύ πάνω από αυτήν κι εγώ κάτω από την διαχωριστική υδάτινη γραμμή, κοιταζόμαστε κατάματα, λίγες στιγμές πριν βουλιάξω στο σκοτάδι. Δες Λία, η πανάρχαια βροχή σταμάτησε να πέφτει πάνω στη φωτιά και η θάλασσα ηρέμησε προς στιγμή, έγινε λάδι, έγινε καθρέφτης που μας χωρίζει, αποτυπώνοντας μια ύστατη στιγμή την αιωνιότητα μεταξύ μας.


Βonobo J.




Σημείωση Ηλία Δεσύλλα: H ιστορία με τον μυστηριώδη κύριο Bonobo J. ξεκίνησε πριν από λίγες βδομάδες, όταν στο email μου άρχισε να έρχεται σε συνέχειες μια περίεργη ιστορία που υπέγραφε ο παραπάνω κύριος. Στην αρχή δεν έδωσα σημασία, το θεώρησα έξυπνο αστείο αλλά τόσο η επιμονή του να τις ανεβάσω στο ιστολόγιό μου όσο και η ίδια η ιστορία, με έκαναν να δώσω ΄΄βήμα’’ στον άγνωστο φίλο μας.
Ο ίδιος υποσχέθηκε μόλις τελειώσει την ιστορία του να μου αποκαλύψει την ταυτότητά του. Αυτά προς το παρόν.

Δευτέρα 25 Ιουνίου 2012

Εξομολογήσεις στη Λία και τις γάμπες της - μέρος 3ο







Εκείνο που έκανα ήταν να κλείσω βιαστικά τα μάτια καθώς το τρένο έφευγε την πορεία του και έτρεχε έξω από τις ράγες προς τα σταματημένα αμάξια, ήταν απόγευμα και σε κάτι χωράφια πέρα παίζανε μπάλα τα παιδιά, αργότερα τα χρόνια δώσανε άλλη μορφή σε αυτό που τώρα ξέρω από εφημερίδες και παλιές φωτογραφίες του Τύπου, μες στο μυαλό μου, το τρένο πήρε τη μορφή δράκου που σερνόταν προς τα πάνω μας, είχε τεράστια τρομαχτικά δόντια και ξερνούσε φωτιά στο πέρασμά του.
Αυτή η εικόνα έγινε μόνιμος σύντροφος εφιάλτης στους ύπνους μου για χρόνια, έκλεισα βιαστικά τα μάτια και το χάραξα μέσα μου με μια τραγική ειρωνεία που ποτέ δεν κατάλαβα, ούτε και οι γυναίκες στο διάβα τους στη ζωή μου που ξύπναγαν από τις φωνές μου τα βράδια και ρωτούσαν τι τρέχει, ίσως από μια άποψη ήταν κάπως καλό το όλο σκηνικό γιατί τα χάδια τους ήταν αλλιώτικα μετά από αυτό, οι αγκαλιές τους πιο θελκτικές, πιο λατρευτές.
Όποτε έκανα μάθημα, υπήρχαν στιγμές που κοίταζα έξω από το παράθυρο, υπαγόρευα την ορθογραφία στους μαθητές και κάπου κόμπιαζα, η πόλη έμοιαζε ένα θηρίο έτοιμο να μας κατασπαράξει όλους, ειδικά τους μικρούς, όπως εκείνο το τρένο χρόνια πριν στα μέρη μου, μα τώρα έχω ηρεμήσει, εδώ στο νησί αυτό δεν υπάρχουν ράγες μήτε πολλά αυτοκίνητα, είναι όλα τόσο ήσυχα και οι λιγοστοί μαθητές μου κάνουν μια διαδρομή 2 με 3 σπίτια το πολύ για να έρθουν ως εδώ, το ήθελα αυτό το μέρος, οι εφιάλτες αραίωσαν, διαβάζω πιο ξέγνοιαστα τους αγαπημένους μου συγγραφείς, σκέφτομαι πιο ήσυχα τις μέρες μου, είναι όλα τόσο απλά.
Ο κύριος έχει καθίσει εκεί σε μια πέτρα και με κοιτά χαμογελώντας υπομονετικά, θέλει να ακούσει το παραμύθι μου, χα Λία, ποιος το περίμενε αυτό, είναι σαν όνειρο μέσα σε όνειρο που έλεγε και ο καταραμένος ποιητής.
Εσύ θα με κρίνεις πιο αυστηρά από όλους, γιατί εσύ με αγάπησες.





Βonobo J.

Εξομολογήσεις στη Λία και τις γάμπες της - μέρος 2o








Το μέρος του σώματος που αξίζει να φιλάω, που άξιζε να φιλάω, ήταν εκεί λίγο πιο κάτω από το αυτί, τράγο το λένε οι γιατροί, μα εμένα δεν μου άρεσε η ονομασία αυτή Λία, εγώ το καλούσα ''Αυγή'', οι ψίθυροι και τα φιλιά προκαλούσαν ρίγη και τρέμουλο στο σώμα σου, έμοιαζε με το ρίγος να κοιτάς γυμνός μια ήρεμη αυγή, η μέρα άνοιγε τα σκέλια της να σε υποδεχτεί, εσύ έμπαινες μέσα της να της κάνεις έρωτα.
Πονάς?
Ναι είναι πιο πολύ η ψυχή, διστάζει, στον ουρανό εδώ δεν φαίνεται τίποτα, είναι σκοτάδι και η πόρτα κρύβει πίσω της το απόλυτο άγνωστο κι όμως σε βλέπω σκύβεις από πάνω μου κλαίς, ρωτάς γιατί, περίμενε μισό λεπτό φίλε, έχω να πω μια ιστορία στην κυρία, την τελευταία μου ιστορία, περίμενε.
Την είχα στο μυαλό μου χρόνια μα όλο την παράταγα για πιο μετά, ίσως ποτέ δεν ήταν ώριμη για να βγει, ίσως ήταν απλά το έργο ζωής που ποτέ δεν έγραψα.
Τώρα έχω ένα λεπτό να στην πω πριν διαβώ την πόρτα με τον Χάρο και ίσως η φωνή μου σωπάσει για πάντα
Με ακούς?
Στα βράχια σκάγανε τα νερά του Αιγαίου χιλιάδες χρόνια τώρα, τρώγανε πέτρα και δίνανε μουσική, εκεί ψαρεύαμε παιδιά γύλους και τα χαζά τα κεφαλόπουλα που νερωμένο τρώγανε το ψωμοτύρι τυλιγμένο σε πλεξούδα αγκίστρια, έμπαινε μέσα στο λαιμό τους, τα κάρφωνε και μαγκωμένα βγαίνανε στον ήλιο σπαρταρώντας λίγη αναπνοή ακόμα.
Τα γέλια μας και οι κραυγές μας ήταν το τελευταίο τους αντίο στο θάνατο, κάτι σαν τα δάκρυά σου τώρα για μένα, αλλά Λία ήταν ωραία τότε, ήμασταν παιδιά, γυρνάγαμε ξυπόλητα και αγαπούσαμε νεράιδες και γοργόνες.
Και στον ουρανό, μήτε τον χειμώνα, δεν φαινόταν άχνα σύννεφο στο στερέωμα.
Μ' ακούς?



Βοnobo J.

Σάββατο 23 Ιουνίου 2012

Εξομολογήσεις στη Λία και τις γάμπες της - μέρος 1ο






Πονάς ?
Διάπλατα ανοίγουν οι πύλες του άδη και με καλωσορίζουν σε αυτό που μοιάζει αιώνιο σκοτάδι και φόβος
Και στο πετσί μου μια νοσταλγία, αλίμονο η τελευταία, με τσιμπολογά σα να θέλει να με κρατήσει με τη σκέψη πίσω σε μια ζωή, που όσο βασανιστική κι αν ήταν, πάντα στο τέλος μοιάζει με όνειρο,
Γιατί είναι οι λατρεμένες στιγμές που υπερισχύουν και μπροστά στον φόβο η μόνη παρέα είναι η νοσταλγία.
Πονάς? Με ρωτάς πάλι
Κι εγώ σου λέω αγριεύει ο πόνος στην αρχή, μετά γίνεται χαδάκι στην ομίχλη και μια λεπτή κλωστή που σε συνδέει με το σώμα και την σάρκα εντός σου, που το ψαλίδι της ψυχής δεν μπόρεσε να κόψει αλλά που σίγουρα ο φόβος και ο θάνατος θα απαλύνει.
Ήδη στα άστρα χτίζουν πόλεις και δω στη γη ρημαγμένα γυρνάνε τα σπουργίτια για λίγο νερό, ο νεκροθάφτης ασβεστώνει το χώμα γύρω από μνήματα, να υποδεχτούν το καλοκαίρι, όλα καινούργια Λία
Ακόμα και στις γάμπες σου ο ιδρώτας αναπνέει ζωή και πόθο
Κι ας μην το λένε τα λόγια σου , το μαρτυράνε όλα πάνω σου, αυτή η κραυγή του ανθρώπου στο θάνατο, αυτή η θέληση για γονιμοποίηση, να μπει το σπέρμα στον κόλπο, να κολυμπήσει την ανιούσα πορεία
Κι εσύ να σφίγγεις τα σεντόνια από ηδονή
Κι εγώ να σφίγγω το μανδύα του μαυροφορεμένου στρατιώτη δίπλα μου
Καθώς σιωπηλοί βαδίζουμε σιμά σιμά στο θάνατο, στην πόρτα εκείνη κει την μικρή.
Πριν έμοιαζε με πύλες…




Bonobo J.

Τετάρτη 20 Ιουνίου 2012

Μην ξαναπείτε το παραμύθι του Θησέα στα παιδιά σας




Φανήκαμε δειλοί,
Οι γέροι άπλωσαν τρεμάμενο το χέρι
Και ψιθύρισαν σωπάστε!
Όσοι νέοι είχαμε μείνει,
Όσοι δεν είχαμε φύγει βροντοχτυπώντας την πόρτα,
Όσοι νέοι μείναμε,
Ήμασταν λίγοι
Και υπομείναμε
Την σάπια μυρωδιά του ιδρώτα,
Του κατουρλιού,
Του φόβου των γέρων,
Καθώς οι παρθένες μέρες του μέλλοντός μας
Ταΐζονταν θυσία στο Τέρας,
Τον σύγχρονο Μινώταυρο
Που φόραγε κοστούμι και έκανε στατιστικές
Και έπινε το αίμα μας -
Ηττηθήκαμε
Και αύριο θα λέμε στα παιδιά μας
Ιστορίες δειλίας,
Ιστορίες μικρότητας,
Για μικρούς ανθρώπους.
Και δειλούς λαούς.


Παρασκευή 15 Ιουνίου 2012

Αναζητώντας το γιο μου, βρήκα τον πατέρα γερασμένο να κοιμάται





Χτύπησα δειλά την πόρτα και ο ιδρώτας έσταζε,
Θύμιζε ασάλευτη δύση στο στερέωμα και φόβο,
Μέσα εκεί στο ερειπωμένο πατρικό είναι ο γιός μου
Κι ήρθα να τον πάρω πίσω .
Είναι όλα τόσο έρημα κι ακίνητα εδώ, μια ζέστη
Σαν να εξατμίζει τα αντικείμενα από τη βάση τους,
Κι οι άνθρωποι δεν υπάρχουν πουθενά.
’’Οι μερες μας καρφωνουν στην καρδια
Και τρεχουν ξοπισω μας γελωντας ειρωνικα, αγαπη μου’’
Δεν μπορώ να τονίσω τις λέξεις σου πια,
Τα νησιά σου και τα χαμόγελά σου επιπλέουν στον αέρα,
Καθώς πλανόδιοι πωλητές τα κρατάνε από λεπτές κορδέλες
Και προσφέρουν δώρο τα δύο σε ένα -
Ένα παιδικό κλάμα ακούγεται στο βάθος -
Αφήστε το γιό μου καθάρματα, φέρτε το γιο μου πίσω!
Οι κορδέλες γίνονται φίδια που χαχανίζουν
Καθώς τα πόδια μου τυλίγουν οι ουρές τους
Και ψηλά με σηκώνουν στον αέρα κρεμασμένο.

Το επόμενο πρωί τρομαγμένη ξύπνησες απότομα
Με ζήτησες δίπλα σου, αλλά έλειπα έξω στην κόλαση.
Όταν γύρισα αργά το απόγευμα πάλι , έκλαιγες.
Έβλεπα έναν εφιάλτη χτες, μου είπες,
Άνοιξα τα μάτια και νόμιζα σε είδα κρεμασμένο
Εκεί ψηλά στο ταβάνι.
Ηρέμησε ήταν απλός ένας εφιάλτης, είναι σαν να είπα.
Εσύ πώς είσαι , με ρώτησες .

Αναζητώντας το γιο μου , βρήκα τον πατέρα  γερασμένο να κοιμάται….
Μοιάζει σαν να είπα.

Τρίτη 12 Ιουνίου 2012

Συνέντευξη στο περιοδικό Βακχικόν

Ο Ηλίας Δεσύλλας συνομιλεί με την Άτη Σολέρτη





http://www.vakxikon.gr/content/view/1260/833/lang,el/







Συνέντευξη
στην
 Άτη Σολέρτη
(Σοφία Αργυροπούλου)


Διατηρείτε το http://clubkolasi.blogspot.com, ονομασία παρμένη από το ομώνυμο ποίημα του Bukowski. Γιατί επιλέξατε αυτόν τον τίτλο;

Εκείνη την περίοδο είχα, θα έλεγα, παθιαστεί με τον Μπουκόφσκι και τον κόσμο του, ήθελα να δημιουργήσω ένα ιστολόγιο με έργα δικά του. Διάλεξα το ποίημα αυτό γιατί μου θύμιζε τη δική μου τρελοπαρέα εκείνης της εποχής, ένα παρόμοιο Κλαμπ Κόλαση. Στην πορεία βέβαια το έκανα πιο «προσωπικό».

Κόλαση

Η κόλαση κοιμάται στην συνήθεια
Καθώς οι σκύλοι λιμοκτονούν
Σε αυτή την πόλη
Και οι γέροι κοντοστέκονται αφηρημένοι
Στους γεμάτους δρόμους.

Όλα κυλούν πιο αργά
Καθώς φτάνουν στο τέλος
Αυτής της ξέφρενης πορείας στο πουθενά
Και στο τίποτα.

Οι φωνές μας,οι κραυγές μας
Βουλιάζουν στον λαιμό ασφυκτικές,
Σκιώδεις υπάρξεις σιωπής
Και φθοράς.
Τραγούδι υποδοχής στη νύχτα
Που απλώνει
Και στο λευκό κρασί σου
Που τελειώνει…


Τι αντιπροσωπεύει για εσάς η «κόλαση»;

Συνήθεια, μοναξιά και η φθορά που επιφέρουν αυτά.

Τι σας ωθεί στη διαδικασία της συγγραφής; 

Είναι μια μορφή εκτόνωσης για μένα, ένας περίεργος «εξορκισμός» των διάφορων σκέψεων ή συναισθημάτων που συσσωρεύονται. Ιδανικός τρόπος ενέσεων θεραπείας για όσους δεν έχουν λεφτά για συνεδρίες με ψυχολόγους και τέτοια.


Υπάρχουν λογοτεχνικά ρεύματα ή γενικότερα καλλιτέχνες που σας έχουν επηρρεάσει; 

Πέρα από το προφανές της επιρροής του Μπουκόφσκι και του «βρώμικου ρεαλισμού», μου αρέσει η λεγόμενη beat γενιά και ο αστικός ρεαλισμός αλλά με αρκετή δόση σουρεαλισμού…Οι Έλληνες συγγραφείς της γενιάς του ΄30 με επηρέασαν επίσης.

Όταν σαπίζουν οι τρελοί,το φεγγάρι χαμογελά

Ο βασιλιάς ρώτησε,
τι είναι καλύτερο
να αγαπάς και να πεθαίνεις γι'αυτό
ή
να αγαπάς και να ζεις γι'αυτό.

Όλοι οι αυλικοί του απάντησαν
το πρώτο.
Μόνο ο τρελός εκεί στο βάθος,
που έπαιζε όλη μέρα με τα σκυλιά,
εκείνος ο τρελός,
του απάντησε το δεύτερο.

Κρίμα,του είπε ο βασιλιάς
και διέταξε να τον κρεμάσουν.
Πέθανε γι'αυτό που αγαπούσε,
κράζαν τα κοράκια γύρω από τη θηλιά.
Καθώς οι κόλακες ψιθύριζαν
ύμνους λατρείας στον αέρα,
καθώς οι πόρνες ανοίγαν τα σκέλια τους
στο ξεφτισμένο πουθενά,
και το φεγγάρι τολμούσε να λάμψει
για άλλη μια φορά..


Εσείς ποιο πράγμα αγαπάτε και ζείτε γι’ αυτό;

Για τις καθημερινές χαρές που μπορούν, σε πείσμα όλων των συνθηκών, να μας εκπλήσσουν συνεχώς.


Κατά πόσο βιωματική είναι η γραφή σας;

Κατά πολύ. Σκεφτείτε την πραγματικότητά μας σαν μια αντανάκλαση του προσώπου μας σε μια λεία επιφάνεια νερού μέσα σε έναν κουβά. Αυτό που κάνω είναι να αλλοιώνω την εικόνα, να παίζω με τα νερά, να φυσάω πάνω τους, αλλά πάντα το υπόβαθρο είναι ίδιο.

ΕΡΩΤΑΣ ΚΑΙ ΨΥΧΗ

Αυτό είναι ένα ξεχασμένο παραμύθι που ακούγεται μόνο στα χείλη των ερωτευμένων.Το λένε ψιθυριστά και με φόβο και σχεδόν πάντα μετανιώνουν αργότερα.Αυτό είναι ένα παραμύθι…

"Με λένε Έρωτα και ζω μέσα στους αιώνες.Κυκλοφορώ σαν σκιά ανάμεσα στους ανθρώπους.Κάπου κάπου στέκομαι μπροστά σε κάποιον και τον κοιτώ στα μάτια χωρίς αυτός να με βλέπει.Έπειτα φυσάω απαλά προς το πρόσωπό του κάνοντας τα βλέφαρά του να τρεμοπαίξουν.Και του αλλάζω την ζωή…Άλλοτε προς το καλύτερο και άλλοτε προς το χειρότερο.
Οι άνθρωποι τελευταία φοβούνται.Φοβούνται να ανοίξουν τα μάτια τους.Τα κρατάνε πεισματικά σφαλισμένα.Έτσι συνήθως η πνοή μου χάνεται.Όταν πια αποφασίσουν να τα ανοίξουν είναι αργά. (.....)
Με λένε Έρωτα και ζω μέσα στους αιώνες.Είμαι τυφλός και ψάχνω την Ψυχή που έχασα…"
 

Τι ρόλο παίζει ο έρωτας στις εμπνεύσεις σας;


Ο έρωτας βρίσκεται παντού, ακόμα και στους στίχους που δε φαίνεται ξεκάθαρα ή είναι άσχετοι με αυτόν. Η μούσα υπάρχει πάντα εκεί στη γωνία του μυαλού σου και τσιγκλάει την καρδιά με το ραβδάκι της.

Φόβος

Πιο πολύ με τρόμαζε/αυτή η αναμονή/
ενός
ολέθρου/
που ερχόταν
σιγά σιγά.../
Έμοιαζε η ζωή μου/με μια πόρτα κλειστή/
που μέσα της έκλεινε/
την ευτυχία...
Η συμφορά όμως ερχόταν/σέρνοντας τα βήματά της/
πάνω σε ξύλινο δάπεδο/
γυαλισμένο.../
Κι όλο πλησίαζε/μα ποτέ δεν έφτανε την πόρτα/
σ'ένα βηματισμό ατελείωτα/
βασανιστικό...
Ψυχή ακίνητη στο δωμάτιο/
μάτια καρφωμένα/
στο πόμολο.../
Γίνεται και ο αέρας/
θηλιά γύρω από το λαιμό μου/
βγάζοντας την δύναμη/σε σταγόνες υδρώτα/
κρύες.../
Είναι αυτό που το λένε ψιθυριστά/
τη νύχτα τα παιδιά/
είναι αυτό που το λένε/
φόβος.../


Ποιος είναι ο μεγαλύτερός σας φόβος;

Ο φόβος απώλειας αγαπημένων προσώπων…
Μέρες Απώλειας

Είναι εκείνες οι μέρες που η ψυχή 

Μιλάει και όλα γύρω σωπαίνουν.
Με μικρές κραυγές βγαίνει ο πόνος
Σμίγοντας ερωτικά με την απώλεια.

Δεν υπάρχει πια το παραμύθι σου
 
Κι ας το έψαχνες στην νύχτα μια ζωή.
Φεύγοντας μην ξεχάσεις να πάρεις
Αυτό που βρίζουν και το λένε ελπίδα….

Ποια είναι η μεγαλύτερη απώλεια που έχετε βιώσει;

Πριν λίγα χρόνια έχασα ένα συγγενικό μου πρόσωπο. Αλλά απώλειες υπάρχουν σε καθημερινή βάση χωρίς την τόσο κυριολεκτική σημασία τους, είτε σε ερωτικό είτε σε φιλικό επίπεδο.

Ποια η σχέση σας με την ελπίδα;

Όσο απαισιόδοξα και αν φαίνονται τα ποιήματά μου κάποιες φορές, η ελπίδα υπάρχει. Λένε είναι το πιο άτιμο πράγμα, αλλά ποιος ο λόγος να ζεις χωρίς αυτήν; 

Τι σας «βρίσκουν» πιο συχνά, τα όνειρα ή οι εφιάλτες;


Οι εφιάλτες θα έλεγα, αλλά κατά μια άποψη τους προτιμώ από τα «καλά όνειρα», γιατί αυτοί με το πρωινό ξύπνημα φέρνουν ανακούφιση συνήθως, ενώ τα ωραία όνειρα μια απογοήτευση.

Έχουν υπάρξει φορές που μέσα απ’ τη γραφή σας έχετε «παραμυθιαστεί» κι εσείς ο ίδιος;

Ναι, έχω πιάσει τον εαυτό μου έξω να σκέφτεται ήρωες από κείμενά μου και πώς θα συμπεριφέρονταν οι ίδιοι σε διάφορες καταστάσεις πραγματικές. Για να παραμυθιάσεις τους άλλους με αυτά που γράφεις, πρέπει πρώτα να έχεις κι εσύ παραμυθιαστεί μια δόση. 


Ο χρόνος τι είδους δύναμη σας ασκεί;

Πιεστική, αγχωτική, με την έννοια ότι αυτό που έρχεται είναι πάντα κάτι άγνωστο για μένα, όσο κι αν αρκετά τα έχω προγραμματίσει ή έχω προσπαθήσει να τα ορίσω κάπως.

Λίγο πριν τη 01:00

Φαίνεται
πως εκείνα τα καλοκαίρια
δίπλα στην αμμουδιά,
τα διαδέχτηκαν
άγριοι χειμώνες.
Οι άνθρωποι
έγιναν αγνώριστοι
μες στα μακριά παλτά τους.
Τα παιδιά τους
τα σκότωσαν στα σαλόνια τους.
Με το αίμα τους
έβαψαν τους τοίχους τους
και με τα όνειρά τους
τα σεντόνια τους.

Παιδί μου
να τους φοβάσαι
γιατί δεν φαίνονται
αυτοί.
Είναι αόρατοι πατέρα?
Όχι γιε μου…είναι ωραίοι.

Γυμνός,
στέκομαι μες στην βροχή.
Δρόμοι άδειοι
από ανθρώπους
και γεμάτοι από σκιές.
Με πότισαν αηδία.
Τα ρούχα μου λερώθηκαν
και πήρανε κάτι από
την ανάσα τους.
Σε κάποια στροφή της ζωής
κλείσαμε τα μάτια
και σωπάσαμε.
Ο θάνατος μάς αγνόησε
και μείναμε μόνοι.

Είναι αόρατοι πατέρα;
Όχι γιε μου…είναι ωραίοι.


Η αλλοτρίωση έχει τελικά ωραία όψη για τους πολλούς;

Πιστεύω ναι, γιατί αλλιώς δεν θα ήταν ανεκτό να ζεις με αυτήν. Συμβιβάζεσαι μαζί της, την δικαιολογείς, την ωραιοποιείς κιόλας, και συνεχίζεις με αυτήν.

Η ζωή θυμίζει πάντα την ασυμμετρία στους μοναχικούς
Και ο θάνατος την μοναδική συνέπεια στους κυνικούς.


Στίχοι από το ποίημά σας με τίτλο «Μπαλαρίνα», που μου έκαναν ιδιαίτερη εντύπωση. Εσείς θεωρείτε τον εαυτό σας μοναχικό ή κυνικό;


Μοναχικό που σαν παράπονο βγάζει κυνισμό. Νομίζω ανέκαθεν αυτός ήταν ο λόγος του κυνισμού.

Ποια η σχέση σας με τη μνήμη και τη λήθη;


Με τη μνήμη ιδιαίτερα καλή, κάτι που αρκετές φορές είναι επίπονο. Με τη λήθη δεν τα πάω καλά, ίσως είμαι νέος ακόμα γι’αυτό.

Απόπτωση

Δειλά αφιερωμένη θυσία
Από δήμιους με φαντασία.
Τα λόγια μας δεν αρκούν
Σε θεούς που δεν ακούν…

Η ειρήνη πιστός εχθρός
Και το ψέμα εκεί φρουρός.
Επαναστάσεις ξοφλημένες
Από παλιά πουλημένες…

Κοινωνία που σιγά πεθαίνει
Σε μια φωτιά που επιμένει.
Ο κόσμος κόκκινη κορδέλα
Και τώρα ξέμεινε η τρέλα…


Κατά πόσο αντιπροσωπεύει η «απόπτωση» το σκηνικό που βιώνουμε;

Πολύ, απόπτωση σε όλες τις εκφάνσεις της καθημερινής μας ζωής, παράνοια με όλο μεγαλύτερη συχνότητα και υποκρισία. Ώρες ώρες απορώ όταν κοιτάζω το έτος που είμαστε και μετά βλέπω έξω στην κοινωνία.

Τι σας εμπνέει περισσότερο, το παρελθόν, το παρόν ή το μέλλον;

Το παρελθόν και το παρόν, καθώς μου άρεσε ανέκαθεν αυτή η σταγόνα νοσταλγίας των παλιών στο τώρα. Το μέλλον μού είναι κάτι άγνωστο, δυσκολεύομαι να το περιγράψω.
Κλικ

Η ποιήτρια έβαλε δυο στίχους Ελύτη 

Κι από κάτω ένα τραγούδι του Χατζηγιάννη.
Ένας άλλος καταξιωμένος συγγραφεύς
Έβαλε στη σελίδα του έτσι ακέραια αντιγραφή
Τη σφαγή της κοπέλας στην Καστοριά
Έτσι ζουμερή ζουμερή σάλτσα κόκκινη
Σοταρισμένη σε λάδι κίτρινου τύπου.
Ξέρει τι κάνει ο συγγραφεύς, κυνηγάει κλικς
Αυτοαυνανίζεται με τα κλικς,γαμάει γυναίκες
Που γουστάρουν τύπους με πολλά κλικς.
Φοράει κασκολάκια και φουλάρια,
Στήνεται με ύφος δίπλα σε τζάκια,
Είναι συγγραφέας, είναι ποιητής, είναι κλικ.
Η άλλη γράφει για παιδάκια Αφρικής
Και ανεβάζει φωτογραφίες με πισίνες κυριλέ
Με κοσμήματα χρυσά στο λαιμό,
Φορέματα κολλητά, κώλους, χείλη, βυζιά
Παρίσια, Νέες Υόρκες, σαλόνια, δείπνα.
Αγόρασε το βιβλίο μου, λέει για αγάπη παλιά
Και ναι πιστεύω στην ανθρωπιά, στη σελήνη
Στα ταξιδιάρικα σε ουτοπίες πουλιά. Κλικ.
Πάω για ύπνο πιτσουνάκια μου. Κλικ.
(...)

Ποια η γνώμη σας για τη σύγχρονη ποίηση;

Παρόλο που έχει κάποια πολύ καλά στοιχεία, νομίζω ακολουθεί το γενικό κλίμα απόπτωσης που περιγράψαμε πιο πάνω. Πέρα από την απαξίωσή της από τους οίκους, υπάρχει παράλληλα η εμπορευματοποίηση της ανάγκης ενός για αυτό – προβολή. Έτσι δεν εκδίδονται, δεν γίνονται ευρέως γνωστοί πάντα οι καλύτεροι – αν κι αυτό είναι υποκειμενικό.


Υπάρχουν σύγχρονοι ποιητές που θαυμάζετε;


Πέρα από Ελύτη, Λειβαδίτη, Καββαδία, Μπουκόφσκι, Κάμινγκς, θαυμάζω Δημουλά, Βλαβιανό, Βοριά, Μυκονιάτη, Ζελιαναίο και Larry Cool.


Πως κρίνετε το χώρο των blogs;

Kατά κύριο λόγο είναι αυθεντικός, χωρίς ιδιαίτερες επιδιώξεις, πέρα από την φυσιολογική ανάγκη για επικοινωνία των ανθρώπων. Και επομένως κάθε τι αυθεντικό - στα όρια του επιτρεπτού – είναι καλό…


Ποια είναι η γνώμη σας για το χώρο των εκδόσεων;

Εμπορευματοποίηση της συγγραφής, στα πρότυπα του καταναλωτισμού σε supermarket. Προβάλλουμε ό,τι πουλάει, εκδίδουμε ό,τι πουλάει. Βέβαια, η νέα τάση σήμερα είναι αν έχεις το ψώνιο μέσα σου και κάποια λεφτά, μπορείς να «αγοράσεις» την έκδοσή σου. Μπορείς να θαυμάσεις το έργο σου στα ράφια έστω κι αν τις πιο πολλές περιπτώσεις χρειαστεί να το δώσεις για ανακύκλωση…

Αναμένεται να εκδώσετε κάποιο έργο σας;

Μέχρι στιγμής δεν υπάρχουν τέτοια σχέδια, αν και δεν θα έλεγα όχι. Να εκδώσω όμως, όχι να πληρώσω. Έχω αυξημένα επίπεδα ψώνιου και χαμηλά αποθέματα χρημάτων! Χαχα!


Τέλος, θα ήθελα να σας ευχαριστήσω από καρδιάς για τη συνομιλία, να σας ευχηθώ ο,τι καλύτερο και να σας ζητήσω να κάνετε μια ευχή!

Σας ευχαριστώ κι εγώ πολύ για την συνέντευξη! Εύχομαι όλοι να βρίσκουμε συνεχώς αμέτρητους λόγους για να ζούμε…

Πόλη από νερό 

Κάποιος κρέμασε τους ανθρώπους ανάποδα
Κι η πόλη αυτή ξέμεινε από κραυγή.
Καθώς η θάλασσα εκεί μέσα φούντωνε
Κι ερχόταν,
Οι γραβάτες μας κυμάτιζαν προς τα βουνά
Και οι ματιές μας κόντρα στον άνεμο,
Πέρα προς τον ωκεανό.

Τα αστέρια πέφτανε με λίγη βροχή μαζί 

Χαρίζοντας ασημένιο χρώμα στη γη.
Η Λίλιθ χόρευε ανάμεσα σε αποκαΐδια
Και ξεραμένα τριαντάφυλλα.
Εγώ προσευχόμουν για σένα,
Για τα βράδια σου,
Για τις μέρες σου,
Για τις ένδοξες στιγμές σου
Και για τα στοιχειωμένα φτερά σου.

Τώρα οι ψυχές που κάποτε θάψαμε 

Δίπλα στο πέτρινο σιντριβάνι,
Βγαίνουν και ξεχύνονται στην πόλη αυτή.
Χάνονται στα σοκάκια της
Μυρίζουν τα αρώματά της
Χαράζουν τους τείχους της
Με συνθήματα και στίχους από τραγούδια.
Και ένα μπλε φόντο για τη θάλασσα.

Στα όνειρά μου η πόλη είναι γεμάτη νερό
 
Και οι άνθρωποι έχουν το ίδιο πρόσωπο,
Μα χωρίς εσένα μέσα τους.
Τους κρεμάω σιγά σιγά σε αόρατα σκοινιά
Μέχρι να σε βρω.
Πριν προλάβουν και βυθιστούν τα πάντα,
Πριν ανοίξω τα μάτια
Και τα αρνηθώ…


Το Ω της Αναστασίας 

Ψηλά Θεέ μου οι γλάροι πλέκανε βωβοί
Αόρατα οχτάρια σαν μεθυσμένοι επαίτες
Κι η βροχή μοίραζε σταγόνες αγνό οξύ
Στα παράθυρα των ξέφρενων οδηγών.
Ευχόμουν Αναστασία να υπήρχε ποτάμι
Κάτω από τα διχτυωτά σου μαύρα πόδια.
Ευχόμουν Αναστασία να είχε ήλιο κείνη
Την μέρα.

Η γυναίκα ακροβατεί πάνω στα κάγκελα,
 
Οι λεωφόροι από κάτω διασταυρώνονται
Σε ένα μεγάλο Ω που καταπίνει τα πάντα,
Κατακλείδα σε ένα ξεφτισμένο αλφάβητο
Ποτισμένο με λυγερή βέργα στις παλάμες,
Που μόνο το αίμα φωτίζει το κάθε γράμμα.
Ευχόμουν Αναστασία να υπήρχε ποτάμι
Κάτω από τα διχτυωτά σου μαύρα πόδια.
Ευχόμουν Αναστασία να σε συνοδεύουν
Ηλιόλουστες μέρες στο τελευταίο σου
Ταξίδι.


Σχεδόν νιώθω τα μαλλιά σου Μάρτζι

Είμαστε όλοι ανάποδα κρεμασμένοι κάτω από την
Επιφάνεια μιας θάλασσας, έλεγε ο Sailor,
Τα φύκια σφίγγουν ελάχιστα τις πράσινες θηλιές
Γύρω από το λαιμό μας,
Γύρω από τα πόδια μας,
Και τα κύματα μάς βαράνε σαν πλήκτρα πιάνου
Σε ένα μικρό Campanella.

Μάρτζι δεν βλέπω τα μάτια σου, δεν νιώθω 

Τα μαλλιά σου στο στέρνο μου -
Τι είναι αυτό το κρύο που έπεσε στο κρεβάτι μας,
Ξαγρυπνούμε σα να έχουμε
Ένα νεκρό σώμα ανάμεσά μας - ίσως την αλήθεια,
Ίσως τα αστέρια,
Ίσως την ελπίδα.
Την άκουσες; Μία φυσητήρας μόλις πέρασε
Δίπλα μας.

Μάρτζι, ξέρω κρέμεσαι κοντά μου κι εσύ 

Σε αυτή την κάργια θάλασσα.
Ο πιανίστας παίζει τα τελευταία πλήκτρα βαριά,
Τα σκοτώνει ένα ένα.
Η μουσική αυτή είναι από την Παράδεισο, λες,
Και στο σώμα μου
Κούρνιασαν όλα τα ναυάγια μιας αστικής ζωής.

Τι μαγευτικό που είναι στο τέλος του 

Το μικρό κουδούνι,
Σχεδόν μού έρχεται να χορέψω γύρω από το ανάποδα
δεμένο σώμα μου .
Σχεδόν νιώθω τα μαλλιά σου Μάρτζι,
Σχεδόν…

Τρίτη 5 Ιουνίου 2012

Να σιάξω λίγο τα μαλλιά μου




Ανεβαίνω στη σκάλα να ανάψω το κερί
Και κείνο κλαίει σαν κουρδισμένο παλιό
Ρολόι – από κείνα που έβλεπες σε θολές,
Αληθινές και μη, εικόνες παιδικές μιας
Επίσκεψης
Σε καμιά θειας το σπίτι,
Εκείνη να αργοπεθαίνει και να μυρίζει
Ναφθαλίνη και μέντα,
Η μασέλα της να αναμασάει την αλφαβήτα
Και τα σάλια της να σε ραντίζουν ευχές.
Και να μην μπορείς να σκουπιστείς γιατί
Δεν ήταν ευγενικό .
Ξεστραβώνομαι πάνω από τόμους γεμάτους
Αρρώστιες, αίτια, συμπτώματα και πόνο,
Δεν με κουράζει η πορεία που διάλεξα,
Αντιθέτως το φως είναι λιγοστό
Και τα κεριά δεν βοηθάνε καθόλου.
Θέλω πολύ να σιάξω λίγο τα μαλλιά μου
Να σκουπίσω μπροστά τους το πρόσωπό μου
Μα δεν είναι καθόλου ευγενικό.