Δίσταζα μήνες να πλησιάσω το κενό κι όταν το έκανα
Αυτο ξέρασε από κει μεσα χιλιάδες μαύρα περιστέρια,
Φεύγοντας ψηλά προς τον ήλιο και το αύριο.
Μου κρατάς το χέρι σε μια πόλη άδεια από γεμάτους δρόμους,
Πεζοδρόμια, ανθρώπους και φωνές κραυγές.
Τα περιστέρια τα ζωγραφισες μαύρα, μου λες θλιμμένα,
Και γω σου απαντώ, είναι γιατί ετσι νιώθω μωρό μου.
Και γνέφεις θλιμμένα.
Κουβαλώ σε κάθε τόπο που πηγαίνω έναν αλλον εαυτό
Που μοιάζει να μην ζει πια.
Τον κλειδώνω σε περίσσιο δωματιο και πετώ τα κλειδιά
Σε έναν βαθύ γλυκό ωκεανό.
Σε κοιτάζω με το ημίφως του δρόμου που μπαίνει από τα στόρια,
Κοιμάσαι όμορφη ημίγυμνη σε λευκά σεντόνια,
Με ένα μαξιλάρι αγκαλιά,
Και σκέφτομαι πως σε αντίκρυσα τις πρώτες φορές.
Ήσουν σκεπασμένη με φύκια και αλμύρα
Και μια θάλασσα σαν πέπλο απλωμένη στα πόδια σου ακίνητο σεντόνι,
Σε ζωγράφισα με λέξεις μεσα στο μυαλό μου
Κι η καρδιά εγνευσε καταφατικά σιωπηρή
Κι έγινε ένα μικρό ποίημα,μετά από χρόνια...
Μετά από χρόνια άκουσα γέλιο στο άλλο το κλειστό δωματιο.
Τα πρωινά φεύγω για τη δουλειά,
Ο βαθύς γλυκός ωκεανός χάνεται ανάμεσα μας,
Καθώς ετοιμάζω καφέ και βάζω τα πράγματα στη τσάντα μου,
Σου δίνω το τελευταίο φιλί στο μέτωπο
Και γεύομαι αλμύρα.
Και πάντα περνώ από τον άλλο μου εαυτό...
Το βραδυ ξυπνάς και ακροβατείς προς αυτόν
Ψάχνεις το κλειδί σε βυθούς άγνωστους αλλά μάταια -
Και ξέρω τι κανεις αγάπη μου.
Κάθε πρωί ακολουθώ τα νερά από τα βήματα σου,
Φτάνω στη πόρτα και αφουγκράζομαι,
Νιώθω το φιλί σου στο ξύλο της πόρτας,
Ακουμπάω απαλά τα χείλη μου εκει..
Αλμύρα.
Ο κόσμος είναι όλος ένας βαθύς γλυκός ωκεανός
Κι εμείς οι δυο εραστές που ψάχνουν ένα κλειδί
Στους άγνωστους βυθούς του,
Ανάμεσα σε αστικά ναυάγια και κουφάρια ονείρων μιας ζωής.
(Στην Α.)