Πέμπτη 22 Απριλίου 2010

Σκοτεινή ιστορία



Κάποια πράγματα είναι πέρα από τις δυνάμεις σου.Και ενώ νομίζεις ότι ελέγχεις την ζωή σου,αυτά έρχονται και σε βρίσκουν σαν ξαφνική βροχή στην μέση του δρόμου.Και τότε τρέχεις να βρεις κατάλυμα,ένα υπόστεγο να καλυφθείς από το νερό που νιώθεις να σε καίει ολόκληρο.Μα όπου κι αν πας,έντρομος ανακαλύπτεις ότι οι θέσεις έχουν καταληφθεί από άλλους πριν από σένα.Και μένεις εκεί στην μέση του δρόμου,να βρέχεσαι και να σε καταπίνει η γη.Μένεις εκεί,ενώ οι άλλοι σε κοιτάνε με άδεια μάτια.Μένεις εκεί να πληρώσεις επιτέλους τις αμαρτίες σου.

****

Η πόλη ήταν κτισμένη δίπλα στην θάλασσα.Αγκάλιαζε τον κόλπο σαν τρυφερό γυναικείο χέρι και μετά εκτεινόταν και λίγο πάνω στους γειτονικούς λόφους.Κάποτε είχε τείχη που την προστάτευαν από τους εχθρούς της.Είχε και έναν άγγελο με ένα άλογο και ένα σπαθί που μονίμως ήταν λουσμένα στο αίμα και την στάχτη.
Τώρα τα τείχη εξαφανίστηκαν και αυτός ο άγγελος εδώ και χρόνια είναι θαμμένος κάτω από τα τείχη μιας εκκλησιάς.Τώρα υπάρχει μονίμως αυτό το μαύρο σύννεφο πάνω στον ουρανό που σκιάζει τα πρόσωπα των ανθρώπων και τα παράθυρα των μεγάλων σπιτιών.
Την ημέρα η πόλη είχε μια απίστευτη ζωντάνια και κίνηση.Άνθρωποι παντού να τρέχουν,να μιλάνε να ζουν.Μα τα βράδια,τα βράδια όλα άλλαζαν.Μια νέκρα και μια τρομαχτική ηρεμία επιβάλλονταν σιγά σιγά παντού.Κανείς δεν θυμάται από πότε έγιναν έτσι τα βράδια μας.Ο παππούς μου το έλεγε αυτό στον πατέρα μου και ο πατέρας μου σε μένα.Πάντα ψιθυριστά μέσα στο σπίτι ,δίπλα από ένα μικρό κεράκι αναμμένο.
Όταν έπεφτε και η τελευταία ηλιαχτίδα και χανόταν πίσω από τα μακρινά νερά της θάλασσας,τότε εκείνη την στιγμή οι δρόμοι άδειαζαν και οι πόρτες ασφαλίζονταν γερά.Μπαίναμε όλοι στα σπίτια μας,ανάβαμε εκείνο το κεράκι δίπλα στο παράθυρο και περιμέναμε.Περιμέναμε να μας πάρει ο ύπνος.Αν ήσουν τυχερός ο ύπνος ερχόταν αρκετά γρήγορα.Ερχόταν πριν τα στοιχειά…
Κάποια κατάρα είχε πέσει στην πόλη μας δεκάδες χρόνια πριν.Αίμα αθώο είχε χυθεί στα σοκάκια της.Και αυτό το αίμα έφερε την κατάρα και τα στοιχειά.Αργότερα όταν συνηθίσαμε στην απώλεια,όταν διαπιστώσαμε ότι δεν μπορούσαμε να κάνουμε τίποτα,ξεγράψαμε τα βράδια από την ζωή μας και δεχτήκαμε την μοίρα μας.
Τα στοιχειά βγαίνουν από την θάλασσα σιγά σιγά,ταρακονούν τα καράβια που πλέουν ήρεμα πάνω στα νερά της και μαζεύονται στο λιμάνι.Από κει διασκορπίζονται σε όλη την πόλη χωρίς να αφήσουν ούτε ένα στενό της απάτητο.Μοιάζουν με μαύρες μεγάλες σκιές μέσα στο σκοτάδι και μόλις ξεκινούν την γύρα τους αφήνουν μια απαίσια κραυγή να ακουστεί που σου παγώνει το αίμα.
Αν είσαι τυχερός κοιμάσαι πριν βγουν τα στοιχειά.Αν όχι τότε σίγουρα κάποια στιγμή το κεφάλι σου θα στραφεί προς τον δρόμο έξω και θα παγώσεις όταν διαπιστώσεις την σκιά να σε κοιτάζει από το παράθυρο.Αυτός ο τρόμος θα κρατήσει κάποια δευτερόλεπτα μέχρι να γυρίσεις το κεφάλι σου αλλού.Μα θα το ξέρεις ότι κι άλλα δαιμόνια θα περνάνε έξω από το παράθυρό σου και θα σε κοιτάζουν.Το λάθος θα είναι να συνεχίσεις να τα κοιτάς.Γιατί το κόκκινο βλέμμα τους σιγά σιγά σε πείθει να ανοίξεις την πόρτα σου και να βγεις έξω στον δρόμο.Και τότε είναι που χάθηκες
Θυμάμαι τον μεγάλο αδερφό μου που εκείνη τη νύχτα είχε κάνει το λάθος να κοιτάζει επίμονα ένα από αυτά.Μετά από λίγα λεπτά στράφηκε προς την πόρτα κι άρχισε να περπατάει προς τα κει.Αμέσως έτρεξαν πάνω του ο πατέρας και η μάνα μου να τον κρατήσουν.Μα αυτός είχε μια περίεργη δύναμη και ορμή που τους παράσερνε προς την πόρτα.Μάταια ούρλιαζε η μάνα μου και του φώναζε ο πατέρας μου.Ο αδερφός μου έφτασε στην πόρτα και πήγε να την ξεκλειδώσει.Αλλά τελευταία στιγμή σαν να συνήλθε και εξαντλημένος σωριάστηκε στο πάτωμα.
Αυτό που ήθελαν τα στοιχειά,το πέτυχαν.Μας κράτησαν κλειδωμένους μέσα στα σπίτια μας.Κλείδωσαν τις πόρτες μας και τις ψυχές μας με τρόμο και μοναξιά.Γελάω με την μοναξιά μου μέσα στο σκοτάδι του δωματίου.Λέγαν οι παλιοί για φωτιές σε παραλίες,δίπλα από κει που σκάνε τα κύματα.Λέγαν για χορούς και τραγούδια δίπλα από αυτές τις φωτιές.Λέγαν για έρωτες κάτω από φεγγάρια.Γελάω και πίνω από το ποτήρι μου που βρωμάει τεκίλα.Η αντανάκλασή του βλέπει προς το παράθυρο.έχουν αρχίσει να μαζεύονται τα καθίκια απ’έξω.Γελάω.Γελάω και σκέφτομαι.
Σκέφτομαι εκείνο το κορίτσι που η παρουσία του στο σκοτεινό μου δωμάτιο,φώτιζε τον χώρο με ένα ανεξήγητο φως.Και τράβαγε την κουρτίνα αδιαφορώντας για την πόλη που καιγόταν απ’έξω από τους δαίμονες.Και με έπαιρνε αγκαλιά και κει μες στο σκοτάδι έφευγε ο τρόμος και η μοναξιά και ερχόταν ο έρωτας και έστηνε χωρό με την αγάπη.Σκέφτομαι εκείνο το κορίτσι,εκείνο το χαμόγελό του και γεάω.Και δάκρυα έρχονται δειλά δειλά στα μάγουλά μου.
Ήταν,ναι,ένα σαν κι αυτό το βράδυ που έμοιαζαν λες και τα δαιμόνια είχαν κουρνιάσει από νωρίς μέσα στην ψυχή μου.Κι αυτή έκλαιγε δίπλα στο παράθυρο κοιτάζοντας προς τα έξω.Και γω ήθελα να σηκωθώ και να την πάρω αγκαλιά μα κάτι με εμπόδιζε.Ίσως ήταν το ποτό στο χέρι μου ίσως πάλι το αναμμένο τσιγάρο στο τασάκι.Κι όταν αυτή άρχισε σαν υπνωτισμένη να βαδίζει προς την πόρτα και να την ξεκλειδώνει,εγώ συνέχιζα να πίνω το ποτό μου.Μόνο όταν άκουσα την πόρτα να κλείνει πίσω της τότε μόνο πετάχτηκα όρθιος συνειδητοποιώντας αυτό που είχα κάνει,αυτό που είχα αφήσει να συμβεί.Και τότε το ποτήρι μου έπεσε κάτω σπάζοντας και κάνοντας έναν άθλιο ήχο που τον ακολούθησε μια οργισμένη κραυγή.Κι είχαν μαζευτεί έξω από το παράθυρό μου όλα τα στοιχειά,χαμογελώντας απαίσια στην πτώση μου.Γελάω πάλι.
Το ποτήρι μου αδειάζει γρήγορα και μαζί με αυτό και ο πόνος μου.Σε λίγο θα πέσω αναίσθητος πίσω στην πολυθρόνα μου και θα κοιμηθώ μέχρι το πρωί.Χωρίς όνειρα.
Λίγο πριν τελειώσω και το τρίτο ποτήρι,είδα πάνω στο γυαλί του να μου χαμογελάει μια από αυτές τις απαίσιες σκιές.Της χαμογελάω κι εγώ.Και τότε μέσα μου μια φωτιά ανάβει και φτάνει ως τα στήθη μου.Και είναι έτοιμη να εκραγεί και να διαλύσει τα πάντα στο πέρασμα της.Αφήνω ήσυχα το ποτήρι πάνω στο τραπεζάκι και σηκώνομαι.Βαδίζω προς την πόρτα μα πριν την ακουμπήσω στρέφω το πρόσωπό μου στο μικρό καθρέπτη που έχω στον τοίχο.Φωτιές μικρές καίνε μες στα μάτια μου.Ανοίγω την πόρτα και βγαίνω έξω…

****

…και τότε τρέχεις να βρεις κατάλυμα,ένα υπόστεγο να καλυφθείς από το νερό που νιώθεις να σε καίει ολόκληρο.Μα όπου κι αν πας,έντρομος ανακαλύπτεις ότι οι θέσεις έχουν καταληφθεί από άλλους πριν από σένα.Και μένεις εκεί στην μέση του δρόμου,να βρέχεσαι και να σε καταπίνει η γη.Μένεις εκεί,ενώ οι άλλοι σε κοιτάνε με άδεια μάτια.Μένεις εκεί να πληρώσεις επιτέλους τις αμαρτίες σου….

2 σχόλια:

  1. για τούτη τη Σκοτεινή Ιστορία σου έγραψα στο Λογοκλαμπ... η γραφή σου πάντα... υπόσχεται ακόμη περισσότερα... [τελικά εκείνος ο ντέτεκτιβ από την άλλη ιστορία τι απέγινε;]

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. φιλε μου Αντωνη ευχαριστώ για τα σχόλιά σου..Ο Σύλλας ζει κάπου μεσα στο συρταρι του γραφειου μ περιμενοντας την στιγμη να ξαναζησει..
    Σκεφτομαι φιλε μου ωρες ωρες,πως τισ πιο αληθινες και καλες μου ιστοριες τις εχω γραψει κατω από μεγάλο πόνο και θλίψη.Και αναρωτιέμαι αν τελικα με βαζαν να διαλεξω μεταξύ πόνου-γραφής και ευτυχιας-ελαχιστη γραφή,τι επιλογη θα έκανα..Αλλά νομίζω οτι ξερεις κατα βάθος προς τα που θα στρεφόμουν στο τελος...

    ΑπάντησηΔιαγραφή