Παρασκευή 30 Απριλίου 2010

27η μέρα


Μέρα 7η

Το επόμενο κύμα ήταν αρκετά δυνατό και λίγο έλειψε να ρίξει τον δεύτερο στα ταραγμένα μαύρα νερά.Αυτός όμως κρατήθηκε γερά από τα σκοινιά του μεσαίου καταρτιού.Ο καπετάνιος μάς έριξε μια ματιά πριν κατεβάσει το χέρι του.Αμέσως το τυλιγμένο πτώμα έπεσε μέσα στην θάλασσα,ταλαντεύτηκε για λίγο πάνω στα νερά της και μετά βυθίστηκε στο μαύρο χάος του Ατλαντικού.
Όλοι κάναμε ασυνείδητα τον σταυρό μας την ώρα που ο ναύτης Τζιμ χανόταν στον ωκεανό.Και παρόλο που η μανιασμένη βροχή χτύπαγε με λύσσα τα πρόσωπά μας.εμείς μέναμε ασάλευτοι να συλλογιζόμαστε τι ήταν τελικά αυτό το κακό που εδώ και πέντε μέρες σκότωνε το πλήρωμά μας.
Σύρθηκα με δυσκολία στην καμπίνα μου.Έβγαλα όλα τα βρεγμένα ρούχα και φόρεσα κάτι ζεστό.Ξάπλωσα στο μικρό κρεβάτι μου αλλά δεν έσβησα την λάμπα.Άνοιξα το ημερολόγιό μου και λίγο πριν καταχωρήσω και αυτή την νέα απώλεια στις σελίδες του,άρχισα να ξαναδιαβάζω τα προηγούμενα γεγονότα μήπως και βγάλω κάποια λογική.
Το πρώτο πτώμα άνηκε στον μηχανικό Ντόνας,έναν μεσήλικα ουγγρικής καταγωγής.Βρέθηκε κι αυτός,όπως και τα επόμενα πτώματα,στην κουκέτα του με τα μάτια ορθάνοιχτα και μια έκφραση τρόμου στο κατάλευκο πρόσωπό του.Τα χέρια του είχαν κοκαλώσει σε μια κίνηση αποφυγής ενός μάλλον απαίσιου θεάματος.Το τι ακριβώς είδε ο Ντόνας και έπαθε αυτό που έπαθε,κανείς δεν ξέρει.
O ναύτης Τζέικομπ,ένα νέο παιδί από την Σκωτία,λέει ότι άκουσε το βράδυ που πέρναγε απέξω από την κουκέτα του Ντόνας,διαλόγους αλλά δεν καταλάβαινε τις λέξεις.Ο μικρός υπέθεσε ότι ο μηχανικός μίλαγε με τον καλό του φίλο Στινκ,τον μάγειρα.Συνήθιζαν αυτοί οι δύο να τα πίνουνε μέχρι αργά το βράδυ στου Ντόνας.
Την επόμενη μέρα όλοι κατηγορήσανε τον μάγειρα.Ο καπετάνιος τον είχε κλείσει στην καμπίνα του με τον δεύτερο και τον ανακρίνανε μέχρι το απόγευμα.Μάταια όμως.Αυτός αρνιόταν πεισματικά οποιαδήποτε ανάμιξη στο θάνατο του συντρόφου του.Τελικά ο Γερμανός Χανκ,αυτός ο ογκώδης τιμονιέρης,παρουσιάστηκε στο γραφείο του καπετάνιου και του είπε ότι ο μάγειρας ήταν μαζί του όλο το βράδυ και μιλάγανε στην κουζίνα.Έτσι μείναμε όλοι με την απορία και το μυστήριο του θανάτου.
Το δεύτερο πτώμα άνηκε στον ίδιο τον μάγειρα τον Στινκ.Βρέθηκε το πρωί της επόμενης ημέρας.Δεν είχαν περάσει καλά καλά λίγες ώρες από την ταφή του Ντόνας στον ωκεανό και ανακαλύφτηκε και το πτώμα του Στινκ.Στο κρεβάτι του κι αυτός με την ίδια έκφραση τρόμου και αγωνίας στο πρόσωπό του και με τα ίδια αγκυλωμένα χέρια σε στάση προφύλαξης από κάτι πολύ τρομαχτικό.
Μόλις το νέο μαθεύτηκε,το πλήρωμα έπεσε σε μια νεκρική σιγή.Παρακολούθησαν όλοι με σιωπηλά πρόσωπα το ρίξιμο του σάκου που είχε τον μάγειρα στην θάλασσα και μετά τράβηξαν προς τις δουλειές τους πάλι σιωπηλά.Διέκρινες καθαρά την ανησυχία και τον φόβο στα μάτια τους.Κάτι υπήρχε στο καράβι που σκότωνε τους ανθρώπους και δεν ξέραμε τι.Και το χειρότερο δεν ξέραμε ποιος θα ήταν ο επόμενος.
Αυτή η θανάσιμη αναμονή του κακού που νιώθεις να ξαναπλησιάζει,σε σκοτώνει ξανά και ξανά πολλές φορές μέσα στην ημέρα.
Ο καπετάνιος έβαλε ομάδες ναυτών να ψάξουν ολόκληρο το καράβι από πάνω μέχρι κάτω.Πίεζε επίσης συνέχεια τον γιατρό του καραβιού να βρει τίποτα αίτια ιατρικά που να εξηγούν αυτούς τους θανάτους.Μα αυτός ο κακομοίρης δεν είχε όλες τις κατάλληλες γνώσεις για να καταφέρει να βγάλει μια άκρη.Πάντως είπε ότι σημάδια επιδημίας δεν φαίνονταν πουθενά.Αυτό δεν ξέρω αν μας καθησύχασε καθόλου ή αύξησε τον φόβο μας.Υποθέτω μάλλον το δεύτερο…
Την τρίτη μέρα μετά το πρώτο θύμα,βρέθηκε νεκρός ο μικρός Τζέικομπ.Και δεν χρειάστηκε κανείς μας να ρωτήσει πως ποια ήταν η κατάστασή του όταν βρέθηκε.Όλοι ξέραμε.
Ο καπετάνιος διάταξε να βγάλουμε τα όπλα από την αποθήκη και να κοιμόμαστε με αυτά αγκαλιά.Έβαλε και περιπολίες οπλισμένων ναυτών να γυρνάνε σε όλο το καράβι τη νύχτα.’’Θα το νικήσουμε αυτό το χτικιό!’’,είχε πει εκείνο το απόγευμα στην γέφυρα πάνω.Αλλά το χτικιό ήταν τελικά αυτό που μας νικούσε..
Καθώς διαβάζω το ημερολόγιό μου νιώθω τα βλέφαρά μου να βαραίνουν…Σφίγγω το όπλο στην αγκαλιά μου και σβήνω το φως.Λίγο πριν κοιμηθώ σκέφτομαι ΄΄Θα είναι άραγε η νύχτα μου αυτή?’’…


Μέρα 15η

Πανικός και τρόμος παντού.Και θάνατος.Το χτικιό αυτό που στοιχειώνει το πλοίο μας,σκοτώνει ανελέητα κάθε βράδυ χωρίς λύπηση χωρίς οίκτο.Σκότωσε τον γιατρό μας,τον τιμονιέρη μας,τον δεύτερο.Το κεφάλι μου πονάει και μου έρχεται να ξεράσω από την φρίκη.Εδώ και λίγες μέρες σκοτώνει και δυο δυο και τρεις τρεις τους ναύτες.Το ότι πέθανε κάποιος το καταλαβαίνουμε και από τον πυροβολισμό που ακούμε μέσα στη νύχτα.Αλλά ξέρουμε ότι αυτή η σφαίρα είναι χαμένη και δεν θα βρει κανέναν.Ξέρουμε ότι θα την βρούμε καρφωμένη απέναντι στον τοίχο ή σε κανένα συρτάρι ντουλάπας.Αυτός ο πυροβολισμός έγινε ανεπίσημο σήμα ότι να έφυγε κι άλλος απόψε.
Ο καπετάνιος έχει γεράσει κατά πολλά χρόνια.Καπνίζει συνέχεια και είναι σκυφτός πάνω από τους χάρτες του.Προσπαθεί να τρέξει όσο μπορεί το καράβι προς την πλησιέστερη στεριά αλλά όσο και να υπολογίζει ξέρει ότι ο ρυθμός του θανάτου είναι πολύ πιο γρήγορος από την ταχύτητα του πλοίου.Έτσι παρατάει μετά από ώρα τους χάρτες και το ρίχνει στο ποτό μέχρι να σωριαστεί αναίσθητος στο πάτωμα.
Οι ναύτες μαζεύονται όλοι μαζί τα βράδια και πίνουν και καπνίζουν κι αυτοί σιωπηλοί.Μετά από λίγο,όταν τους πιάσει κάπως το ρούμι,αρχίζουν και λένε ιστορίες από τις πατρίδες τους,από τις γυναίκες τους,από τις ζωές τους.Κανένας δεν θέλει να κοιμηθεί.Αλλά ξέρουν ότι ο θάνατος θα τους βρει και ξύπνιους.Ότι θα τους βρει παντού μέσα σε αυτό το καταραμένο πλοίο.
Αυτές οι νυχτερινές αϋπνίες και η μέθη έχουν αποδιοργανώσει ολόκληρη την ζωή και την δουλειά στο πλοίο.Μάταια ο μονίμως μεθυσμένος καπετάνιος προσπαθεί να επιβάλλει την πειθαρχία.Δεν υπάρχει καμιά πειθαρχία.Όλοι έχουν αφεθεί στο έλεος του Θεού και της θάλασσας.
Κάθομαι και σκέφτομαι τα τελευταία βράδια,μόνος μου στην καμπίνα μου,κάθομαι και σκέφτομαι πως η τύχη μού έπαιξε άσχημο παιχνίδι.Πως η βιασύνη μου να δω την αγαπημένη μου Λίλιθ στην άλλη άκρη του Ατλαντικού,με είχε οδηγήσει να μπαρκάρω με το πλοίο αυτό.Με το καταραμένο πλοίο ΄΄Αναμονή’’…
Όλα είναι στο έλεος του Θεού και της θάλασσας…


Μέρα 25η

Είναι τραγικό.Το καράβι παρασέρνεται πια μόνο του από τα κύματα και τους ανέμους,χωρίς καπετάνιο και οδηγό πάνω του.Έχουμε μείνει 3 άνθρωποι όλοι κι όλοι.Ο ναύτης Σμιθ,ο δόκιμος Φλετς κι εγώ.Μάλλον οι σκιές αυτών που ήμασταν κάποτε.Κανείς μας δεν έχει όρεξη για κουβέντα.Κάνουμε βόλτες στο πλοίο και περιμένουμε.Έχουμε δεχτεί πια την μοίρα μας.Κι όταν ο άνθρωπος αποδέχεται το πεπρωμένο του,ηρεμεί.Και ταυτόχρονα αδειάζει από ζωή.


Μέρα 27η

Κοιτάω τον Φλετς.Στηρίζεται στα κάγκελα της πλώρης και κοιτάει τα θολά νερά της θάλασσας.Και κάτι σκαλίζει πάνω στο ξύλινο στήριγμα με το δεξί του χέρι.Ποιος θα είναι ο επόμενος?Ποιος θα είναι ο τελευταίος άνθρωπος που θα μείνει ζωντανός πάνω στο καράβι?Εκεί που κάνω αυτές τις σκέψεις βλέπω τον Φλετς να αρπάζει ένα σωσίβιο και να βουτάει στην θάλασσα.Τρέχω προς το μέρος που έπεσε και του φωνάζω.Μάταια.Τα κύματα τον παρασέρνουν μέτρα μακριά ώσπου γίνεται μια κουκίδα στον μπλε ορίζοντα.Έχει αρχίσει να νυχτώνει.
Είμαι ο τελευταίος άνθρωπος πάνω σε αυτό το πλοίο.Ο τελευταίος…

****

Αγαπητέ κ.Υπουργέ,
Όπως διατάξατε,έγινε εκτεταμένη έρευνα πάνω στο εμπορικό πλοίο ΄΄Αναμονή’’ που βρέθηκε να πλέει ακυβέρνητο από το πολεμικό μας πλοίο ΄΄Άγιος Λίνος’’ στα ανοιχτά της Κούβας 2 ημέρες πριν.
Το πλοίο είχε αποπλεύσει από το Λονδίνο πριν ένα μήνα με προορισμό το λιμάνι της Νέας Υόρκης.Είχε πλήρωμα 40 αντρών και μετέφερε καπνό.
Το πλοίο βρέθηκε σε άθλια κατάσταση καθώς φαίνεται ήταν ακυβέρνητο και στο έλεος της θάλασσας για αρκετές ημέρες.Η έρευνα πάνω στο καράβι δεν έδειξε ίχνος ανθρώπου ή πτώματος.Έμοιαζε λες και όλοι εξαφανίστηκαν έτσι ξαφνικά.
Το ημερολόγιο του καπετάνιου σταματούσε στην 20η μέρα από τον απόπλου του πλοίου.
Από αυτά που γράφει ο καπετάνιος στο ημερολόγιό του συμπεραίνουμε ή ότι ήταν ένας δύστυχος μέθυσος που δεν ήξερε τι του γινόταν ή ότι όντως ένα πολύ περίεργο γεγονός συνέβαινε πάνω στο πλοίο.Οι συνάδελφοί του που τον ήξεραν τον καπετάνιο λένε ότι ήταν σωστός στην δουλειά του και ότι έπινε μόνο όταν κάτι πολύ άσχημο είχε στο μυαλό του.Περαιτέρω αναλύσεις γίνονται ακόμα στο ημερολόγιο του καπετάνιου,αποτελέσματα των οποίων θα λάβετε σύντομα.
Παρόλη την εκτεταμένη έρευνά μας δεν φάνηκε κάτι άλλο που να μας ρίχνει φως τι πραγματικά έγινε στην ΄΄Αναμονή’’ και τι απέγινε το 40μελες πλήρωμά της.Θεωρώ όμως ότι αξίζει να σας αναφέρω εδώ ότι βρέθηκαν στην πλώρη σκαλισμένες οι λέξεις ΄΄27η μέρα’’ και εικάζουμε μάλλον ότι έγιναν από κάποιον από τους ναύτες,ίσως και τον τελευταίο επιζών.
Για ό,τι νεώτερο προκύψει θα σας ενημερώσουμε αμέσως.
Με εκτίμηση,
Ο διοικητής της Μητροπολιτικής Αστυνομίας της Νέας Υόρκης,
Στιβ Νίσον

Πέμπτη 27 Μαΐου 1857

****

Αγαπητέ κ.Υπουργέ,
Όπως διαβάσατε και από τις εφημερίδες,βρέθηκε από το εμπορικό πλοίο ΄΄Ελπίδα’’ και περισυλλέγη ο ναυαγός Φλετς Τσαρλς ο οποίος ισχυρίζεται ότι ήταν δόκιμος στο πλοίο ΄΄Αναμονή’’.Το σωσίβιό του όντως φέρει τα διακριτικά του πλοίου.Μετά από επαλήθευση των αντίστοιχων εγγράφων στο Λονδίνο,όπου είναι η έδρα της ναυτιλιακής εταιρείας που είχε την ΄΄Αναμονή’’,βρίκαμε ότι όντως ο νεαρός αυτός ήταν πάνω στο πλοίο που ερευνάμε.
Ο Φλετς περιγράφει διάφορα περίεργα συμβάντα πάνω στο καράβι που είχαν σαν αποτέλεσμα τον σταδιακό θάνατο όλου του πληρώματος.Αυτός ήταν ο τελευταίος επιζών και βούτηξε στην θάλασσα για να σωθεί από το ΄΄χτικιό’’,όπως ανέφερε ο ίδος.Δεν ξέρω κατά πόσο θα πρέπει να βασιστούμε στις περιγραφές του γιατί τα γεγονότα που περιγράφει είναι πολύ περίεργα και φρικιαστικά.Προσωπική μου άποψη είναι ότι το πλοίο το χτύπησε κάποιο είδος ομαδικής παράνοιας ή τρέλας με αποτέλεσμα να αλληλοσκοτωθούν οι ναύτες και η διοίκηση.
Πριν κλείσω την επιστολή και σας την στείλω,θα πρέπει να σημειώσω ότι η κακή τύχη του πλοίου άρχισε πριν ακόμη φύγει από το Λονδίνο.Ένας νεαρός δικηγόρος,ο Ντέιβιντ Συλας από την πόλη μας,έλειπε στο Λονδίνο για δουλειές όταν πληροφορήθηκε ότι η μνηστή του,Λίλιθ Παλ,πέθανε από την ισπανική γρίπη.Αμέσως έψαξε να βρει διαθέσιμο καράβι για εδώ για να μην χάσει ούτε λεπτό να την αποχαιρετήσει.Έτσι βρήκε την ΄΄Αναμονή’’ που μπάρκαρε τα ξημερώματα.
Περιμένοντας να φύγει,έμεινε σε ένα πανδοχείο κοντά εκεί που ήταν αραγμένο το πλοίο.Δυστυχώς φαίνεται ο κακομοίρης νεαρός δεν άντεξε την απώλεια της αγαπημένης του γιατί τα χαράματα βρέθηκε κρεμασμένος στο δωμάτιό του από την σπιτονοικοκυρά.
Αυτά είχα να σας αναφέρω και για ό,τι νεώτερο θα σας ενημερώσω πάλι.
Με εκτίμηση,
Ο διοικητής της Μητροπολιτικής Αστυνομίας της Νέας Υόρκης,
Στιβ Νίσον

Σάββατο 29 Μαΐου 1857


1 σχόλιο:

  1. Το κείμενό σου έχει τρομερή ατμόσφαιρα και αγωνία για το τέλος... Η ικανότητά σου να πλάθεις ιστορίες για ξένες χώρες με ξένα ονόματα με συνεπαίρνουν πραγματικά... Αυτό το είδος σου πάει.

    Ένα περίεργο πράγμα! Ξέρω ή τεσπα φαντάζομαι οτι τα φαντάσματα ή πνεύματα εκφράζουν κάποια συναισθήματα, αλλά το να τους έρχεται να ξεράσουν πάει πολύ, βρε παιδί μου!:P

    Χαιρετούρες!

    ΑπάντησηΔιαγραφή