Δευτέρα 31 Οκτωβρίου 2011

Ελλειπτική πορεία









<<η ΕΛΛΕΙΨΗ είναι ένα σύνολο σημείων τα οποία το ΑΘΡΟΙΣΜΑ ΤΩΝ ΑΠΟΣΤΑΣΕΩΝ από δύο γεωμετρικά σημεία (εστίες, E1 και E2) είναι σταθερό…>>



Ο γιός μου , ο καρπός της γυναίκας μου κι εμένα ,ο γιος μου περπατά πάνω στα πλακάκια , κάνει τα πρώτα του βήματα , ασταθή , λες και θα πέσει σε κάθε κίνηση , αλλά συνεχίζει να περπατά , μέχρι η αγκαλιά της μάνας του να τον καλωσορίσει στη ζωή.





Σύρθηκε μέχρι το βάθος της στοάς , ίσως γιατί εκεί ένιωθε να βρίσκεται μια παραπάνω ζεστασιά από ότι στο δρόμο που τον μαχαιρώσανε . Οι δρόμοι τέτοια ώρα ήταν ερημικοί , εδώ σε αυτή την ξέμπαρκη γωνιά της πόλης , όπου μόνο οι περίεργες σκιές παίζανε παιχνίδι με τα λιγοστά φώτα των φαναριών , των ξεχασμένων φωτιστικών σε κάτι άδεια σπίτια , σε κάτι κατώγεια που ζούσαν οικογένειες , σε κάτι τρύπες που μεγαλώνανε παιδιά και όνειρα.
Σύρθηκε και σκέφτηκε αυτό το είχα δει μόνο σε ταινίες , όπου κάποιο θύμα σέρνεται και αφήνει μια μπογιά από αίμα πίσω του , μέχρι να τα παρατήσει , να αφήσει αυτή την ανούσια κόκκινη διαδρομή και να πεθάνει. Τώρα κι αυτός έκανε το ίδιο όπως κι τόσοι άλλοι φανταζόταν πιο πριν από αυτόν , έλεγε μέσα του να βρω μια ζεστή γωνιά να καθίσω , να περιμένω , μα μέσα του ήλπιζε πως θα σωνόταν εν τέλει . πως κάποιος θα τον έβρισκε , θα καλούσε ασθενοφόρο και θα τον έπαιρναν . Πως θα ήταν όλα μια κακιά ανάμνηση στο τέλος .
Ο καθένας νιώθει άτρωτος κι ίσως στις τελευταίες στιγμές μόνο να συνειδητοποιείς πόσο αφελής πραγματικά ήσουν του λόγου σου .
Η πόλη κοιμόταν σε ένα φθινοπωρινό βράδυ και οι άνθρωποί της πια ούτε στις κραυγές άλλων ανθρώπων τόλμαγαν να ξεμυτίσουν .Μπορεί δίπλα σου  ο άλλος να πέθαινε αλλά εσύ εκεί τυλιγόσουν πιο πολύ στην κουβέρτα κι έκλεινες τα μάτια ή άνοιγες πιο δυνατά την ένταση της τηλεόρασης .
Η κραυγή του για βοήθεια δεν ακούστηκε ή μάλλον δεν ανταποκρίθηκε κανείς κι αυτό δεν είναι μια θλιβερή ιστορία ή μια κακοτυχία , είναι μια καθημερινότητα κι ας λες ό,τι θες . Πεθαίνεις συνήθως μόνος σου στις πόλεις κι αυτός το ήξερε , πώς να μην το ήξερε , γιατρός ήταν , αλλά ήξερε ακόμα ότι έχανε αίμα κι όσο κι αν το πίεζε με το κασκόλ του , όλο κι πιο πολύ έβγαινε , έβαφε τα πάντα κόκκινα . Το αίμα μου σκέφτηκε , τι περίεργο χρώμα , το αίμα μου.
Σύρθηκε ως το βάθος , σε μια γωνία της αδιέξοδης στοάς . Δίπλα του κάτι σωροί από σκουπίδια και χαρτόκουτα , πάνω του κάτι τείχη από τσιμέντο και σίδερα . Κανένα φως πέρα από ένα μικρό μισοσπασμένο φανάρι πιο κει. Εδώ δεν ζουν άνθρωποι ? , σκέφτηκε κι φώναξε βοήθεια όσο πιο δυνατά μπορούσε , για να νιώσει τον πόνο στη μέση να μεγαλώνει αφόρητα και τη φωνή του να χάνεται ανάμεσα στις σκιές της νύχτας μόνη της , απελπιστικά μόνη της .
Το κινητό του το είχαν κλέψει μαζί με το πορτοφόλι του και ένιωσε πάλι την οργή του να φουντώνει για τους ληστές που τον στείλανε αδιάβαστο μέχρι το κατώφλι του θανάτου , για τα γαμημένα 100 ευρώ που έχανε έτσι τη ζωή του , για την μαλακία της κοινωνίας που την ανάγκαζε να κρύβεται στις τρύπες της και να μην νοιάζεται αν ο άλλος ψυχορραγεί δίπλα της , για την ώρα που ήταν περασμένη και κανένα αμάξι δεν πέρναγε τον και καλά κεντρικό δρόμο της περιοχής. Ο πόνος φουντώνει και το κρύο γίνεται εντονότερο . Έτρεμε , ανάσαινε γρήγορα . Σαν να κύλησε ένα δάκρυ στο μάγουλό του .
Ο γέρος βγήκε από ένα χαρτοκούτι λίγα μέτρα πιο μακριά του . Στην αρχή τον κοίταζε τρομαγμένος αλλά μετά κατάλαβε πάνω κάτω τι παίζει και τον πλησίασε διστακτικά . Φορούσε παλιά βρώμικα κουρελο-ρούχα κι ένα σκουφάκι στο κεφάλι που κάποτε ήταν άσπρο και τώρα σκούρο καφέ. Έτρωγε φιστίκια κι όταν κάθισε δίπλα του τού πρόσφερε μερικά από τη χούφτα του . Ο άλλος χαμογέλασε και κούνησε αρνητικά το κεφάλι του .
Πρέπει να με βοηθήσεις , ακούς? Πρέπει να πας να φέρεις βοήθεια , είπε κι ένας σπασμός τον τάραξε από κάτω μέχρι το κεφάλι . Δεν έχω ώρα , καταλαβαίνεις ?
Ο γέρος τον κοίταξε με σχεδόν ανέκφραστα μάτια κι έπειτα κούνησε καταφατικά το κεφάλι του σκάζοντας ένα θλιμμένο χαμόγελο . Αντί να φύγει όμως , πήγε προς το κουτί του κι έφερε μια κουβέρτα . Την τύλιξε πάνω στον τραυματία κι σηκώθηκε όρθιος .
Πήγαινε ! Πήγαινε γρήγορα !, είπε αυτός καθώς σφίχτηκε πιο πολύ πάνω στην κουβέρτα χωρίς όμως το κρύο να φεύγει . Ένιωθε αντίθετα το μυαλό του να φεύγει , τις εικόνες γύρω του να φεύγουν , ο πόνος έφευγε γινόταν σαν γλυκό χάδι σε όλο του το σώμα , οι ανάσες φεύγανε και λιγόστευαν . Ξαφνικά σε μια από τις τελευταίες του αναλαμπές , το μυαλό του έδωσε μια φωναχτή εντολή στον γέρο ζητιάνο
Όχι μείνε! Κάνε μου παρέα , δεν έχει νόημα να φύγεις πια .
Ο γέρος σαν να περίμενε από πιο πριν αυτές τις λέξεις , κάθισε πάλι δίπλα του κι άρχισε να τον κοιτάει αυτή τη φορά με πιο μαλακωμένο βλέμμα , με κατανόηση και με συμπόνια .
Σε κοίταγα , σε λυπόμουν , δεν σε βοήθαγα σχεδόν ποτέ , σε όλους τους δρόμους που σε είχα συναντήσει εσένα και τους όμοιούς σου . Και τώρα να πεθαίνω στα χέρια σου , και με κοιτάς εσύ με συμπόνια και με βοηθάς στις τελευταίες μου στιγμές , είπε κι γέλασε κάπως ειρωνικά καθώς έπιανε από το μπράτσο τον γέρο κάνοντας να ανασηκωθεί .
Δεν μιλάς φίλε μου ε? Μάλλον δεν καταλαβαίνεις τη γλώσσα μου ή απλά δεν έχει νόημα να μιλήσεις .Σάμπως θα τα θυμάμαι μετά αυτά ?? χαχα , γέλασε κι ο βήχας κάλυψε τις λέξεις του , λίγο αίμα φάνηκε στ χείλη του , το ένιωσε κι δάκρυσε πάλι .
Τα καλοκαίρια πηγαίναμε όλη η οικογένεια στο χωριό δίπλα στη θάλασσα , παίζαμε κρυφτό με τα παιδιά , παίζαμε κλέφτες αστυνόμους , κυνηγητό , τότε σε μια κόντρα είχα σκίσει πρώτη φορά το χείλος μου , είχα νιώσει το αίμα και τη μεταλλική του γεύση στο στόμα μου . Θα περάσει είχαν πει . Αγαπούσα εκείνα τα καλοκαίρια .
Ένα αμάξι πέρασε με μεγάλη ταχύτητα στον έξω δρόμο , άκουσε τα νερά που πέταγε στο πέρασμά του.Ο γέρος έστριβε τσιγάρο , του πρόσφερε ένα .
Όχι ευχαριστώ , θα με σκοτώσει . χα! Στην ιατρική βλέπεις όλο τον πόνο , τον πόνο των άλλων , νιώθεις κάπως ευάλωτος αλλά ταυτόχρονα και πολύ ισχυρός ή τυχερός . όπως το δει κανείς . Πάντα όμως πίστευα θα πέθαινα κάποια ωραία βραδιά με τους αγαπημένους μου δίπλα . Σε μαξιλάρια πάνω θα άφηνα την τελευταία μου πνοή φίλε .
Αλλά η πραγματικότητα μάς προδίδει όλους έχουν πει .
Ο γέρος συμφώνησε κουνώντας προς τα κάτω το κεφάλι του και μια γάτα νιαούρισε κάπου μέσα στο σκοτάδι .
Η γλυκιά νύστα τον συνέπαιρνε σιγά σιγά και προσπαθούσε να κρατάει ανοιχτά τα μάτια του όσο μπορούσε .
Έπρεπε να είχα πάρει το αμάξι …έπρεπε …τίποτα δεν θα είχε συμβεί, παραμιλούσε ο πληγωμένος τύπος.
Η γυναίκα μου …. Πες της την αγαπώ όσο τίποτε άλλο , πες της το ..ο γιός μου περπάτησε πριν λίγο καιρό , πες του...πάντα μαζί του …να προσέχει..
Έβηξε κι έβγαλε κι άλλο αίμα , αυτή τη φορά πιο πολύ από την προηγούμενη .
Κοίταξε τον βουβό σύντροφό του όσο πιο καλά μπορούσε.
Γέρο φίλε μου ξέρεις αυτή η ελιά που έχεις στη μύτη , να την προσέξεις , ξέρεις πήγαινε στον …. Πες του από μένα , θα σε δει …
Ο γέρος του έσφιξε πιο πολύ το χέρι καθώς καταλάβαινε ότι δεν θα αργούσε να έρθει η στιγμή που το κερί του τύπου θα έσβηνε δια παντός .
Άρχισε να κλαίει ήρεμα , πέθαινε και το ήξερε πια .
Φοβάμαι φίλε , φοβάμαι το Μετά . Φοβάμαι …Πού είναι ο Θεός , δεν βλέπω δα κανένα φως , κανένα τούνελ , πεθαίνω φίλε και είμαι στο τίποτα.
Ο γέρος τον κοίταξε και του χάιδεψε τα μαλλιά . Και τότε για πρώτη φορά μίλησε , ίσως και για τελευταία εκείνο το βράδυ
Οι γνωστοί μου με φωνάζουν Αμίλητο Χάρη και αυτό επειδή δεν μιλάω ποτέ σχεδόν. Αλλά απόψε νομίζω οφείλω να μιλήσω σε έναν ετοιμοθάνατο καθώς όπως είπες δεν παίζει να καρφώσεις την φλυαρία μου σε κανέναν μετά.
Πεθαίνεις και φοβάσαι , όπως εγώ φοβάμαι κάθε φορά που έρχεται η νύχτα και δεν με χωρίζει τίποτα από αυτόν τον κόσμο παρά μόνο ένα χαρτόνι .Οι άνθρωποι με κατουρούν και με βαράνε αλλά μου δίνουν και φαγητό . Το άγνωστο όλους μας τρομάζει και το γεγονός ότι δεν έχουμε και επιλογές πάνω σε αυτό,το κάνει πολύ πιο τρομαχτικό .
Ο γέρος σταμάτησε να μιλάει και κοίταξε τον άλλον κατάματα .
Είχε σταματήσει να τρέμει , κοίταγε σχεδόν έκπληκτος τον γέρο .Ξαφνικά έβαλε την τελευταία του δύναμη κι έβγαλε μια χρυσή αλυσίδα με έναν μικρό σταυρό από το λαιμό του . Την έτεινε προς το γέρο .
Εγώ δεν σε κατούρησα , ούτε σε βάρεσα , αλλά ακόμα χειρότερα δεν σε πρόσεξα ποτέ . Να πάρε θα σου δώσει λίγο φαί , είπε προς τον άστεγο .
Εκείνος γέλασε και το γέλιο του σκέπασε τα κλάματα των γατών και το ροχαλητό του πρώτου ορόφου . Μια γριά φώναξε να σκάσουν.
Τελικά πήρε την αλυσίδα και την έβαλε στην τσέπη του .
Φεύγω ..., έκανε αναπνέοντας όλο και πιο βαθιά ο τραυματισμένος τύπος .
Οι πράξεις είναι σταγόνες σε ωκεανό .Τα κύματα που αφήνουν φτάνουν στην αιωνιότητα.., είπε ο γέρος λίγο πριν αφήσει ο άλλος την τελευταία του πνοή , λίγο πριν λάμψει στιγμιαία μια μικρή φωτιά στα μάτια του καθώς κοίταζε τον ζητιάνο .
Η γάτα κάπου σε κάποια στέγη χωμένη , φώναζε τον ερωτικό της σύντροφο και οι πρώτες στάλες μιας ακόμα φθινοπωρινής βροχής έπεφτε από ψηλά.



Ο αστυνόμος Γ. κοίταζε το βίντεο που είχε τραβήξει ο μικρός από το παράθυρο του σπιτιού του στον δεύτερο όροφο της πολυκατοικίας στο στενό που ο γιατρός είχε βρεθεί τα ξημερώματα νεκρός , πιθανόν από ληστεία , από τα συνεργεία καθαρισμού.
Γαμημένη πόλη ,έβρισε από μέσα του ο αστυνόμος καθώς σκέφτηκε την αλληλουχία γεγονότων που οδήγησε στο πεθάνει κάποιος πάλι χωρίς κανέναν να φωνάξει για βοήθεια.
Το παιδί είδε τον τραυματία , φώναξε τους γονείς του αλλά λιώμα και οι δύο , δεν του δώσανε σημασία , πήρε τηλέφωνο με το κινητό της μάνας του  την θεία του αλλά εκείνη του είπε να πάει να κοιμηθεί και να μην λέει βλακείες βραδιάτικα κι ότι θα το πει στην αδερφή της το πρωί και θα δει και τέτοια. Το παιδί έβγαλε το βίντεο όση ώρα ο τύπος ξεψυχούσε , σαν απόδειξη ότι να υπήρχε ένας πληγωμένος και να δεν είμαι τρελός που σας ζάλιζα χτες .
Γαμημένη πόλη ,είπε τώρα φωναχτά και η συνεργάτης του τον άκουσε.
Όλα καλά αστυνόμε ?
Ναι οκ , λέει εκείνος κι έπειτα συνεχίζει να κοιτάει το βίντεο στο κινητό . Ο άνθρωπος πέθανε εκεί μόνος του σε ένα άδειο σοκάκι . Λίγο πριν πεθάνει σηκώνει το χέρι και αφήνει μια αλυσίδα στον αέρα  θαρρείς κι αυτή πέφτει κάτω.
Πες μου βρήκατε την αλυσίδα δίπλα του ε? , ρωτάει την βοηθό του.
Ναι αστυνόμε .
Καλά πως και δεν τον άκουσε ή δεν τον είδε άλλος πέρα από τον μικρό ?, αναρωτήθηκε πιο πολύ φωναχτά , παρά ρώτησε κάποιον.
Τι να πω αστυνόμε , οι άνθρωποι φοβούνται … είπε η υπαστυνόμος και συνέχισε
Ήταν και άτυχος γιατί σε κείνο το στενό δεν μένουν και άστεγοι ..Τούς μετέφερε ο δήμος πριν κανά μήνα σε έναν ξενώνα . Πάντως ο μικρός είπε τον άκουσε να μιλάει σε κάποιον αλλά δεν έβλεπε κανέναν.
Ο αστυνόμος δεν μίλησε παρά έγνεψε στην κοπέλα να αποχωρήσει από το γραφείο του .
Κοίταζε πάλι το τέλος του βίντεο με τις τελευταίες κινήσεις του άντρα, κουνούσε τα χείλη του σε όλο σχεδόν το βίντεο λες και μιλούσε σε έναν αόρατο σύντροφο δίπλα του .  Ο αστυνόμος ξαφνικά ένιωσε μια έντονη και διαπεραστική ανατριχίλα σε όλο του το σώμα . Εκεί στις τελευταίες κινήσεις του θύματος , εκεί στη στιγμή που άφηνε στον αέρα την αλυσίδα , αυτή δεν πήρε την φυσιολογική της άμεση και πτωτική πορεία στο έδαφος , αλλά αντίθετα σαν να επιβραδύνθηκε η πτώση της , σαν η πορεία της να μην ήταν κάθετη αλλά ομαλή κι ελλειπτική σε ένα σημείο εκατοστά πάνω από το τσιμέντο . Το βίντεο σταματούσε εκεί και ο αστυνόμος έκανε να πιάσει με τρεμάμενα χέρια τα τσιγάρα του , καθώς έξω η φθινοπωρινή βροχή που είχε ξεκινήσει το βράδυ , συνέχιζε ακάθεκτη προς τη γη , όχι σε κάθετη πορεία αλλά ελλειπτική , περνώντας πάνω από τις στέγες των σπιτιών και τις πλάτες των ανθρώπων …




Στην Ι.Γ

1 σχόλιο:

  1. Έλ-Λειψ-ΑΝ οι φωνές από την Αυλή..
    οι κούνιες ταλαντώνονται σε ΗΜΙελλείΨεις
    και εκείνο το Αγόρι που περπάτησε με αστάθεια στα Πλακάκια του σπιτιού
    τώρα με Βήμα Σταθερό διασχίζει την.... Κόλαση.....

    σε ένα Club Κόλασης ΣτιχοΜυθίας κλεμμένου παραδείσου.......

    ΑπάντησηΔιαγραφή