Παρασκευή 20 Μαρτίου 2009

Σκιές



1.
΄΄Ονομάζομαι Ιγνάτιο Τέρρες και κατάγομαι από την Viana Do Castelo,περιφέρεια βόρεια της Λισαβόνας.Δουλεύω σαν δεύτερος στο πλοίο τύπου καραβέλα ‘Άγιος Μάρκος’,που ναυπηγήθηκε στο λιμάνι του Πόρτο το σωτήριο έτος 1498 μετά την γέννηση του Κυρίου.
Το ‘Άγιος Μάρκος’ μεταφέρει μπαχαρικά από τα λιμάνια της ανατολής στην Ισπανία και την Πορτογαλία.Είμαι στις υπηρεσίες του εδώ και 2 χρόνια,από το πρώτο του ταξίδι.Ή μάλλον ήμουνα…
Πλέαμε νοτιοανατολικά της Κρήτης σε αρκετά κοντινή απόσταση απ’αυτήν.Προορισμός μας η Βαρκελώνη.Ο άνεμος ήταν ευνοϊκός και η θάλασσα ήρεμη.Ήταν μια ωραία βραδιά όπου θα μπορούσε κανείς από την γέφυρα να θαυμάσει τον έναστρο ουρανό.Είναι πολύ περίεργο πως εξελίχτηκαν τα πράγματα μετά.
Πρέπει να ήταν γύρω στην μέση της νύχτας όταν με ξύπνησαν φωνές.Το καράβι έγερνε προς τα δεξιά και όλη η καμπίνα μου είχε γίνει άνω κάτω.Νερά έμπαιναν από παντού.Ντύθηκα βιαστικά και ανέβηκα στο κύριο κατάστρωμα.Αυτό που αντίκρισα πάγωσε τα αίμα μου.
Μεγάλα και άγρια κύματα χτυπούσαν το πλοίο παρασέρνοντας τα πάντα στο πέρασμά τους.Τα πανιά είχαν σχεδόν όλα κομματιαστεί.Κοίταξα προς το τιμόνι αλλά έντρομος είδα πως δεν ήταν κανείς.Ο τρόμος μου μεγάλωσε ακόμα πιο πολύ όταν κατάλαβα πως δεν υπήρχε κανείς πάνω στο κατάστρωμα.
Άρχισα αμέσως να φωνάζω τα ονόματα των συντρόφων μου αλλά δεν έπαιρνα καμιά απάντηση.Πρέπει να τους είχε πάρει μαζί της όλου η θάλασσα.Αλλά και πάλι ήταν δυνατόν να τους πήρε όλους?Στην ταραχή εκείνων των στιγμών δεν σκέφτηκα τις φωνές που με είχαν ξυπνήσει και την προέλευσή τους.Τώρα που τα γράφω αυτά απλά προσθέτω αυτό το περιστατικό στα ανεξήγητα που μου έτυχαν από τότε.
Το να πάω πάλι στο αμπάρι και να ψάξω για τους άλλους ήταν καθαρή αυτοκτονία.Το πλοίο έγερνε επικίνδυνα πια και γέμιζε νερό από όλες τις μεριές.Τα κύματα και η βροχή που έπεφτε δυσκόλευαν τις κινήσεις μου.Το νερό με έπαιρνε και με έριχνε πάνω σε διάφορα κουτιά.Αίμα έτρεχε από το μέτωπό μου και είχα πολλές πληγές σ όλο το σώμα.
Προσπάθησα να κινηθώ προς το τιμόνι μήπως και σταθεροποιήσω την τρελή πορεία του πλοίου.Αλλά ένα μεγάλο μεταλλικό κιβώτιο έπεσε με δύναμη πάνω στο πηδάλιο σπάζοντας το.Θυμάμαι την απελπισία που με κυρίευσε τότε και άρχισα να ουρλιάζω από θυμό προς τα κύματα.Αμέσως μετά,μια αναταραχή της καραβέλας με έριξε πάλι κάτω χάνοντας τις αισθήσεις μου.
Άνοιξα τα μάτια μου νιώθοντας μια αίσθηση υγρής ασφυξίας να με πνίγει.Ήμουν στην θάλασσα και τα κύματα προσπαθούσαν ανελέητα να με βυθίσουν στο μαύρο.Το Άγιος Μάρκος δεν φαινόταν πουθενά.Μονάχα κάτι μπαούλα μαζί με κάτι σανίδες επέπλεαν εδώ και κει.Άρπαξα ένα μπαούλο και γαντζώθηκα πεισματικά από αυτό.Όλη μου η ζωή είχε γαντζωθεί από αυτό.
Ήμουν για ώρες έτσι αφημένος στην μανία της θάλασσας.Παρακαλούσα τουλάχιστον να ξημερώσει αλλά το σκοτάδι δεν έλεγε να φύγει.Κοίταξα προς τον ουρανό κάνοντας μια μικρή προσευχή.Δεν ήμουν έτοιμος να πεθάνω ακόμα.
Τα αστέρια δεν φαίνονταν καθόλου και το κεφάλι μου πόναγε και βούιζε.Ένιωσα τις δυνάμεις μου να με εγκαταλείπουν σιγά σιγά τελείως.Και εκεί στην μέση του πουθενά έκλεισα τα μάτια μου και αποκοιμήθηκα με την σκέψη του θανάτου να με καληνυχτίζει.


2.
Στον ανήσυχο ύπνο που έκανα είδα τρομερούς εφιάλτες.Η κόλαση του Δάντη με τα διάφορα επίπεδά της με περίμενε.Δαίμονες και φωτιές με βασανίζανε.Είδα το σώμα μου να το κατασπαράζουν τα θηρία των θαλασσών και πολλά άλλα τέτοια φρικιαστικά.
Λίγο πριν ξυπνήσω όμως είδα κάτι που γαλήνεψε την ψυχή μου και με γέμισε με όμορφες σκέψεις.Είδα την Μαριότα σε καταπράσινο λιβάδι να σκύβει πάνω μου και να με φιλά γλυκά.Την έσφιγγα στην αγκαλιά μου και μύριζα το άρωμα των μαλλιών της.Και όλα ήταν τόσο ωραία.Μα ξαφνικά ένα αεράκι άρχισε να φυσά και σαν σκόνη διαλύθηκε η μορφή της αγαπημένης μου.Άρχισα να ουρλιάζω πάλι και να κλαίω.
Ξύπνησα μέσα σε λυγμούς και γύρισα στην σκληρή πραγματικότητα.Ήμουν ακόμα γαντζωμένος πάνω στο κιβώτιο.Όμως τα πράγματα γύρω μου είχαν ηρεμήσει.Και ήταν τόσο διαφορετικά…
Επέπλεα πάνω σε κάτι που θύμιζε ποτάμι καθώς αριστερά και δεξιά μου διέκρινα όχθες.Σχεδόν αμέσως μπροστά στις όχθες ξεκίναγε δάσος με δέντρα ψηλά και με πλατιά φυλλώματα.Παραξενεύτηκα που δεν είχε ακόμη ξημερώσει.Όλα έμοιαζαν τόσο σκοτεινά.
Πουθενά δεν ακουγόταν ήχος ή έστω η ύπαρξη κάποιας κίνησης και ζωής.Πρέπει να είχα ξεβραστεί στην Κρήτη σε κάποιο απόμερο μέρος της ή σε κανένα νησάκι της εκεί κοντά.Τουλάχιστον είχα σωθεί.
Άφησα το μπαούλο σωτηρίας μου και κολύμπησα προς την όχθη.Με το που πάτησα γη ξάπλωσα στην άμμο και έμεινα έτσι για κάμποση ώρα.Ο ουρανός φωτιζόταν από ένα πράσινο κάπως φως,η προέλευση του οποίου μού ήταν άγνωστη.Δεν έβλεπα ούτε φεγγάρι ούτε αστέρια.Και αυτή η ησυχία που επικρατούσε με τάραζε.
Με βρεγμένα ρούχα και με το αίμα να τρέχει από το μέτωπό μου,ξεκίνησα για το εσωτερικό αυτής της γης.Έψαξα στον λαιμό να βρω εκείνον τον χρυσό σταυρό που μου είχε χαρίσει η Μαριότα παλιά αλλά έλειπε.Κακό σημάδι.
Μετά από περπάτημα καμιάς ώρας έφτασα σε ένα ξέφωτο.Διέκρινα σπίτια που σχημάτιζαν μια κυκλική περίμετρο και στο κέντρο βρισκόταν ένας ναός.Όλα φωτίζονταν από αυτό το πράσινο φως παίρνοντας μια γκρίζα απόχρωση.Δεν φαινόταν ίχνος ζωής.Ο ναός αυτός έμοιαζε με αρχαίο ελληνικό κτίριο και είχε μια στοά με κίονες που οδηγούσε προς αυτόν.Ακόμα και τα σπίτια δείχναν να είναι άλλης εποχής,μακρινής…
Φώναξα αλλά δεν πήρα απάντηση.Που μπορεί να ήταν οι κάτοικοι αυτού του μέρους?Που βρίσκομαι?Και γιατί δεν είχε ακόμα ξημερώσει?Έκανα ασυναίσθητα το σταυρό μου.
Προχώρησα προς τον ναό.Καθώς περπάταγα στην στοά ένιωσα την παρουσία σκιών να με περιτριγυρίζουν.Σκιές ανθρώπων πέρναγαν μέσα από τους κίονεςΤο μυαλό μου μού έπαιζε περίεργα παιχνίδια από το χτύπημα,σκέφτηκα.
Το εσωτερικό του ναού ήταν και αυτό κυκλικό.Στην μέση του χώρου υπήρχε ένα άγαλμα ενός αγγέλου που κρατούσε ένα μεγάλο ξίφος.Ήταν γονατιστός στο ένα του πόδι και στήριζε το κεφάλι του στην λαβή του σπαθιού.Σαν να ήταν αποκαμωμένος και ξεκουραζόταν πάνω στο όπλο του.Το άγαλμα ήταν πελώριο και έφτανε άνετα τα 3 μέτρα.Πάνω από αυτό ήταν ο θόλος του ναού που όμως δε μπόρεσα να δω μέχρι που φτάνει.Δεν υπήρχε τίποτα άλλο στο εσωτερικό του ναού.
Βγαίνοντας πάλι από την στοά η παρουσία των σκιών έγινε εντονότερη.Διαπερνάγαν το σώμα μου αυτές οι σκοτεινές μορφές κάνοντάς με να ανατριχιάζω.Τρομαγμένος έτρεξα προς το ξέφωτο.Και τότε είδα απογοητευμένος τον τόπο να έχει γεμίσει από σκιές.Ήταν μορφές ανθρώπων αλλά δεν φαίνονταν τα πρόσωπά τους καθαρά.Περπατάγαν σιγά σαν υπνωτισμένοι κάνοντας κύκλους.Ούρλιαξα το όνομά μου μήπως και με προσέξουν αλλά καμία αντίδραση.Δεν υπήρχα γ’αυτούς.
Κάθισα στην ρίζα ενός δέντρου εξαντλημένος και άρχισα να κλαίω για ώρες.Η μοίρα μού είχε παίξει κάποιο περίεργο και τρομερό παιχνίδι.Δεν ήμουν σίγουρος πια σε ποιο μέρος είχα ναυαγήσει.Δεν ήμουν σίγουρος αν ήμουν ζωντανός ή νεκρός.Για το μόνο που ήμουν σίγουρος ήταν ότι ήμουν μόνος μου…
Δεν ξέρω πόσες μέρες είμαι εδώ.Ούτε ποια θα είναι η κατάληξη.Ο χρόνος μοιάζει να έχει σταματήσει σε μια ατέλειωτη νύχτα.Προσπαθώ να κοιμηθώ αλλά δεν μπορώ.Η αίσθηση της πείνας δεν μου έχει έρθει ακόμα.Αν και σκοτάδι τα ρούχα μου στέγνωσαν.
Βρήκα κάτι κομμάτια από χαρτί σε μια από τις τσέπες μου.Άρχισα τριγύρω να ψάχνω γ’αυτό που ήθελα.Και το βρήκα μέσα στο ναό.Ένα άδειο μπουκάλι και μια πένα.Λες και ο άγγελος εισάκουσε τις προσευχές μου και μού έδωσε αυτό που ήθελα.
Έγραψα στα χαρτιά αυτά τα γεγονότα που μου συνέβησαν μετά το ναυάγιο ελπίζοντας να τα διαβάσει κάποιος και να με αναζητήσει.Δεν είχα μελάνι και έτσι χρησιμοποίησα το αίμα μου.Ελπίζω να με συγχωρήσει γάυτό ο σωτήρας μου.Αφού αφήσω το μπουκάλι στο ποτάμι,θα ακολουθήσω την πορεία των νερών του για να δω που βγάζει.
Εδώ τελειώνει η παράξενη ιστορία μου.Προσεύχομαι για την τύχη της ψυχής μου.
Ονομάζομαι Ιγνάτιο Τέρρες και κατάγομαι από την Viana Do Castelo,περιφέρεια βόρεια της Λισαβόνας.Είμαι ναυαγός σε άγνωστο μέρος…’’


3.
Έβαλε τις σημειώσεις του μέσα στο μπουκάλι και το σφάλισε δυνατά.Περπάτησε για ώρες μέχρι να βγει στις όχθες του ποταμού.Εκεί,αφού φίλησε το μπουκάλι,το άφησε να πέσει στα νερά του ποταμού.
Μετά άρχισε να περπατάει κατά μήκος της όχθης του και προς την πορεία των νερών του.Αυτή η σιωπή σκότωνε κάθε ελπίδα του.
Το ποτάμι άνοιγε σ’ένα μέρος αρκετά πόδια από το σημείο που άφησε το γράμμα του.Κατέληγε σε μια μικρή λίμνη που φαινόταν και αυτή γαλήνια.Έτρεξε προς αυτή.
Και ξαφνικά σταμάτησε απότομα.Έμεινε ακίνητος για λίγα λεπτά και μετά έπεσε στα γόνατα και άρχισε να κλαίει με λυγμούς,σηκώνοντας τα χέρια του προς τον ουρανό.
Το πράσινο φως φώτιζε τα νερά της λίμνης φανερώνοντας τα χιλιάδες μπουκαλάκια που επέπλεαν σ’αυτήν….

Τέλος .

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου