Σάββατο 20 Οκτωβρίου 2012

Αλληγορία για φοβισμένα κορμιά - Κίτρινες Ιστορίες






Το αγόρι σταμάτησε παραξενεμένο κι έξυσε το κεφάλι του. Κοίταξε για λίγο
 
τον ήλιο αλλά τυφλώθηκε, γύρισε το βλέμμα του αλλού. Του άρεσε να το κάνει

αυτό, αυτήν τη στιγμιαία παρατυπία, παρόλο που η μάνα του τού φώναζε ότι θα

τυφλωθεί αν συνεχίζει να το κάνει. Του άρεσε αυτή η σκανταλιά κι η έντασή της.

Μα τώρα δεν είχε κέφι για τέτοια, το έκανε από αμηχανία πιο πολύ, έξυσε πάλι το κεφάλι του, κοίταξε προς το δέντρο και γύρισε ξανά αλλού το βλέμμα του.

Εκεί στο δέντρο ήταν αυτός. Τα πόδια του αιωρούνταν κανά μέτρο πάνω από τη γη, έμοιαζε να πετάει μόνο που ήταν στο ίδιο σταθερό αόρατο σημείο πάνω από το χώμα.

Η γλώσσα του ήταν έξω σαν να τη δάγκωνε, το αγόρι τρόμαζε να κοιτάζει το πρόσωπό του, αλλά το έκανε. Ήταν πρησμένο πολύ και είχε πάρει ένα αχνό μπλε χρώμα. Έμοιαζε με περίεργο στρουμφάκι, σκέφτηκε το παιδί, και του ήρθε να γελάσει.

Ξαφνικά δεν κρατήθηκε κι άρχισε να γελάει. Γέλαγε με την παιδική του σκέψη ότι ήταν ένα γιγάντιο στρουμφάκι. Γέλαγε κανά δεκάλεπτο. Μετά με γυρισμένη την πλάτη στον κρεμασμένο, κάθισε σε μια μεγάλη πέτρα. Σκάλισε με ένα κλαδί το όνομά του στο χώμα. Το έσβησε και σκάλισε ανθρωπάκια γύρω από ένα δέντρο.

Είπε φωναχτά τρία ονόματα φίλων του και έφυγε προς το χωριό κάτω στην κοιλάδα τρέχοντας.

Όταν γύρισε με την παρέα του ο ήλιος είχε αρχίσει να παίρνει ήδη την κατιούσα πορεία. Τους έδειξε το πτώμα στο δέντρο και κάτι τους ψιθύρισε στα αυτιά. Τα άλλα τρία παιδιά λύθηκαν στα γέλια.

Τον ονόμασαν τον κρεμασμένο, Βρώμικο Στρουμφάκι γιατί είχαν μαζευτεί πολλές μύγες γύρω του. Βούιζαν σαν φθινοπωρινή ξέφρενη συμφωνία σε αυτό το κίτρινο τοπίο. Τα παιδιά άρχισαν να τρέχουν γύρω του, να κυνηγιούνται. Στο τέλος έκαναν ένα μικρό κύκλο κι έπιασαν να χορεύουν γύρω του.

Κάτω στην κοιλάδα έψηναν κομμάτια κρέας πάνω σε πορτοκαλί πυρωμένες σχάρες οι γονείς τους, μια χαρμόσυνη λάιτ μουσική έπαιζε στον αέρα, οι άντρες έπιναν μπύρα και μιλάγανε από πολιτικά μέχρι κώλους και οι γυναίκες έθαβαν η μία την άλλη.

Σε μια φάση ο Τέρυ κοιτάζει προς τα πάνω τον λόφο με τη γερασμένη ελιά. Μασουλώντας γελάει, φτύνοντας μικρό πολτό από κρέας και μανιτάρια πάνω στο γρασίδι, λέει τα παιδιά χορεύουν γύρω από ένα σκιάχτρο, χαχαχα!

Η γυναίκα του λέει, άστα παιδιά είναι τι περίμενες να κάνουν? Και χαμογελάει απολογητικά στις άλλες. Η αλήθεια είναι ότι το μαλλί της έχει τραβηγμένο χτένισμα και το κραγιόν της κάπως προκαλεί, αλλά οκ τα κάλλη της τα φυλάει για τον Τέρυ, αποκλειστικά και μόνο, από όσο ξέρουμε.

Όταν ο ήλιος έχει σχεδόν δύσει, οι γονείς φωνάζουν στα παιδιά τους να γυρίσουν σπίτι. Η φθινοπωρινή Κυριακή τελείωσε κι αυτή και τα παιδιά κατεβαίνουν τρέχοντας το λόφο.

Το αγόρι φτάνει πρώτο στο νοητό τέρμα. Γυρνάει στους φίλους του και περήφανο κάνει:

Εγώ κέρδισα!!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου