Τρίτη 24 Μαΐου 2011

Tομ Κόλινς


1.
Όταν ξεκινάς να γράψεις κάτι,πάντα έχεις στο βάθος του μυαλού σου ένα συγκεκριμένο στυλ,ένα ύφος-πρότυπο,έναν ΄΄συγγραφέα’’ γνώριμό σου που συνειδητά ή υποσυνείδητα παλεύεις να μιμηθείς μέσα στις λέξεις σου.
Όμως ο Σύλλας δεν είχε κάποιον γνωστό που να του ερχόταν στο κεφάλι αυτή τη στιγμή.Ίσως επειδή βαριόταν τα αστυνομικά- ω ναι περί αστυνομικής ιστορίας πρόκειται- και τα άφηνε πάντα σχεδόν στη μέση.Τα αγόραζε με την ελπίδα να βρει κάτι που να του κεντρίσει το ενδιαφέρον,να κάνει τη διαφορά.
Τα μόνα αστυνομικά που μπορούσε να αποτελειώνει ήταν αυτά του Σικελού,του Καμιλέρι,ίσως γιατί του έφτιαχναν την όρεξη από τις γαστρονομικές περιγραφές τους.Ίσως πάλι γιατί του άρεσαν οι γυναίκες που έπαιζαν σε αυτά.Ίσως γιατί εντέλει ήταν απλά και κατανοητά αλλά και αυθεντικά.
Αλλά πώς να αρχίσει να μιλάει για ταβέρνες και ήλιο και θάλασσα όταν η ιστορία που ήθελε να διηγηθεί είχε μόνο βροχή και ένα απλησίαστο λιμάνι.Και μερικά βρώμικα φαγητά δίπλα σε μπύρες και Τομ Κόλινς.
Και,το κυριότερο, μοιάζει να έλειπε αυτή η Λύδια ή η Ίγκριντ.Οι δικές του γυναίκες ήταν πιο σκοτεινές…
Δύσκολη ιστορία ακόμα και για έναν Σύλλα.Δύσκολη ιστορία το γράψιμο.Να βάζεις κάτω στο χαρτί αυτά που σκέφτεσαι.Πάντα νιώθεις ότι δεν τα λες καλά.Ή όπως ακριβώς τα σκέφτεσαι.
Ο γιατρός όμως είχε πει ότι αυτό θα τον βοηθούσε.Θα πέρναγε η ώρα του όχι δημιουργικά,αλλά ανακουφιστικά.Πως το είχε πει…Α ναι,αναλγητικά.
Το μυαλό του θα είχε άλλες σκέψεις να κάνει και θα ξέφευγε από την μίζερη και καταθλιπτική κατάσταση που ήταν τώρα μετά την απώλεια της Ερμιόνης.Αυτοθεραπεία και αυτοεξιλέωση.
Ο φίλος του ο Νίκος του είχε πει άστο απλά να κυλήσει από μέσα σου.Γράφε ότι σκέφτεσαι.Μην ψάχνεις τις κατάλληλες λέξεις.Είναι απλά ένα ποτάμι που ψάχνει το δρόμο του στη θάλασσα.Μην του βάζεις φραγμούς.
Καλό παιδί ο Νίκος.Θα έκανε για ποιητής.Αλλά αντί γι’αυτό δούλευε σαν αθλητικογράφος σε μια τοπική εφημερίδα ΄΄Η σέντρα’’.Έγραφε και προβλέψεις για το στοίχημα.
Αφού το σκεφτόταν κάποιες νύχτες,τη βραδιά που αποφάσισε να αρχίσει να γράφει είχε περάσει από του Έντσο και είχε χτυπήσει 5 Τομ Κόλινς.Είχε τσακωθεί με τον Τάκη που τραγούδαγε φωναχτά ένα εμβατήριο.Είχαν πέσει κάποιες μπουνιές,είχαν ανοίξει κάποιες μύτες,στο τέλος όμως αγκαλιάστηκαν και ασπάστηκαν ευλαβικά στο μάγουλο πριν τραβήξουν για τα σπίτια τους κάτω από τις απειλές της καραμπίνας του Έντσο.
Σπίτι έφτασε με πόνους στη μέση και μια ανυπόφορη δύσπνοια.Πήγε και έβαλε το κεφάλι του κάτω από κρύο νερό για κάμποσα λεπτά μέχρι που το ένιωσε σαν πούπουλο.Τότε σκουπίστηκε με μια μικρή άσπρη πετσέτα,άνοιξε μια Bud από το ψυγείο και κάθισε στο γραφείο του.
Στην αρχή η ματιά του έπεσε πάνω στα ράφια με τα βιβλία της Ερμιόνης στον τοίχο απέναντι.Μετά σε ένα σκίτσο από την Πράγα με σημείωση κάτω δεξιά ΄΄Φθινόπωρο 2009’’.Η ματιά του σαν ύπουλη οχιά σέρνεται στα πιο ύποπτα και οδυνηρά μέρη του δωματίου.Μια κορδέλα πεταγμένη-αφημένη σε μια γωνία.Ένα κομπολόι και μια χρυσή αλυσίδα με κάτι αρχικά πάνω.Και στο τέλος-το τελειωτικό χτύπημα-μια φωτογραφία,ένα ζευγάρι αγκαλιά.Εκείνη χαμογελάει ξέγνοιαστα στον φακό καθως τα μαλλιά της πέφτουν στο πλάι και πάνω του.Αυτός κάνει μια γκριμάτσα και καλά δυσφορίας καθώς την κρατάει από τη μέση.
Ήταν ίσως όλα αυτά που τον έκαναν να σπάσει το μπουκάλι στο γραφείο και να γεμίσει τα χέρια του αίματα.Να σύρει τον φορητό υπολογιστή της κοπέλας μπροστά του , να τον ανοίξει και να αρχίσει να γράφει.
Χαμογέλασε καθώς είδε να λερώνει με αίμα τα πλήκτρα.Θυμήθηκε κάποιον που είχε πει ΄΄παίξε μέχρι να ματώσουν τα δάχτυλά σου’’ και μια άλλη φωνή ενός άλλου παλιόφιλου που έλεγε ΄΄για να γράψεις δεν χρειάζεται παρά τα δάχτυλα να βαρούν τα πλήκτρα και ελάχιστος πόνος’’.
Τα είχε και τα τρία.Πλήκτρα,αίμα και πόνο.
Έτσι άρχισε να γράφει την πρώτη ιστορία που του ήρθε στο μυαλό.
Και ο Σύλλας από το τρίτο πρόσωπο αφήγησης,πέρασε στο πρώτο…


*****

Πάντα άφηνα αναμμένη την τηλεόραση να παίζει στο αθόρυβο και κάπως έτσι με έπαιρνε ο ύπνος,άλλωτε γερμένο στον καναπέ,άλλοτε στο μπορντό χαλί μου κάτω.
Κάποια βράδια ξύπναγα και σερνόμουν στο κρεβάτι αλλά έμοιαζε αφύσικα σκληρό και ξένο.Όμως η κούραση,ναι η κούραση τα λύγιζε όλα,την απέχθειά μου προς τα σεντόνια,τον τρόμο μου προς τους σκοτεινούς άδειους τείχους και τέλος προς την τάση να ξανατραβήξω στο σαλόνι και την ανοιχτή τηλεόραση που διαφήμιζε διάφορες μαλακίες-προσφορές στους ξενύχτηδες.
Η Ερμιόνη πέθανε πριν ένα χρόνο κάπου πιο πέρα από δω.Τρια τετράγωνα πιο κάτω,στην στάση για το 7,όταν εκείνος ο μεθυσμένος γέρος τούς παράσυρε όλους με το αμάξι του πριν καρφωθεί στην βιτρίνα με τα λουλούδια.
Ανεμώνες κόκκινες στόλιζαν το πρόσωπό της,τον δρόμο,τα πάντα.Είχα,θυμάμαι,γελάσει σαν υστερικός για κάποια λεπτά.Οι περαστικοί είχαν μαζευτεί και οι πιο πολλοί κοίταζαν εμένα παρά τα θύματα που είχαν σχηματίσει κύκλο σαν σε ζωγραφιά.Η κωμωδία,η θεία κωμωδία πριν την κατάρρευση.Και η κατάρρευση σε ρίχνει στο πεζοδρόμιο να κλαις,να βρίζεις και να ζητάς το γιατί, το οποίο γίνεται μια ανίατη και χρόνια ασθένεια που σε τυραννάει συνεχώς.
Αυτός ο αναπτήρας ξεψυχάει.Παλεύω τρεις και τέσσερις φορές για να τον ανάψω και να δώσω φωτιά στο τσιγάρο μου.Ώρες ώρες τον καμαρώνω σαν παιδί μου που επιμένει ακόμα να μου δίνει τη φλόγα του,έστω και αυτή τη μικρή μπλε φλογίτσα του.
Λέγανε ότι κάποτε εδώ σε αυτή την πόλη είχε εμφανιστεί ένας άγγελος και είχε διώξει τους εχθρούς της μίλια μακριά,ηττημένους,ταπεινωμένους.Φαίνεται ο άγγελος πέθανε ή έστω κουράστηκε στην καλύτερη περίπτωση γιατί η πόλη μοιάζει σκοτεινή,εχθρική τώρα.Ίσως είναι η δουλειά μου αυτή που με έκανε να την βλέπω έτσι με το πέρασμα του χρόνου.Ο γιατρός λέει ότι φταίει η ΑΠΩΛΕΙΑ μου και ότι σιγά σιγά όλα θα φτιάξουν πάλι για μένα.Μπορεί να έχει και δίκαιο.Αυτός μου είπε να γράφω τις σκέψεις μου εδώ.Όταν τον ρώτησα τι ακριβώς περιμένει από μένα να γράψω δηλαδή,αυτός μου απάντησε χαμογελαστά οτιδήποτε σου κατέβει.Σκέψεις,γεγονότα,αναμνήσεις.
Δύσκολο γιατρέ.Ειδικά οι αναμνήσεις είναι κομμάτι θάνατος.Ξέρεις είναι όπως είχε πει εκείνος ο παλιόφιλος ο Γιώργος που τα πίναμε παλιά στο μπαράκι του Έντσο.Έρχονται εκεί που κάθεσαι ήρεμα κι ωραία,σε αρπάζουν από πίσω από το σβέρκο και σε σηκώνουν ψηλά και σε πετάνε σαν τσουβάλι στον τοίχο.Αφήνουν νεκρούς αλλά ζωντανούς.Το χειρότερο δηλαδή.
Αλλά δεν έχω τίποτα να χάσω.Άκουγα και κείνο το κομμάτι των Portishead,To kill a dead man,κάπως έτσι λέγεται,και είπα δεν γαμιέται τίποτα δεν με σκοτώνει πια.Πήρα ένα ποτήρι τεκίλα και έκατσα να παλέψω με τα πλήκτρα αυτού του παλιού υπολογιστή,να παλέψω με την άνοιά μου και την θανάσιμη βαρεμάρα.Να παλέψω ας πούμε με την ΑΠΩΛΕΙΑ.Διαφορετικά η άλλη λύση είναι ένα 38άρι στον κρόταφο.
Και να ήδη έχει γεμίσει η οθόνη με μαύρες μικρές λεξούλες που λένε και λένε και γυρνάνε όλες γύρω από το ίδιο σημείο.Και παλεύω να βάλω μια τάξη,αλλά τελικά υποκύπτω και ακούω τα λόγια ενός δασκάλου μας που μας έλεγε συνέχεια ΄΄αφήστε τις λέξεις απλά να βγουν από μέσα σας,θα βρουν αυτές το δρόμο τους..’’.
Είναι ο κόσμος στα τέλη του Απρίλη,όχι όλος ο κόσμος λάθος.Κάποιοι βρίσκονται χίλια χρόνια πίσω,κάποιοι χίλια χρόνια μπροστά.Κάποιοι άλλοι δεν ξεκίνησαν ακόμα να μετρούν,κάποιοι ξέχασαν να μετρούν,βαρέθηκαν.Είναι όμως άνοιξη εδώ κι όμως βρέχει συνέχεια,λες και ο χειμώνας έχει γαντζωθεί από τη μέση της γύρω και δεν φεύγει με τίποτα.Πάντα φανταζόμουνα την άνοιξη σαν μια ωραία ξανθιά γυναίκα με λουλούδια στα μαλλιά.Με λουλούδια παντού.Χαμογελαστή και όμορφη.Δεν ξέρω γιατί την φανταζόμουν έτσι.Ίσως από το σχολείο,ίσως από τα παραμύθια.
Δεν έχει σημασία.Σημασία έχει ότι βρέχει και σήμερα από το πρωί.Και η βροχή πάντα μού ταίριαζε.

(συνεχίζεται)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου