
Έσταζε την φρίκη του στο ποτήρι
Οι μύγες χόρευαν ταγκό γύρω από καπνούς
Κι οι υπόλοιποι νυσταλέα κοίταγαν την Τόνια.
Μια τηλεόραση έπαιζε κάπου στο βάθος
Ένα εμβατήριο για μια μακρινή πατρίδα
Και ο γέρο μπάρμαν δάκρυζε κρυφά
Σκουπίζοντας την ξύλινη μπάρα.
Στοίχημα ότι έξω θα άρχισε να φυσάει
Εκείνος ο κόντρα άνεμος,ο ζεστός.
Θα κουνιόνται τα φύλλα των δέντρων
Προς τη μεριά της θάλασσας
Κι ο κουτσός Έκτορας
Θα γαβγίζει τρομαγμένος κι αυτός
Τις σκιές της νύχτας.
Οι άνθρωποι θα μαζεύονται στα παλτά τους
Και τα ζευγάρια θα αγκαλιάζονται ερωτικά.
Καθώς τα πεταμένα χαρτιά
Θα υψώνονται πάνω από τους δρόμους
Σαν γκρίζα περιστέρια της χαραυγής.
Ακροβάτες τρελοί μιας κοινωνίας σε παρακμή,
Προάγγελοι
Μιας πτώσης.
Ή μιας αλλαγής.
Έσταζε την φρίκη του στο ποτήρι
Καθώς ο γέρο μπάρμαν δάκρυζε
Για μια πατρίδα μακρινή….
(Στην Ιωάννα Γ.)