Τετάρτη 23 Σεπτεμβρίου 2009

Νέμεσις



1.Η πορεία του αίματος


Πύργος 1930


Για λίγες μόνο στιγμές επικράτησε σιωπή.Ήταν αυτή η σιωπή που προηγείται της μεγάλης έκρηξης,της φασαρίας του πανικού.Όλοι σταμάτησαν αυτό που έκαναν και παρέμειναν ακίνητοι.Ο χορός σταμάτησε,οι σερβιτόροι έμειναν ασάλευτοι κρατώντας κάτω από την μασχάλη τους τις στάμνες με το κρασί και τα παιδιά έπαψαν να φωνάζουν.Και όλοι γύρισαν προς το μέρος του Δημήτρη.Μόνο εκείνος ο βιολιστής συνεχίζει ακάθεκτος να παίζει έναν χαρούμενο σκοπό.
Η πρώτη στριγκλιά ακούστηκε από την νύφη την στιγμή που το ρυάκι από αίμα άρχισε να κυλάει από το στήθος του.Η δεύτερη ήταν της μάνας μου την ώρα που ο αδερφός μου σωριαζόταν στο έδαφος.Το βιολί σώπασε.Μετά άρχισαν όλοι να φωνάζουν και να τρέχουν.
Θυμάμαι να σφίγγω με απίστευτη οργή το γυάλινο αλογάκι που κρατούσα στα χέρια μου και αυτό να σπάει γεμίζοντας την παλάμη μου πληγές και αίματα.Μα τα μάτια μου ήταν καρφωμένα σε αυτή την ψιλή μαύρη φιγούρα που έφευγε προς το σκοτάδι τρέχοντας,αφού πρώτα είχε σημαδέψει στην καρδιά τον αδερφό μου.Κανείς δεν κυνήγησε τον δολοφόνο αλλά όλοι τρέχανε να σωθούνε από δω κι από κει.
Μετά από λίγα λεπτά είχε μείνει η τραγική φιγούρα της μάνας μου να σπαράζει με λυγμούς πάνω από τον γιό της.Οι δυο μου αδερφές παρακολουθούσαν βουβές την σκηνή από απόσταση με δάκρυα να τρέχουν από τα μάτια τους.Ο Δημήτρης ήταν νεκρός.Κάποιος τον είχε σκοτώσει τη νύχτα του γάμου της ξαδέλφης του.
Το βλέμμα μου ακολούθησε την πορεία του αίματος στο πέτρινο πάτωμα.Συγκεντρωνόταν όλο σε μια λακκούβα στο έδαφος και σχημάτιζε μια μικρή λιμνούλα.Φαινόταν τόσο σκούρο και όμως τόσο γυαλιστερό συνάμα.Από κει μέσω μιας σχισμής κάτω,συνέχιζε την πορεία του στο έδαφος σαν ρυάκι που προσπερνά διάφορα εμπόδια μέχρι να βρει την έξοδό του.Και η έξοδός του ήταν ακριβώς κάτω από τα πόδια μουΕκεί μαζεύτηκε το αίμα λερώνοντας τα παπούτσια μου και σμίγοντας με τις δικιές μου κόκκινες σταγόνες.
Η χαρά είχε εξαφανιστεί από την γιορτή αυτή μέσα σε μια μόλις στιγμή.Τα τραπέζια ήταν άδεια και στην θέση της ορχήστρας δεν υπήρχε τίποτα παρά μόνο τα όργανα και αυτά αφημένα στην τύχη τους.Δειλά δειλά έπειτα από λίγη ώρα άρχισαν να ξεπροβάλλουν κάποια πρόσωπα μέσα από το μαύρο της νύχτας.Τις πένθιμες κραυγές τις μάνας μου άρχισαν να συνοδεύουν και άλλες.Ο χώρος γύρω από τον αδερφό μου καλύφθηκε από ένα μαύρο πέπλο γυναικών που θρηνούσαν.Οι άντρες μετά τον πρώτο τους φόβο άρχισαν να ψάχνουν γύρω από το κτήμα για τον δράστη.Μα εγώ ήξερα ότι ο διάολος αυτός είχε χαθεί για πάντα μέσα στο σκοτάδι και κάπου χαμογελούσε κρυφά που πέτυχε τον στόχο του.Ο θείος μου έφυγε τρέχοντας να ειδοποιήσει τον πατέρα μου.
Κοίταξα το αίμα που είχε πια μαζευτεί για τα καλά γύρω από μένα.Το αίμα του μεγάλου μου αδερφού.Με είχε περικυκλώσει σαν να ήθελε να με εγκλωβίσει στον δικό του φοβερό κύκλο.Και πριν η Σοφία με αρπάξει και με πάρει στην αγκαλιά της είχα ήδη δώσει τον όρκο μου.Ήμουνα δεν ήμουνα τότε 9 χρονών…




2.Το όνειρο του πατέρα

Ο πατέρας είχε σηκωθεί σχετικά νωρίς εκείνο το πρωινό της Κυριακής.Καθόταν πάνω στην ψάθινη κουνιστή καρέκλα του έξω στην βεράντα και κάπνιζε.Το πρόσωπό του ήταν σκεφτικό και το βλέμμα του χαμένο κάπου ανάμεσα στις γέρικες λεμονιές και πορτοκαλιές του κήπου μας.Μια πρωινή πάχνη τις σκέπαζε,κάνοντας τις μορφές τους να διαγράφονται τρομαχτικές στον εγγύς ορίζοντα.Η μάνα που σηκώθηκε λίγο πιο μετά,τον είδε και πήγε προς το μέρος του.

΄΄Τι τρέχει Γιάννη?Γιατί σηκώθηκες τόσο νωρίς?Κυριακή είναι σήμερα…’’,του είπε και τον αγκάλιασε από πίσω φιλώντας τον στο μάγουλο.

Ο πατέρας δεν αποκρίθηκε και συνέχιζε να κοιτάει προς τον κήπο.Η μάνα μου ανησύχησε και παίρνοντας μια καρέκλα έκατσε δίπλα του.Εγώ πλησίασα πιο πολύ το πρόσωπό μου στο παράθυρο.Ο πατέρας δεν ήταν καλά.

Εκείνο το βράδυ δεν είχα κοιμηθεί και τόσο καλά.Έκανε πολύ ζέστη κατακαλόκαιρο καθώς ήταν και ίδρωνα συνέχεια.Στριφογύρναγα στο κρεβάτι μου όλη την ώρα,ξυπνώντας και την καημένη την αδερφή μου την Σοφία που πάσχιζε να με ηρεμήσει παίρνοντάς με αγκαλιά.Στο δίπλα κρεβάτι κοιμόνταν ήσυχοι ο Δημήτρης με τον δεύτερο αδερφό μου τον Νίκο και στο βάθος του δωματίου μόνη της η μεγάλη μου αδερφή η Γιώτα.

Ανακάθισα στο κρεβάτι και κοίταξα τον πατέρα.Βαθιές ρυτίδες χάρασσαν το πρόσωπό του ,ξεκινώντας από το μέτωπό του και έφταναν μέχρι τα πυκνά μαύρα του γένια.Η μάνα χάιδεψε τα μαλλιά του και τον ξαναρώτησε:

΄΄Τι τρέχει Γιάννη μου?Τι έχεις?’’

Τελικά ο πατέρας γύρισε αργά και την κοίταξε,πετώντας το τσιγάρο του στο χώμα.

΄΄Δώρα,δεν θα πάμε στον γάμο σήμερα.’’,της είπε και ξαναγύρισε το βλέμμα του μπροστά.

Η μητέρα έμεινε έκπληκτη.Δεν ήταν δυνατόν να το εννοεί αυτό.Παντρευόταν η αγαπημένη του ανιψιά.Ήξερε ότι και κείνος ήθελε όσο οι άλλοι να πάει στο γάμο.

΄΄Μα Γιάννη,είναι η Χριστίνα μας…’’,όμως πριν ολοκληρώσει την φράση της ο πατέρας πετάχτηκε απότομα όρθιος από την καρέκλα του.Τώρα το βλέμμα του είχε αλλάξει,είχε γίνει σκληρό και οργή κατέκλυζε το πρόσωπό του.Σπάνια έβλεπες τον πατέρα έτσι.

΄΄Είπα δεν θα πάμε!!Τι δεν καταλαβαίνεις απ’αυτό?Δεν θα πάμε!’’,είπε και στάθηκε αγριεμένος πάνω από την μάνα.

΄΄Μα…γιατί?’’,κατάφερε να πει τρέμοντας από φόβο η μητέρα.

Την κοίταξε καλά καλά,γύρισε και κοίταξα ξανά προς την ομίχλη,λες και ο λόγος που δεν ήθελε να πάει προέρχονταν από κει,και είπε τελικά:

΄΄Άκου Δώρα και δώσε προσοχή στα λόγια μου αυτά…Απόψε είδα όνειρο,μάλλον εφιάλτη.Ήμουνα λέει στο γάμο της Χριστίνας και καθόμασταν όλοι μαζί στο τραπέζι μας.Εκεί που γλεντούσαμε μια χαρά,είδα ξαφνικά μια μαύρη σκιά να έρχεται προς το μέρος μας.Στην μέση της διαδρομής σταμάτησε και σήκωσε το χέρι του δείχνοντας κάποιον από μας,αλλά διάολε δεν μπόρεσα να καταλάβω ποιον.Έπειτα άρχισε ο τόπος να πλημμυρίζει αίματα.Παντού αίματα,στο έδαφος,στα τραπεζομάντιλα,στα ρούχα μας,παντού!Γι’αυτό σου λέω,στον γάμο αυτό δεν θα πάμε,έχω άσχημο προαίσθημα…’’

Η μάνα έμεινε να τον κοιτάει ξαφνιασμένη και φοβισμένη συνάμα.Τον εμπιστευόταν τον Γιάννη σ’όλα,τον άκουγε σε ότι της πρόσταζε.Και ήξερε μέσα της ότι και αυτή την φορά έπρεπε να τον ακούσει.Σηκώθηκε από την καρέκλα της και σκούπισε ένα δάκρυ που είχε καταφέρει να κυλήσει στο κόκκινο μάγουλό της.Ο πατέρας είχε μείνει να την κοιτά.Τον πήρε αγκαλιά και του ψιθύρισε αναστενάζοντας:

΄΄Ας είναι…’’

****








Το δίλημμα είναι μεγάλο.Να κρυφτείς στο σπίτι σου για μια συμφορά που μπορεί να σε χτυπήσει χωρίς ωστόσο να είσαι σίγουρος ή να βγεις συνεχίζοντας την ζωή σου κανονικά,δείχνοντας ότι δεν αφήνεις τον φόβο να σ’επηρεάζε?.Ένας φόβος που σύμφωνα με τον αδερφό μου τον Δημήτρη ήταν τελείως παράλογος.
Ο πατέρας έφυγε αργότερα εκείνη την μέρα για τα χωράφια μαζί με το Νίκο,λέγοντας ότι θα γυρίσει αργά το βράδυ.Πριν φύγει έδωσε πάλι αυστηρή εντολή να μην τολμήσει κανείς να πάει στον γάμο γιατί θα είχε να κάνει μ’αυτόν.Δεν φέραμε αντίρρηση όμως έβλεπες καθαρά το Νίκο να έχει νευριάσει με την όλη συμπεριφορά του πατέρα.Ήταν Κυριακή και αυτός χωρίς λόγο τον έσερνε στα χωράφια μόνο και μόνο για να είναι σίγουρος ότι δεν θα τον παρακούσει.
Ο Δημήτρης που ήταν πάντα ο πιο ήσυχος και σοβαρός απ’όλους μας,θα έμενε μαζί μας προσέχοντας να τηρηθεί η θέληση του πατέρα.Πάντα φαινόταν να τον εμπιστεύεται περισσότερο σε σχέση με τους άλλους μας.Ήταν βέβαια και ο πιο μεγάλος από τα αδέρφια μου.Μετά τον πατέρα,ήταν αυτός ο προστάτης της οικογένειας.
Μόλις έφυγαν για τα χωράφια,επικράτησε σιωπή στο σπίτι.Η μητέρα,αφού μας κοίταξε όλους μια φορά αμήχανα,έπιασε να ετοιμάζει στον φούρνο την φωτιά για το φαγητό.Η Γιώτα έκανε να την βοηθήσει και η αγαπημένη μου η Σοφία ήρθε λυπημένη και με σήκωσε στην αγκαλιά της,μεταφέροντάς με στο παλιό και ξεθωριασμένο καφέ καναπέ.
΄΄Για να δούμε μικρέ πού έχεις φτάσει τον Πατούχα?’’,μου είπε γαργαλώντας με στα πλευρά και πιάνοντας το βιβλίο από το τραπεζάκι.Έκανα να ξεφύγω αλλά δεν τα κατάφερα.Η Σοφία άρχισε με σοβαρό δήθεν ύφος να ξεφυλλίζει το κιτρινιασμένο βιβλίο.
Εκείνη την εποχή που είχα μάθει να διαβάζω κάπως με άνεση,εκείνη την εποχή άρχισε η Σοφία να μου φέρνει βιβλία για δώρα.Ενώ όλοι οι υπόλοιποι συνέχιζαν να μου δίνουν στρατιωτάκια,τρένα με σιδηρόδρομους και διάφορους ξύλινους ήρωες,αυτή επέμενε να μου φέρνει βιβλία.Όποτε κατέβαινε στον Πύργο και στην αγορά γύρναγε και με ένα βιβλίο κάτω από την μασχάλη της.Ποτέ δεν κατάλαβα πως
τα επέλεγε αφού η ίδια δεν ήξερε να διαβάζει.
Μα με πίεζε εγώ να τα διαβάζω και να της λέω τις ιστορίες που αυτά έκρυβαν στις σελίδες τους.Κι έτσι όποτε βαριόμουνα ή είχα εξαντληθεί από τους πολέμους με τα παιδιά έξω ή με τα στρατιωτάκια μου,καθόμουν στο κρεβάτι και διάβαζα.Τις περισσότερες φορές κουραζόμουν και μετά από λίγες σελίδες τα παράταγα,αλλά υπήρχαν και μέρες που κάποια ιστορία με συνέπαιρνε και μπορούσα να διαβάζω για ώρες.Ο Πατούχας όμως δεν μου άρεσε.Με το ζόρι έβγαζα τις σελίδες.
Η αδερφή μου κοίταζε πάντα την τσακισμένη σελίδα και καταλάβαινε πόσες είχα προχωρήσει από την τελευταία φορά.΄Ετσι έκανε και τώρα:
΄΄Α μπράβο διάβασες πολλές σελίδες από χτες.Σου αρέσει μάλλον και αυτή η ιστορία.’’,είπε και με κοίταξε χαμογελαστή.
Εγώ δεν της απάντησα,παρά έμεινε να την κοιτάω ικετευτικά να με αφήσει:
΄΄Πρέπει να πάω να παίξω με τα παιδιά έξω.Αν αργήσω θα με βάλουν στην ομάδα των ληστών…Άσε με…’’
΄΄Όχι πριν μου συνεχίσεις την ιστορία…Λοιπόν ακούω…’’,μου αποκρίθηκε και με άφησε από την αγκαλιά της,περιμένοντας να αρχίσω.
Έπρεπε πάλι να θυμηθώ που είχα σταματήσει την προηγούμενη φορά και να σκαρφιστώ γρήγορα την συνέχεια,γιατί εννοείται ότι δεν είχα καθίσει να διαβάσω μέχρι την τσακισμένη σελίδα.Τελικά μετά από λίγα λεπτά κάτι είχα σκεφτεί.Πήρα μια βαθιά αναπνοή και ξεκίνησα:
΄΄Λοιπόν….ήμασταν εκεί που ο Πατούχας…’’,έκανα να πω,μα η βαριά και δυνατή φωνή του Δημήτρη με έκοψε ξαφνικά.
΄΄Αυτός ο φόβος του πατέρα είναι παράλογος.’’,είπε και σηκώθηκε από το μεγάλο τραπέζι στο κέντρο του σπιτιού.Άρχιζε να βηματίζει πάνω κάτω στον χώρο,σκεφτικός και συνοφρυωμένος.Η μητέρα βγήκε από την μικρή κουζίνα μας μαζί με την Γιώτα και έμεινε να τον παρακολουθεί.Το ίδιο και η Σοφία που γύρισε το κεφάλι της προς το μέρος του,ξεχνώντας αμέσως εμένα.Εκείνη την στιγμή θυμάμαι τι ανακούφιση ένιωσα καθώς ο αδερφός μου χωρίς να το θέλει με είχε σώσει από άλλη μια δυσάρεστη κατάσταση.
΄΄Είναι τελείως παράλογος...’’,επανέλαβε ο Δημήτρης.Και συνέχισε λέγοντας:
΄΄Δεν πρέπει να αφήσουμε ένα άσχημο όνειρο,ένα κακό προαίσθημα να επηρεάσει την ζωή μας.Τι είναι αυτά δηλαδή?Σήμερα είναι μια πολύ σημαντική και ευχάριστη μέρα για την οικογένειά μας.Η αγαπημένη μας ξαδερφούλα παντρεύεται και μεις θα λείπουμε εξαιτίας ενός εφιάλτη?Που ζούμε?Όχι,ο πατέρας έχει άδικο.’’
Σταμάτησε και μας κοίταξε όλους.Μου θύμισε πολύ την πρωινή ματιά του πατέρα.Του έμοιαζε τόσο πολύ.
΄΄Δημήτρη,ο πατέρας σου κάτι είπε…Ας τον ακούσουμε παιδί μου,κάτι θα…’’,έκανε να πει η μάνα αλλά ο Δημήτρης την έκοψε:
΄΄Όχι μάνα!Ξέρεις πολύ καλά πόσο τον αγαπώ και τον σέβομαι τον πατέρα αλλά εδώ είναι λάθος.Και συ η ίδια μέσα σου το πιστεύεις αυτό.Θα πάμε στον γάμο και θα κάτσουμε για λίγο στο τραπέζι.Πριν επιστρέψει ο πατέρας από τα κτήματα,εμείς θα έχουμε γυρίσει.’’
΄΄Και θα πούμε ψέματα στον πατέρα σου?Τι θα του απαντήσουμε αν μας ρωτήσει τι κάναμε σήμερα?’’,συνέχισε η μάνα να αντιστέκεται.
΄΄Δεν θα του πούμε ψέματα.Θα του μιλήσω εγώ.Θα πάρω την ευθύνη πάνω μου.Εξάλλου θα έχει καταλάβει μέχρι τότε ότι ο φόβος του είναι παράλογος.Μάνα σκέψου λίγο λογικά και μην αφήνεις ένα αδικαιολόγητο φόβο να μας κλείσει μέσα.Θα πάμε στην Χριστίνα.’’,είπε ο αδερφός μου και η μητέρα δεν έφερε αντίσταση.
Η Γιώτα έβγαλε μια χαρούμενη κραυγή και φίλησε την μάνα στο μάγουλο.Ο Δημήτρης πάντα σοβαρός πήγε προς το υπνοδωμάτιο.Και έμεινα στο σαλόνι μόνος μου εγώ με την Σοφία.
΄΄Λοιπόν κύριε πού είχαμε μείνει??...’’,γύρισε και με ρώτησε.Αλλά κάτι είχε αλλάξει στον τόνο της φωνής της.Η αδερφή μου δεν φαινόταν να έχει χαρεί με την απόφαση που πήρε ο Δημήτρης.Ήταν κάπως αφηρημένη και μελαγχολική τώρα.Το διέκρινε στα υπέροχα μαύρα μάτια της.
΄΄Που είχαμε μείνει??’’,ξαναρώτησε προσπαθώντας να φανεί λίγο πιο χαρούμενη.
Ιδέα δεν έχω,σκέφτηκα από μέσα μου.




3.Κρυμμένοι στις γραμμές

Σταμάτησε ξαφνικά την αφήγησή του και με κάρφωσε με τα ξεθωριασμένα γαλάζια μάτια του.Μετά γύρισε το βλέμμα του προς το κομοδίνο,,ψάχνοντας κάτι.Έξω είχε αρχίσει να βρέχει πάλι.Κοίταξε προς το παράθυρο.Οι σταγόνες της βροχής φάνηκαν να του αποσπούν για λίγο την προσοχή.
΄΄Η βροχή…ο ήχος της,με ηρεμεί ξέρεις.Από παιδί γαλήνευε την ψυχή μου.Εκεί που τα άλλα παιδιά ήθελαν να βγουν έξω και να τρέξουν στην βροχή,εμένα μου άρεσε να κάθομαι στο παράθυρο δίπλα στο κρεβάτι μου και να την χαζεύω.Πολλές φορές ερχόταν και η Σοφία και με έπαιρνε αγκαλιά και κοιτάζαμε και οι δύο σιωπηλοί τις σταγόνες και την θλιμμένη πορεία τους στην γη.’’,συνέχισε χωρίς να παίρνει το βλέμμα του από το παράθυρο.
Από ώρα ήθελα να ανάψω τσιγάρο.Ο παππούς δεν ήταν καλά τελευταία και η αρρώστιά του είχε επιδεινωθεί,αφήνοντας στους γιατρούς ένα απαισιόδοξο και θλιμμένο χαμόγελο για το μέλλον του.Δεν υπήρχε πια κάτι να κάνουμε από το να περιμένουμε.
΄΄Εχω ξεχάσει ότι εδώ και καιρό λείπουν τα τσιγάρα μου από το κομοδίνο.Η γιαγιά σου δεν θέλει καν να ακούει γ’αυτά.’’,χαμογέλασε και συνέχισε:
΄΄Όλοι στο σπίτι φέρονται λες και έχω ήδη φύγει.Λες και είμαι ήδη νεκρός.Η γυναίκα μου όποτε μου μιλάει δακρύζει και ο πατέρας σου έχει πάντα αυτό το στεναχωρημένο ύφος όποτε με βλέπει.’’,είπε και σταμάτησε .
Δεν είχα τι να του πω.Δεν ήξερα από λόγια παρηγοριάς.Ήταν και ανώφελο καθώς ήξερε την κατάστασή του πολύ καλά.Εξάλλου ο ίδιος μου είχε μάθει να αποδέχομαι στωικά την αλήθεια όσο αβάσταχτη και να ήταν κάποιες φορές.
΄΄Πώς είναι η Λίνα?Πώς τα πάτε?’’,με ρώτησε αλλάζοντας ύφος και γίνοντας πιο ευδιάθετος.
΄΄Αρκετά καλά παππού…Σε λίγες μέρες μετακομίζουμε Αθήνα.Βρήκαμε σπίτι που μας ταιριάζει.’’,του απάντησα.
΄΄Είναι καλή γυναίκα,να την προσέχεις..Και να ελέγχεις τα νεύρα σου.Ώρες ώρες μου θυμίζεις τον αδερφό μου τον Νίκο.’’,είπε και γέλασε ξανά.
Μα η βροχή,όπως ήρθε ξαφνικά,έτσι σταμάτησε και ο παππούς σοβάρεψε πάλι.Οι ρυτίδες έγιναν πιο έντονες στο πρόσωπό του και οι σκιές ξαναφάνηκαν στα μάτια του.
Κοίταξε μια τελευταία φορά προς το παράθυρο και μετά γύρισε προς τα μένα.Ένιωσα έκπληξη.Ήταν δακρυσμένος.Πρώτη φορά τον έβλεπα έτσι.Δεν είχε δακρύσει ποτέ,ούτε όταν είχε πεθάνει ο αδερφός του ο Νίκος πριν δέκα χρόνια,ούτε όταν είχε πρωτομάθει για την αρρώστιά του.
Ανασηκώθηκε με κόπο στο κρεβάτι στηριζόμενος στους αγκώνες του.Τα χείλη του άρχισαν να κουνιούνται χωρίς ωστόσο να βγαίνει καμία λέξη από αυτά για λίγες στιγμές.Έπειτα οι λέξεις του βγήκαν ψιθυριστά και βασανιστικά:
΄΄Τον αγαπούσε…Ήταν εραστές.’’,είπε ξέπνοα και έπεσε πάλι προς τα πίσω.
Και συνέχισε την αφήγησή του…

6 σχόλια:

  1. Υπέροχη αρχή και αναμέμουμε τη συνέχεια!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Μπράβο.... για να το πω και στη σελίδα!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Λοιπόν φίλε Ηλία, τα δυνατά και τα αναλυτικά θα στα πω όταν ολοκληρώσεις το έργο σου –μην νομίζεις ότι θα τα γλιτώσεις δηλαδή!- αλλά κρίνοντας από τις δυο πρώτες ενότητες –ας τις πούμε έτσι- έχω να πω απλά πως το ταλέντο σου στην προσωπική αφήγηση βαθαίνει και ακονίζεται διαρκώς… έχεις μια σκηνοθετική γραφή –Μπέργκμαν στιλ μου θυμίζει- και μπορείς να την βαθύνεις ακόμη περισσότερο σε ψυχογραφικές ανατομίες… δεν ξέρω πως θα εξελιχθεί το διήγημα, σε πόσα επίπεδα θα το απλώσεις, πόσο οριζόντια ή κάθετα θα σου βγει, αλλά έχει τις προοπτικές να γίνει ένα πολύ σημαντικό έργο. Και πιστεύω θα γίνει. Πάντα ζεστή, ανθρώπινη, προσωπική, εστιασμένη στη λεπτομέρεια η γραφίδα σου αγγίζει τον αναγνώστη… συνέχισε λοιπόν…

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Καταφέρνεις να διαφοροποιήσε στη συνέχεια σου, σχέση με αυτό που ίσως υποθέτει ο αναγνώστης. Έτσι μας έχεις δεμένους να διαβάζουμε αυτά που γράφεις και να παραδεχόμαστε τη γραφή σου. Μπράβο... Και εγώ ανυπομονώ να δω το έργο ολοκληρωμένο!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Μπράβο σου Ηλία! Μου αρέσει πολύ το γραψιμό σου..

    ΑπάντησηΔιαγραφή